Πιτσιόρλας: Η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης γυρίζει σελίδα
24.06.2017
10:45
«Εισέρχεται σε μια περίοδο σταθερότητας, με ανοιχτό πια το δρόμο μπροστά της για την αξιοποίηση του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος»
Έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας από ιδιωτικά κεφάλαια και διεθνή σήματα εκφράζεται ήδη, ενώ αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι επενδυτές όπως φαίνεται, ανέμεναν ένα σήμα από τους θεσμούς για να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους.
Αυτό σημειώνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας και ζητούν από την κυβέρνηση σταθερότητα στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, ενώ και η κυβέρνηση, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, εκτιμά ότι η Ελλάδα γυρίζει πλέον σελίδα. Μάλιστα, ο υφυπουργός Οικονομίας, Στέργιος Πιτσιόρλας, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η χώρα μας έχει πλέον ανοικτό το δρόμο μπροστά της για την αξιοποίηση του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος που εκφράζεται όλο το τελευταίο διάστημα από διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους.
Ήδη, προχωρούν αρκετές επενδύσεις, όπως για παράδειγμα, η εισροή αμερικανικών κεφαλαίων στην Εθνική Ασφαλιστική, η εξαγορά μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, τόσο στην Αθήνα όσο και στην περιφέρεια από ξένα κεφάλαια, οι μεγάλες επενδύσεις της Cosco αλλά και άλλων εταιριών στα λιμάνια, της Fraport στα αεροδρόμια και πολλές άλλες στα ακίνητα, την ενέργεια, τα τρόφιμα-ποτά, στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, στις επιστήμες υγείας και τα logistics και φαίνεται πως όλοι συμφωνούν ότι στην Ελλάδα, παρά την κρίση, υπάρχουν ευκαιρίες για όλους τους επενδυτές.
Ενεργειακά έργα και υποδομές μεταφορών (οδικά και σιδηροδρομικά έργα) καλύπτουν το 88% του προϋπολογισμού των 69 μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές που έχουν ξεκινήσει ή προγραμματίζονται για την επόμενη πενταετία (ως το 2022). Τουρισμός και διαχείριση αποβλήτων καλύπτουν το υπόλοιπο 12% των επενδύσεων, το συνολικό ύψος των οποίων διαμορφώνεται σε 21,4 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία προκύπτουν από πρόσφατη (Μάρτιος 2017) μελέτη της Pricewaterhouse Coopers.
«Η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης γυρίζει σελίδα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας, επισημαίνοντας ότι «εισέρχεται σε μια περίοδο σταθερότητας, με ανοιχτό πια το δρόμο μπροστά της για την αξιοποίηση του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος που διαπιστώνουμε όλο το τελευταίο διάστημα από διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους».
«Ο τρόπος», υπογράμμισε, «με τον οποίο διαμορφώνονται οι διεθνείς οικονομικοί συσχετισμοί αναδεικνύει τον προνομιακό ρόλο που μπορεί να παίξει η χώρα μας, λόγω κυρίως της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης. Οφείλουμε άμεσα να αξιοποιήσουμε αυτές τις ευκαιρίες, διαμορφώνοντας μια οικονομία παραγωγική, ανατρέποντας παράλληλα τη στρεβλή νοοτροπία που επικράτησε στο παρελθόν. Το 2017 θα είναι έτος καμπής».
Αυτό σημειώνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας και ζητούν από την κυβέρνηση σταθερότητα στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, ενώ και η κυβέρνηση, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, εκτιμά ότι η Ελλάδα γυρίζει πλέον σελίδα. Μάλιστα, ο υφυπουργός Οικονομίας, Στέργιος Πιτσιόρλας, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η χώρα μας έχει πλέον ανοικτό το δρόμο μπροστά της για την αξιοποίηση του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος που εκφράζεται όλο το τελευταίο διάστημα από διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους.
Ήδη, προχωρούν αρκετές επενδύσεις, όπως για παράδειγμα, η εισροή αμερικανικών κεφαλαίων στην Εθνική Ασφαλιστική, η εξαγορά μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, τόσο στην Αθήνα όσο και στην περιφέρεια από ξένα κεφάλαια, οι μεγάλες επενδύσεις της Cosco αλλά και άλλων εταιριών στα λιμάνια, της Fraport στα αεροδρόμια και πολλές άλλες στα ακίνητα, την ενέργεια, τα τρόφιμα-ποτά, στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, στις επιστήμες υγείας και τα logistics και φαίνεται πως όλοι συμφωνούν ότι στην Ελλάδα, παρά την κρίση, υπάρχουν ευκαιρίες για όλους τους επενδυτές.
Ενεργειακά έργα και υποδομές μεταφορών (οδικά και σιδηροδρομικά έργα) καλύπτουν το 88% του προϋπολογισμού των 69 μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές που έχουν ξεκινήσει ή προγραμματίζονται για την επόμενη πενταετία (ως το 2022). Τουρισμός και διαχείριση αποβλήτων καλύπτουν το υπόλοιπο 12% των επενδύσεων, το συνολικό ύψος των οποίων διαμορφώνεται σε 21,4 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία προκύπτουν από πρόσφατη (Μάρτιος 2017) μελέτη της Pricewaterhouse Coopers.
«Η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης γυρίζει σελίδα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας, επισημαίνοντας ότι «εισέρχεται σε μια περίοδο σταθερότητας, με ανοιχτό πια το δρόμο μπροστά της για την αξιοποίηση του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος που διαπιστώνουμε όλο το τελευταίο διάστημα από διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους».
«Ο τρόπος», υπογράμμισε, «με τον οποίο διαμορφώνονται οι διεθνείς οικονομικοί συσχετισμοί αναδεικνύει τον προνομιακό ρόλο που μπορεί να παίξει η χώρα μας, λόγω κυρίως της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης. Οφείλουμε άμεσα να αξιοποιήσουμε αυτές τις ευκαιρίες, διαμορφώνοντας μια οικονομία παραγωγική, ανατρέποντας παράλληλα τη στρεβλή νοοτροπία που επικράτησε στο παρελθόν. Το 2017 θα είναι έτος καμπής».
Παράλληλα, με δηλώσεις τους στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, και ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, σημείωσαν ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν καθώς οι επενδυτές έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην Ελλάδα και πέρα από τις εξαγγελίες ζητούν συγκεκριμένες δράσεις που θα τους κάνουν να εμπιστευθούν την αγορά μας.
Ειδικότερα, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για το κλείσιμο της αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα, δίνει ένα πρώτο σήμα προς τις αγορές ότι η χώρα μας μπορεί να ολοκληρώσει την πορεία της μέσα στα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και να βελτιώσει σημαντικά το οικονομικό της περιβάλλον.
«'Αλλωστε», πρόσθεσε, «αυτή ακριβώς η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία ήταν και η τροχοπέδη της υλοποίησης ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς οι δυνητικοί επενδυτές ανέμεναν ένα σήμα από τους θεσμούς για να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους», σημειώνοντας πως «ήδη βλέπουμε να ξεκλειδώνουν αρκετές επενδύσεις, όπως για παράδειγμα, η εισροή αμερικανικών κεφαλαίων στην Εθνική Ασφαλιστική, η εξαγορά μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, τόσο στην Αθήνα όσο και στην περιφέρεια από ξένα κεφάλαια, οι μεγάλες επενδύσεις της Cosco αλλά και άλλων εταιριών στα λιμάνια, της Fraport στα αεροδρόμια και πολλές άλλες».
Ο ίδιος συνέχισε ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης είχε πειστεί ότι για την ύφεση φταίει η αδυναμία αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων. Όπως είπε: «Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύθηκαν τους όρους των προγραμμάτων, αλλά , δυστυχώς σε λανθασμένη κατεύθυνση. Τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία, με κάθε κίνδυνο για Grexit να έχει εκλείψει παντελώς, να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα πρέπει να υποστηρίξει ένα νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής με λιγότερους φόρους και εισφορές σε βάρος της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού των κυβερνώντων η υπερφορολόγηση.Τα δημόσια έσοδα μπορούν να αυξηθούν με την υλοποίηση κατάλληλων μέτρων προς την κατεύθυνση της πάταξης της μεγάλης φοροδιαφυγής και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Αν καταστεί δυνατόν αυτό, τότε είναι εφικτή η μείωση των φορολογικών συντελεστών».
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για την έλευση ξένων επενδύσεων, κατά τον κ. Μίχαλο, είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών ως προς την προώθηση των δομικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. «Δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως πικρό ποτήρι και αγωνίζονται για να τις αποφύγουν ή να τις ανταλλάξουν με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Για να πειστούν οι επενδυτές να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, δεν αρκούν μόνο οι από στόματος εξαγγελίες, αλλά πράξεις και έργα. Οι επενδυτές έλαβαν το πρώτο σήμα από την απόφαση του τελευταίου Eurogroup. Το τελικό, όμως, σήμα για να προστρέξουν στη χώρα μας πρέπει να το δώσουμε εμείς οι ίδιοι. Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, η βιομηχανία, ο τομέας των τροφίμων, η παιδεία, η υγεία κλπ». «Ήδη έχουν αρχίσει να υλοποιούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που αν συνεχιστούν και ολοκληρωθούν, θα ανοίξουν διάπλατα την πόρτα των ξένων επενδύσεων στη χώρα μας», κατέληξε.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, υπογράμμισε ότι η επόμενη μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Αυτό, όπως είπε, αποτυπώνεται τόσο στη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, στο Λονδίνο με εκπρόσωπο των επενδυτικών εταιριών, όσο και στη συνάντηση του υπουργού Οικονομίας, Δημήτρη Παπαδημητρίου, με τον Αμερικανό υπουργό Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος στην Ουάσιγκτον, καθώς και με εκπροσώπους αμερικανικών επιχειρήσεων και επενδυτικών funds.
«Η πρόκληση αυτή είναι βαθύτατα πολιτική, καθώς απαιτείται ένα φιλοεπενδυτικό περιβάλλον, που αυτή τη στιγμή δεν έχει διαμορφωθεί στη χώρα», σημείωσε και πρόσθεσε ότι: «στην προσέλκυση επενδύσεων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο η ποιότητα των θεσμών, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Οι ξένοι επενδυτές εξετάζουν συχνά, για παράδειγμα, την ευκολία με την οποία δημιουργείται μια επιχείρηση, το εύρος της γραφειοκρατίας, τη δημοσιονομική αποτελεσματικότητα, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, την ύπαρξη ή μη διαφθοράς, το κανονιστικό πλαίσιο για τα πνευματικά δικαιώματα και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της επένδυσης τουλάχιστον σε βάθος δεκαετίας. Βεβαίως, τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά επιθυμούν και οι Έλληνες επενδυτές, τους οποίους η κυβέρνηση πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της και οφείλει να τους δώσει την ίδια προσοχή και προτεραιότητα σε αυτή την εκστρατεία προσέλκυσης επενδύσεων».
Στην Ελλάδα, παρά την κρίση, ευκαιρίες για όλους τους επενδυτές υπάρχουν, τόνισε ο κ. Κορκίδης και πρόσθεσε: «αυτό που απουσιάζει είναι η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και τα κίνητρα, ώστε ξένοι και εγχώριοι επενδυτές να στηρίξουν με τα κεφάλαιά τους την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά, ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά λιμάνια, μετά την επένδυση της Cosco, υπάρχουν πολλές προοπτικές για επενδύσεις στις υποδομές του διαμετακομιστικού εμπορίου (π.χ. logistics centers, export parks κ.λπ.), στις τουριστικές δραστηριότητες (ξενοδοχειακές υποδομές, συνεδριακά κέντρα κ.λπ.), στις επιχειρηματικές υποδομές και κυρίως στην επιχειρηματική αξιοποίηση κτιρίων και εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων της περιοχής του Πειραιά (π.χ. κτίρια γραφείων, πολυχώρους, αγορά τροφίμων κτλ), στην αξιοποίηση σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, επενδυτικά σχήματα, εργαλεία εγγυοδοσίας & μικροχρηματοδότησης κ.λπ)».
Ο ίδιος επισήμανε ότι στη χώρα μας, πολλές επενδυτικές ευκαιρίες υπάρχουν στην αγροδιατροφή και στη νεοφυή επιχειρηματικότητα που ανθίζει τα τελευταία χρόνια σε τομείς αιχμής, όπως η βιοτεχνολογία, η φαρμακογνωσία, τα νέα υλικά και γενικότερα οι νέες τεχνολογίες. Το μείζον, λοιπόν, είναι να υπάρξει έστω και καθυστερημένα πολιτική βούληση, εθνικό στρατηγικό σχέδιο επενδύσεων και ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα.
Τέλος, σημείωσε ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει τη στρατηγική της ΕΕ και να επιδιώξει οι νέες επενδύσεις στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, να αξιοποιούνται προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και επιχειρηματικότητας, μετατρέποντας τη δυναμική του "globalization" σε "localization".
Ειδικότερα, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για το κλείσιμο της αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα, δίνει ένα πρώτο σήμα προς τις αγορές ότι η χώρα μας μπορεί να ολοκληρώσει την πορεία της μέσα στα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και να βελτιώσει σημαντικά το οικονομικό της περιβάλλον.
«'Αλλωστε», πρόσθεσε, «αυτή ακριβώς η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία ήταν και η τροχοπέδη της υλοποίησης ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς οι δυνητικοί επενδυτές ανέμεναν ένα σήμα από τους θεσμούς για να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους», σημειώνοντας πως «ήδη βλέπουμε να ξεκλειδώνουν αρκετές επενδύσεις, όπως για παράδειγμα, η εισροή αμερικανικών κεφαλαίων στην Εθνική Ασφαλιστική, η εξαγορά μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, τόσο στην Αθήνα όσο και στην περιφέρεια από ξένα κεφάλαια, οι μεγάλες επενδύσεις της Cosco αλλά και άλλων εταιριών στα λιμάνια, της Fraport στα αεροδρόμια και πολλές άλλες».
Ο ίδιος συνέχισε ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης είχε πειστεί ότι για την ύφεση φταίει η αδυναμία αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων. Όπως είπε: «Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύθηκαν τους όρους των προγραμμάτων, αλλά , δυστυχώς σε λανθασμένη κατεύθυνση. Τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία, με κάθε κίνδυνο για Grexit να έχει εκλείψει παντελώς, να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα πρέπει να υποστηρίξει ένα νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής με λιγότερους φόρους και εισφορές σε βάρος της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού των κυβερνώντων η υπερφορολόγηση.Τα δημόσια έσοδα μπορούν να αυξηθούν με την υλοποίηση κατάλληλων μέτρων προς την κατεύθυνση της πάταξης της μεγάλης φοροδιαφυγής και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Αν καταστεί δυνατόν αυτό, τότε είναι εφικτή η μείωση των φορολογικών συντελεστών».
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για την έλευση ξένων επενδύσεων, κατά τον κ. Μίχαλο, είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών ως προς την προώθηση των δομικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. «Δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως πικρό ποτήρι και αγωνίζονται για να τις αποφύγουν ή να τις ανταλλάξουν με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Για να πειστούν οι επενδυτές να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, δεν αρκούν μόνο οι από στόματος εξαγγελίες, αλλά πράξεις και έργα. Οι επενδυτές έλαβαν το πρώτο σήμα από την απόφαση του τελευταίου Eurogroup. Το τελικό, όμως, σήμα για να προστρέξουν στη χώρα μας πρέπει να το δώσουμε εμείς οι ίδιοι. Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, η βιομηχανία, ο τομέας των τροφίμων, η παιδεία, η υγεία κλπ». «Ήδη έχουν αρχίσει να υλοποιούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που αν συνεχιστούν και ολοκληρωθούν, θα ανοίξουν διάπλατα την πόρτα των ξένων επενδύσεων στη χώρα μας», κατέληξε.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, υπογράμμισε ότι η επόμενη μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Αυτό, όπως είπε, αποτυπώνεται τόσο στη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, στο Λονδίνο με εκπρόσωπο των επενδυτικών εταιριών, όσο και στη συνάντηση του υπουργού Οικονομίας, Δημήτρη Παπαδημητρίου, με τον Αμερικανό υπουργό Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος στην Ουάσιγκτον, καθώς και με εκπροσώπους αμερικανικών επιχειρήσεων και επενδυτικών funds.
«Η πρόκληση αυτή είναι βαθύτατα πολιτική, καθώς απαιτείται ένα φιλοεπενδυτικό περιβάλλον, που αυτή τη στιγμή δεν έχει διαμορφωθεί στη χώρα», σημείωσε και πρόσθεσε ότι: «στην προσέλκυση επενδύσεων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο η ποιότητα των θεσμών, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Οι ξένοι επενδυτές εξετάζουν συχνά, για παράδειγμα, την ευκολία με την οποία δημιουργείται μια επιχείρηση, το εύρος της γραφειοκρατίας, τη δημοσιονομική αποτελεσματικότητα, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, την ύπαρξη ή μη διαφθοράς, το κανονιστικό πλαίσιο για τα πνευματικά δικαιώματα και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της επένδυσης τουλάχιστον σε βάθος δεκαετίας. Βεβαίως, τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά επιθυμούν και οι Έλληνες επενδυτές, τους οποίους η κυβέρνηση πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της και οφείλει να τους δώσει την ίδια προσοχή και προτεραιότητα σε αυτή την εκστρατεία προσέλκυσης επενδύσεων».
Στην Ελλάδα, παρά την κρίση, ευκαιρίες για όλους τους επενδυτές υπάρχουν, τόνισε ο κ. Κορκίδης και πρόσθεσε: «αυτό που απουσιάζει είναι η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και τα κίνητρα, ώστε ξένοι και εγχώριοι επενδυτές να στηρίξουν με τα κεφάλαιά τους την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά, ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά λιμάνια, μετά την επένδυση της Cosco, υπάρχουν πολλές προοπτικές για επενδύσεις στις υποδομές του διαμετακομιστικού εμπορίου (π.χ. logistics centers, export parks κ.λπ.), στις τουριστικές δραστηριότητες (ξενοδοχειακές υποδομές, συνεδριακά κέντρα κ.λπ.), στις επιχειρηματικές υποδομές και κυρίως στην επιχειρηματική αξιοποίηση κτιρίων και εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων της περιοχής του Πειραιά (π.χ. κτίρια γραφείων, πολυχώρους, αγορά τροφίμων κτλ), στην αξιοποίηση σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, επενδυτικά σχήματα, εργαλεία εγγυοδοσίας & μικροχρηματοδότησης κ.λπ)».
Ο ίδιος επισήμανε ότι στη χώρα μας, πολλές επενδυτικές ευκαιρίες υπάρχουν στην αγροδιατροφή και στη νεοφυή επιχειρηματικότητα που ανθίζει τα τελευταία χρόνια σε τομείς αιχμής, όπως η βιοτεχνολογία, η φαρμακογνωσία, τα νέα υλικά και γενικότερα οι νέες τεχνολογίες. Το μείζον, λοιπόν, είναι να υπάρξει έστω και καθυστερημένα πολιτική βούληση, εθνικό στρατηγικό σχέδιο επενδύσεων και ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα.
Τέλος, σημείωσε ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει τη στρατηγική της ΕΕ και να επιδιώξει οι νέες επενδύσεις στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, να αξιοποιούνται προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και επιχειρηματικότητας, μετατρέποντας τη δυναμική του "globalization" σε "localization".
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr