Στουρνάρας: Κίνδυνος για την οικονομία οι υπερβολικοί φόροι
15.06.2016
10:21
Προειδοποιεί για αναζωπύρωση της αβεβαιότητας αν καθυστερήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις - Αναμένει ύφεση 0,3% για το 2016 - Προτείνει μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 2% του ΑΕΠ - Διστακτικές οι αποφάσεις του Eurogroup για το χρέος
Καμπανάκι κινδύνου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας από την υπερβολική έμφαση στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης σημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2015 – 2016, που υπέβαλε την Τετάρτη στον Πρόεδρο της Βουλής.
«Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου υφεσιακή επίπτωση του αυξημένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα» γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα.
Παράλληλα τονίζει ότι «τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση».
Προειδοποιεί ακόμα ότι «τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας».
Επανέρχεται, ακόμα στο θέμα μείωσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2%. Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Στουρνάρας στην έκθεση μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι σενάρια που εξέτασε η κεντρική Τράπεζα δείχνουν ότι η βιωσιμότητα χρέους είναι επιτεύξιμη και με 2% του ΑΕΠ τελικό πρωτογενές πλεόνασμα και μια μάλλον ήπια ανακούφιση χρέους που δεν επιβάλλει ζημιές στους δανειστές. Αυτή θα αφορά την επέκταση των λήξεων κατά 20 χρόνια και την κεφαλαιοποίηση αναβαλλόμενων τόκων σε ισόποσες δόσεις κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 20 ετών. Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης με παρεμβάσεις του έχει επανειλημμένως χαρακτηρίσει ως “μη ρεαλιστικό και κοινωνικά ανέφικτο” τον στόχο να απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και έπειτα. Για την ΤτΕ χρειάζεται «ένα πιο ισορροπημένο μείγμα οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μείωση της φορολόγησης, ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεισφορά σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης».
Το εισαγωγικό σημείωμα του κ. Στουρνάρα στην έκθεση έχει ως εξής:
«Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου υφεσιακή επίπτωση του αυξημένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα» γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα.
Παράλληλα τονίζει ότι «τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση».
Προειδοποιεί ακόμα ότι «τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας».
Επανέρχεται, ακόμα στο θέμα μείωσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2%. Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Στουρνάρας στην έκθεση μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι σενάρια που εξέτασε η κεντρική Τράπεζα δείχνουν ότι η βιωσιμότητα χρέους είναι επιτεύξιμη και με 2% του ΑΕΠ τελικό πρωτογενές πλεόνασμα και μια μάλλον ήπια ανακούφιση χρέους που δεν επιβάλλει ζημιές στους δανειστές. Αυτή θα αφορά την επέκταση των λήξεων κατά 20 χρόνια και την κεφαλαιοποίηση αναβαλλόμενων τόκων σε ισόποσες δόσεις κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 20 ετών. Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης με παρεμβάσεις του έχει επανειλημμένως χαρακτηρίσει ως “μη ρεαλιστικό και κοινωνικά ανέφικτο” τον στόχο να απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και έπειτα. Για την ΤτΕ χρειάζεται «ένα πιο ισορροπημένο μείγμα οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μείωση της φορολόγησης, ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεισφορά σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης».
Το εισαγωγικό σημείωμα του κ. Στουρνάρα στην έκθεση έχει ως εξής:
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης
Η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, µε την οποία αναγνωρίζεται η επίτευξη συµφωνίας σε επίπεδο τεχνικών κλιµακίων και τίθενται στέρεες βάσεις για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, είναι ένα σηµαντικό βήµα στην πορεία εφαρµογής του τρέχοντος προγράµµατος. Η απόφαση αυτή έχει άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:
Την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ έως το φθινόπωρο του 2016, εκ των οποίων 6,8 δισεκ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 3,5 δισεκ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.
Την αναµενόµενη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ. Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.
Τη βάσιµη προοπτική ότι οι αποδόσεις των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των οµολογιακών τίτλων που έχουν εκδώσει ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά θα αποκλιµακωθούν µε γοργό ρυθµό, όπως έχει αρχίσει να συµβαίνει.
Τα παραπάνω αναµένεται να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισµών. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, θα συµβάλει στην υποχώρηση του κόστους δανεισµού και θα αυξήσει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, µε ευνοϊκές επιδράσεις στη χρηµατοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθµό ανάπτυξης της ελλη- νικής οικονοµίας.
Γενικά, η θετική αξιολόγηση κρίνεται ότι θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη και θα άρει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις. Τώρα πλέον επείγει ο προσανατολισµός της οικονοµικής πολιτικής προς τις µεταρρυθµίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα αντισταθµίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας. Και αυτό διότι, αν δεν επιτύχουµε σύντοµα θετικούς και αυξανόµενους ρυθµούς µεταβολής του ΑΕΠ, θα δυσχερανθεί σηµαντικά η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί και θα αποδυναµωθούν οι θετικές επιδράσεις.
Διστακτικές οι αποφάσεις του Eurogroup για το χρέος
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης συνοδεύεται και από τη δέσµευση των εταίρων για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους. Η ανακοίνωση του Eurogroup στις 25 Μαΐου περιγράφει το χρονοδιάγραµµα και το γενικό περίγραµµα των παρεµβάσεων που, εφόσον κριθεί αναγκαίο να ενεργοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της διαχειρισιµότητας των ετήσιων χρηµατοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, δηλαδή θα τις διατηρήσουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά κατ’ αρχάς ότι η βούληση των εταίρων να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους ενισχύει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα μέτρα που περιλαμβάνει η ανακοίνωση του Eurogroup δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί και ποσοτικοποιηθεί, ενώ από το χρονοδιάγραμμα δράσεων που ανακοινώθηκε δεν διαφαίνεται μια αποφασιστική και εμπροσθοβαρής ρύθμιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Συνεπώς, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται σήμερα στο πλαίσιο της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση μετά το τέλος του προγράμματος. Οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος υπόκεινται, πρώτον, στη θετική συνολική αξιολόγηση του προγράμματος και, δεύτερον, στα πορίσματα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα γίνει το 2018.
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι εφικτή ακόμη και με μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους. Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα. Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Σύμφωνα με ανάλυση που παρουσιάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Συγκεκριμένα, ο τελικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.
Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί (α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και (β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.
Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας, που σήμερα είναι υψηλή. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Προοπτικές ανάκαμψης το β΄ εξάμηνο του 2016, οι κίνδυνοι όμως παραμένουν
Τους πρώτους μήνες του 2016 η οικονομική δραστηριότητα επηρεάστηκε αρνητικά από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων αλλά και από τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος, η οποία αρχικά αναμενόταν να ολοκληρωθεί το δ΄ τρίμηνο του 2015. Αυτό συνέβαλε στο πάγωμα της χρηματοδότησης στο πλαίσιο του νέου προγράμματος, δυσχέρανε την ταμειακή διαχείριση, οδήγησε σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και αναζωπύρωσε την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομίας. Τα παραπάνω, μαζί με την αρνητική μεταφερόμενη επίδραση από το 2015, οδήγησαν στην κάμψη του ΑΕΠ για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο. Συγκεκριμένα, η οικονομική δραστηριότητα κινήθηκε πτωτικά το α’ τρίμηνο του 2016, τόσο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους (-1,4%) όσο και έναντι του προηγούμενου τριμήνου (-0,5%).
Όπως αναλύεται στην παρούσα έκθεση, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης αναμένεται να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της ρευστότητας και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο του 2016 προβλέπεται οριακά αρνητικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ -0,3%, καθώς αναμένονται, στο γ΄ και το δ΄ τρίμηνο, θετικοί ρυθμοί μεταβολής που θα αντισταθμίσουν εν μέρει το αρνητικό αποτέλεσμα του α’ εξαμήνου του έτους.
Ωστόσο οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνδέεται με την υπερβολική, κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, έμφαση στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό της περιόδου 2016-2018. Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου υφεσιακή επίπτωση του αυξημένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα.
Επιπλέον, τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση. Επίσης, τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας. Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι και αβεβαιότητες όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι μπορούν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Προοπτικές βελτίωσης της ρευστότητας εξαιτίας της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης και των πρωτοβουλιών της ΕΚΤ για αποτροπή του κινδύνου αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης προοιωνίζεται περιορισμό της εναπομένουσας αβεβαιότητας. Σε συνδυασμό με την αναμενόμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την παγίωση συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η προώθηση προσαρμογών και μεταρρυθμίσεων θα αποδίδει καρπούς, ο περιορισμός της αβεβαιότητας αναμένεται να οδηγήσει σε επιστροφή αποταμιεύσεων στις τράπεζες στην Ελλάδα και διεύρυνση της πρόσβασης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και εύρωστων εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα αποτελέσει το έναυσμα ώστε τα χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις ανοικτής αγοράς, μέσω των οποίων το Ευρωσύστημα παρέχει χρηματοδότηση στις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Μέχρι πρόσφατα, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συμμετείχαν στις συνήθεις πράξεις νομισματικής πολιτικής και σε στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, αν και οι διαθέσιμες σε αυτά εξασφαλίσεις που γίνονται αποδεκτές ως ενέχυρο, σύμφωνα με το πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, ήταν σχετικά περιορισμένες και αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ομόλογα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF). Μάλιστα, μόλις τον Απρίλιο του 2016 επετράπη η πώληση στο Ευρωσύστημα ομολόγων τα οποία το EFSF είχε εκδώσει και εισφέρει κατά το παρελθόν προκειμένου να ενισχύσει την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών.
Τα μέτρα χαλάρωσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής που έχουν ληφθεί από το 2014 και έπειτα συνέβαλαν σε αύξηση της ροής δανειακών πόρων από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία στη ζώνη του ευρώ και σε γενική βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης στη Νομισματική Ένωση, καθώς και σε υποτίμηση της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, ενισχύοντας έτσι τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της Νομισματικής Ένωσης, και άρα τη συνολική δαπάνη στη ζώνη του ευρώ, και περιορίζοντας τις καθοδικές πιέσεις στις εγχώριες τιμές.
Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική ανάκαμψη στην ευρωζώνη παραμένει ακόμη εύθραυστη. Βεβαίως, η ετοιμότητα του Ευρωσυστήματος να υιοθετήσει κατάλληλα συμβατικά και μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής απέτρεψε τα χειρότερα, όπως άλλωστε προκύπτει και από την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο του 2016. Ωστόσο, εξαιτίας των διαδοχικών μειώσεων των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων, ο ρυθμός πληθωρισμού απέχει σημαντικά από το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, όπως απαιτείται προκειμένου να εδραιωθεί η σταθερότητα των τιμών, ενώ και ο πυρήνας του πληθωρισμού παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Προκειμένου να αντισταθμιστούν οι δυσμενείς συνέπειες της χειροτέρευσης του εξωτερικού περιβάλλοντος για την πρόοδο όσον αφορά την επιστροφή της ζώνης του ευρώ στη σταθερότητα των τιμών, το Μάρτιο του 2016, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μείωσε εκ νέου τα βασικά επιτόκια. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης διαμορφώθηκε για πρώτη φορά στο μηδέν και το επιτόκιο στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων έφθασε στις 40 μονάδες βάσης κάτω από το μηδέν. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ επίσης προχώρησε σε περαιτέρω ενίσχυση του προγράμματος αγοράς τίτλων. Πρώτον, το ύψος των μηνιαίων αγορών χρεογράφων, από εκδότες στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, εκ μέρους του Ευρωσυστήματος, αυξήθηκε από 60 σε 80 δισεκ. ευρώ. Δεύτερον, το πρόγραμμα διευρύνθηκε με την υπαγωγή σε αυτό και χρεογράφων με εναπομένουσα διάρκεια από 6 μήνες έως 30 χρόνια τα οποία έχουν εκδώσει μη τραπεζικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ. Τρίτον, αυξήθηκε το ανώτατο όριο από 33% σε 50% της αξίας (ανά εκδότη και ανά έκδοση) των τίτλων διεθνών οργανισμών και πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που μπορεί να αποκτήσει στο χαρτοφυλάκιό του το Ευρωσύστημα μέσω του προγράμματος αγοράς τίτλων ή άλλων συναλλαγών.
Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δρομολόγησε νέα σειρά τεσσάρων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, προς διεξαγωγή σε αποκεντρωμένη βάση από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την περίοδο Ιουνίου 2016-Μαρτίου 2017. Συμμετέχοντας στις πράξεις αυτές, οι αντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματος (κατά κύριο λόγο οι εμπορικές τράπεζες) είναι δυνατόν να αντλήσουν χρηματοδότηση για μια τετραετία με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο.
Επί του παρόντος, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις των τιμών και, όπως έχει δηλώσει παλαιότερα, είναι διατεθειμένο να χρησιμοποιήσει και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής που θα είναι σύμφωνα με το καταστατικό της ΕΚΤ, προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές για επιστροφή του ρυθμού πληθωρισμού στη Νομισματική Ένωση λίγο κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Η ριζική αντιμετώπισή του, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και την αναμενόμενη αύξηση της ρευστότητας, κατόπιν της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, θα ενισχύσει την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν με χρηματοδότηση την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Πράγματι, το 2015 κατέστη αναγκαία σημαντική αύξηση των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, με συνέπεια οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών να διευρυνθούν και να φθάσουν τα 9 δισεκ. ευρώ. Η ποιότητα των χαρτοφυλακίων δανείων των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων χειροτέρευσε, ώστε το μερίδιο των συνολικών ανοιγμάτων που χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα να φθάσει το 44,2% το Δεκέμβριο του 2015 από 39,9% το Δεκέμβριο του 2014. Το εν λόγω ποσοστό, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία, αυξήθηκε περαιτέρω σε 45,2% το Μάρτιο του 2016, ωστόσο η μεταβολή αυτή οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του παρονομαστή, καθώς η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει σημάδια εξασθένησης.
Είναι ενθαρρυντικό πάντως ότι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις υπερβαίνει ελαφρά το 50%, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας συνολικά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, κατόπιν της ανακεφαλαιοποίησης, αυξήθηκαν πάνω από 16% το 2015.
Εξάλλου, έχουν εισαχθεί πρόσφατα πολλές βελτιώσεις στο θεσμικό περιβάλλον που προάγουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση εκ μέρους των τραπεζών των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού. Συγκεκριμένα, έχουν υιοθετηθεί σημαντικά νομοθετήματα με αντικείμενο την επιτάχυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικότερα των διαδικασιών στα δικαστήρια, τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και την απλοποίηση της εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων.
Εκτιμάται ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τους επόμενους μήνες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές τομές όσον αφορά τη δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα και την αναδιάταξη των εγχώριων τραπεζών. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν σύντομα:
- Η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτιστεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων.
- Η αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιώτες και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου.
- Η βελτίωση των υποδομών της δικαιοσύνης και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας των δικαστών.
- Η επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τους δανειστές.
- Η εισαγωγή διατάξεων που εξασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις της, ιδίως όσον αφορά την τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας και την εφαρμογή πλαισίου στοχοθέτησης και παρακολούθησης της στρατηγικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων από το σύνολο των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα όμως, απαιτούνται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η επίτευξη των στόχων της ταχείας μείωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Βασικές προϋποθέσεις για επιστροφή στην ανάπτυξη
Με βάση τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας και τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις της πρώτης αξιολόγησης, είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της ύφεσης και ότι στα τέλη του 2016 θα καταγραφούν σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης. Για να μετατραπεί όμως η ανάκαμψη αυτή σε βιώσιμη και ταχεία ανάπτυξη, απαιτούνται συγκεκριμένες και συνδυασμένες δράσεις με στόχο τη δημιουργία ενός “περιβάλλοντος ανάπτυξης”. Αυτό σημαίνει:
1ον. Εμπέδωση της εμπιστοσύνης και ενίσχυση της εκτίμησης ότι η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει στην κανονικότητα και δεν επιφυλάσσει ανεπιθύμητες παλινδρομήσεις. Για να συμβεί αυτό, πρέπει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων να εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια.
2ον. Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Όπως έχει προτείνει εδώ και καιρό η Τράπεζα της Ελλάδος, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της αδρανούσας δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
3ον. Αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η υλοποίηση των δράσεων που περιγράφηκαν παραπάνω σε συνδυασμό με την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας θα έχουν ως αποτέλεσμα αρχικά τη σταθεροποίηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων και στη συνέχεια την αποκλιμάκωσή του, με θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας.
4ον. Μεταρρυθμίσεις για τόνωση της εξωστρέφειας. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Με τη σειρά τους, οι εξελίξεις αυτές θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το β΄ εξάμηνο του 2016, γεγονός που ήδη προεξοφλείται στις αγορές μέσω της υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Παράλληλα η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για ανάληψη δράσεων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι ένα θετικό βήμα. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται αποφασιστικά και με εμπροσθοβαρή τρόπο στο πλαίσιο της ιδιαίτερα ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των πολύ χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση στο μέλλον.
Συνεπώς, η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει αναγκαία την εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και εμπροσθοβαρή ενεργοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων διαχείρισης του δημόσιου χρέους, καθώς αυτή θα είχε ως συνέπεια, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, την περαιτέρω μείωση του ασφαλίστρου κινδύνου της ελληνικής οικονομίας και την ενίσχυση της αξιοπιστίας και της αποδοχής των ακολουθούμενων πολιτικών, που θα συντελούσαν ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης και να ενδυναμωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ρεαλιστικούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα υποβοηθηθεί περαιτέρω από τη μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Κάτι τέτοιο θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας και θα απελευθερώσει πόρους για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Από εδώ και στο εξής οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στα κρίσιμα ζητήματα που περιορίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και συντηρούν το φαύλο κύκλο της ύφεσης. Για το λόγο αυτό επιβάλλονται:
-η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα,
-η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας,
-η δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών,
-η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών με παράλληλη περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου.
Οι δράσεις αυτές θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση και τη διατηρήσιμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, µε την οποία αναγνωρίζεται η επίτευξη συµφωνίας σε επίπεδο τεχνικών κλιµακίων και τίθενται στέρεες βάσεις για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, είναι ένα σηµαντικό βήµα στην πορεία εφαρµογής του τρέχοντος προγράµµατος. Η απόφαση αυτή έχει άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:
Την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ έως το φθινόπωρο του 2016, εκ των οποίων 6,8 δισεκ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 3,5 δισεκ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.
Την αναµενόµενη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ. Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.
Τη βάσιµη προοπτική ότι οι αποδόσεις των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των οµολογιακών τίτλων που έχουν εκδώσει ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά θα αποκλιµακωθούν µε γοργό ρυθµό, όπως έχει αρχίσει να συµβαίνει.
Τα παραπάνω αναµένεται να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισµών. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, θα συµβάλει στην υποχώρηση του κόστους δανεισµού και θα αυξήσει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, µε ευνοϊκές επιδράσεις στη χρηµατοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθµό ανάπτυξης της ελλη- νικής οικονοµίας.
Γενικά, η θετική αξιολόγηση κρίνεται ότι θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη και θα άρει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις. Τώρα πλέον επείγει ο προσανατολισµός της οικονοµικής πολιτικής προς τις µεταρρυθµίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα αντισταθµίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας. Και αυτό διότι, αν δεν επιτύχουµε σύντοµα θετικούς και αυξανόµενους ρυθµούς µεταβολής του ΑΕΠ, θα δυσχερανθεί σηµαντικά η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί και θα αποδυναµωθούν οι θετικές επιδράσεις.
Διστακτικές οι αποφάσεις του Eurogroup για το χρέος
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης συνοδεύεται και από τη δέσµευση των εταίρων για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους. Η ανακοίνωση του Eurogroup στις 25 Μαΐου περιγράφει το χρονοδιάγραµµα και το γενικό περίγραµµα των παρεµβάσεων που, εφόσον κριθεί αναγκαίο να ενεργοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της διαχειρισιµότητας των ετήσιων χρηµατοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, δηλαδή θα τις διατηρήσουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά κατ’ αρχάς ότι η βούληση των εταίρων να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους ενισχύει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα μέτρα που περιλαμβάνει η ανακοίνωση του Eurogroup δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί και ποσοτικοποιηθεί, ενώ από το χρονοδιάγραμμα δράσεων που ανακοινώθηκε δεν διαφαίνεται μια αποφασιστική και εμπροσθοβαρής ρύθμιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Συνεπώς, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται σήμερα στο πλαίσιο της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση μετά το τέλος του προγράμματος. Οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος υπόκεινται, πρώτον, στη θετική συνολική αξιολόγηση του προγράμματος και, δεύτερον, στα πορίσματα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα γίνει το 2018.
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι εφικτή ακόμη και με μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους. Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα. Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Σύμφωνα με ανάλυση που παρουσιάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Συγκεκριμένα, ο τελικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.
Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί (α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και (β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.
Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας, που σήμερα είναι υψηλή. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Προοπτικές ανάκαμψης το β΄ εξάμηνο του 2016, οι κίνδυνοι όμως παραμένουν
Τους πρώτους μήνες του 2016 η οικονομική δραστηριότητα επηρεάστηκε αρνητικά από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων αλλά και από τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος, η οποία αρχικά αναμενόταν να ολοκληρωθεί το δ΄ τρίμηνο του 2015. Αυτό συνέβαλε στο πάγωμα της χρηματοδότησης στο πλαίσιο του νέου προγράμματος, δυσχέρανε την ταμειακή διαχείριση, οδήγησε σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και αναζωπύρωσε την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομίας. Τα παραπάνω, μαζί με την αρνητική μεταφερόμενη επίδραση από το 2015, οδήγησαν στην κάμψη του ΑΕΠ για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο. Συγκεκριμένα, η οικονομική δραστηριότητα κινήθηκε πτωτικά το α’ τρίμηνο του 2016, τόσο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους (-1,4%) όσο και έναντι του προηγούμενου τριμήνου (-0,5%).
Όπως αναλύεται στην παρούσα έκθεση, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης αναμένεται να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της ρευστότητας και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο του 2016 προβλέπεται οριακά αρνητικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ -0,3%, καθώς αναμένονται, στο γ΄ και το δ΄ τρίμηνο, θετικοί ρυθμοί μεταβολής που θα αντισταθμίσουν εν μέρει το αρνητικό αποτέλεσμα του α’ εξαμήνου του έτους.
Ωστόσο οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνδέεται με την υπερβολική, κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, έμφαση στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό της περιόδου 2016-2018. Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου υφεσιακή επίπτωση του αυξημένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα.
Επιπλέον, τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση. Επίσης, τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας. Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι και αβεβαιότητες όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι μπορούν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Προοπτικές βελτίωσης της ρευστότητας εξαιτίας της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης και των πρωτοβουλιών της ΕΚΤ για αποτροπή του κινδύνου αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης προοιωνίζεται περιορισμό της εναπομένουσας αβεβαιότητας. Σε συνδυασμό με την αναμενόμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την παγίωση συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η προώθηση προσαρμογών και μεταρρυθμίσεων θα αποδίδει καρπούς, ο περιορισμός της αβεβαιότητας αναμένεται να οδηγήσει σε επιστροφή αποταμιεύσεων στις τράπεζες στην Ελλάδα και διεύρυνση της πρόσβασης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και εύρωστων εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα αποτελέσει το έναυσμα ώστε τα χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις ανοικτής αγοράς, μέσω των οποίων το Ευρωσύστημα παρέχει χρηματοδότηση στις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Μέχρι πρόσφατα, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συμμετείχαν στις συνήθεις πράξεις νομισματικής πολιτικής και σε στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, αν και οι διαθέσιμες σε αυτά εξασφαλίσεις που γίνονται αποδεκτές ως ενέχυρο, σύμφωνα με το πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, ήταν σχετικά περιορισμένες και αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ομόλογα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF). Μάλιστα, μόλις τον Απρίλιο του 2016 επετράπη η πώληση στο Ευρωσύστημα ομολόγων τα οποία το EFSF είχε εκδώσει και εισφέρει κατά το παρελθόν προκειμένου να ενισχύσει την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών.
Τα μέτρα χαλάρωσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής που έχουν ληφθεί από το 2014 και έπειτα συνέβαλαν σε αύξηση της ροής δανειακών πόρων από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία στη ζώνη του ευρώ και σε γενική βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης στη Νομισματική Ένωση, καθώς και σε υποτίμηση της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, ενισχύοντας έτσι τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της Νομισματικής Ένωσης, και άρα τη συνολική δαπάνη στη ζώνη του ευρώ, και περιορίζοντας τις καθοδικές πιέσεις στις εγχώριες τιμές.
Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική ανάκαμψη στην ευρωζώνη παραμένει ακόμη εύθραυστη. Βεβαίως, η ετοιμότητα του Ευρωσυστήματος να υιοθετήσει κατάλληλα συμβατικά και μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής απέτρεψε τα χειρότερα, όπως άλλωστε προκύπτει και από την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο του 2016. Ωστόσο, εξαιτίας των διαδοχικών μειώσεων των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων, ο ρυθμός πληθωρισμού απέχει σημαντικά από το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, όπως απαιτείται προκειμένου να εδραιωθεί η σταθερότητα των τιμών, ενώ και ο πυρήνας του πληθωρισμού παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Προκειμένου να αντισταθμιστούν οι δυσμενείς συνέπειες της χειροτέρευσης του εξωτερικού περιβάλλοντος για την πρόοδο όσον αφορά την επιστροφή της ζώνης του ευρώ στη σταθερότητα των τιμών, το Μάρτιο του 2016, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μείωσε εκ νέου τα βασικά επιτόκια. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης διαμορφώθηκε για πρώτη φορά στο μηδέν και το επιτόκιο στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων έφθασε στις 40 μονάδες βάσης κάτω από το μηδέν. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ επίσης προχώρησε σε περαιτέρω ενίσχυση του προγράμματος αγοράς τίτλων. Πρώτον, το ύψος των μηνιαίων αγορών χρεογράφων, από εκδότες στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, εκ μέρους του Ευρωσυστήματος, αυξήθηκε από 60 σε 80 δισεκ. ευρώ. Δεύτερον, το πρόγραμμα διευρύνθηκε με την υπαγωγή σε αυτό και χρεογράφων με εναπομένουσα διάρκεια από 6 μήνες έως 30 χρόνια τα οποία έχουν εκδώσει μη τραπεζικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ. Τρίτον, αυξήθηκε το ανώτατο όριο από 33% σε 50% της αξίας (ανά εκδότη και ανά έκδοση) των τίτλων διεθνών οργανισμών και πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που μπορεί να αποκτήσει στο χαρτοφυλάκιό του το Ευρωσύστημα μέσω του προγράμματος αγοράς τίτλων ή άλλων συναλλαγών.
Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δρομολόγησε νέα σειρά τεσσάρων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, προς διεξαγωγή σε αποκεντρωμένη βάση από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την περίοδο Ιουνίου 2016-Μαρτίου 2017. Συμμετέχοντας στις πράξεις αυτές, οι αντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματος (κατά κύριο λόγο οι εμπορικές τράπεζες) είναι δυνατόν να αντλήσουν χρηματοδότηση για μια τετραετία με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο.
Επί του παρόντος, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις των τιμών και, όπως έχει δηλώσει παλαιότερα, είναι διατεθειμένο να χρησιμοποιήσει και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής που θα είναι σύμφωνα με το καταστατικό της ΕΚΤ, προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές για επιστροφή του ρυθμού πληθωρισμού στη Νομισματική Ένωση λίγο κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Η ριζική αντιμετώπισή του, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και την αναμενόμενη αύξηση της ρευστότητας, κατόπιν της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, θα ενισχύσει την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν με χρηματοδότηση την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Πράγματι, το 2015 κατέστη αναγκαία σημαντική αύξηση των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, με συνέπεια οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών να διευρυνθούν και να φθάσουν τα 9 δισεκ. ευρώ. Η ποιότητα των χαρτοφυλακίων δανείων των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων χειροτέρευσε, ώστε το μερίδιο των συνολικών ανοιγμάτων που χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα να φθάσει το 44,2% το Δεκέμβριο του 2015 από 39,9% το Δεκέμβριο του 2014. Το εν λόγω ποσοστό, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία, αυξήθηκε περαιτέρω σε 45,2% το Μάρτιο του 2016, ωστόσο η μεταβολή αυτή οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του παρονομαστή, καθώς η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει σημάδια εξασθένησης.
Είναι ενθαρρυντικό πάντως ότι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις υπερβαίνει ελαφρά το 50%, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας συνολικά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, κατόπιν της ανακεφαλαιοποίησης, αυξήθηκαν πάνω από 16% το 2015.
Εξάλλου, έχουν εισαχθεί πρόσφατα πολλές βελτιώσεις στο θεσμικό περιβάλλον που προάγουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση εκ μέρους των τραπεζών των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού. Συγκεκριμένα, έχουν υιοθετηθεί σημαντικά νομοθετήματα με αντικείμενο την επιτάχυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικότερα των διαδικασιών στα δικαστήρια, τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και την απλοποίηση της εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων.
Εκτιμάται ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τους επόμενους μήνες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές τομές όσον αφορά τη δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα και την αναδιάταξη των εγχώριων τραπεζών. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν σύντομα:
- Η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων (εξυπηρετούμενων ή μη), ώστε να διευρυνθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων και να εμπλουτιστεί η τεχνογνωσία ως προς τη διαχείριση επισφαλών δανείων.
- Η αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιώτες και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου.
- Η βελτίωση των υποδομών της δικαιοσύνης και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας των δικαστών.
- Η επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τους δανειστές.
- Η εισαγωγή διατάξεων που εξασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις της, ιδίως όσον αφορά την τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας και την εφαρμογή πλαισίου στοχοθέτησης και παρακολούθησης της στρατηγικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων από το σύνολο των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα όμως, απαιτούνται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η επίτευξη των στόχων της ταχείας μείωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Βασικές προϋποθέσεις για επιστροφή στην ανάπτυξη
Με βάση τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας και τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις της πρώτης αξιολόγησης, είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της ύφεσης και ότι στα τέλη του 2016 θα καταγραφούν σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης. Για να μετατραπεί όμως η ανάκαμψη αυτή σε βιώσιμη και ταχεία ανάπτυξη, απαιτούνται συγκεκριμένες και συνδυασμένες δράσεις με στόχο τη δημιουργία ενός “περιβάλλοντος ανάπτυξης”. Αυτό σημαίνει:
1ον. Εμπέδωση της εμπιστοσύνης και ενίσχυση της εκτίμησης ότι η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει στην κανονικότητα και δεν επιφυλάσσει ανεπιθύμητες παλινδρομήσεις. Για να συμβεί αυτό, πρέπει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων να εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια.
2ον. Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Όπως έχει προτείνει εδώ και καιρό η Τράπεζα της Ελλάδος, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της αδρανούσας δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
3ον. Αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η υλοποίηση των δράσεων που περιγράφηκαν παραπάνω σε συνδυασμό με την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας θα έχουν ως αποτέλεσμα αρχικά τη σταθεροποίηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων και στη συνέχεια την αποκλιμάκωσή του, με θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας.
4ον. Μεταρρυθμίσεις για τόνωση της εξωστρέφειας. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Με τη σειρά τους, οι εξελίξεις αυτές θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το β΄ εξάμηνο του 2016, γεγονός που ήδη προεξοφλείται στις αγορές μέσω της υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Παράλληλα η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για ανάληψη δράσεων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι ένα θετικό βήμα. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται αποφασιστικά και με εμπροσθοβαρή τρόπο στο πλαίσιο της ιδιαίτερα ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των πολύ χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση στο μέλλον.
Συνεπώς, η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει αναγκαία την εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και εμπροσθοβαρή ενεργοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων διαχείρισης του δημόσιου χρέους, καθώς αυτή θα είχε ως συνέπεια, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, την περαιτέρω μείωση του ασφαλίστρου κινδύνου της ελληνικής οικονομίας και την ενίσχυση της αξιοπιστίας και της αποδοχής των ακολουθούμενων πολιτικών, που θα συντελούσαν ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης και να ενδυναμωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ρεαλιστικούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα υποβοηθηθεί περαιτέρω από τη μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Κάτι τέτοιο θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας και θα απελευθερώσει πόρους για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Από εδώ και στο εξής οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στα κρίσιμα ζητήματα που περιορίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και συντηρούν το φαύλο κύκλο της ύφεσης. Για το λόγο αυτό επιβάλλονται:
-η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα,
-η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας,
-η δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών,
-η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών με παράλληλη περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου.
Οι δράσεις αυτές θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση και τη διατηρήσιμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr