Μειώσεις
φόρων φέρνουν περισσότερα έσοδα στο δημόσιο και φορτώνουν λιγότερα χρέη πολίτες και επιχειρήσεις, όπως αποτυπώνουν τα στοιχεία που αποτυπώνει η τριμηνιαία Έκθεση του
Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο από τα αποτελέσματα που έφερε η υπερφορολόγηση την εποχή των Μνημονίων.
Η «ανατομία» του φορολογικού συστήματος της χώρας στην τελευταία εικοσιπενταετία δείχνει ότι:
- • διαχρονικά, όταν αυξάνονται οι φόροι, αυξάνεται και το «κενό» είσπραξής τους
- • οι φόροι που δεν εισπράττονται νωρίς, δεν εισπράττονται ποτέ
- • οι άμεσοι φόροι εισπράττονται πιο αποτελεσματικά από τους έμμεσους
- • όταν αυξάνεται η εισπραξιμότητα των φόρων, μειώνεται το ληξιπρόθεσμο «άχθος» των φορολογουμένων
- • ελάχιστοι αξιοποιούν τις ρυθμίσεις χρεών. Αν και για πολλούς θεωρούνται λίγες οι έως 24 ή 48 δόσεις της πάγιας ρύθμισης, οι περισσότεροι τις αποφεύγουν ακόμα και σε μικρές οφειλές. Εκτός ρύθμισης μένει το 80% των οφειλών ύψους 500 ως και 3.000 ευρώ) παρότι οι μηνιαίες δόσεις για τέτοια ποσά στην πλειοψηφία τους κυμαίνονται από 20 έως περίπου 130 ευρώ το μήνα.
Τα βασικά «μαθήματα» που ανακύπτουν με βάση τα στοιχεία της Έκθεσης πάντως, είναι τα εξής:
• σημασία δεν έχει να επιβάλλονται φόροι, αλλά να εισπράττονται. «Κλειδί» είναι η το «κενό είσπραξης», δηλαδή η αδυναμία του εισπρακτικού μηχανισμού να εισπράξει τους προβλεπόμενους φόρους. Πάντα υπήρχε υστέρηση, αλλά μετά το 2002 παρατηρείται «χαλάρωση» στην τήρηση των υποχρεώσεων, οδηγώντας σε φαύλο κύκλο επιβολής νέων φόρων, προκειμένου να αναπληρωθεί το κενό. Ως «κενό είσπραξης» υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ του «μέσου» φορολογικού συντελεστή και του αποτελεσματικού (πραγματικού) φορολογικού συντελεστή. Ή , με άλλα λόγια, των εισπράξεων που θα ανέμενε το Κράτος πως θα έχει (ως ποσοστό του ΑΕΠ) και των εισπράξεων που τελικώς είχε κάθε χρόνο.
• τόσο στην μεγάλη κρίση (2010-2018) όσο και πριν από αυτήν όμως (2002-2008) κάθε φορά που ανέβαινε ο «μέσος» φορολογικός συντελεστής στη χώρα μας (μπλε γραμμή στο Διάγραμμα 1) ο «αποτελεσματικός» φορολογικός συντελεστής μειωνόταν πολύ λιγότερο ή και έπεφτε (κόκκινη γραμμή). Στην πράξη τελικά αυτό που αυξανόταν ήταν το συνολικό κενό είσπραξης, δηλαδή τα λεφτά που δεν εισέπραττε το κράτος εν σχέσει με όσα ανέμενε ότι θα εισπράξει. Άλλα από τα λεφτά κατέληγαν στις τσέπες όσων μπορούσαν να φοροδιαφύγουν, ενώ άλλα φορτώνονταν στα ληξιπρόθεσμα χρέη της εφορίας.
• το «κενό είσπραξης» μειώνεται (πορτοκαλί επιφάνεια) και η εισπραξιμότητα αυξάνεται θεαματικά συνεχώς, από το 2022 και μετά -και προφανώς λόγω της διάδοσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.. Παρόμοια τάση παρατηρείται και μετά το 2015, αμέσως μετά την επιβολή των capital controls.
• όσο ανέβαινε το κενό είσπραξης, τόσο ανέβαινε και το «βουνό» των ληξιπρόθεσμων χρεών προς την εφορία. Η «κακή αρχή» έγινε μετά το 2003 και μετά, όταν -και χωρίς μνημόνια- οι φόροι αντί να εισπραχθούν, κατέληγαν σε τσέπες ή στα «κατάστιχα» της εφορίας.
Αποτέλεσμα ήταν, από 11 δισ. το 2004, το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο (δηλαδή μετά την αφαίρεση και διαγραφή όσων δεν μπορούν να αναζητηθούν και να εισπραχθούν) να αυξηθούν στα 19,7 δισ. το 2006 και σε σχεδόν 30 δισ. το 2009, δίνοντας έκτοτε «τροφή» σε εξαγγελίες ότι «λεφτά υπάρχουν» αν αυτά τα χρέη εισπραχθούν ώστε να χρηματοδοτήσουν φοροελαφρύνσεις ή άλλες παροχές.
Αντί να εισπραχθούν όμως, τα 30 δισ. ληξιπρόθεσμα χρέη έγιναν 44,7 δισ. το 2012, έφτασαν 63,4 δισ. το 2014, στα 86 δισ. το 2016 και «πάτησαν» τα 100 δισ. το 2018! Το 2023 ξεπέρασαν τα 111 δισ. ευρώ ενώ μόνο το 2024 μειώθηκαν στα 106,3 δισ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιανουαρίου του 2025 έκανε νέο άλμα και διαμορφώθηκε
στα 110,6 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 3,6 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2024.
Διαβάστε περισσότερα στο
newmoney.gr