Τράπεζα της Ελλάδος: Διεθνής αβεβαιότητα και «κόκκινα» δάνεια επηρέασαν τις ελληνικές τράπεζες
22.11.2018
20:38
«Οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζών σε ενοποιημένη βάση το πρώτο εξάμηνο του 2018 επηρεάστηκαν δυσμενώς και από το νέο χρηματοοικονομικό πρότυπο και από έκτακτα έξοδα» αναφέρει η ΤτΕ
Την ανησυχία της για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα «η διαμόρφωση συνθηκών πολιτικής αβεβαιότητας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο» εκφράζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος». Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη να υιοθετηθούν πρόσθετα εργαλεία αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, σε συνεργασία με την Πολιτεία, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό των τραπεζών της ευρωζώνης (SSM) και τις τράπεζες, καταθέτοντας αναλυτικά τη σχετική πρότασή της.
«Η υιοθέτηση πρόσθετων εργαλείων, κατάλληλων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), αποτελεί άμεση προτεραιότητα για την οικονομική ανάπτυξη, την επιστροφή στην κανονικότητα και την εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», επισημαίνει η κεντρική τράπεζα.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι «το 1ο εξάμηνο του 2018 συνεχίστηκε η σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών». Ωστόσο, τονίζει ότι επιβάλλεται να ενταθεί η προσπάθεια για την εμπέδωση κλίματος χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς:
- Η σταδιακή αύξηση της μεταβλητότητας το τελευταίο διάστημα οδηγεί σε μεμονωμένες αναταράξεις στις αγορές, ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνει εμφατικά το βαθμό διασύνδεσης των αγορών και της εν δυνάμει χρηματοδότησης από αυτές.
- Οι τρέχουσες τιμές αποτίμησης των κινητών αξιών αναδεικνύονται ιδιαίτερα ευμετάβλητες στις αλλαγές των προσδοκιών.
«Ακτινογραφία» του τραπεζικού τομέα
Η έκθεση της ΤτΕ σημειώνει ότι το 1ο εξάμηνο του 2018 κατεγράφησαν οι εξής θετικές εξελίξεις για τον χρηματοπιστωτικό τομέα:
- Την περαιτέρω απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA), «γεγονός που συμβάλει στην ομαλοποίηση της χρηματοδότησης των τραπεζών».
- Τα θετικά αποτελέσματα των προσπαθειών μείωσης των ΜΕΑ. «Το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 και ανήλθε στο 47,8% του συνολικού χαρτοφυλακίου (ή σε 88,9 δισ. ευρώ)», αναφέρει η ΤτΕ, αλλά προσθέτει: «Εντούτοις, αν λάβουμε υπόψη μας τον υφιστάμενο αρνητικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης και την απομόχλευση που συντελείται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν δημιουργούνται περιθώρια εφησυχασμού. Η επίλυση του προβλήματος της αποτελεσματικής διαχείρισης των ΜΕΑ απαιτεί πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς μείωσής τους, δεδομένου ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει τον υφεσιακό της κύκλο και η περίοδος ανάκαμψης απαιτεί την αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος».
Επιπλέον, «οι συνθήκες ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν με την περαιτέρω ενίσχυση της καταθετικής τους βάσης, της έκδοσης καλυμμένων ομολογιών στις διεθνείς χρηματαγορές, της αύξησης των διατραπεζικών συναλλαγών και των συναλλαγών repos». Η αύξηση της καταθετικής βάσης σε πλαίσιο σταδιακής ελάφρυνσης των capital controls υποδηλώνει την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης του αποταμιευτικού κοινού και συνετέλεσε στην οριστική άρση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών από την 1η Οκτωβρίου.
Οι επιπτώσεις του ΔΠΧΑ 9
Από την άλλη πλευρά, «οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζών σε ενοποιημένη βάση το πρώτο εξάμηνο του 2018 επηρεάστηκαν δυσμενώς από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και από έκτακτα έξοδα που συνδέονται με την εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσής τους. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα κατέγραψαν το 1ο εξάμηνο του 2018 ζημίες μετά φόρων και διακοπτόμενων δραστηριοτήτων ύψους 320 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 14,5% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2017, καθώς τα έσοδα από τόκους μειώθηκαν ταχύτερα από τα έξοδα τόκων».
«Η υιοθέτηση πρόσθετων εργαλείων, κατάλληλων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), αποτελεί άμεση προτεραιότητα για την οικονομική ανάπτυξη, την επιστροφή στην κανονικότητα και την εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», επισημαίνει η κεντρική τράπεζα.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι «το 1ο εξάμηνο του 2018 συνεχίστηκε η σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών». Ωστόσο, τονίζει ότι επιβάλλεται να ενταθεί η προσπάθεια για την εμπέδωση κλίματος χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς:
- Η σταδιακή αύξηση της μεταβλητότητας το τελευταίο διάστημα οδηγεί σε μεμονωμένες αναταράξεις στις αγορές, ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνει εμφατικά το βαθμό διασύνδεσης των αγορών και της εν δυνάμει χρηματοδότησης από αυτές.
- Οι τρέχουσες τιμές αποτίμησης των κινητών αξιών αναδεικνύονται ιδιαίτερα ευμετάβλητες στις αλλαγές των προσδοκιών.
«Ακτινογραφία» του τραπεζικού τομέα
Η έκθεση της ΤτΕ σημειώνει ότι το 1ο εξάμηνο του 2018 κατεγράφησαν οι εξής θετικές εξελίξεις για τον χρηματοπιστωτικό τομέα:
- Την περαιτέρω απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA), «γεγονός που συμβάλει στην ομαλοποίηση της χρηματοδότησης των τραπεζών».
- Τα θετικά αποτελέσματα των προσπαθειών μείωσης των ΜΕΑ. «Το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 και ανήλθε στο 47,8% του συνολικού χαρτοφυλακίου (ή σε 88,9 δισ. ευρώ)», αναφέρει η ΤτΕ, αλλά προσθέτει: «Εντούτοις, αν λάβουμε υπόψη μας τον υφιστάμενο αρνητικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης και την απομόχλευση που συντελείται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν δημιουργούνται περιθώρια εφησυχασμού. Η επίλυση του προβλήματος της αποτελεσματικής διαχείρισης των ΜΕΑ απαιτεί πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς μείωσής τους, δεδομένου ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει τον υφεσιακό της κύκλο και η περίοδος ανάκαμψης απαιτεί την αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος».
Επιπλέον, «οι συνθήκες ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν με την περαιτέρω ενίσχυση της καταθετικής τους βάσης, της έκδοσης καλυμμένων ομολογιών στις διεθνείς χρηματαγορές, της αύξησης των διατραπεζικών συναλλαγών και των συναλλαγών repos». Η αύξηση της καταθετικής βάσης σε πλαίσιο σταδιακής ελάφρυνσης των capital controls υποδηλώνει την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης του αποταμιευτικού κοινού και συνετέλεσε στην οριστική άρση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών από την 1η Οκτωβρίου.
Οι επιπτώσεις του ΔΠΧΑ 9
Από την άλλη πλευρά, «οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζών σε ενοποιημένη βάση το πρώτο εξάμηνο του 2018 επηρεάστηκαν δυσμενώς από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και από έκτακτα έξοδα που συνδέονται με την εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσής τους. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα κατέγραψαν το 1ο εξάμηνο του 2018 ζημίες μετά φόρων και διακοπτόμενων δραστηριοτήτων ύψους 320 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 14,5% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2017, καθώς τα έσοδα από τόκους μειώθηκαν ταχύτερα από τα έξοδα τόκων».
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, τα έσοδα από τόκους επηρεάστηκαν αρνητικά κυρίως από την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκτοκιζόμενων υπολοίπων των δανείων, αλλά και από τη συνεχιζόμενη απομόχλευση του ενεργητικού των τραπεζών. Η υποχώρηση των εξόδων από τόκους οφείλεται κυρίως στη συνεχιζόμενη μείωση της χρηματοδότησης από τον ELA.
«Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε και διαμορφώθηκε στο 2,4%, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο που εμφανίζουν μεσαίου μεγέθους τραπεζικοί όμιλοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει η έκθεση και προσθέτει: «Συνολικά, παρατηρήθηκε σημαντική υποχώρηση των λειτουργικών κερδών το πρώτο εξάμηνο του 2018, αλλά και του δείκτη αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, ο οποίος όμως παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο έναντι του μέσου όρου των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην ΕΕ. Το πρώτο εξάμηνο του 2018 τα πιστωτικά ιδρύματα σχημάτισαν μειωμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο (κατά 21,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017), λόγω εν μέρει της ανάκτησης προβλέψεων σχετιζόμενες με την πώληση χαρτοφυλακίων MEA. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων, αυτή υποχώρησε το πρώτο εξάμηνο του 2018 εξαιτίας της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9, και της καταγραφής ζημιών μετά από φόρους. Αναλυτικότερα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 15,7% από 17% το Δεκέμβριο του 2017».
Η ΤτΕ διαπιστώνει ότι ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε αποκλιμάκωση κατά τη διάρκεια του 1ου εξαμήνου του 2018. Η μείωση των ΜΕΑ με στοιχεία εντός ισολογισμού σε επίπεδο συστήματος είναι της τάξεως του 5,9% (ή 5,6 δισ. ευρώ) από την αρχή του έτους και 17% ή 18,3 δισ. ευρώ σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016. Η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε και η πώληση χαρτοφυλακίων εκ μέρους των τραπεζών. Οι επιχειρησιακοί στόχοι για τα ΜΕΑ μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται.
«Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε και διαμορφώθηκε στο 2,4%, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο που εμφανίζουν μεσαίου μεγέθους τραπεζικοί όμιλοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει η έκθεση και προσθέτει: «Συνολικά, παρατηρήθηκε σημαντική υποχώρηση των λειτουργικών κερδών το πρώτο εξάμηνο του 2018, αλλά και του δείκτη αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, ο οποίος όμως παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο έναντι του μέσου όρου των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην ΕΕ. Το πρώτο εξάμηνο του 2018 τα πιστωτικά ιδρύματα σχημάτισαν μειωμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο (κατά 21,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017), λόγω εν μέρει της ανάκτησης προβλέψεων σχετιζόμενες με την πώληση χαρτοφυλακίων MEA. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων, αυτή υποχώρησε το πρώτο εξάμηνο του 2018 εξαιτίας της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9, και της καταγραφής ζημιών μετά από φόρους. Αναλυτικότερα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 15,7% από 17% το Δεκέμβριο του 2017».
Η ΤτΕ διαπιστώνει ότι ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε αποκλιμάκωση κατά τη διάρκεια του 1ου εξαμήνου του 2018. Η μείωση των ΜΕΑ με στοιχεία εντός ισολογισμού σε επίπεδο συστήματος είναι της τάξεως του 5,9% (ή 5,6 δισ. ευρώ) από την αρχή του έτους και 17% ή 18,3 δισ. ευρώ σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016. Η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε και η πώληση χαρτοφυλακίων εκ μέρους των τραπεζών. Οι επιχειρησιακοί στόχοι για τα ΜΕΑ μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr