Στουρνάρας: Κρίσιμη για τις μελλοντικές εξελίξεις η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης
Στουρνάρας: Κρίσιμη για τις μελλοντικές εξελίξεις η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης
«Όσα απομένουν να ολοκληρωθούν είναι ένα μικρό μόνο μέρος της μεγάλης προσπάθειας που έχει γίνει» είπε κατά την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης της ΤτΕ
H Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην έξοδο από την κρίση αρκεί να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην Ετήσια Έκθεση που παρουσίασε σήμερα.
Όπως αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, σήμερα η προοπτική εξόδου από την κρίση είναι ορατή.
Ωστόσο προειδοποιεί ότι για να την προσεγγίσουμε πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στην τήρηση των όρων της συμφωνίας, οι οποίοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως επιταγές των δανειστών, αλλά ως ουσιαστικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε ήδη να έχουν πραγματοποιηθεί από καιρό.
"Η ελληνική πλευρά πρέπει να ενστερνιστεί το πρόγραμμα ως αναγκαίο μέσο προσαρμογής και μεταρρύθμισης της οικονομίας", επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στις προοπτικές της οικονομίας, η ΤτΕ εκτιμά ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συνεχίσει να μειώνεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, κυρίως λόγω της μεταφερόμενης επίδρασης από το 2015.
Όπως αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, σήμερα η προοπτική εξόδου από την κρίση είναι ορατή.
Ωστόσο προειδοποιεί ότι για να την προσεγγίσουμε πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στην τήρηση των όρων της συμφωνίας, οι οποίοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως επιταγές των δανειστών, αλλά ως ουσιαστικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε ήδη να έχουν πραγματοποιηθεί από καιρό.
"Η ελληνική πλευρά πρέπει να ενστερνιστεί το πρόγραμμα ως αναγκαίο μέσο προσαρμογής και μεταρρύθμισης της οικονομίας", επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στις προοπτικές της οικονομίας, η ΤτΕ εκτιμά ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συνεχίσει να μειώνεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, κυρίως λόγω της μεταφερόμενης επίδρασης από το 2015.
Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την ανακοπή της ύφεσης και την προσέγγιση θετικών ρυθμών από το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να συντρέξουν μια σειρά δράσεις που θα αποτρέψουν τους κινδύνους και θα ενισχύσουν την προοπτική ανάκαμψης που είναι εφικτή.
Πρώτο και κρίσιμο βήμα για τις μελλοντικές εξελίξεις είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η θετική αξιολόγηση θα τονώσει την πραγματική οικονομία και θα οδηγήσει στη διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους.
"Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει διανύσει έναν επίπονο δρόμο προσαρμογής με μεγάλο κοινωνικό κόστος, αλλά και με απτά αποτελέσματα. Όσα απομένουν να ολοκληρωθούν είναι ένα μικρό μόνο μέρος της μεγάλης προσπάθειας που έχει γίνει", υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Ο δεκάλογος για βιώσιμη ανάπτυξη
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε και στους παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία της ανάκαμψης και οι οποίοι είναι: η αποδοχή και οικειοποίηση του προγράμματος, η συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των αναγκαίων δράσεων, ο διάλογος και η πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
Για να καλυφθεί η απόσταση που απομένει και για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, επιβάλλονται τα εξής:
1. Ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος
Η ισχυροποίηση των τραπεζικού συστήματος περνά κυρίως μέσα από την αντιμετώπιση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στην εξεύρεση μόνιμων λύσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα σε αυτό το μείζον πρόβλημα, εκτιμάται ότι θα συντείνουν οι συγκεκριμένοι στόχοι για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ετοιμάζεται να θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και με παρακολούθηση ανά τρίμηνο. Η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο, που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει:
Πρώτον, να αναληφθούν τολμηρές και καινοτόμες πρωτοβουλίες για μια σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μέσα στα επόμενα δυο χρόνια. Η τρέχουσα «business as usual» προσέγγιση, όσο και αν βελτιωθεί στα σημεία, δεν θα οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις.
Δεύτερον, να υπάρξει στροφή σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις. Η τρέχουσα πρακτική βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων απλά οδηγεί σε παράταση του προβλήματος.
Τρίτον, να υπάρξει συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων. Η πρόοδος στο ζήτημα αυτό είναι περιορισμένη.
Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατον να υπάρξουν οριστικές λύσεις χωρίς κοινή δράση από όλους τους πιστωτές.
Σχεδόν το σύνολο των μεγάλων επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορούν περισσότερους του ενός πιστωτές.
Τέταρτον, να υπάρξει παρέμβαση για την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου είναι κρίσιμο να αναλαμβάνονται ενεργητικές πρωτοβουλίες αλλαγής της διοίκησης, όταν αυτή δεν συνεργάζεται, της δομής και του επιχειρηματικού σχεδίου της οφειλέτριας εταιρίας.
Πέμπτον, να υπάρξει αυξημένος εσωτερικός έλεγχος ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και διαφάνεια στην αντιμετώπιση των οφειλετών.
2. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και πέτυχαν την εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων. Καθυστέρησαν όμως στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, αν είχαν πραγματοποιηθεί από την αρχή, θα είχαν περιορίσει το βάθος και το εύρος της ύφεσης. Σε αυτόν τον τομέα πρέπει να δοθεί σήμερα η μεγαλύτερη έμφαση. Ειδικότερα, στα δίκτυα και τις υπηρεσίες (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο) πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί και να απλοποιηθούν οι κανονιστικές ρυθμίσεις που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό.
Στην αγορά εργασίας, έμφαση πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ενός πλαισίου για την ενθάρρυνση της μαθητείας και της επαγγελματικής κατάρτισης, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την απλούστευση και τον εξορθολογισμό της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας μέσω της κωδικοποίησής της σε έναν Κώδικα Εργατικής Νομοθεσίας. Τέλος, στη δημόσια διοίκηση απαιτείται η εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αποκομματικοποίησή της. Συγκεκριμένα βήματα πρέπει να γίνουν όσον αφορά την απλοποίηση των διαδικασιών και την αξιολόγηση των δομών, τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων πόρων και την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
3. Ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας
Η σημασία της επιτάχυνσης και επιτυχούς υλοποίησης του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη. Θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, που οι ευεργετικές τους επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία θα διαρκέσουν για μεγάλη χρονική περίοδο. Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και στην προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής. Στην περίπτωση μάλιστα που συνοδεύονται από ισχυρή δέσμευση για μελλοντικές επενδύσεις ενισχύουν περαιτέρω την εισροή στη χώρα παραγωγικών κεφαλαίων, που αυξάνουν την απασχόληση και τη συνολική ενεργό ζήτηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι στον τομέα αυτόν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες, που θα μπορούσαν να αποφέρουν πολύ μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που έχουν τεθεί ως ποσοτικοί στόχοι. Η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, εάν αξιοποιηθεί σωστά μέσω της αναβάθμισης των χρήσεων γης και με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον, μπορεί να προσελκύσει σημαντικές, άμεσες ξένες επενδύσεις.
4. Συνέχιση της προσαρμογής στους τομείς των οικονομικών της γενικής κυβέρνησης και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με επανακαθορισμό του μείγματος των μέσων οικονομικής πολιτικής
Η αναθεώρηση προς τα κάτω, που έχει ήδη επιτευχθεί για το στόχο του τελικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 (3,5% του ΑΕΠ), συντελεί στην απελευθέρωση πόρων, οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, το ακολουθούμενο μείγμα μέσων οικονομικής πολιτικής, που αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού όσο και στην επίτευξη βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να γίνει περισσότερο αναπτυξιακό. Θα πρέπει, δηλαδή, να εστιάσει κυρίως στη μείωση των μη επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου και στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Η έως τώρα έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων από εργασία και των κερδών των επιχειρήσεων, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, ενισχύει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, εξασθενίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων και αποτρέπει προσπάθειες για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, όποια βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αυτοαναιρείται, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μόνιμη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Αντίθετα, ο εξορθολογισμός των δομών του κράτους, η αξιολόγηση, συγχώνευση και μείωση των 1800 περίπου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις φορολογίας για ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ο επανασχεδιασμός του καθεστώτος των αυτοτελών πόρων για την τοπική αυτοδιοίκηση με στόχο την άρση των αντικινήτρων στην εξοικονόμηση πόρων, η μείωση των φορολογικών δαπανών, ο περιορισμός των μη επενδυτικών δαπανών, η καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών με στόχο την άρση της μεροληψίας κατά της νέας γενιάς που υπάρχει σήμερα, και η ενίσχυση της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού του κράτους από τομείς με πλεονάζον προσωπικό προς τομείς ελλειμματικούς σε προσωπικό, συνιστούν περισσότερο αποδοτικά μέσα οικονομικής πολιτικής για την κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού.
5. Ενθάρρυνση των επιχειρηματικών επενδύσεων και προστασία των επενδυτών
Το φαινόμενο της επενδυτικής αδράνειας στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μεταξύ 2007 και 2014, η συνολική επενδυτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο μισό. Η αναιμική ζήτηση, η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, καθώς και οι σημαντικές χρηματοδοτικές δυσχέρειες ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διαδικασία αποεπένδυσης.
Η ταχεία ανάταξη της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης θεωρείται παράγοντας-κλειδί για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η εμπέδωση ενός περιβάλλοντος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, που ενδυναμώνει το κλίμα εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών και ενθαρρύνει την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων, η ταχεία μεταστροφή του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος από την παραγωγή μη εμπορεύσιμων προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των σημαντικών περιορισμών στη χρηματοδότηση αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης.
Δράσεις, όπως η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόμου με σαφή αναπτυξιακά κίνητρα, κυρίως όμως οι πρωτοβουλίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντός του νέου θεσμικού πλαισίου, που επιτρέπει συνεργασία των πιστωτών για την εξυγίανση παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι καθοριστικής σημασίας.
Περαιτέρω, το ελληνικό κράτος πρέπει να συντελέσει στην αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης με την προστασία των ιδιωτών επενδυτών, εξασφαλίζοντας ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Αυτό μπορεί να γίνει με τη θέσπιση ενός σταθερού, απλού και ευκόλως κατανοητού φορολογικού και νομικού πλαισίου, κατάλληλου για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, και με την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση χρονιζουσών διαφορών με σημαντικούς διεθνείς επενδυτές, οι οποίες δημιουργούν πρόβλημα στην επενδυτική εικόνα της χώρας.
Διαβάστε περισσότερα στο newmoney.gr
Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να συντρέξουν μια σειρά δράσεις που θα αποτρέψουν τους κινδύνους και θα ενισχύσουν την προοπτική ανάκαμψης που είναι εφικτή.
Πρώτο και κρίσιμο βήμα για τις μελλοντικές εξελίξεις είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η θετική αξιολόγηση θα τονώσει την πραγματική οικονομία και θα οδηγήσει στη διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους.
"Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει διανύσει έναν επίπονο δρόμο προσαρμογής με μεγάλο κοινωνικό κόστος, αλλά και με απτά αποτελέσματα. Όσα απομένουν να ολοκληρωθούν είναι ένα μικρό μόνο μέρος της μεγάλης προσπάθειας που έχει γίνει", υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Ο δεκάλογος για βιώσιμη ανάπτυξη
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε και στους παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία της ανάκαμψης και οι οποίοι είναι: η αποδοχή και οικειοποίηση του προγράμματος, η συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των αναγκαίων δράσεων, ο διάλογος και η πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
Για να καλυφθεί η απόσταση που απομένει και για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, επιβάλλονται τα εξής:
1. Ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος
Η ισχυροποίηση των τραπεζικού συστήματος περνά κυρίως μέσα από την αντιμετώπιση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στην εξεύρεση μόνιμων λύσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα σε αυτό το μείζον πρόβλημα, εκτιμάται ότι θα συντείνουν οι συγκεκριμένοι στόχοι για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ετοιμάζεται να θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και με παρακολούθηση ανά τρίμηνο. Η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο, που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει:
Πρώτον, να αναληφθούν τολμηρές και καινοτόμες πρωτοβουλίες για μια σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μέσα στα επόμενα δυο χρόνια. Η τρέχουσα «business as usual» προσέγγιση, όσο και αν βελτιωθεί στα σημεία, δεν θα οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις.
Δεύτερον, να υπάρξει στροφή σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις. Η τρέχουσα πρακτική βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων απλά οδηγεί σε παράταση του προβλήματος.
Τρίτον, να υπάρξει συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων. Η πρόοδος στο ζήτημα αυτό είναι περιορισμένη.
Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατον να υπάρξουν οριστικές λύσεις χωρίς κοινή δράση από όλους τους πιστωτές.
Σχεδόν το σύνολο των μεγάλων επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορούν περισσότερους του ενός πιστωτές.
Τέταρτον, να υπάρξει παρέμβαση για την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου είναι κρίσιμο να αναλαμβάνονται ενεργητικές πρωτοβουλίες αλλαγής της διοίκησης, όταν αυτή δεν συνεργάζεται, της δομής και του επιχειρηματικού σχεδίου της οφειλέτριας εταιρίας.
Πέμπτον, να υπάρξει αυξημένος εσωτερικός έλεγχος ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και διαφάνεια στην αντιμετώπιση των οφειλετών.
2. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και πέτυχαν την εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων. Καθυστέρησαν όμως στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, αν είχαν πραγματοποιηθεί από την αρχή, θα είχαν περιορίσει το βάθος και το εύρος της ύφεσης. Σε αυτόν τον τομέα πρέπει να δοθεί σήμερα η μεγαλύτερη έμφαση. Ειδικότερα, στα δίκτυα και τις υπηρεσίες (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο) πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί και να απλοποιηθούν οι κανονιστικές ρυθμίσεις που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό.
Στην αγορά εργασίας, έμφαση πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ενός πλαισίου για την ενθάρρυνση της μαθητείας και της επαγγελματικής κατάρτισης, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την απλούστευση και τον εξορθολογισμό της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας μέσω της κωδικοποίησής της σε έναν Κώδικα Εργατικής Νομοθεσίας. Τέλος, στη δημόσια διοίκηση απαιτείται η εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αποκομματικοποίησή της. Συγκεκριμένα βήματα πρέπει να γίνουν όσον αφορά την απλοποίηση των διαδικασιών και την αξιολόγηση των δομών, τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων πόρων και την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
3. Ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας
Η σημασία της επιτάχυνσης και επιτυχούς υλοποίησης του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη. Θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, που οι ευεργετικές τους επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία θα διαρκέσουν για μεγάλη χρονική περίοδο. Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και στην προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής. Στην περίπτωση μάλιστα που συνοδεύονται από ισχυρή δέσμευση για μελλοντικές επενδύσεις ενισχύουν περαιτέρω την εισροή στη χώρα παραγωγικών κεφαλαίων, που αυξάνουν την απασχόληση και τη συνολική ενεργό ζήτηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι στον τομέα αυτόν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες, που θα μπορούσαν να αποφέρουν πολύ μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που έχουν τεθεί ως ποσοτικοί στόχοι. Η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, εάν αξιοποιηθεί σωστά μέσω της αναβάθμισης των χρήσεων γης και με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον, μπορεί να προσελκύσει σημαντικές, άμεσες ξένες επενδύσεις.
4. Συνέχιση της προσαρμογής στους τομείς των οικονομικών της γενικής κυβέρνησης και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με επανακαθορισμό του μείγματος των μέσων οικονομικής πολιτικής
Η αναθεώρηση προς τα κάτω, που έχει ήδη επιτευχθεί για το στόχο του τελικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 (3,5% του ΑΕΠ), συντελεί στην απελευθέρωση πόρων, οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, το ακολουθούμενο μείγμα μέσων οικονομικής πολιτικής, που αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού όσο και στην επίτευξη βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να γίνει περισσότερο αναπτυξιακό. Θα πρέπει, δηλαδή, να εστιάσει κυρίως στη μείωση των μη επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου και στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Η έως τώρα έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων από εργασία και των κερδών των επιχειρήσεων, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, ενισχύει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, εξασθενίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων και αποτρέπει προσπάθειες για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, όποια βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αυτοαναιρείται, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μόνιμη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Αντίθετα, ο εξορθολογισμός των δομών του κράτους, η αξιολόγηση, συγχώνευση και μείωση των 1800 περίπου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις φορολογίας για ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ο επανασχεδιασμός του καθεστώτος των αυτοτελών πόρων για την τοπική αυτοδιοίκηση με στόχο την άρση των αντικινήτρων στην εξοικονόμηση πόρων, η μείωση των φορολογικών δαπανών, ο περιορισμός των μη επενδυτικών δαπανών, η καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών με στόχο την άρση της μεροληψίας κατά της νέας γενιάς που υπάρχει σήμερα, και η ενίσχυση της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού του κράτους από τομείς με πλεονάζον προσωπικό προς τομείς ελλειμματικούς σε προσωπικό, συνιστούν περισσότερο αποδοτικά μέσα οικονομικής πολιτικής για την κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού.
5. Ενθάρρυνση των επιχειρηματικών επενδύσεων και προστασία των επενδυτών
Το φαινόμενο της επενδυτικής αδράνειας στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μεταξύ 2007 και 2014, η συνολική επενδυτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο μισό. Η αναιμική ζήτηση, η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, καθώς και οι σημαντικές χρηματοδοτικές δυσχέρειες ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διαδικασία αποεπένδυσης.
Η ταχεία ανάταξη της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης θεωρείται παράγοντας-κλειδί για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η εμπέδωση ενός περιβάλλοντος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, που ενδυναμώνει το κλίμα εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών και ενθαρρύνει την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων, η ταχεία μεταστροφή του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος από την παραγωγή μη εμπορεύσιμων προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των σημαντικών περιορισμών στη χρηματοδότηση αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης.
Δράσεις, όπως η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόμου με σαφή αναπτυξιακά κίνητρα, κυρίως όμως οι πρωτοβουλίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντός του νέου θεσμικού πλαισίου, που επιτρέπει συνεργασία των πιστωτών για την εξυγίανση παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι καθοριστικής σημασίας.
Περαιτέρω, το ελληνικό κράτος πρέπει να συντελέσει στην αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης με την προστασία των ιδιωτών επενδυτών, εξασφαλίζοντας ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Αυτό μπορεί να γίνει με τη θέσπιση ενός σταθερού, απλού και ευκόλως κατανοητού φορολογικού και νομικού πλαισίου, κατάλληλου για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, και με την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση χρονιζουσών διαφορών με σημαντικούς διεθνείς επενδυτές, οι οποίες δημιουργούν πρόβλημα στην επενδυτική εικόνα της χώρας.
Διαβάστε περισσότερα στο newmoney.gr
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα