Λίνα Φανουράκη, μια καλλιτέχνης του κοσμήματος

Το αποτύπωμα μιας ξεφτισμένης γάζας, ενός τσαλακωμένου  υφάσματος, ενός  φύλλου ή ακόμη και της κίνησης, είναι η διάθεση του καλλιτέχνη να μετουσιώσει το μέταλλο σε κόσμημα, να το αναδείξει σε έργο τέχνης.

Ενας χώρος-κοσμηματοπωλείο  όπου κυριαρχεί περισσότερο η αίσθηση ότι τα εκθέματα είναι γλυπτά και όχι απλά κοσμήματα. Ετσι αισθάνεται ο επισκέπτης στο κατάστημα της οικογένειας Φανουράκη. Σύρματα, σχοινιά,

Το αποτύπωμα μιας ξεφτισμένης γάζας, ενός τσαλακωμένου  υφάσματος, ενός  φύλλου ή ακόμη και της κίνησης, είναι η διάθεση του καλλιτέχνη να μετουσιώσει το μέταλλο σε κόσμημα, να το αναδείξει σε έργο τέχνης.

Ενας χώρος-κοσμηματοπωλείο  όπου κυριαρχεί περισσότερο η αίσθηση ότι τα εκθέματα είναι γλυπτά και όχι απλά κοσμήματα. Ετσι αισθάνεται ο επισκέπτης στο κατάστημα της οικογένειας Φανουράκη. Σύρματα, σχοινιά, χρωματιστά λουλούδια πίσω από βιτρίνες.

Θαρρείς και δεν βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον, αλλά αναζητούν διέξοδο. Εχουν κίνηση, θεατρικότητα, κάτι από καθημερινότητα. Δεν είναι απλά ένα κόσμημα. Είναι η σφραγίδα της Λίνας Φανουράκη, μιας γυναίκας που καθιέρωσε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μια διαφορετική άποψη για το κόσμημα. Δεν πρόκειται για μια απλή σύνθεση ακριβών υλικών. Πρόκειται για  έργα-γλυπτά, όπως τα χαρακτηρίζει η ίδια, τα οποία μετουσιώνονται σε κόσμημα, έργα που  φιλοξενήθηκαν και στο Μουσείο Μπενάκη και σε γκαλερί.

Εξω από τα κλασικά πρότυπα της τέχνης του κοσμήματος συνθέτει ένα έργο, κάτι μεταξύ γλυπτού και κοσμήματος, είτε και ενός βαρύτιμου υφάσματος. Ο όγκος, οι πτυχώσεις, το τσαλάκωμα του μετάλλου, δίνουν μια άλλη αισθητική στις δημιουργίες της. Λουλούδια, σπάγκοι, κορδέλες, φιόγκοι, συνθέσεις από μέταλλο και πολύτιμους λίθους παίρνουν χρώμα, κίνηση, πνοή και στολίζουν τη γυναικεία φιλαρέσκεια. Και όπως φαίνεται, οι πελάτες μπορούν και ξέρουν να εκτιμήσουν την καλλιτεχνική σημασία του κοσμήματος Φανουράκη. Ενα όνομα που ταυτίζεται πρωτίστως με τον  καλλιτέχνη και ύστερα με τον  επιχειρηματία.

Πίσω από αυτό το όνομα σήμερα είναι η Λίνα Φανουράκη, η οποία απογείωσε τη μικρή βιοτεχνία που λειτουργεί στην Κρήτη από  το 1860, έδωσε διέξοδο στις προσωπικές της ανησυχίες αποτυπώνοντας στο μέταλλο την κίνηση, το χρώμα, τις αισθήσεις.

Τα κοσμήματά της σήμερα, εκτός από τα δικά της μαγαζιά σε Αθήνα, Κηφισιά, Κρήτη, φιλοξενούνται και πωλούνται σε κοσμηματοπωλεία του Παρισιού, της Νέας Υόρκης (Begrdorf Goodman). Η πελατεία της σταθερή. Επί το πλείστον γυναίκες. Εργαζόμενες που ξέρουν τι θέλουν, προσφέρουν δώρα στον  εαυτό τους, καταξιωμένες επαγγελματίες που έμαθαν να κάνουν δώρα στον εαυτό τους. Ενα πιστό κοινό που ακολουθεί τον οίκο Φανουράκη επί δεκαετίες. Μια γυναίκα, πρωτίστως καλλιτέχνις, η οποία καθιερώθηκε από τις ίδιες τις γυναίκες.

Το ξεκίνημα  

Παιδί  μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας όπου κυριαρχεί το πρότυπο «ένα πτυχίο και ας μείνει ανεκμετάλλευτο».

Ετσι και η Λίνα  Φανουράκη ξεκίνησε τις σπουδές στη Νομική Αθηνών και μια ανάσα πριν από το τέλος, χρωστώντας ένα μάθημα, έκανε τη δική της στροφή. Διαπίστωσε πως οι δικαστικές αίθουσες δεν ήταν το δικό της όνειρο. Οταν ξεφύλλιζε Ιστορία της Τέχνης, όταν παρακολουθούσε θεατρικές παραστάσεις ή έργα τέχνης, αισθανόταν τη διαφορετικότητα .

Ηταν σε θέση να μοιραστεί και να δώσει τη δική της άποψη. Στα χρόνια της χούντας συμμετέχει σαν «χιλιοστή» βοηθός σκηνοθέτη -όπως λέει χαρακτηριστικά με τη σεμνότητα ενός καλλιτέχνη- σε παραγωγές θιάσων στην Αγγλία.

Ομως η εμπλοκή της οικογένειάς της στα πολιτικά δρώμενα της εποχής στερεί από την τότε νεαρή Λίνα Διαμαντοπούλου το διαβατήριο και αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές της στην Αγγλία και να επιστρέψει στην Ελλάδα μένοντας με το όνειρο.

Η ανάγκη για επαγγελματική αποκατάσταση την οδηγεί να αξιοποιήσει ένα «παράπηγμα», όπως το χαρακτηρίζει, στο Τζαμί, στο Μοναστηράκι, όπου ξεκίνησε να λειτουργεί ένα κατάστημα με είδη λαϊκής τέχνης. Ξεκινά δειλά να δημιουργεί τα πρώτα ατομικά κοσμήματα. Σε συνεργασία με τους χρυσοχόους της Ερμού υλοποιεί τα μικρά δημιουργήματα, τα πρώτα γλυπτά έργα της που έμελλαν να βγουν έξω από τα σύνορα της Ελλάδας και να κοσμούν προθήκες κοσμηματοπωλείων στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Μαϊάμι και αλλού.

Ομως η διαδρομή ήθελε τόλμη. Σύντομα το μικρό παράπηγμα δεν θεωρείται αρκετό να στεγάσει τις φιλοδοξίες της και η Λίνα αποφασίζει να νοικιάσει ένα πλυσταριό στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Ενα μικρό δάνειο από τον ΕΟΜΜΕΧ είναι αρκετό για τη νεαρή σχεδιάστρια  ώστε να προχωρήσει στη δημιουργία ενός μικρού εργαστηρίου.

Τολμηρές γραμμές, κίνηση, μέταλλα παραδομένα στη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη που θυμίζουν υφάσματα. Οι διάφορες γκαλερί και τα καταστήματα με τουριστικά είδη φιλοξενούν τα πρώτα έργα της νεαρής καλλιτέχνιδος. Σύντομα η ίδια διαπιστώνει ότι τα κέρδη είναι ικανοποιητικά και με τη βοήθεια ενός φίλου προωθεί τα έργα της και στα κοσμηματοπωλεία, μεταξύ αυτών και στο κοσμηματοπωλείο της οικογένειας Φανουράκη, η οποία εκτός από την Κρήτη διέθετε κατάστημα και στην οδό Ευαγγελιστρίας.

Τότε γνωρίζει και τον μετέπειτα σύζυγό της Λεωνίδα Φανουράκη, με τον οποίο εκτός από τα εργαστήριά τους αποφασίζουν να ενώσουν τότε και τις ζωές τους.

Σύντομα η αυξημένη πελατεία τους οδηγεί στη δημιουργία ενός πολυχώρου που έχει και τη μορφή εκθεσιακού  χώρου, στο Κολωνάκι, όπου εκτίθεται όλη η δημιουργική πορεία της καλλιτέχνιδος.

«Το πιο δύσκολο στη δουλειά μου είναι όταν χρειάζεται να παντρέψω το δημιουργικό με το εμπορικό. Μέχρι τώρα όμως ομολογώ ότι δεν έχω υποκύψει και έχω κατορθώσει να εργάζομαι και να φτιάχνω ανεπηρέαστη τα έργα. Και υπάρχει ένα κοινό που όλα αυτά τα χρόνια με ακολουθεί. Η αλήθεια είναι ότι με έχει στηρίξει η οικογένεια Φανουράκη στην προσπάθειά μου όλα αυτά τα χρόνια, ειδικά τα αδέλφια του άντρα μου. Μαζί με τον Κώστα και την Ελένη -μετά τον θάνατο του Λεωνίδα- έχουμε καταφέρει μέσα από ξεχωριστούς ρόλους ο καθένας να προάγουμε την επιχείρηση» .

Η καλλιτεχνική φλόγα

Παρακολουθώντας την αφηγηματική διαδρομή της Λίνας Φανουράκη διαπιστώνει κανείς τη φλόγα του καλλιτέχνη που δεν συμβιβάζεται με το εμπορικό, που νιώθει την ανάγκη της δημιουργίας περισσότερο από αυτήν του δούναι και λαβείν. Μικροκαμωμένη, σπινθηροβόλα, προσπαθεί να αρκεστεί σε έναν διάλογο ο οποίος δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης.

Σταδιακά όμως κατά τη συζήτηση βγάζει από μέσα της τον καλλιτέχνη, τον άνθρωπο που κινείται μέσα στον χρόνο, που αναζητά συχνά πυκνά μια τομή στα έργα της, μια αλλαγή που θα δώσει την ξεχωριστή νότα στο έργο της.

«Είμαι δύσκολη στη δουλειά μου. Παρακολουθώ ένα έργο, διαβάζω ένα βιβλίο, παίρνω εικόνες και το κόσμημα βρίσκεται κάπου εκεί ανάμεσα. Είναι πάντα μέσα στο μυαλό μου. Στις Σπέτσες, από όπου και κατάγομαι, βρίσκεται και ο χώρος που μου αρέσει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού να δημιουργώ. Κυρίως την περίοδο των διακοπών περνώ την πιο δημιουργική μου φάση. Συχνά νιώθω ότι εξαντλούμαι, σαν να  πρέπει να κάνω κάποια νέα  τομή. Σαν καλλιτέχνις. Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε αυτή τη φάση. Να προσθέσω κάτι στα έργα μου. Μια ακόμη πνοή. Μια διαρκής αναζήτηση».

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr