Στουρνάρας: Επόμενος στόχος η μείωση των «κόκκινων δανείων» ακόμα και κάτω από το 20%
Στουρνάρας: Επόμενος στόχος η μείωση των «κόκκινων δανείων» ακόμα και κάτω από το 20%
Στην επίτευξη του στόχου αυτού, όπως διευκρίνισε, αυξημένη συμβολή αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων
Τρεις αλληλένδετες προκλήσεις αντιμετωπίζει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας στην πορεία του προς την ανάκαμψη, όπως τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του Διεθνούς Κέντρου Νομισματικών και Τραπεζικών Σπουδών (International Center for Monetary and Banking Studies, ICMB) στη Γενεύη.
Οι προκλήσεις αυτές είναι:
1. Η μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΑ).
2. Η αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
3. Η διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.
Ο κεντρικός τραπεζίτης υπογράμμισε ότι «η αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ έχει τεράστια σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή».
Στο τέλος Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 6,1% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2017 και 17,3% σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται, έως σήμερα, κυρίως από διαγραφές και σε μικρότερο βαθμό από πωλήσεις δανείων. «Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει επίμονα ένας από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ (47,6%). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, μένει να γίνουν ακόμη πολλά», παρατήρησε ο κ. Στουρνάρας.
Πρόσθεσε ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα.
Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι η εξυγίανση των ισολογισμών θα είναι πολλαπλώς επωφελής για τις τράπεζες, διότι:
1. Θα επιτρέψει να μειωθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου, το οποίο παραμένει πολύ υψηλότερο από το προ της κρίσης επίπεδό του και απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των τραπεζών πριν από προβλέψεις. «Το απαγορευτικά υψηλό κόστος του πιστωτικού κινδύνου διατηρεί υψηλό το περιθώριο διαμεσολάβησης, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση δανείων και να διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα», συμπλήρωσε.
2. Θα ενισχύσει τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, δεδομένου ότι κατά κανόνα τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού δεν αποφέρουν τόκους.
3. Μπορεί να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, στο βαθμό που βοηθά να μετριαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού και τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητά τους.
Οι προκλήσεις αυτές είναι:
1. Η μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΑ).
2. Η αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
3. Η διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.
Ο κεντρικός τραπεζίτης υπογράμμισε ότι «η αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ έχει τεράστια σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή».
Στο τέλος Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 6,1% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2017 και 17,3% σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται, έως σήμερα, κυρίως από διαγραφές και σε μικρότερο βαθμό από πωλήσεις δανείων. «Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει επίμονα ένας από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ (47,6%). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, μένει να γίνουν ακόμη πολλά», παρατήρησε ο κ. Στουρνάρας.
Πρόσθεσε ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα.
Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι η εξυγίανση των ισολογισμών θα είναι πολλαπλώς επωφελής για τις τράπεζες, διότι:
1. Θα επιτρέψει να μειωθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου, το οποίο παραμένει πολύ υψηλότερο από το προ της κρίσης επίπεδό του και απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των τραπεζών πριν από προβλέψεις. «Το απαγορευτικά υψηλό κόστος του πιστωτικού κινδύνου διατηρεί υψηλό το περιθώριο διαμεσολάβησης, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση δανείων και να διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα», συμπλήρωσε.
2. Θα ενισχύσει τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, δεδομένου ότι κατά κανόνα τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού δεν αποφέρουν τόκους.
3. Μπορεί να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, στο βαθμό που βοηθά να μετριαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού και τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητά τους.
4. Θα μειώσει το διοικητικό βάρος και το λειτουργικό κόστος της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού.
5. Θα επιτρέψει στις διοικήσεις των τραπεζών να αναζητήσουν επικερδείς αναπτυξιακές ευκαιρίες.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει και αυτό με τη σειρά του το μακροοικονομικό περιβάλλον, ενώ προκαλεί στρεβλώσεις στην κατανομή των πιστώσεων, «καθώς οι τράπεζες διατηρούν τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις προκειμένου να αποφύγουν ή να αναβάλουν την αναγνώριση των ζημιών από τα δάνεια που τους έχουν χορηγήσει, εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι ανταγωνιστικές και έχουν καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές».
Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε τη σημασία της χρηματοδότησης μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης ή επενδυτικά προγράμματα, καθώς και της πρόσβασης των νοικοκυριών σε πιστώσεις, «μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σχεδόν πλήρους διακοπής τους».
Επικεντρώθηκε επίσης στην ανάγκη να καθιερώσουν οι διοικήσεις των τραπεζών ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας για τις ελληνικές τράπεζες. «Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες περιστολής του λειτουργικού κόστους, μπορεί να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα των τραπεζών, η οποία είναι ήδη εφάμιλλη αυτής των ευρωπαϊκών. Η ανάπτυξη εργασιών που αποφέρουν έσοδα από προμήθειες (π.χ. διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τραπεζοασφάλειες κ.λπ.) μπορεί επίσης να συμβάλει στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους», ανέφερε.
Συνοψίζοντας, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στην αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων και ότι «ο απώτερος στόχος της αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, ελκυστικής για ξένες άμεσες επενδύσεις, με κατά κεφαλήν εισόδημα που θα συγκλίνει σταδιακά προς αυτό των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ, με δημόσια οικονομικά που θα είναι βιώσιμα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα, με πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές υπό βιώσιμους όρους και με έναν τραπεζικό τομέα που θα είναι σε θέση να επιτελεί αποτελεσματικά τον κύριο ρόλο του, δηλαδή να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία».
5. Θα επιτρέψει στις διοικήσεις των τραπεζών να αναζητήσουν επικερδείς αναπτυξιακές ευκαιρίες.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει και αυτό με τη σειρά του το μακροοικονομικό περιβάλλον, ενώ προκαλεί στρεβλώσεις στην κατανομή των πιστώσεων, «καθώς οι τράπεζες διατηρούν τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις προκειμένου να αποφύγουν ή να αναβάλουν την αναγνώριση των ζημιών από τα δάνεια που τους έχουν χορηγήσει, εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι ανταγωνιστικές και έχουν καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές».
Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε τη σημασία της χρηματοδότησης μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης ή επενδυτικά προγράμματα, καθώς και της πρόσβασης των νοικοκυριών σε πιστώσεις, «μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σχεδόν πλήρους διακοπής τους».
Επικεντρώθηκε επίσης στην ανάγκη να καθιερώσουν οι διοικήσεις των τραπεζών ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας για τις ελληνικές τράπεζες. «Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες περιστολής του λειτουργικού κόστους, μπορεί να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα των τραπεζών, η οποία είναι ήδη εφάμιλλη αυτής των ευρωπαϊκών. Η ανάπτυξη εργασιών που αποφέρουν έσοδα από προμήθειες (π.χ. διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τραπεζοασφάλειες κ.λπ.) μπορεί επίσης να συμβάλει στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους», ανέφερε.
Συνοψίζοντας, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στην αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων και ότι «ο απώτερος στόχος της αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, ελκυστικής για ξένες άμεσες επενδύσεις, με κατά κεφαλήν εισόδημα που θα συγκλίνει σταδιακά προς αυτό των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ, με δημόσια οικονομικά που θα είναι βιώσιμα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα, με πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές υπό βιώσιμους όρους και με έναν τραπεζικό τομέα που θα είναι σε θέση να επιτελεί αποτελεσματικά τον κύριο ρόλο του, δηλαδή να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα