Πέθανε ο σπουδαίος θεατράνθρωπος Λευτέρης Βογιατζής
Ο «υπηρέτης της τελειότητας» έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο - Την Τετάρτη 8 Μαΐου η κηδεία
Το τελευταίο διάστημα, η κατάσταση της υγείας του Λευτέρη Βογιατζή είχε βελτιωθεί και ο γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης ετοίμαζε τη νέα του παράσταση. Θα ανέβαζε στο Φεστιβάλ Αθηνών τον «Οιδίποδα Τύραννο» και όλοι περίμεναν πως θα ήταν το θεατρικό γεγονός του καλοκαιριού.
Ο υπηρέτης της τελειότητας
Ήταν μια τέτοια ζεστή
μέρα, πέρυσι το καλοκαίρι, όταν το κοινό,
όρθιο χειροκροτούσε, για δέκα ολόκληρα λεπτά, με τη μεγαλύτερη
αγάπη που του είχε δείξει ποτέ, τον Λευτέρη
Βογιατζή.
Ήταν αμέσως μετά το τέλος της
παράστασης “Αμφιτρύων”, ένα υποδειγματικό
μάθημα θεάτρου, μια ονειρική περιήγηση
στο ατελεύτητο ταξίδι ρόλων που κάνει
ο εκ φύσεως σχιζοφρενής θεατράνθρωπος-κάτι
που ήξερε και είχε ζήσει ο Βογιατζής μέχρι
τα μύχια του.
Ήταν δε τέτοια η δύναμη της
παράστασης, που το κοινό αποχωρούσε με
δάκρυα στα μάτια-ίσως και γιατί κατά βάθος
ήξερε πως, ασυνείδητα έστω, αποχαιρετούσε
τον μεγάλο δημιουργό. Γιατί δεν είναι
υπερβολή να πούμε οτι ο Λευτέρης Βογιατζής,
ένας από τους σπουδαιότερους αν οχι ο
σπουδαιότερος-κατά τη γνώμη μου-σκηνοθέτης
του καιρού του δεν έφτιαχνε μόνο θεατρικούς
κόσμους αλλά ανασκάλευε βαθύτερα στο
τι είναι τέλος πάντων αυτό το βάσανο που
κάνει τον άνθρωπο να καταθέσει στη σκηνή
κομμάτι από την ψυχή του. Και ο Λευτέρης
Βογιατζής το κατέθετε ως ηθοποιός και
κυρίως ως σκηνοθέτης-κυριολεκτικά.
Στο
“Καθαροί Πια”, σε αυτήν την εκπληκτική
παράσταση της Σάρα Κέιν που είχε ανεβάσει
το 2001, ένιωθες τις χαίνουσες πληγές της
ψυχής να πονάνε βαθιά, κατά τη διάρκεια
της παράστασης, όσο βαθιά και αν ήταν
κρυμμένες, να αποκαλύπτεται ένα κομμάτι
αθωότητας που είχε χαθεί ανεπιστρεπτί
μέσα από τις λέξεις που έκοβαν σαν μαχαίρι,
να αναφαίνεται το φως δίπλα στα ανείπωτα
σκοτάδια. Και όλα αυτά με μια ακρίβεια
χειρουργική που μόνο ο Βογιατζής ήξερε
να δίνει στις παραστάσεις του-αποτέλεσμα
μιας εξοντωτικής διαδικασίας και μιας
τελειομανίας που δεν σταματούσε ποτέ.
Οι ηθοποιοί μπορεί να βασανίζονταν δίπλα του αλλά και κατέθεταν τους σπουδαιότερους ρόλους της καριέρας τους-στα χέρια του αποκαλύφθηκαν με τον καλύτερο τρόπο οι Δημήτρης Ήμελλος, Εύη Σαουλίδου,Νίκος Κουρής, Γιάννος Περλέγκας .Όλοι είχαν κάτι να πάρουν από τον χαρισματικό σκηνοθέτη που δεν τον ενδιέφεραν ποτέ οι δημόσιες σχέσεις ή η δημοσιότητα: ήταν απόλυτα απορροφημένος από τη διαδικασία της ανακάλυψης που είχε στο μυαλό του που πολλές φορές τον έκανε σχεδόν μονήρη, σχεδόν ιερατικά αφοσιωμένο. “Αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης”, όπως δήλωνε τότε απο-καλύπτοντας την εμμονή του στη Lifo. “Σε ενδιαφέρει να δεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, τι κάνουν οι άλλοι. Να αποκτήσεις αυτή την ευχαρίστηση που είναι μια πολύ μυστήρια έννοια, εφόσον μπορεί να τη νιώθουν και οι ατάλαντοι. Τι σημαίνει, όμως, ευχαρίστηση; Το ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Όμως όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε - και τότε ακριβώς είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Αλλιώς, είμαστε ασύδοτοι”
Ο έλεγχος εξάλλου ήταν κάτι που τον απασχολούσε
πάντα-δεν ήθελε να του ξεφεύγει
κάποια λεπτομέρεια που να ήταν εις
βάρος του έργου γι'αυτό και
καταπιανόταν πάντα σε βάθος, ξανά και
ξανά, με αγαπημένα του κείμενα. Η αγάπη του
για τη Σάρα Κέιν είχε ως αποτέλεσμα τις
αριστουργηματικές παραστάσεις “Καθαροί Πια” και “Crave” ενώ στον κινηματογράφο
ξεχώρισε για τις συνεργασίες του με τον
Νίκο Παναγιωτόπουλος που ήταν και στενός
του φίλος (“Τα οπωροφόρα της Αθήνας”,
“Αθήνα-Κωνσταντινούπολη”, “Η γυναίκα
που έβλεπε τα όνειρα”, “Βαριετέ”, “Μελόδραμα”).
Πάντα επέμενε στους ίδιους ανθρώπους,
όπως στη φίλη του Λούλα Αναγνωστάκη και
είχε όραμα για το νεοελληνικό θέατρο:
πίστευε οτι έχει μια δύναμη εγγενή που
δεν χρειάζεται να δανείζεται από ξένες
παραστάσεις και αλλότριους τρόπους. Άλλωστε
ο Λευτέρης Βογιατζής, σε αντίθεση με άλλους
σκηνοθέτες, δεν ξεπατίκωνε, ούτε ζήλευε
τις νέες μόδες. Αυτό, ωστόσο, δεν σήμαινε
οτι δεν παρέμενε αθεράπευτα καινοφανής:
κάτι τέτοιο φάνηκε και στον τρόπο που
προσέγγισε το έργο του Γιώργου Διαλεγμένου.
Γνώριζε επίσης σε βάθος την Αρχαία Τραγωδία αφού ξεκίνησε ως διδάσκαλος της ενώ το καλοκαίρι ετοιμαζόταν να ανεβάσει “Οιδίποδα Τύραννο” στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Δεν πρόλαβε. Αυτό, ωστόσο, που πρόλαβε είναι να πιάσει πρώτη θέση στην παρέα των παντοτινών δημιουργών, να εμβαπτιστεί στον Λόγο και στο Υποκριτικό Σθένος και να μας εκπολιτίσει-με την απόλυτη έννοια της λέξης. Κι αυτή η παρηγοριά, τις βάρβαρες εποχές που ζούμε, αρκεί.
Το βιογραφικό του Λευτέρη ΒογιατζήΟ Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945.
Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα.
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στον ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο, σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη.
Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Έλλη Λαμπέτη, Σάρα (Children of a Lesser God).
Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων:
τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης, τη επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους Βατράχους, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο, του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρεία Θεάτρου Η ΣΚΗΝΗ με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών.
Από το 1982 ώς το 1987 που λειτούργησε η ΣΚΗΝΗ, ο Λ.Β. σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα:
Η Σπασμένη στάμνα, του Χ. φον Κλάιστ (Δικαστής Αδάμ, σε συσκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου), Οι Αγροίκοι, του Κάρλο Γκολντόνι (Λουνάρντο), Συμφορά από το πολύ μυαλό, του Α. Γκριμπογιέντοφ (Φάμουσοφ), Σε φιλώ στη μούρη... σύγχρονο ελληνικό έργο του Γ. Διαλεγμένου (Μήτσος), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν για την περίοδο 1986-87.
Το 1988 ίδρυσε τη νέα ΣΚΗΝΗ, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.
Σκηνοθέτησε και έπαιξε στις παραστάσεις: Θείος Βάνιας, του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας),1989, Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ (Φος), 1991 (για πρώτη φορά στην Ελλάδα).
Παράλληλα, το 1989, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, απ' όπου αποφοίτησαν (1991) δώδεκα μαθητές, ύστερα από τριετή εντατική φοίτηση.
Είναι η απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ξεκινάει το 1992 σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού
ψιθύρου».
Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος, του Γ. Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά, 1995.
Ακολουθεί ο Μισάνθρωπος, του Μολιέρου, 1996, όπου παίζει τον Αλσέστ.
Το ίδιο καλοκαίρι παίζει στην Ελένη, του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, στην Επίδαυρο
(Μενέλαος).
Το 1998, δεύτερο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, Η νύχτα της κουκουβάγιας (Ίων). Για την παράσταση αυτή τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας "Φώτος Πολίτης", και το βραβείο Κάρολου Κουν, βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών.
Το 1999 σκηνοθέτησε τους Πέρσες του Αισχύλου για το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο της Επιδαύρου.
Το 2000 σκηνοθέτησε και έπαιξε στο έργο του Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά (Ντέβλιν).
Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, (Cleansed) Καθαροί πια, μια μεγάλη επιτυχία, όπου παίζει τον Τίνκερ.
Το 2003, καινούριο νεοελληνικό έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, Σ' εσάς που με ακούτε (Χανς) και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην το Crave (Λαχταρώ), στο οποίο παίζει τον (Α).
Το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, Το Σχολείο των γυναικών (Αρνόλφος).
Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε (Ίων) σ' ένα ακόμα καινούριο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia. Και για το έργο αυτό του Γ. Διαλεγμένου απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν.
Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ.
Η Αντιγόνη έχει προσκληθεί στα φεστιβάλ Festwochen της Βιέννης, Les nuits de la Fourviere, της Λυών και το Festival d' Automne στο Παρίσι.
Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανέβασε και έπαιξε στην Ήμερη, του Φ. Ντοστογιέφσκι.
Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε παίξει σε και σε αρκετές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr