Τζον Κίνγκμαν, ο σούπερ τραπεζίτης των Βρετανών
Εκτός από τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων και την οικειοθελή ή μη αποχώρηση διευθύνοντων συμβούλων και ανώτερων διοικητικών στελεχών, η τρέχουσα οικονομική κρίση γέννησε και νέα πρόσωπα-ρυθμιστές τόσο στις εκάστοτε εγχώριες oικονομίες, όσο και στη διεθνή. Ένα από αυτά είναι και ο κ. Τζον Κίνγκμαν, το όνομα του οποίου μέχρι χτες ήταν σχεδόν άγνωστο στους οικονομικούς κύκλους της Βρετανίας –π
Εκτός από τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων και την οικειοθελή ή μη αποχώρηση διευθύνοντων συμβούλων και ανώτερων διοικητικών στελεχών, η τρέχουσα οικονομική κρίση γέννησε και νέα πρόσωπα-ρυθμιστές τόσο στις εκάστοτε εγχώριες oικονομίες, όσο και στη διεθνή. Ένα από αυτά είναι και ο κ. Τζον Κίνγκμαν, το όνομα του οποίου μέχρι χτες ήταν σχεδόν άγνωστο στους οικονομικούς κύκλους της Βρετανίας –πόσο μάλλον εκτός των τειχών της Γηραιάς Αλβιόνος.
Εδώ και μερικούς μήνες όμως ο μίστερ Κινγκμαν αποτελεί το νέο ισχυρό πρόσωπο του τραπεζικού κόσμου της Βρετανίας. Είναι ο εκλεκτός του Γκόρντον Μπράουν, για τη θέση του νέου επικεφαλής της «UK Financial Investments», του οργανισμού που δημιούργησε η βρετανική κυβέρνηση πριν από περίπου τρεις μήνες για να εποπτεύει τις τράπεζες στις οποίες το κράτος είναι πλέον μέτοχος. Μέτοχος ακριβώς λόγω της κρίσης και της συνεπακόλουθης κρατικής παρέμβασης, των διαδοχικών ενέσεων ρευστότητας που δέχθηκαν οι εμπορικές τράπεζες της Βρετανίας από τα κρατικά ταμεία με αντάλλαγμα μετοχές τους που πέρασαν στον έλεγχο του Δημοσίου.
Στα χέρια του 37 δισ. λίρες
Από το πόστο της «UK Financial Investments» ο κ. Κίνγκμαν αναλαμβάνει εφεξής το έργο της «γέφυρας» μεταξύ πολιτικής και τραπεζικής αγοράς. Δύσκολο έργο, αφού συνολικά μέχρι σήμερα η βρετανική κυβέρνηση έφτασε να κατέχει ποσοστά εκτιμώμενης αξίας άνω των 37 δισεκατομμυρίων λιρών στις τράπεζες.
Συγκεκριμένα η κρατική συμμετοχή στην «Royal Bank of Scotland» έφτασε πρόσφατα το 70%, στην «Lloyds Banking Group» το 43,5%, ενώ έχουν κρατικοποιηθεί πλήρως η «Northern Rock» και η «Bradford & Bingley». Με την ύφεση βέβαια να προχωράει πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι τα ποσοστά αυτά θα αυξηθούν ή θα επεκταθούν και σε άλλες τράπεζες.
Το οικονομικό μέλλον των τραπεζών αυτών λοιπόν βρίσκεται στα χέρια ενός 39χρονου κυβερνητικού τεχνοκράτη που κερδίζει 110.000 λίρες τον χρόνο και ο οποίος καλείται να κρατήσει μεταξύ άλλων ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες. Από τη μια μεριά καλείται να «προστατεύσει και να παράξει αξία για τον φορολογούμενο» σε ένα τραπεζικό περιβάλλον όπου η εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους από τους φορολογούμενους υπήρξε επί χρόνια «ευαγγέλιο». Από την άλλη ο Γκόρντον Μπράουν, ο πολιτικός του προϊστάμενος, επιθυμεί οι τράπεζες να δανείζουν σε επιχειρήσεις και ιδιοκτήτες και να περιορίσουν τα επιτόκια.
Παρά τον ελαφρώς «σχιζοφρενικό» χαρακτήρα του έργου που έχει αναλάβει, πολλοί θεωρούν ότι ο κ. Κίνγκμαν διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα για να τα καταφέρει. Τόσο η εξυπνάδα και η αποφασιστικότητά του, όπως και η άμεση επαφή του με πολιτικούς και τραπεζίτες θεωρούνται από τα μεγαλύτερα ατού του.
Ο ρόλος που έπαιξε στην αρχή της τραπεζικής κρίσης γενικότερα και στην τελική λύση για την «Northern Rock» ειδικότερα υπήρξε άλλος ένας λόγος για τον οποίο βρέθηκε από τους διαδρόμους του υπουργείου Οικονομικών όπου εργαζόταν για χρόνια στο καυτό αυτό πόστο.
Από τη θέση του «δεύτερου μόνιμου υπουργού» του υπουργείου Οικονομικών, ο κ. Κίνγκμαν συντόνιζε τις προσπάθειες της κυβέρνησης να κρατήσει «ζωντανή» την «Northern Rock», τον 7ο μεγαλύτερο πάροχο στεγαστικών δανείων της χώρας, διοχετεύοντάς της συνεχώς ρευστό από τα κρατικά ταμεία. Ενώ όλα έδειχναν ότι θα κατέληγε στα χέρια του Ρίτσαρντ Μπράνσον, ο μίστερ Κίνγκμαν εξέπληξε τους πάντες ανακοινώνοντας την κρατικοποίησή της.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο ίδιος ο Κίνγκμαν ήταν εκείνος που επεδίωξε και τελικα πέτυχε τη λύση αυτή θεωρώντας ότι στα χέρια της «Virgin» ή κάποιας επενδυτικής εταιρείας, η «Northern Rock» θα μπορούσε σε βάθος χρόνου να αποδειχθεί επικερδής. Κάτι που θα εξέθετε ανεπανόρθωτα τη βρετανική κυβέρνηση.
Ένα άλλο πόστο στο οποίο ο κύριος Κίνγκμαν άφησε το στίγμα του ως ανώτερος δημόσιος υπάλληλος – μάνατζερ, υπήρξε και το τμήμα Εθνικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς το οποίο ανέλαβε το 1994, αν και ο ίδιος δεν είχε εκδηλώσει ποτέ ως τότε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τέχνες.
Στη συνέχεια εργάστηκε για δύο χρόνια ως οικονομικός συντάκτης στους «Financial Times» και για σύντομο χρονικό διάστημα στην «BP» καθώς δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην ιδιάζουσα εταιρική κουλτούρα. Επέστρεψε στον δημόσιο τομέα το 1999, όταν διορίστηκε υπουργός Τύπου του κ. Μπράουν, ενώ ακολούθησε η ανοδική του πορεία στο υπουργείο Οικονομικών που τον ανέδειξε και στο σημερινό του πόστο.
Το who is who
- Τον Νοέμβριο του 2008 η βρετανική κυβέρνηση ίδρυσε την «UK Financial Investments» (UKFI), με στόχο την εποπτεία των βρετανικών τραπεζών οι οποίες έχουν λάβει κρατικές ενισχύσεις και στις οποίες το κράτος είναι πλέον μέτοχος.
- Μοναδικός μέτοχος στην «UKFI» είναι το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, το οποίο με τη σειρά του δίνει αναφορά στο βρετανικό Κοινοβούλιο.
- Σε ανακοίνωσή της η «UKFI» επισημαίνει ότι στόχος της είναι «η προστασία και η παραγωγή αξίας για τους φορολογούμενους ως μετόχους, λαμβανομένου υπόψη του παράγοντα της οικονομικής σταθερότητας και της προώθησης του ανταγωνισμού».
- Στο πλαίσιαο αυτό η «UKFI» εποπτεύει τους μισθούς των στελεχών, τους νέους διορισμούς και τον δανεισμό, αλλά δεν επεμβαίνει στην καθημερινή λειτουργία των τραπεζών.
- Οι τράπεζες οι οποίες μέχρι στιγμής βρίσκονται στη λίστα της «UKFI» είναι η «Royal Bank of Scotland», η «Lloyds TSB/Halifax Bank of Scotland», η «Northern Rock» και η «Bradford & Bingley».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr