Σπύρος Παππάς, ο «ακλόνητος» μάνατζερ της ομορφιάς

«Πώς θα σας φαινόταν εάν κάποιος άγνωστος σας χάριζε ξαφνικά λουλούδια;». Για τους παλιούς, το παραπάνω μότο θυμίζει πολλά. Πρόκειται για το επιτυχημένο σλόγκαν γνωστής κολόνιας στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το οποίο με μια δόση σαφούς υπερβολής ήθελε να τονίσει τις… παρενέργειες που το μεθυστικό άρωμα της φίρμας επέφερε. Να όμως που και στην πραγματική ζωή υπάρχουν οι gentlemen εκείνοι, οι οποίοι πιστοί στο savoir vivre μπορεί να προβούν σε μια τέτοια αβρότητα.

Σε μια χε

«Πώς θα σας φαινόταν εάν κάποιος άγνωστος σας χάριζε ξαφνικά λουλούδια;». Για τους παλιούς, το παραπάνω μότο θυμίζει πολλά. Πρόκειται για το επιτυχημένο σλόγκαν γνωστής κολόνιας στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το οποίο με μια δόση σαφούς υπερβολής ήθελε να τονίσει τις… παρενέργειες που το μεθυστικό άρωμα της φίρμας επέφερε. Να όμως που και στην πραγματική ζωή υπάρχουν οι gentlemen εκείνοι, οι οποίοι πιστοί στο savoir vivre μπορεί να προβούν σε μια τέτοια αβρότητα.

Σε μια χειρονομία αλλοτινών καιρών, από αυτές που –δυστυχώς- πλέον σπανίζουν στη μοντέρνα πραγματικότητα. Ενας τέτοιος gentleman είναι και ο κ. Σπύρος Παππάς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «L’ Oreal» στην Ελλάδα.

Το περιστατικό που ακολουθεί, μας το μετέφεραν σε πρόσφατη επίσκεψη που είχαμε στα γραφεία της πολυεθνικής εταιρείας στη Νέα Ιωνία ως πραγματικό. Εργαζόμενη της εταιρείας τυχαία συνάντησε τον διευθύνοντα σύμβουλο της «L’ Oreal» στην Κηφισιά να ψωνίζει με τη γυναίκα του.

Οταν ο τελευταίος συνειδητοποίησε πως η υφισταμένη του είχε την ίδια ημέρα τη γιορτή της, έσπευσε στο κοντινότερο ανθοπωλείο και της προσέφερε ως δώρο μια τεράστια ανθοδέσμη. «Το ίδιο έχει κάνει και για άλλους εργαζομένους. Κι αυτό διότι είναι ένας άνθρωπος σπάνιος, με πραγματική αγάπη για την ομάδα του. Είναι ένας κύριος, με την παλιά έννοια της λέξης», μας είπαν στελέχη της εταιρείας.

Πώς θα μπορούσε άραγε να κάνει αλλιώς ο «τιμονιέρης» μιας εταιρείας που δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τις γυναίκες και που πλέον συμπληρώνει μια παράδοση 100 ετών στην υπηρεσία του ωραίου φύλου; Ενός ομίλου που γεννήθηκε στο λίκνο της παγκόσμιας παρφουμερίας, τη Γαλλία, και ο οποίος πρωταγωνιστεί για πάνω από 75 χρόνια και στην πατρίδα μας.

Η «L’Oreal» στην Ελλάδα

Αυτή τη στιγμή η «L’ Oreal» κάθεται για τα καλά στον θρόνο της, ως η πρώτη σε πωλήσεις επιχείρηση του κλάδου, με συνολικό τζίρο πάνω από 200 εκατ. ευρώ και με μερίδιο αγοράς 30% περίπου. Διόλου άσχημα για μια βιομηχανία με παγκόσμια ακτινοβολία, η οποία κατορθώνει να διαμορφώνει και τα ελληνικά trends σε καιρούς οικονομικά δύσκολους. Τα προϊόντα της «L’Oreal» πρωτοεμφανίστηκαν στην ελληνική αγορά στα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν οι Ελληνίδες νοικοκυρές δεν γνώριζαν παρά το μοσχοσάπουνο.

Η έλευση όμως αστικών στρωμάτων από τη Μικρά Ασία, που γνώριζαν από προσωπική φροντίδα και κοκεταρία, άλλαξε τον τρόπο αντιμετώπισης της περιποίησης του σώματος και την εγχώρια αισθητική. Οι λεγόμενες «παστρικιές» Σμυρνιές, μπορεί να έφεραν αναστάτωση στα τοπικά… ερωτικά ήθη, όμως κατάφεραν παράλληλα μέσα από την κοκεταρία τους να αποτελέσουν και παράδειγμα αναμόρφωσης των υπόλοιπων Ελληνίδων. Κάπως έτσι τα προϊόντα της διαδόθηκαν και στην Ψωροκώσταινα μέσα στο πέρασμα των δύσκολων προπολεμικών και μετεμφυλιακών κατόπιν ετών.

Η πρώτη θυγατρική της «L’ Oreal» στην Ελλάδα ιδρύθηκε μόλις το 1970, θέλοντας να αξιοποιήσει τον περαιτέρω εκμοντερνισμό της χώρας, η οποία πλέον κατατασσόταν στις προηγμένες οικονομικά, αλλά ελέω χούντας όχι ταυτόχρονα και αναπτυγμένες δημοκρατικά. Χάρη όμως στο καλό lobbying των τότε στελεχών της εταιρείας και της διάθεσης των Συνταγματαρχών να επιδείξουν κλίμα επενδύσεων στην Ελλάδα, το 1971 λειτούργησε ένα πρότυπο για την εποχή του εργοστάσιο που συνέχισε να παράγει μέχρι το 1999, οπότε και καταστράφηκε από τον σεισμό.

Σήμερα, η κύρια θυγατρική του ομίλου, η «L’Oreal Hellas», με τζίρο πάνω από 190 εκατ. ευρώ, απασχολεί περισσότερα από 700 άτομα, μαζεύοντας κάτω από την ομπρέλα της τη δραστηριότητα των τεσσάρων  καναλιών  διάθεσης καλλυντικών: κομμωτήρια, φαρμακεία, επιλεκτική και ευρεία διανομή. Το κέντρο Logistics, στον Αυλώνα, που καλύπτει 13.000 τ.μ., εξυπηρετεί συνολικά 10.500 πελάτες, 190.000 παραγγελίες με 13.000 κωδικούς τον χρόνο.

Ηγετική φυσιογνωμία της εταιρείας στην Ελλάδα εδώ και χρόνια είναι ο κ. Παππάς. Ενας άνθρωπος που απεχθάνεται τα φώτα της δημοσιότητας και ο οποίος έχει ξεχωρίσει εξαιτίας του ομαδικού πνεύματος που έχει επιβάλει στην εταιρεία και των άριστων σχέσεων που διατηρεί με τη μητρική εταιρεία αλλά και με το δίκτυο πελατών της επιχείρησης.

Πολύ σπάνια θα τον δει κανείς σε κοσμικά gala, παρά το ότι τα προϊόντα της «L’ Oreal» σχετίζονται με τη ματαιοδοξία πολλών εγχώριων celebrities. Ο ίδιος επιλέγει τους χαμηλούς τόνους και δεν του αρέσει να μιλά ούτε για τη δουλειά του, ούτε περισσότερο για την προσωπική του ζωή.  Κι όμως. Δικό του επίτευγμα είναι το γεγονός πως η «L’ Oreal» στην Ελλάδα έχει βοηθήσει σημαντικά στην εξέλιξη του κομμωτικού επαγγέλματος, ότι έχει δημιουργήσει το πρότυπο για τον εκσυγχρονισμό των φαρμακείων, με αποτέλεσμα οι δύο αυτές αγορές να παρουσιάζουν γρήγορη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και ο όμιλος να κατέχει σημαντικά μερίδια σε αυτές. Και αυτά σε περίοδο κρίσης, όπου η αγορά της ομορφιάς παρουσιάζει καθίζηση. 

Ο «πολύς» κ. Αγκόν και η ελληνική του θητεία

Η Ελλάδα πάντως δεν αποτελεί έναν απλό κρίκο της παγκόσμιας αλυσίδας της πολυεθνικής. Από τη χώρα μας πέρασε κατά τη διάρκεια του «αγροτικού» του ο νυν L’ Orealάρχης για όλο τον κόσμο κ. Ζαν Πολ Αγκόν. Ο 53χρονος μάνατζερ της μεγαλύτερης εταιρείας καλλυντικών στον κόσμο, με την καταγωγή από την Πόλη του Φωτός, βρέθηκε στην Αθήνα πριν από 28 χρόνια, όταν νεαρό στέλεχος τότε ανέλαβε τη γενική διεύθυνση της θυγατρικής στη χώρα μας. Η Ελλάδα εγκαινίασε τη σταδιοδρομία του, αφού τότε ήταν μόλις 25 ετών και μόλις που είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο.

Ο ίδιος θυμάται την Ελλάδα ως μια ανώριμη αγορά, όμως ειλικρινά αγάπησε τον τόπο μας, ενώ έκανε και ισχυρές φιλίες, όπως αυτή με τον κ. Παππά. Αγάπησε τη χώρα, το φαγητό και τους ανθρώπους της και για τον λόγο αυτό διατηρεί ακόμα και σήμερα πολύ καλές αναμνήσεις, ενώ κάθε καλοκαίρι επιλέγει τα νησιά μας για να κάνει τις διακοπές του. Βλέπετε η Ελλάδα του ’80 ήταν πολύ πιο καλή, πολύ πιο αγνή από την αγχώδη Ελλάδα του σήμερα. Και για να μην ξεχνιόμαστε, θα πρέπει να πούμε πως ο μεσιέ Αγκόν δεν είναι όποιος κι όποιος.

Είναι μόλις ο πέμπτος διευθύνων σύμβουλος στη διαδρομή των 100 ετών της «L’Oreal», δείγμα σταθερότητας, που χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη αυτή εταιρεία. Φεύγοντας από την Ελλάδα, ο κ. Αγκόν άφησε τις τύχες της ελληνικής θυγατρικής στον φίλο και συνεργάτη του κ. Παππά. Ο τελευταίος είναι ένας από τους μακροβιότερους Ελληνες μάνατζερ, που έτσι όπως πάει θα πάρει οπωσδήποτε σύνταξη από τη «L’ Oreal Hellas». Δικό του επίτευγμα υπήρξε το γεγονός πως έκανε την Ελλάδα μία από τις πέντε πιο κερδοφόρες θυγατρικές και μία από αυτές που κατέχουν μερίδιο αγοράς πάνω από 20% παγκοσμίως.

Elnett: Μια ελληνική πατέντα

Καρπός, μεταξύ των άλλων, αυτής της έρευνας, υπήρξαν προϊόντα θρυλικά, όπως, στη δεκαετία του ’50 η διαχρονική λακ Elnett. Η Elnett υπήρξε δημιούργημα του Ελληνα ερευνητή της «L’Oreal», κ. Γρήγορη Καλοπίση, και πούλησε, μέχρι το 1987, 1 δισεκατομμύριο τεμάχια! Πενήντα χρόνια αργότερα, η Elnett θεωρείται πάντα η «Star των λακ». Το 1988, ο François Dale παρέδωσε τη γενική διεύθυνση του ήδη κολοσσού στον 38χρονο τότε Ουαλό Lindsay Owen-Jones. 

Κι αν όλοι νόμιζαν πως οι Βρετανοί για το μόνο που μπορούν να ενδιαφερθούν είναι για το ποδόσφαιρο ή το πιο βάρβαρο ράγκμπι και όχι για την ομορφιά, τότε γελάστηκαν. Ο Lindsay Owen-Jones δημιούργησε πραγματικό ρεκόρ πετυχαίνοντας επί 20 χρόνια διψήφια ανάπτυξη κερδών. Σε αναγνώριση της τόσο επιτυχημένης σταδιοδρομίας του, η βασίλισσα της Αγγλίας του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του sir. Το 2006, ο sir Lindsay Owen-Jones παρέδωσε τη γενική διεύθυνση του ομίλου στον σημερινό διευθύνοντα σύμβουλο Jean-Paul Agon, παραμένοντας, ο ίδιος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.

Το μέλλον βρίσκεται στην παγκοσμιοποίηση

Η 100άρα «φίλη» μας, όμως, δεν το βάζει κάτω. Αντιθέτως, αποφάσισε να ανοίξει πανιά σε νέες αγορές, όπως οι Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αναμένεται ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, η αγορά των αναπτυσσόμενων χωρών θα αποτελεί το 50% της αγοράς καλλυντικών παγκοσμίως. Στην Κίνα, όπου η «L’Oreal» έχει παρουσία εδώ και 12 χρόνια, οι εκτιμήσεις των αναλυτών είναι ότι μέχρι το 2010, η αγορά θα παρουσιάσει αύξηση 12%. Αντίστοιχα με την Κίνα, μεγάλη δυναμική παρουσιάζει και η αγορά της Ανατολικής Ευρώπης, με τη «L’Oreal» να σημειώνει αύξηση πάνω από 20% μέσα στο 2008. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως το 2006 η «L’Oreal» προχώρησε και σε άλλες καινοτομίες, αποκτώντας το Body Shop και το Sanoflore. Το 2008 στις μάρκες της προστίθεται η μυθική υπογραφή Yves Saint Laurent Beauté.

Η 100άρα που δεν έκανε ρυτίδες

Τα προϊόντά της επιλέγουν οι ομορφότερες γυναίκες του πλανήτη. Γνωστές ηθοποιοί, μοντέλα και τραγουδίστριες επιβεβαιώνουν καθημερινά την ύπαρξή τους στο παγκόσμιο στερέωμα της show biz χάρη στην ποιότητά της. Κι όμως. Η φίρμα που αποθεώνει τα νιάτα, το γυναικείο σφρίγος και τη διάθεση το… ασθενές φύλο να μείνει για πάντα νέο, σβήνει φέτος τον Ιούνιο τα 100 κεράκια της. Και πώς να μην είναι έτσι, όταν αναφερόμενοι στη «L’Oreal» μιλάμε για την πρώτη εταιρεία καλλυντικών στον κόσμο.

Η ιστορία της «L’Oreal» ξεκίνησε το 1909, όταν ο νεαρός χημικός και εφευρέτης, ο Ευγένιος Scheuller, είχε την παράδοξη ιδέα να δημιουργήσει την πρώτη συνθετική βαφή για τα μαλλιά. Τα πειράματά του στην κουζίνα του μικρού παρισινού του διαμερίσματος κατέληξαν σε μια πρώτη φόρμουλα που έπειτα από έρευνα και εξέλιξη αποτελεί τη βάση των βαφών ακόμα και σήμερα. Το βράδυ έκανε την παραγωγή και το πρωί πούλαγε με το ποδήλατό του τις νέες του βαφές στα κομμωτήρια του Παρισιού της εποχής εκείνης.

Σε μετέπειτα εξομολόγησή του θυμόταν πως το δυσκολότερο απ’ όλα ήταν η πώληση, κι αυτό διότι συχνά του έκλειναν την πόρτα στα μούτρα. Οπως όμως κάθε πεισματάρης άνθρωπος, έτσι και ο ήρωάς μας τελικά δικαιώθηκε. Κατά τη διάρκεια της Belle Epoque, το 1920 η «L’Oreal» ήταν παρούσα σε 17 χώρες. Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την εταιρεία στο φόρτε της, ενώ η αποθέωση τω ξανθών γυναικών και πρωταγωνιστριών στο Hollywood θα δώσουν επιπρόσθετους πόντους. Ποια αλήθεια δεν ήθελε να μοιάσει στη Μέριλιν ή στην κοκκινομάλλα Ρίτα Χέιγουορθ. Στα 50s ακολουθεί ο τυφώνας Μπριζίτ Μπαρντό αν και ο ιδρυτής της εταιρείας δεν προλαβαίνει να χαρεί το νέο είδωλο της ομορφιάς.

Κι αυτό διότι στα 1957, ο Ευγένιος Scheuller πεθαίνει. Διάδοχός του ορίστηκε ο πιτσιρικάς, François Dale, ο οποίος οδήγησε τη «L’Oreal» τα επόμενα 35 χρόνια, στην παγκόσμια κυριαρχία. Εκτός από τη γεωγραφική εξάπλωση, ο François Dale πρόσθεσε στο οπλοστάσιο της «L’Oreal» σημαντικές μάρκες με παγκόσμια απήχηση, όπως η Lancôme, η Garnier, η Biotherm, το μακιγιάζ Gemey, η Helena Rubinstein, η La-Roche-Posay, που εισήγαγαν τη «L’Oreal» από τη γνώση των μαλλιών στη γνώση του δέρματος και οδήγησαν στη συστηματική επένδυση στην έρευνα κατά της γήρανσης.

Η «L’Oreal» σε νούμερα

  • Παρουσία σε 130 χώρες
  • Περισσότερες από 300 θυγατρικές εταιρείες
  • 40 εργοστάσια παγκοσμίως
  • 12,9 εκατομμύρια προϊόντα παράγονται ημερησίως
  • 63.000 εργαζόμενοι
  • 26 διεθνείς μάρκες
  • 3% του παγκόσμιου ετήσιου τζίρου έρευνα (€560 εκατομμύρια)
  • 16 κέντρα έρευνας & ανάπτυξης
  • 3.270 ερευνητές σε 30 ειδικότητες
  • 7.000 νέες φόρμουλες τον χρόνο
  • 628 πατέντες κατοχυρώθηκαν το 2007
  • €17,5 δισεκατομμύρια τζίρος το 2008
  • €2,7 δισεκατομμύρια κέρδη το 2008, ήτοι 15,5% του τζίρου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr