Βελιώτης (Interamerican): Καλύτερο σύστημα υγείας με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
23.06.2020
13:46
Ο γενικός διευθυντής ασφαλίσεων Ζωής και Υγείας της Interamerican μιλά για τις προτάσεις της εταιρείας του για ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα υγείας στη χώρα, το οποίο θα περιορίσει το κόστος των υπηρεσιών που ούτως ή άλλως οι Έλληνες σήμερα «χρυσοπληρώνουν»
Η συζήτησή μας γίνεται στον απόηχο της κρίσης του κορωνοϊού. Η πρόκληση για μία εταιρεία, όπως η Interamerican παραμένει μεγάλη όμως ο Γιώργος Βελιώτης, γενικός διευθυντής του Κλάδου Ζωής και Υγείας εμφανίζεται ικανοποιημένος για το πως έχει λειτουργήσει και ανταποκριθεί στις ανάγκες των ασφαλισμένων. «Από την αρχή της κρίσης είχαμε έτοιμα σενάρια, έτσι ώστε να εξακολουθήσουμε να παρέχουμε την ίδια ποιότητα υπηρεσιών στους ασφαλισμένους μας, ακόμα και στην πιο δύσκολη κατάσταση. Τελικά, αποδείχθηκε ότι ο σχεδιασμός μας ήταν καλός. Όχι μόνο παρείχαμε τις υπηρεσίες μας χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά διατηρήσαμε και τον βηματισμό εξέλιξης της εταιρείας ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε ακόμα καλύτερες υπηρεσίες πάνω στις νέες ανάγκες των πελατών μας», λέει στο b.s..
Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι οι προτάσεις που έχει καταθέσει ο ίδιος και η Interamerican, θυγατρική της ACHMEA, του μεγαλύτερου ασφαλιστικού οργανισμού στον τομέα της υγείας πανευρωπαϊκά, για ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα υγείας στη χώρα, το οποίο -όπως λέει- θα περιορίσει το κόστος των υπηρεσιών που ούτως ή άλλως οι Έλληνες σήμερα «χρυσοπληρώνουν». Προτάσεις που, όπως λέει, διασφαλίζουν λειτουργικά το σύστημα, το οποίο ακόμα και πριν την υγειονομική κρίση εργαζόταν στο όριο.
«Η κρίση του κορωνοϊού κατέδειξε ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε τους διαθέσιμους πόρους. Οφείλουμε να συνεργαστούμε για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τους διαθέσιμους πόρους στον μέγιστο βαθμό», σημειώνει.
Π.Θ.: Πώς μπορεί να διευρυνθεί η βάση του συστήματος Υγείας, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει σήμερα μία πολύ μεγάλη πρόκληση;
Γ.Β.: Η διεύρυνση της βάσης του συστήματος μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός νέου πλαισίου, που θα ευνοεί τη μεγαλύτερη και καλύτερη συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, έτσι ώστε αφενός να μοιραστούν το βάρος στις αναγκαίες υποδομές και αφετέρου να μην πληρώνει στο πολλαπλάσιο ο πολίτης-ασφαλισμένος το ίδιο αγαθό. Και εξηγούμαι: σήμερα στην Ελλάδα έχουμε ένα διπλό σύστημα Υγείας, το οποίο επιτρέπει σε όλους τους πολίτες τη -θεωρητικά- δωρεάν πρόσβαση. Χρηματοδοτείται από τους φόρους και επιπροσθέτως έχει και το κοινωνικό σύστημα πρόνοιας, όπου με τις εισφορές που καταβάλλουν οι πολίτες πληρώνεται η δημόσια κάλυψη. Το πρόβλημα, όμως είναι ότι, λόγω της δυσλειτουργίας του συστήματος, οι πολίτες καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα. Εκεί λοιπόν πληρώνουν, κατά βάση, από την τσέπη τους -πλήρως ή μερικώς- για να λάβουν τις υπηρεσίες που χρειάζονται και πληρώνουν πολλά. Φθάνει να σας πως ότι σήμερα το 60% των δαπανών που γίνονται στον τομέα της Υγείας βαρύνει το δημόσιο σύστημα και περίπου το 40% των δαπανών τον ιδιωτικό τομέα. Επί των τελευταίων μάλιστα, το 90% αφορά σε δαπάνες που κάνουν άμεσα οι πολίτες, με την ιδιωτική ασφάλιση να καλύπτει μόλις το 10%... Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι πληρώνουν από την τσέπη τους, ενώ δεν διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση.
Η άλλη πτυχή αυτού του διπλού συστήματος Υγείας είναι ότι υπάρχουν ξεχωριστές υποδομές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε ό,τι έχει να κάνει με την παροχή υπηρεσιών. Από τη μία, λοιπόν, είναι τα δημόσια νοσοκομεία και από την άλλη κάποιες ιδιωτικές μονάδες, είτε αυτές είναι κλινικές είτε διαγνωστικά κέντρα ή μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, που λειτουργούν έξω από το δημόσιο. Είναι μονάδες που διέπονται από ξεχωριστό νόμο-πλαίσιο, ο οποίος όμως δημιουργεί σοβαρές δυσλειτουργίες. Για παράδειγμα, στις κλινικές η νομοθεσία λειτουργεί περιοριστικά. Δεν ευνοεί την χορήγηση αδειών για την κατασκευή νέων, συγχρόνων θεραπευτηρίων. Έτσι, ακόμη και οι επιχειρηματίες που μπήκαν στον χώρο τα τελευταία χρόνια, αγόρασαν τις παλιές κλινικές και τις διαμόρφωσαν εστιάζοντας πολύ στο ξενοδοχειακό μέρος.
Π.Θ.: Τι μπορεί να περιλαμβάνει το νέο πλαίσιο;
Γ.Β.: Υπάρχουν μοντέλα ανά τον κόσμο πάνω στα οποία θα μπορούσε να βασιστεί ένα σχήμα, όπου κάθε τομέας θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα ισχυρά σημεία του. Χρειάζεται, βέβαια, καλός σχεδιασμός και προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα. Γι’ αυτό και προϋποθέτει συνεργασία και διάλογο μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Να δει ο καθένας τί μπορεί να κάνει και πώς θα υπάρξει συνεργασία. Ένα από αυτά τα μοντέλα, για παράδειγμα, είναι το ολλανδικό, το οποίο σήμερα θεωρείται το καλύτερο στην Ευρώπη. Εκεί, το κράτος έδωσε την ευθύνη για την παροχή κοινωνικής ασφάλισης Υγείας στον ιδιωτικό τομέα. Κάθε πολίτης υποχρεούται να αγοράσει ένα βασικό πακέτο καλύψεων από μία ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία που είναι πιστοποιημένη. Πρόκειται για ένα βιώσιμο σύστημα, όπου το κράτος έχει την -αυστηρή, πρέπει να πούμε- εποπτεία, αλλά τη διαχείριση την κάνει ο ιδιωτικός τομέας.
Π.Θ.: Και με τις υποδομές τι προτείνετε να γίνει;
Γ.Β.: Και εδώ πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Να μοιράσουν και το βάρος αλλά και την πίτα. Πρώτα, πρέπει να δούμε τί υποδομές διαθέτει ο ιδιωτικός τομέας και τί ο δημόσιος για να τις αξιοποιήσουμε. Εδώ, δεν χρειάζονται δραστικές παρεμβάσεις όσο χρειάζονται στο κομμάτι της ασφάλισης που προανέφερα. Θα μπορούσε να δοκιμαστούν μοντέλα σε ορισμένες περιοχές, ώστε να δούμε πώς μπορούν αυτά τα δύο να συνδυαστούν καλά, όπως έγινε για παράδειγμα στην Ισπανία. Έξω από τη Βαλένθια δεν υπήρχε υποδομή δημόσια, οπότε ανέλαβε ο ιδιωτικός τομέας να τη φτιάξει εξασφαλίζοντας κάποια χρηματοδότηση από το δημόσιο και πλέον, ο ιδιωτικός τομέας κάνει και τη διαχείριση.
Π.Θ.: Ένα μοντέλο ΣΔΙΤ δηλαδή...
Γ.Β.: Ακριβώς. Και επειδή η υγεία έχει τοπικό χαρακτήρα, πρέπει να το δούμε ανά περιοχή, καθώς στην Ελλάδα έχουμε ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες χώρες. Εμείς στην Interamerican, ως θυγατρική του ομίλου ACHMEA που έχει μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων στον τομέα Υγείας, ακολουθούμε ένα διαφορετικό μοντέλο στο οποίο -και εφόσον μας δοθεί η ευκαιρία- θέλουμε να επενδύσουμε ακόμη περισσότερο. Δεν δίνουμε απλά μία κάλυψη στους πελάτες μας, αλλά τους εξασφαλίζουμε και υπηρεσίες. Γι’ αυτό και έχουμε επενδύσει σημαντικό ποσόν στις υποδομές μας, ώστε να εξασφαλίσουμε καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών.
Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι οι προτάσεις που έχει καταθέσει ο ίδιος και η Interamerican, θυγατρική της ACHMEA, του μεγαλύτερου ασφαλιστικού οργανισμού στον τομέα της υγείας πανευρωπαϊκά, για ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα υγείας στη χώρα, το οποίο -όπως λέει- θα περιορίσει το κόστος των υπηρεσιών που ούτως ή άλλως οι Έλληνες σήμερα «χρυσοπληρώνουν». Προτάσεις που, όπως λέει, διασφαλίζουν λειτουργικά το σύστημα, το οποίο ακόμα και πριν την υγειονομική κρίση εργαζόταν στο όριο.
«Η κρίση του κορωνοϊού κατέδειξε ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε τους διαθέσιμους πόρους. Οφείλουμε να συνεργαστούμε για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τους διαθέσιμους πόρους στον μέγιστο βαθμό», σημειώνει.
Π.Θ.: Πώς μπορεί να διευρυνθεί η βάση του συστήματος Υγείας, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει σήμερα μία πολύ μεγάλη πρόκληση;
Γ.Β.: Η διεύρυνση της βάσης του συστήματος μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός νέου πλαισίου, που θα ευνοεί τη μεγαλύτερη και καλύτερη συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, έτσι ώστε αφενός να μοιραστούν το βάρος στις αναγκαίες υποδομές και αφετέρου να μην πληρώνει στο πολλαπλάσιο ο πολίτης-ασφαλισμένος το ίδιο αγαθό. Και εξηγούμαι: σήμερα στην Ελλάδα έχουμε ένα διπλό σύστημα Υγείας, το οποίο επιτρέπει σε όλους τους πολίτες τη -θεωρητικά- δωρεάν πρόσβαση. Χρηματοδοτείται από τους φόρους και επιπροσθέτως έχει και το κοινωνικό σύστημα πρόνοιας, όπου με τις εισφορές που καταβάλλουν οι πολίτες πληρώνεται η δημόσια κάλυψη. Το πρόβλημα, όμως είναι ότι, λόγω της δυσλειτουργίας του συστήματος, οι πολίτες καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα. Εκεί λοιπόν πληρώνουν, κατά βάση, από την τσέπη τους -πλήρως ή μερικώς- για να λάβουν τις υπηρεσίες που χρειάζονται και πληρώνουν πολλά. Φθάνει να σας πως ότι σήμερα το 60% των δαπανών που γίνονται στον τομέα της Υγείας βαρύνει το δημόσιο σύστημα και περίπου το 40% των δαπανών τον ιδιωτικό τομέα. Επί των τελευταίων μάλιστα, το 90% αφορά σε δαπάνες που κάνουν άμεσα οι πολίτες, με την ιδιωτική ασφάλιση να καλύπτει μόλις το 10%... Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι πληρώνουν από την τσέπη τους, ενώ δεν διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση.
Η άλλη πτυχή αυτού του διπλού συστήματος Υγείας είναι ότι υπάρχουν ξεχωριστές υποδομές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε ό,τι έχει να κάνει με την παροχή υπηρεσιών. Από τη μία, λοιπόν, είναι τα δημόσια νοσοκομεία και από την άλλη κάποιες ιδιωτικές μονάδες, είτε αυτές είναι κλινικές είτε διαγνωστικά κέντρα ή μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, που λειτουργούν έξω από το δημόσιο. Είναι μονάδες που διέπονται από ξεχωριστό νόμο-πλαίσιο, ο οποίος όμως δημιουργεί σοβαρές δυσλειτουργίες. Για παράδειγμα, στις κλινικές η νομοθεσία λειτουργεί περιοριστικά. Δεν ευνοεί την χορήγηση αδειών για την κατασκευή νέων, συγχρόνων θεραπευτηρίων. Έτσι, ακόμη και οι επιχειρηματίες που μπήκαν στον χώρο τα τελευταία χρόνια, αγόρασαν τις παλιές κλινικές και τις διαμόρφωσαν εστιάζοντας πολύ στο ξενοδοχειακό μέρος.
Π.Θ.: Τι μπορεί να περιλαμβάνει το νέο πλαίσιο;
Γ.Β.: Υπάρχουν μοντέλα ανά τον κόσμο πάνω στα οποία θα μπορούσε να βασιστεί ένα σχήμα, όπου κάθε τομέας θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα ισχυρά σημεία του. Χρειάζεται, βέβαια, καλός σχεδιασμός και προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα. Γι’ αυτό και προϋποθέτει συνεργασία και διάλογο μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Να δει ο καθένας τί μπορεί να κάνει και πώς θα υπάρξει συνεργασία. Ένα από αυτά τα μοντέλα, για παράδειγμα, είναι το ολλανδικό, το οποίο σήμερα θεωρείται το καλύτερο στην Ευρώπη. Εκεί, το κράτος έδωσε την ευθύνη για την παροχή κοινωνικής ασφάλισης Υγείας στον ιδιωτικό τομέα. Κάθε πολίτης υποχρεούται να αγοράσει ένα βασικό πακέτο καλύψεων από μία ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία που είναι πιστοποιημένη. Πρόκειται για ένα βιώσιμο σύστημα, όπου το κράτος έχει την -αυστηρή, πρέπει να πούμε- εποπτεία, αλλά τη διαχείριση την κάνει ο ιδιωτικός τομέας.
Π.Θ.: Και με τις υποδομές τι προτείνετε να γίνει;
Γ.Β.: Και εδώ πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Να μοιράσουν και το βάρος αλλά και την πίτα. Πρώτα, πρέπει να δούμε τί υποδομές διαθέτει ο ιδιωτικός τομέας και τί ο δημόσιος για να τις αξιοποιήσουμε. Εδώ, δεν χρειάζονται δραστικές παρεμβάσεις όσο χρειάζονται στο κομμάτι της ασφάλισης που προανέφερα. Θα μπορούσε να δοκιμαστούν μοντέλα σε ορισμένες περιοχές, ώστε να δούμε πώς μπορούν αυτά τα δύο να συνδυαστούν καλά, όπως έγινε για παράδειγμα στην Ισπανία. Έξω από τη Βαλένθια δεν υπήρχε υποδομή δημόσια, οπότε ανέλαβε ο ιδιωτικός τομέας να τη φτιάξει εξασφαλίζοντας κάποια χρηματοδότηση από το δημόσιο και πλέον, ο ιδιωτικός τομέας κάνει και τη διαχείριση.
Π.Θ.: Ένα μοντέλο ΣΔΙΤ δηλαδή...
Γ.Β.: Ακριβώς. Και επειδή η υγεία έχει τοπικό χαρακτήρα, πρέπει να το δούμε ανά περιοχή, καθώς στην Ελλάδα έχουμε ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες χώρες. Εμείς στην Interamerican, ως θυγατρική του ομίλου ACHMEA που έχει μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων στον τομέα Υγείας, ακολουθούμε ένα διαφορετικό μοντέλο στο οποίο -και εφόσον μας δοθεί η ευκαιρία- θέλουμε να επενδύσουμε ακόμη περισσότερο. Δεν δίνουμε απλά μία κάλυψη στους πελάτες μας, αλλά τους εξασφαλίζουμε και υπηρεσίες. Γι’ αυτό και έχουμε επενδύσει σημαντικό ποσόν στις υποδομές μας, ώστε να εξασφαλίσουμε καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών.
Πώς το κάνουμε αυτό; Έχουμε εταιρεία βοήθειας που διαθέτει μέσα μεταφοράς και τηλεφωνικά κέντρα. Επειδή γεωγραφικά η χώρα μας με τα πολλά νησιά είναι ιδιαίτερη, έχουμε τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να μεταφέρουμε περιστατικά παρέχοντας οι ίδιοι τις υπηρεσίες υγειονομικής μεταφοράς (ελικόπτερα, ασθενοφόρα κ,λπ.). Επίσης, έχουμε ευρύτατο δίκτυο συνεργαζομένων γιατρών όλων των ειδικοτήτων και συνεργαζομένων διαγνωστικών κέντρων, πανελλαδικά. Και το κυριότερο όλων, η εταιρεία μας έχει επενδύσει σε ιδιόκτητες υποδομές - γενική κλινική και πολυϊατρεία πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε καλές υπηρεσίες. Εκεί που διαπιστώνουμε τη μεγαλύτερη ανάγκη και υπάρχει άνοιγμα, είναι η πρωτοβάθμια περίθαλψη. Αν παρατηρήσετε το ΕΣΥ, θα προσέξετε ότι είναι κυρίως νοσοκομειο-κεντρικό. Όλες οι υποδομές του συστήματος στην Ελλάδα -αυτό ισχύει και στον ιδιωτικό τομέα σε ένα βαθμό- έχουν σχεδιαστεί με ένα παλιό μοντέλο υγείας, όπου ο ασθενής νοσούσε και έμενε στο νοσοκομείο για πολλές ημέρες.
Σήμερα, η τεχνολογία της υγείας έχει αλλάξει τα πράγματα, ένα μεγάλο μέρος της ασθένειας μπορεί να αντιμετωπίζεται πλέον εξωνοσοκομειακά. Το νέο μοντέλο απαιτεί να έχεις διάφορα επίπεδα αντιμετώπισης της ασθένειας ώστε τα πολύ σοβαρά περιστατικά να πηγαίνουν σε εξειδικευμένα νοσοκομεία (καρδιολογικά, ογκολογικά κ.ά.). Από την άλλη, τα καθημερινά περιστατικά δεν πρέπει να πηγαίνουν στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και τα ιδιωτικά νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να «μπουκώνει» το σύστημα.
Π.Θ.: Διαρκώς, όμως, εξαγγέλλονται δράσεις και επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση…
Γ.Β.: Κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλο το κενό. Το συγκεκριμένο μοντέλο δεν έχει αναπτυχθεί σωστά ούτε στο δημόσιο τομέα, ούτε στον ιδιωτικό. Πρέπει να σας πω ότι και στον ιδιωτικό τομέα πλέον αλλάζει ο χάρτης. Σήμερα, αυτό που διαθέτει ο ιδιωτικός τομέας είναι κυρίως διαγνωστικά κέντρα. Εγώ, αναφέρομαι στην ανάγκη για πολυϊατρεία.
Έχοντας, λοιπόν, την εμπειρία από το εξωτερικό, αποφασίσαμε στην Interamerican να φτιάξουμε κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης που θα λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα επί 7 ημέρες την εβδομάδα, τα Medifirst. Σε αυτές τις μονάδες, στην πρώτη γραμμή βάλαμε γιατρούς γενικής ιατρικής, τους οποίους οι ασφαλισμένοι μπορούν να επισκεφθούν όποτε θέλουν. Στη δεύτερη γραμμή έχουμε γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, όπου οι ασφαλισμένοι-ασθενείς παραπέμπτονται από την πρώτη γραμμή ή κλείνουν απευθείας μαζί τους ένα ραντεβού. Και στην τρίτη γραμμή διαθέτουμε υποδομή διαγνωστική, όπου γίνονται όλες οι διαγνωστικές εξετάσεις. Όλα αυτά βρίσκονται κάτω από μία στέγη συγκεντρωμένα, καλύπτοντας κάθε ανάγκη πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Οργανώσαμε το πρότυπο, πρώτο Medifirst στον Άλιμο, προ 10ετίας. Το δεύτερο βρίσκεται στο Μαρούσι εδώ και ενάμισυ χρόνο και τώρα, ετοιμάζουμε το τρίτο στο Περιστέρι. Παράλληλα, στο κέντρο της Αθήνας διαθέτουμε την Αθηναϊκή Mediclinic, μία «παραδοσιακή» κλινική που τη γνώριζε το κοινό ως οφθαλμολογική, της οποίας αλλάξαμε το μοντέλο σε Day Surgery. Δηλαδή, κάνεις την επέμβαση το πρωί και το βράδυ είσαι σπίτι σου.
Π.Θ.: Η Ψηφιακή Υγεία έχει θέση στον σχεδιασμό της Interamerican;
Γ.Β.: Έχουμε ξεκινήσει να επενδύουμε στην ψηφιακή υγεία. Οι λόγοι είναι πολύ σημαντικοί, δεδομένου ότι μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς στην άσκηση του λειτουργήματός τους, μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών και ταυτόχρονα μπορεί να συνδράμει τους υγιείς στην προσπάθειά τους να προφυλάξουν την υγεία τους. Η ψηφιακή υγεία είναι, ήδη, παρούσα και αλλάζει τον τρόπο άσκησης της ιατρικής, σε παγκόσμια κλίμακα. Η δε κρίση της πανδημίας -κατά τη γνώμη μου- θα επιταχύνει τις εξελίξεις, αφού αναπτύχθηκαν ψηφιακές εφαρμογές αυτή την περίοδο - και από εμάς, με το medi-ON. Με αυτή την εφαρμογή, δώσαμε μία επιπλέον δυνατότητα στους ασφαλισμένους μας που βελτιώνει ακόμα περισσότερο την πρόσβασή τους στις υπηρεσίες Υγείας. Τo medi-ON λειτουργεί σε κινητά και tablets με πολύ απλό τρόπο. Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή, οι ασφαλισμένοι μας έχουν πρόσβαση -οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, οπουδήποτε και αν βρίσκονται- σε αξιόπιστη πληροφόρηση για την υγεία τους: πόσο σύντομα πρέπει να επισκεφθούν γιατρό, σε τί ειδικότητας γιατρό πρέπει να απευθυνθούν ή αν πρέπει να πάνε σε ένα νοσοκομείο. Και αν θέλουν να συζητήσουν το θέμα της υγείας τους περισσότερο, πατώντας ένα κουμπί μπορούν να κάνουν chat ή να μιλήσουν στο τηλέφωνο με ένα γιατρό της Γραμμής Υγείας 1010 της Interamerican.
Κατά την άποψη μου, το μοντέλο μας για την πρωτοβάθμια περίθαλψη αξίζει να γίνει εκμεταλλεύσιμο και από την πολιτεία. Σήμερα υπάρχουν πόλεις στην επαρχία με αποδυναμώμενα ή ανύπαρκτα νοσοκομεία, όπου πολυϊατρεία όπως αυτά της Interamerican μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Είναι κάτι που έχει ανάγκη το δημόσιο σύστημα υγείας, όπως και ο ιδιωτικός τομέας. Γι’ αυτό και προτείναμε να δούμε όλοι μαζί, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, πώς θα μπορούσαμε να το αναπτύξουμε από κοινού με δεδομένο ότι υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο κενό.
Π.Θ.: Ακόμα και έτσι όμως, σήμερα ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας δεν είναι και κάτι φθηνό ώστε να το χρησιμοποιήσουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι…
Γ.Β.: Δυστυχώς, η πηγή του αυξημένου κόστους βρίσκεται στη στρέβλωση της αγοράς. Η Ελλάδα σήμερα είναι η πιο ακριβή στην Ευρώπη. Για παράδειγμα είμαστε 5-10 φορές πιο ακριβοί στην επέμβαση χολής απ’ ότι στην Ισπανία. Αυτό εκπηγάζει από τον περιορισμό του νόμου-πλαισίου, ο οποίος εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη νέων ιδιωτικών κλινικών, δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά και αυξάνει τις τιμές. Πρέπει να αλλάξει ο νόμος-πλαίσιο για να επηρεάσει την προσφορά και τη ζήτηση. Να μπουν περισσότεροι παίκτες και να δημιουργηθούν νέες κλινικές, ιδίως καθώς τα τελευταία χρόνια με τη συγκέντρωση του κλάδου έχει δημιουργηθεί ολιγοπωλιακό καθεστώς. Δυστυχώς, έχουμε φθάσει να υπάρχει έλλειψη κρεβατιών σε ιδιωτικά θεραπευτήρια…
Π.Θ. Πόσες κλινικές θεωρείτε ότι χρειάζεται η Αττική;
Γ.Β.: Δεν χρειάζονται μόνο κλινικές, χρειάζονται και άλλα πρότυπα κλινικών. Οι κλινικές πρέπει να αλλάξουν μορφή, χρειάζονται πιο εξειδικευμένες μορφές και όχι απαραίτητα μεγάλες, ας πούμε μονάδες για καρκίνο ή νευρολογικές. Συνεπώς, το ένα θέμα είναι να φτιαχτούν νέες μονάδες. Το δεύτερο είναι να δημιουργηθούν υποδομές που θα λειτουργούν ως ευέλικτες μονάδες ημερήσιας νοσηλείας . Και το τρίτο, περισσότερα πολυϊατρεία τύπου Medifirst της Interamerican. Με αυτό το μοντέλο, η διασπορά της ασθένειας θα έχει άλλη κατανομή.
Π.Θ.: Σε περίπτωση που ανοίξει ο νόμος-πλαίσιο θα μπείτε πιο δυναμικά;
Γ.Β.: Ναι, αυτό θα πράξουμε.
Π.Θ.: Ας πούμε και για το συνταξιοδοτικό: Με τον τελευταίο νόμο για το ασφαλιστικό η κυβέρνηση δεν έφερε τελικά τις μεγάλες αλλαγές που είχε υποσχεθεί. Τι περιμένετε πλέον;
Γ.Β.: Τα μοντέλα στα οποία στηρίχθηκε το σύστημα ασφάλισης έχουν ξεπεραστεί απ’ την ίδια τη ζωή. Σήμερα, οι άνθρωποι ζουν πάνω από 80 χρόνια. Αυτό δημιουργεί μεγάλο κενό στη χρηματοδότηση. Πρέπει να γίνει ριζική αλλαγή στο συνταξιοδοτικό για να γίνει βιώσιμο. Και εκεί πρέπει να υπάρχει συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για να μοιραστεί το βάρος. Και αυτό να γίνει υπό προϋποθέσεις, όχι στα τυφλά. Είναι, όμως, πρωτίστως θέμα πολιτικής βούλησης.
Π.Θ.: Τι πιστεύετε πως χρειάζεται;
Γ.Β.: Πιστεύω πως χρειάζεται να γίνουν οι τρεις πυλώνες και να εισαχθεί η ιδιωτική ασφάλιση στον δεύτερο και τον τρίτο, αλλά αυτό να γίνει σωστά. Έτσι όπως έχει γίνει τώρα, το πεδίο είναι πολύ περιορισμένο. Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για να μπει πιο ουσιαστικά ο ιδιωτικός τομέας και στον δεύτερο πυλώνα και στον τρίτο. Με φοροαπαλλαγές, με πακέτα, με συγκεκριμένα όρια και με μεγαλύτερο πεδίο, κάτι που όμως δεν έχει γίνει.
Σήμερα, η τεχνολογία της υγείας έχει αλλάξει τα πράγματα, ένα μεγάλο μέρος της ασθένειας μπορεί να αντιμετωπίζεται πλέον εξωνοσοκομειακά. Το νέο μοντέλο απαιτεί να έχεις διάφορα επίπεδα αντιμετώπισης της ασθένειας ώστε τα πολύ σοβαρά περιστατικά να πηγαίνουν σε εξειδικευμένα νοσοκομεία (καρδιολογικά, ογκολογικά κ.ά.). Από την άλλη, τα καθημερινά περιστατικά δεν πρέπει να πηγαίνουν στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και τα ιδιωτικά νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να «μπουκώνει» το σύστημα.
Π.Θ.: Διαρκώς, όμως, εξαγγέλλονται δράσεις και επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση…
Γ.Β.: Κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλο το κενό. Το συγκεκριμένο μοντέλο δεν έχει αναπτυχθεί σωστά ούτε στο δημόσιο τομέα, ούτε στον ιδιωτικό. Πρέπει να σας πω ότι και στον ιδιωτικό τομέα πλέον αλλάζει ο χάρτης. Σήμερα, αυτό που διαθέτει ο ιδιωτικός τομέας είναι κυρίως διαγνωστικά κέντρα. Εγώ, αναφέρομαι στην ανάγκη για πολυϊατρεία.
Έχοντας, λοιπόν, την εμπειρία από το εξωτερικό, αποφασίσαμε στην Interamerican να φτιάξουμε κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης που θα λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα επί 7 ημέρες την εβδομάδα, τα Medifirst. Σε αυτές τις μονάδες, στην πρώτη γραμμή βάλαμε γιατρούς γενικής ιατρικής, τους οποίους οι ασφαλισμένοι μπορούν να επισκεφθούν όποτε θέλουν. Στη δεύτερη γραμμή έχουμε γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, όπου οι ασφαλισμένοι-ασθενείς παραπέμπτονται από την πρώτη γραμμή ή κλείνουν απευθείας μαζί τους ένα ραντεβού. Και στην τρίτη γραμμή διαθέτουμε υποδομή διαγνωστική, όπου γίνονται όλες οι διαγνωστικές εξετάσεις. Όλα αυτά βρίσκονται κάτω από μία στέγη συγκεντρωμένα, καλύπτοντας κάθε ανάγκη πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Οργανώσαμε το πρότυπο, πρώτο Medifirst στον Άλιμο, προ 10ετίας. Το δεύτερο βρίσκεται στο Μαρούσι εδώ και ενάμισυ χρόνο και τώρα, ετοιμάζουμε το τρίτο στο Περιστέρι. Παράλληλα, στο κέντρο της Αθήνας διαθέτουμε την Αθηναϊκή Mediclinic, μία «παραδοσιακή» κλινική που τη γνώριζε το κοινό ως οφθαλμολογική, της οποίας αλλάξαμε το μοντέλο σε Day Surgery. Δηλαδή, κάνεις την επέμβαση το πρωί και το βράδυ είσαι σπίτι σου.
Π.Θ.: Η Ψηφιακή Υγεία έχει θέση στον σχεδιασμό της Interamerican;
Γ.Β.: Έχουμε ξεκινήσει να επενδύουμε στην ψηφιακή υγεία. Οι λόγοι είναι πολύ σημαντικοί, δεδομένου ότι μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς στην άσκηση του λειτουργήματός τους, μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών και ταυτόχρονα μπορεί να συνδράμει τους υγιείς στην προσπάθειά τους να προφυλάξουν την υγεία τους. Η ψηφιακή υγεία είναι, ήδη, παρούσα και αλλάζει τον τρόπο άσκησης της ιατρικής, σε παγκόσμια κλίμακα. Η δε κρίση της πανδημίας -κατά τη γνώμη μου- θα επιταχύνει τις εξελίξεις, αφού αναπτύχθηκαν ψηφιακές εφαρμογές αυτή την περίοδο - και από εμάς, με το medi-ON. Με αυτή την εφαρμογή, δώσαμε μία επιπλέον δυνατότητα στους ασφαλισμένους μας που βελτιώνει ακόμα περισσότερο την πρόσβασή τους στις υπηρεσίες Υγείας. Τo medi-ON λειτουργεί σε κινητά και tablets με πολύ απλό τρόπο. Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή, οι ασφαλισμένοι μας έχουν πρόσβαση -οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, οπουδήποτε και αν βρίσκονται- σε αξιόπιστη πληροφόρηση για την υγεία τους: πόσο σύντομα πρέπει να επισκεφθούν γιατρό, σε τί ειδικότητας γιατρό πρέπει να απευθυνθούν ή αν πρέπει να πάνε σε ένα νοσοκομείο. Και αν θέλουν να συζητήσουν το θέμα της υγείας τους περισσότερο, πατώντας ένα κουμπί μπορούν να κάνουν chat ή να μιλήσουν στο τηλέφωνο με ένα γιατρό της Γραμμής Υγείας 1010 της Interamerican.
Κατά την άποψη μου, το μοντέλο μας για την πρωτοβάθμια περίθαλψη αξίζει να γίνει εκμεταλλεύσιμο και από την πολιτεία. Σήμερα υπάρχουν πόλεις στην επαρχία με αποδυναμώμενα ή ανύπαρκτα νοσοκομεία, όπου πολυϊατρεία όπως αυτά της Interamerican μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Είναι κάτι που έχει ανάγκη το δημόσιο σύστημα υγείας, όπως και ο ιδιωτικός τομέας. Γι’ αυτό και προτείναμε να δούμε όλοι μαζί, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, πώς θα μπορούσαμε να το αναπτύξουμε από κοινού με δεδομένο ότι υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο κενό.
Π.Θ.: Ακόμα και έτσι όμως, σήμερα ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας δεν είναι και κάτι φθηνό ώστε να το χρησιμοποιήσουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι…
Γ.Β.: Δυστυχώς, η πηγή του αυξημένου κόστους βρίσκεται στη στρέβλωση της αγοράς. Η Ελλάδα σήμερα είναι η πιο ακριβή στην Ευρώπη. Για παράδειγμα είμαστε 5-10 φορές πιο ακριβοί στην επέμβαση χολής απ’ ότι στην Ισπανία. Αυτό εκπηγάζει από τον περιορισμό του νόμου-πλαισίου, ο οποίος εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη νέων ιδιωτικών κλινικών, δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά και αυξάνει τις τιμές. Πρέπει να αλλάξει ο νόμος-πλαίσιο για να επηρεάσει την προσφορά και τη ζήτηση. Να μπουν περισσότεροι παίκτες και να δημιουργηθούν νέες κλινικές, ιδίως καθώς τα τελευταία χρόνια με τη συγκέντρωση του κλάδου έχει δημιουργηθεί ολιγοπωλιακό καθεστώς. Δυστυχώς, έχουμε φθάσει να υπάρχει έλλειψη κρεβατιών σε ιδιωτικά θεραπευτήρια…
Π.Θ. Πόσες κλινικές θεωρείτε ότι χρειάζεται η Αττική;
Γ.Β.: Δεν χρειάζονται μόνο κλινικές, χρειάζονται και άλλα πρότυπα κλινικών. Οι κλινικές πρέπει να αλλάξουν μορφή, χρειάζονται πιο εξειδικευμένες μορφές και όχι απαραίτητα μεγάλες, ας πούμε μονάδες για καρκίνο ή νευρολογικές. Συνεπώς, το ένα θέμα είναι να φτιαχτούν νέες μονάδες. Το δεύτερο είναι να δημιουργηθούν υποδομές που θα λειτουργούν ως ευέλικτες μονάδες ημερήσιας νοσηλείας . Και το τρίτο, περισσότερα πολυϊατρεία τύπου Medifirst της Interamerican. Με αυτό το μοντέλο, η διασπορά της ασθένειας θα έχει άλλη κατανομή.
Π.Θ.: Σε περίπτωση που ανοίξει ο νόμος-πλαίσιο θα μπείτε πιο δυναμικά;
Γ.Β.: Ναι, αυτό θα πράξουμε.
Π.Θ.: Ας πούμε και για το συνταξιοδοτικό: Με τον τελευταίο νόμο για το ασφαλιστικό η κυβέρνηση δεν έφερε τελικά τις μεγάλες αλλαγές που είχε υποσχεθεί. Τι περιμένετε πλέον;
Γ.Β.: Τα μοντέλα στα οποία στηρίχθηκε το σύστημα ασφάλισης έχουν ξεπεραστεί απ’ την ίδια τη ζωή. Σήμερα, οι άνθρωποι ζουν πάνω από 80 χρόνια. Αυτό δημιουργεί μεγάλο κενό στη χρηματοδότηση. Πρέπει να γίνει ριζική αλλαγή στο συνταξιοδοτικό για να γίνει βιώσιμο. Και εκεί πρέπει να υπάρχει συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για να μοιραστεί το βάρος. Και αυτό να γίνει υπό προϋποθέσεις, όχι στα τυφλά. Είναι, όμως, πρωτίστως θέμα πολιτικής βούλησης.
Π.Θ.: Τι πιστεύετε πως χρειάζεται;
Γ.Β.: Πιστεύω πως χρειάζεται να γίνουν οι τρεις πυλώνες και να εισαχθεί η ιδιωτική ασφάλιση στον δεύτερο και τον τρίτο, αλλά αυτό να γίνει σωστά. Έτσι όπως έχει γίνει τώρα, το πεδίο είναι πολύ περιορισμένο. Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για να μπει πιο ουσιαστικά ο ιδιωτικός τομέας και στον δεύτερο πυλώνα και στον τρίτο. Με φοροαπαλλαγές, με πακέτα, με συγκεκριμένα όρια και με μεγαλύτερο πεδίο, κάτι που όμως δεν έχει γίνει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr