Γιώργος Ξηραδάκης, ο καπετάν – τραπεζίτης της Ακτής Μιαούλη

Ο πατέρας του δεν του έδωσε λεφτά για να κάνει, ως πιτσιρικάς, τον γύρο του κόσμου. Εκείνος όμως βρήκε τον τρόπο. Μπάρκαρε, έγινε καπετάνιος, σπούδασε Ναυτιλιακά και τώρα χρηματοδοτεί τα μεγάλα deals των εφοπλιστών. Πώς ο γιος του χειρουργού-κλινικάρχη έκανε business με τη θάλασσα, με τη Natixis και την Credit Lyonnais.

Στην Ακτή Μιαούλη τον γνωρίζουν ως «ο καπετάν-τραπεζίτης». Είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από τις χρηματοδοτήσεις μεγάλων ναυτιλιακών deals. Ξεκίνησε από τον Βόλο.

Ο πατέρας του δεν του έδωσε λεφτά για να κάνει, ως πιτσιρικάς, τον γύρο του κόσμου. Εκείνος όμως βρήκε τον τρόπο. Μπάρκαρε, έγινε καπετάνιος, σπούδασε Ναυτιλιακά και τώρα χρηματοδοτεί τα μεγάλα deals των εφοπλιστών. Πώς ο γιος του χειρουργού-κλινικάρχη έκανε business με τη θάλασσα, με τη Natixis και την Credit Lyonnais.

Στην Ακτή Μιαούλη τον γνωρίζουν ως «ο καπετάν-τραπεζίτης». Είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από τις χρηματοδοτήσεις μεγάλων ναυτιλιακών deals. Ξεκίνησε από τον Βόλο. Γιος γιατρού, σπούδασε καπετάνιος, για να κάνει καριέρα ως banker των εφοπλιστών. Το follow your heart στον απόλυτο ορισμό του.

Ο κ. Γεώργιος Ξηραδάκης αποτελεί στέλεχος της ελληνικής και παγκόσμιας ναυτιλιακής κοινότητας. Από το «αρχηγείο» του, ή καλύτερα από τη «γέφυρά» του, στην Ακτή Μιαούλη, η θέα σού κόβει την ανάσα. Φυσικό κάδρο το λιμάνι του Πειραιά και στον τοίχο του γραφείου η πρώτη ξύλινη βάρκα του πατέρα του. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν την πορεία του χαμογελαστού τραπεζίτη προς την κορυφή.

Το κουβάρι της ζωής άρχισε να ξετυλίγεται πριν από 44 χρόνια. Βολιώτης γέννημα-θρέμμα. γιος του επιφανούς χειρουργού-κλινικάρχη Κώστα Ξηραδάκη, μεγάλωσε διαφορετικά απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για παιδί Ελληνα γιατρού. Εργασιομανής από μικρός, παρά το γεγονός ότι μπαινόβγαινε στην κλινική του πατέρα του, ποτέ του δεν σκέφτηκε να ακολουθήσει την πεπατημένη πορεία των νέων των αστικών οικογενειών της δεκαετίας του ’70.

Αφησε στα μεγαλύτερα αδέλφια του την Ιατρική και τη Νομική για να συνεχίσουν, όπως λέει, τον θρύλο του ονόματος του πατέρα του στην κοινωνία του Βόλου. Μια μίνι επανάσταση, δηλαδή, με σύμμαχο τη δραστήρια και ακούραστη μητέρα του Εργάνη, που έστεκε πάντοτε στο πλευρό του βλέποντάς τον να έχει από μικρός όρεξη για δουλειά.

Στα δώδεκά του έπιασε το καλοκαίρι δουλειά στις επιχειρήσεις Μουστακαλή, που ανήκαν στον μεγαλοεπιχειρηματία του Βόλου και νονό του. Το καθήκον του ήταν να κουβαλάει κασελάκια με αναψυκτικά.

Τα επόμενα χρόνια, με «εργατοπατέρα», όπως του αρέσει να τον αποκαλεί, έναν πολυμήχανο εργολάβο, τον γνωστό στον Βόλο Μπέμπη, εργαζόταν, τα καλοκαίρια, τις αργίες και τις απεργίες -που και τότε στα σχολεία ήταν πολλές-, στη Λαχαναγορά, στις κατεδαφίσεις. Μέχρι και από το κομπρεσέρ πέρασε, μαζεύοντας το χαρτζιλίκι και τονώνοντας την ανεξαρτησία του.

Είναι μικρός, γεμάτος πάθη, και ασχολείται μετά μανίας με τον αθλητισμό. Ανταμείβεται με διακρίσεις - και στην ιστιοπλοΐα και στο ορεινό σκι. «Εκμεταλλεύτηκα τη μοναδικότητα του Βόλου, που είναι ίσως η μόνη πόλη που μπορείς να ζεις το βουνό και τη θάλασσα σχεδόν την ίδια στιγμή», λέει ο ίδιος σε συζητήσεις με φίλους και περηφανεύεται για τον τόπο που τον μεγάλωσε. Παράλληλα, πάντα του άρεσε να ασχολείται με τους γύρω του και έτσι ήταν πρόεδρος στις μαθητικές κοινότητες και αφιέρωνε πολύ χρόνο στο να οργανώνει μαθητικές εκδηλώσεις.

Ο γύρος του κόσμου (αλλά με τα πλοία του Αλαφούζου)

Με αυτά τα νεανικά βιώματα μία ωραία ημέρα ανακοινώνει στους έκπληκτους γονείς του ότι του είναι απολύτως αναγκαίο να γνωρίσει τον κόσμο πρώτα και μετά να σκεφτεί για την καριέρα που θα ακολουθήσει.

«Αυτό που τους είπα ήταν εντελώς εκτός οικογενειακής λογικής. Εξ άλλου και το κόστος για να κάνει κανείς τον γύρο του κόσμου εκείνη την εποχή ήταν τεράστιο. Ομως πολύ μεγάλη ήταν και η αγάπη μου για τη θάλασσα», αναπολεί.

Τελικά δεν του έδωσαν λεφτά να κάνει την τρέλα του και αποφάσισε να πάει να γίνει καπετάνιος. Σπούδασε στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου. Μόλις πήρε το δίπλωμα, μπάρκαρε με φορτηγά πλοία της ναυτιλιακής εταιρείας «Γλαύκη» του εφοπλιστή κ. Αριστείδη Αλαφούζου. Ταξίδεψε σε όλα τα μήκη και πλάτη των επτά θαλασσών. Και, απ’ ό,τι λέει, ίσως ήταν το πιο σωστό πράγμα που έκανε στη ζωή του.

«Τι να κάνει ένα γιατροπαίδι στη θάλασσα;»
«Η ζωή στη θάλασσα σε εκείνη την ηλικία και κάτω από συνθήκες επιλογής και όχι ανάγκης προσθέτει πολλά προσόντα στην προσωπικότητα του νέου. Το σημαντικότερο δε είναι η ικανότητα να μελετά την κοινωνία και να γίνεται ο άνθρωπος δορυφόρος του εαυτού του. Ημουν όμως και πολύ τυχερός. Πρόλαβα τα τελευταία γαλανόλευκα πλοία γεμάτα με Ελληνες ναυτικούς, ανθρώπους οικογενειάρχες, μαχητές της ζωής πέρα από κάθε μύθο. Κι όταν είσαι νέος γίνεσαι ένα σφουγγάρι και ρουφάς τα πάντα. Αρκεί να σου αρέσει αυτό που κάνεις και να το έχεις επιλέξει. Βέβαια, υπήρχαν και δυσκολίες και προβλήματα, αναμφισβήτητα, μα πώς αλλιώς θα ήταν ωραίο; Το πιο δύσκολο που είχα να αντιμετωπίσω ήταν η απόκρυψη της καταγωγής μου, που για την ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν ταμπού. «Τι να κάνει ένα γιατροπαίδι στα βαπόρια;», λέγανε και αμέσως με έβαζαν στο περιθώριο. Τώρα όλα άλλαξαν. Σταμάτησε ο κόσμος να ρωτά “ποιανού είσαι;”».

Η Μελίνα και το μάστερ στο Λονδίνο
Κάποια στιγμή αποφασίζει ότι πρέπει να «δυναμώσει» τις γνώσεις του περί ναυτιλίας. Μόλις απολύεται από το Πολεμικό Ναυτικό, όπου υπηρέτησε ως έφεδρος κυβερνήτης ενός αποβατικού στα Χανιά, φεύγει για σπουδές στην Αγγλία συνοδευόμενος από τη Μελίνα: μία κοπέλα που αργότερα θα γινόταν γυναίκα του. Εκεί αποφοιτά με διάκριση από το πασίγνωστο στους ναυτιλιακούς κύκλους κολέγιο City of London Polytechnic. Γίνεται δεκτός από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, στο Κάρντιφ, όπου κάνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές, και παίρνει το μάστερ του στα Ναυτιλιακά.

Μαζί με τις σπουδές-δουλειές, ήρθε και η οικογένεια. Στο Λονδίνο παντρεύτηκε και στο Κάρντιφ έγινε πατέρας. Απέκτησε το πρώτο του παιδί: την Πολίνα.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα είχε κατά νου να ασχοληθεί με τον τραπεζικό τομέα, έπειτα από παρότρυνση-συμβουλή ενός οικογενειακού του φίλου από το Λονδίνο. «Ζητούσα να γνωρίσω τη ναυτιλιακή αγορά, τον Πειραιά στο σύνολό του και όχι απλώς και μόνο να μπω σε μία ναυτιλιακή εταιρεία. Πίστευα, σωστά νομίζω, ότι ο ναυτιλιακός τραπεζίτης γνωρίζει την αγορά στο σύνολό της, ασχολείται με το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, αφού όλοι και όλα επηρεάζουν τη ναυτιλία και ανταμώνει με πιο πολύ κόσμο», εξηγεί.

 Το δύσκολο βεβαίως εκείνη την εποχή ήταν πώς θα μπορούσε να ενταχθεί στον χώρο, αφού το κυρίαρχο στοιχείο στο βιογραφικό του ήταν η εμπειρία του στη θάλασσα, ως αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, κάτι που δεν ήταν εύκολο να εκτιμηθεί από τα τεχνοκρατικά τραπεζικά στελέχη.

Ενα ψάρι στη στεριά
«Παλιότερα υπήρχαν μεγάλα εμπόδια για τους σπουδαγμένους να μπουν στις ναυτιλιακές εταιρείες και, αντίστροφα, για τους καπεταναίους να μπουν στα χωράφια των τεχνοκρατών. Οσοι με άκουγαν στις συνεντεύξεις έδειχναν τρομερό ενδιαφέρον, μα κανείς δεν τολμούσε να με πάρει. Μου φαίνεται ότι προσπαθούσαν να απαντήσουν στον γρίφο αν ζει το ψάρι στη στεριά», συνηθίζει να διηγείται σε όσους τον ρωτούν πώς έμπλεξε με τα τραπεζικά. «Πρέπει να έδωσα πάνω από 15 συνεντεύξεις», λέει. «Ολοι τους ήθελαν να δουν το “ψάρι που τολμά”, αλλά μετά με χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη δίνοντάς μου τις ευχές τους για καλή σταδιοδρομία. Για καλή μου τύχη, βρέθηκε μία τράπεζα με προβλήματα, η Franco-Ηellénique, οι managers της οποίας, ο Γιώργος Κόκκινος και ο Νίκος Βουγιούκας, εκτίμησαν σωστά την ανάγκη για ένα νέο στέλεχος που να ήξερε τι θα πει βαπόρι, ώστε να τους βοηθήσει να λύσουν τα συσσωρευμένα από άλλους προβλήματα πού ανέλαβαν. Είχα και τα πτυχία, οπότε έτσι βοήθησα να ελαχιστοποιηθεί το ρίσκο των δύο διορατικών αυτών ανθρώπων - και καλών μου φίλων τώρα πια».Από τη Franco-Hellénique στην Credit Lyonnais και τη Natixis
Από εκεί και ύστερα, η συνταγή παρέμεινε ίδια: δουλειά, θυσίες, λιμάνι. Η ζωή του ναυτιλιακού τραπεζίτη δεν είναι εύκολη. Ο κόσμος βλέπει πολλές φορές τη συμμετοχή του σε εκδηλώσεις, τους προορισμούς των επαγγελματικών ταξιδιών, τις επαφές με τους καταξιωμένους Ελληνες εφοπλιστές-καραβοκύρηδες, μα δεν αντιλαμβάνεται τις ατέλειωτες ώρες εργασίας, τη συνεχή απαίτηση του επαγγέλματος για νέα γνώση και ενημέρωση, τα προσωπικά ρίσκα του στελέχους που καλείται να διαχειριστεί ιλιγγιώδη ποσά για τη μικρή μας ελληνική οικονομία. Αλλά ούτε οι πελάτες είναι εύκολοι. Κάθε άλλο. Οταν κάνεις τέτοια δουλειά, έχεις να αντιμετωπίσεις εμπειρότατους Ελληνες επιχειρηματίες και εφοπλιστές, που δεν αφήνουν τίποτε στην τύχη. Και πρέπει να γνωρίζεις εσύ ο ίδιος πολύ καλά όχι μόνο το πώς χορηγούνται τα κεφάλαια, αλλά και πώς επενδύονται τα κέρδη, όταν και αν υπάρχουν, ώστε να προστατευθείς από το ναυτιλιακό ρίσκο.

«Οταν άρχισα στη Franco-Ηellénique, έκανα πάνω από 30 ταξίδια τον χρόνο. Γεννήθηκε ο γιος μου ο Κωνσταντίνος και δύο μέρες μετά βρέθηκα στο Las Palmaς για δουλειά. Οπως και στον καθένα που θέλει να κάνει κάτι στη ζωή του, έτσι κι εγώ αιωρούμουν στο χάσμα ανάμεσα στην οικογενειακή ζωή και την επαγγελματική ολοκλήρωση. Και οι πληγές ήταν μεγάλες από αυτήν την αιώρηση, μα όλα του Θεού είναι», λέει.

XRTC: δηλαδή, εξ-άρ-τη-ση
Υστερα από λίγα χρόνια, και με τη σταδιακή εξέλιξη στην τράπεζα, τον κάλεσαν να μεταφερθεί στο Παρίσι, όπου και ανέλαβε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου για την Ευρώπη. Δύο από τους μεγαλύτερους Ελληνες εφοπλιστές βρέθηκαν στον δρόμο του κ. Ξηραδάκη, τον πίστεψαν και τον στήριξαν: ο καπετάν Παναγιώτης Τσάκος και ο καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε υποδιοικητής στην τράπεζα. Ομως ύστερα από έναν χρόνο, και αμέσως μετά την πώληση της τράπεζας, ανοίγει τη δική του εταιρεία, που σκοπό έχει να εκπροσωπεί ξένες τράπεζες και χρηματοδοτικούς οργανισμούς οι οποίοι επιθυμούν να στηρίξουν την ελληνική ναυτιλία. Το όνομα αυτής; XRTC. Δηλαδή «εξάρτηση», αν συνθέσεις ηχητικά ένα-ένα τα λατινικά γράμματα.

 «Δεν νομίζω ότι υπάρχει δουλειά χωρίς εξάρτηση. Ολοι είμαστε από την αγορά, από τους πελάτες, από τους συνεργάτες. Την εταιρεία τη στήσαμε μαζί με τη συνεργάτιδά μου από τη Credit Lyonnais, την κυρία Κατερίνα Φίτσιου. Μετά επεκταθήκαμε. Πήραμε νέα, ικανότατα στελέχη με καλές σπουδές και άνεση στις μετακινήσεις, και όλοι μαζί ανοίξαμε νέους δρόμους. Εισήλθαμε στον χώρο της έρευνας και ανάπτυξης των ναυτιλιακών αγορών, συνεχίσαμε να χορηγούμε δάνεια στην ελληνική ναυτιλία και πείσαμε τους δυναμικούς μας Ελληνες εφοπλιστές ότι μπορούμε να τους εξυπηρετήσουμε με τον σωστό τρόπο. Στην αρχή με την Credit Lyonnais. Εδώ και τρία χρόνια εκπροσωπούμε τη γαλλική τράπεζα Natixis και δημιουργήσαμε ένα καλό χαρτοφυλάκιο. Παράλληλα ανοίξαμε γραφείο στη Χίο, όπου και αναπτύξαμε την έρευνα στην ακτοπλοΐα. Τώρα μπαίνουμε στον χώρο των λιμανιών. Το σλόγκαν μας από την αρχή είναι ένα: έμφυτη κατανόηση (instinctive understanding)».

Ο κ. Ξηραδάκης, πέρα από την ενασχόλησή του με την εταιρεία του XRTC, τα τελευταία χρόνια ανέλαβε τη διοίκηση δημόσιων οργανισμών. Διετέλεσε πρόεδρος της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου για σχεδόν τρία χρόνια και μετά πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Λιμένων.

 

 

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr