Καθηλώνει η «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου
12.04.2013
12:30
Η ηρωίδα του Σπύρου Περεσιάδη διέτρεξε τον χρόνο, δώδεκα δεκαετίες, έναν αιώνα και πλέον, και «προσγειώθηκε» μ΄έναν μαγικό τρόπο στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Μία πληθωρική Γκόλφω σε τρεις χρόνους. Μία Γκόλφω σεξπιρική, μια Ελληνίδα Ιουλιέτα, που εξελίσσει τον πόνο της στον άψογο δεκαπεντασύλαβο του δημιουργού της, που διατηρεί όλα τα στοιχεία της λαϊκής παράδοσης, που σέρνεται και ίπταται επί σκηνής.
Η ηρωίδα του Σπύρου Περεσιάδη διέτρεξε τον χρόνο, δώδεκα δεκαετίες, έναν αιώνα και πλέον, και «προσγειώθηκε» μ΄έναν μαγικό τρόπο στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του Rex για να συνεπάρει τους θεατές της με το δράμα της, δράμα ίδια ισχυρό όσα χρόνια κι αν περάσουν, όπως άλλωστε διαχρονικά ισχυρός είναι ο πόνος του προδομένου έρωτα, που ζητάει και βρίσκει τη λύτρωση στον θάνατο.
Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, καθηλώνει το κοινό της από τις 6 Μαρτίου κι όχι άδικα. Το παροιμιώδες ειδύλλιο της «φουστανέλας», το βουκολικό δράμα του 1893 «χτυπάει φλέβα» σε κάθε κοινό μέσα στον χρόνο γιατί άλλωστε ίδια είναι μέσα στον χρόνο τα στοιχεία ανθρώπου και κοινωνίας. Το συναίσθημα και η ταξική πάλη. Η Γκόλφω ερωτεύεται βαθιά τον Τάσο, εκείνος την προδίδει για την πλούσια κόρη του τσέλιγκα, η Γκόλφω αυτοκτονεί κι εκείνος την ακολουθά μετανιωμένος στο ύστατο ταξίδι.
«Η θρυλική Γκόλφω γράφτηκε μετά τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα των ποιμενικών ερώτων, αλλά με πιο δραματική αντίληψη της ζωής» είχε γράψει κάποτε ο Γιώργος Θεοτοκάς κι αυτή η «πιο δραματική αντίληψη της ζωής» ερμηνεύτηκε από πολλούς ως απότοκο της κατάστασης του Περεσιάδη όταν «έπλεκε» την Γκόλφω του. Ήταν η περίοδος, που είχε χάσει πλέον εντελώς το φως του και στην ψυχή του όλα εξελίσσονταν πιο ζοφερά, πιο δραματικά.
Σε κάθε περίπτωση, η Γκόλφω ήταν και παραμένει γνήσια έκφραση της λαϊκής αυθεντικής παράδοσης, που δέχεται, αλλά δεν αποδέχεται, την ταξική διάφορα, που ζει και πεθαίνει για τη μόνη αξία: την αγάπη της. Το κείμενο, αν και μέσα στη ρετρό δεκαπεντασύλαβη εκδοχή του, είναι δυνατό, πολύ δυνατό, κι όταν ερμηνεύεται από ανθρώπους του θεάτρου με ανάστημα, σε ένα λιτό και απείρως λειτουργικό σκηνικό, απογειώνεται.
Στα πολυπαιγμένα έργα του κλασικού ρεπερτορίου (υπενθυμίζεται ότι ακόμα κι ο αείμνηστος Αγγελόπουλος, στον Θίασό του, μια Γκόλφω «είχε αναθέσει» στο μπουλούκι του), η πρόκληση για τον σκηνοθέτη είναι αυτονόητα μεγάλη. Πρέπει να κάνει τη δουλειά, που θα μείνει, θα καταγραφεί στις καλές σελίδες του θεατρικού χρονικού. Κι ο Νίκος Καραθάνος φαίνεται πως τα κατάφερε.Διατήρησε τον βαρύ (σε εκτόπισμα) ποιητικό λόγο, διατήρησε τη φουστανέλα των πρωταγωνιστών (σε μαύρο χρώμα) και φώτισε τη μεταφυσική διάσταση της ηρωίδας, που επί σκηνής παρουσιάζεται σε τρία χρονικά επίπεδα, επιλέγοντας τρεις φιγούρες, πανάξιες -η κάθε μια- εκπρόσωποι της θεατρικής τους γενιάς. Έφηβη (Εύη Σαουλίδου), μεσήλικη (Λυδία Φωτοπούλου), ώριμη (Αλίκη Αλεξανδράκη).
Η Γκόλφω χαίρεται και θρηνεί στην αγκαλιά της ίδιας πάντα νεαρής μάνας, παραπέμποντας στο πέρασμα του χρόνου στην Πιετά του Μικελλάντζελο, στη μάνα Παναγιά, που είναι συνομίληκη ή και μικρότερη του παιδιού της.
Η δροσερή Γκόλφω στα 17 της χρόνια παραδίδεται στα όμορφα λόγια του επιπόλαιου Τάσου της (Χάρης Φραγκούλης), αρραβωνιάζονται κι όσο εκείνη μετρά ανάποδα τον χρόνο για τον γάμο τους, εκείνος κάμπτεται από τα δελεαστικά λόγια του περιβάλλοντος του αρχιτσέλιγκα (Άγγελος Παπαδημητρίου) να παρατήσει τη φτωχή Γκόλφω για την ευζωία που υπόσχεται η στριφνή κόρη του (Μαρία Διακοπαναγιώτου), την οποία ο σκηνοθέτης παρουσιάζει στη σκηνή με κεφάλι αρκούδας. Το εύρημα αποδίδει. Η αρκούδα, ως θεριό της φύσης, αρπάζει με τη δύναμή του και απωθεί τους θεατές της.
Στο επόμενο επίπεδο του χρόνου, οι δυνατές σκηνές του θρήνου και της κατάρας της ηρωίδας «πέφτουν» στην έξοχη Λυδία Φωτοπούλου. Η Γκόλφω γράφει το δράμα της στο γλέντι του γάμου του Τάσου (Νίκος Καραθάνος) με την αποκρουστική αρκούδα. Ένα γλέντι, που όλα και όλοι κινούνται σαν μαριονέτες. Στα κρεσέντα της η θαυμάσια μουσική (του Άγγελου Τριανταφύλλου) ενισχύει τις σπασμωδικές φιγούρες των γλεντοκόπων. Το γλέντι γίνεται παρωδία. Θέατρο σκιών. Διακωμωδεί. Η ένωση του πλούτου με τη φτώχια είναι ανόσια. Η Γκόλφω πεθαίνει κι ο Τάσος δεν αργεί να την ακολουθήσει μετανιωμένος για την προδοσία του.
Στο τρίτο επίπεδο, η Γκόλφω είναι η μεταφυσική παρουσία της ύπαρξής της που «απολογίζει» τη ζωή της, έχοντας στο πλάι τον ώριμο πια Τάσο (Γιάννη Βογιατζής). Μόνο που η τωρινή «ζωή» της δεν τον χωράει πια. Ο Τάσος έχει περάσει στη λήθη και χρειάζεται να της δείξει την...αστυνομική του ταυτότητα για της φρεσκάρει τη μνήμη. Είναι η στιγμή τής μετά θάνατον δικαίωσης.
«Εκείνος την αγάπησε. Εκείνη τον αγάπησε πολύ. Στο τέλος, πεθαίνουν κι οι δύο. Ωραίο έργο» προλογίζει την παράσταση στις πρώτες ατάκες επί σκηνής ο Γιώργος Μπινιάρης, ο θαυμάσιος Θανάσουλας του Περεσιάδη, ο πατέρας του Τάσου, που καταριέται τον γιο του, επειδή πρόδωσε την αγάπη του για το χρήμα.
Αυτό είναι, λοιπόν: «Εκείνος την αγάπησε. Εκείνη τον αγάπησε πολύ. Στο τέλος, πεθαίνουν κι οι δύο. Ωραίο έργο».
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr