Έγκλημα στη ΔΕΗ: Πώς ρήμαξαν τη μεγαλύτερη δημόσια επιχείρηση της χώρας
06.05.2019
07:16
Με ένα ακυβέρνητο πλοίο έτοιμο να χτυπήσει στα βράχια, φορτωμένο με 17.000 επιβάτες, όσοι είναι οι εργαζόμενοι, με ιλιγγιώδη χρέη συνολικού ύψους 3,7 δισ. ευρώ, 7.500.000 καταναλωτές και σχεδόν το σύνολο της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, μοιάζει πλέον η ΔΕΗ, απειλώντας τις τράπεζες και ολόκληρη την ελληνική οικονομία
Η μεγαλύτερη ενεργειακή επιχείρηση της χώρας πάνω στην οποία στηρίχτηκαν για δεκαετίες η ανάπτυξη και η απασχόληση της Ελλάδας ψυχορραγεί και μετατρέπεται στον μεγαλύτερο εφιάλτη τόσο για την παρούσα κυβέρνηση όσο και για την επόμενη.
Εγκληματικά λανθασμένες επιλογές και ιδεοληψίες που έβαλαν πάνω από το συμφέρον της ΔΕΗ την πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στέρησαν από την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ένα αποτελεσματικό σχέδιο εξυγίανσης και την οδηγούν στο βάραθρο.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης, που βαρύνονται με μεγάλες ευθύνες, γράφουν τον μαύρο επίλογο της ιστορικής επιχείρησης, αφού στέρησαν με τις επιλογές και τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις τους ζωτικό χώρο από την εταιρεία προκειμένου να εκσυγχρονιστεί, να αναπτυχθεί και να βγει με αξιώσεις εκτός συνόρων, όπως έκαναν με επιτυχία άλλοι μικρότεροι διεθνείς ανταγωνιστές της, εν μέσω μάλιστα ενός διεθνούς κυκλώνα μεγάλων ενεργειακών αλλαγών.
Πρόκειται για πραγματική αποτυχία και σαφές δείγμα λανθασμένων κυβερνητικών επιλογών, αφού πήραν μια επιχείρηση με 2,5 δισ. κεφαλαιοποίηση το 2014 και κέρδη πάνω από 90 εκατ., και τη βούλιαξαν σε χρηματιστηριακή αξία 300 εκατ. και ζημίες ύψους 903 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2018. Με τους ορκωτούς ελεγκτές της Ernst & Young μάλιστα να προειδοποιούν με απόλυτη σαφήνεια για ουσιώδη αβεβαιότητα συνέχισης της δραστηριότητάς της και να προβλέπουν την αντοχή της ρευστότητάς της σε μόλις 12 μήνες!
Της έδωσαν 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 21%
Με τις έκτακτες παροχές της κυβέρνησης, αφού πρώτα έκλεισε ερμητικά η πόρτα των αγορών, και τη στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που έχει χορηγήσει πάνω από το 34% των δανειακών υποχρεώσεών της, η ΔΕΗ απέφυγε προσωρινά τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Για πόσο όμως κανείς δεν γνωρίζει.
Οι παρατηρήσεις των ορκωτών ελεγκτών που, σύμφωνα με οικονομικούς κύκλους, χαρακτηρίζονται επιεικείς σε σχέση με την εικόνα του ισολογισμού της ΔΕΗ, παρουσιάζουν με απόλυτο ρεαλισμό την πραγματική εικόνα και οι ζημίες πέραν κάθε πρόβλεψης μοιάζουν με ορμητικό ποτάμι, έτοιμο να ξεχειλίσει και να συμπαρασύρει ολόκληρο το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας.
Toν αναγκαστικό εγκλωβισμό της ΔΕΗ παραδέχτηκε εμμέσως πλην σαφώς πρόσφατα και η κυβέρνηση, δίνοντάς της έκτακτη ταμειακή ενίσχυση, επί ζημία. Οπως παρατηρούσε έμπειρο πρώην στέλεχος της Επιχείρησης, ο κ. Σταθάκης επέλεξε να μην αυξήσει τα τιμολόγια που θα της έδιναν μεγάλη ανάσα ρευστότητας, αλλά να προπληρώσει όλη την κατανάλωση ρεύματος του Δημοσίου. «Είναι σαν να πήρε η εταιρεία ένα δάνειο 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 21% αν υπολογίσουμε την έκπτωση συνέπειας του 15% (όπως ίσχυε έως τις 31 Μαρτίου) και την έκπτωση προπληρωμής για την ετήσια κατανάλωση 6%, έσοδα που θα στερηθεί η ΔΕΗ τους επόμενους μήνες».
Ηταν το κερασάκι στην τούρτα ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκληματικών επιλογών, με αποκορύφωμα τους ανέφικτους όρους του μνημονίου για το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας, τις παρενέργειες από το ισχυρό κίνημα «Δεν Πληρώνω» και τη δήθεν φιλολαϊκή πολιτική μη διακοπής του ρεύματος που φούσκωσαν σε πάνω από 3 δισ. ευρώ τα ληξιπρόθεσμα της ΔΕΗ. Επιπρόσθετα, η πώληση του ΑΔΜΗΕ αντί ευτελούς τιμήματος σε σχέση με την πραγματική αξία της εταιρείας και οι ιδεοληψίες που στέρησαν έσοδα από την Επιχείρηση περίπου 2 δισ. ευρώ, εάν εφαρμοζόταν το σχέδιο της Μικρής ΔΕΗ, προστίθενται στις τραγικές πολιτικές που άνοιξαν μεγάλες και βαθιές πληγές και οδήγησαν στα αποτελέσματα και τις ιστορικές ζημίες του 2018. Ακόμη και η περσινή εξαγορά μιας μικρής εταιρείας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, της σκοπιανής EDS, που ανήκε στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ζάεφ, έναντι αντιτίμου 4,8 εκατ. ευρώ, υλοποιήθηκε με την ανάληψη και των χρεών της που ήδη φτάνουν τα 20 εκατ. ευρώ. Ενα βήμα διεθνούς προσανατολισμού, όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε από το ΥΠΕΝ, αμφίβολης όμως σπουδαιότητας και σημασίας λόγω του σχεδόν ανύπαρκτου μεγέθους αυτής της εταιρείας, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, έγινε για άλλους λόγους και όχι με επιχειρηματικά κριτήρια.
Πλέον ως μοναδικά όπλα επιβίωσης προβάλλουν η αύξηση των τιμολογίων και η μείωση του προσωπικού για να περιοριστεί το δυσθεώρητο λειτουργικό κόστος μισθοδοσίας που πέρυσι ξεπέρασε τα 722 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για δύο επιλογές με τεράστιο πολιτικό κόστος που είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν η κυβέρνηση τολμήσει να εφαρμόσει σε μια τριπλή από πλευράς αναμετρήσεων εκλογική χρονιά. Το πιθανότερο είναι να πετάξει την καυτή πατάτα στην επόμενη κυβέρνηση.
Το φιάσκο της ακύρωσης της Μικρής ΔΕΗ
«Η κυβέρνηση ακύρωσε τη μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή που έγινε ποτέ για ελληνική επιχείρηση με την ψήφιση του νόμου το καλοκαίρι του 2014 για τη Μικρή ΔΕΗ», αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Γιάννης Μανιάτης, βουλευτής του ΚΙΝ.ΑΛ. και πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση, στο σημείο που έχει οδηγήσει τη Δημόσια Επιχείρηση, δεν θα αποφύγει ούτε τις ποινικές ευθύνες. Οπως σημειώνει, η τότε κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, διαβλέποντας τις μεγάλες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η ΔΕΗ και τις ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών να απελευθερωθεί η αγορά ενέργειας, έθεσε σε εφαρμογή μια δοκιμασμένη συνταγή στην Ε.Ε., που με επιτυχία είχε υλοποιήσει στην Ιταλία ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα με την Εnel.
Το σημαντικό σε αυτό τον σχεδιασμό ήταν ότι έφευγε στην αγορά το 30% από όλες τις δραστηριότητες, το πελατολόγιο, τις υποχρεώσεις αλλά και τις απαιτήσεις της εταιρείας, με προσδοκώμενα έσοδα από 1,5 έως 2 δισ. ευρώ. «Με τον τρόπο αυτό ξοφλούσαμε μια για πάντα με τις γκρίνιες της τρόικας για το μονοπώλιο της ΔΕΗ, καθώς στην αγορά θα υπήρχε ένας ισότιμος ανταγωνιστής με την Επιχείρηση, συν τους άλλους ιδιώτες στην προμήθεια, και έτσι θα υπήρχε ισχυρός ανταγωνισμός και ο καταναλωτής θα μπορούσε να απολαμβάνει φθηνότερες τιμές». Ο κ. Μανιάτης προσθέτει επίσης ότι ο νόμος είχε προβλέψει και πλαφόν στις προσφορές, κάτω από το οποίο οι δραστηριότητες της ΔΕΗ δεν θα μπορούσαν να πουληθούν. Επιπλέον, με τον σχεδιασμό εκείνο τα έσοδα της πώλησης θα πήγαιναν στην Επιχείρηση, η οποία θα είχε όλα τα κεφάλαια που χρειαζόταν για να εκσυγχρονίσει τις μονάδες της και να περιορίσει το τεράστιο κόστος από τα δικαιώματα των ρύπων που σήμερα έχουν εκτινάξει το κόστος ανά τόνο από τα 5 στα 25 ευρώ, με τις προβλέψεις να αναφέρουν ότι πολύ σύντομα θα ξεπεράσουν τα 30 ευρώ. Αλλωστε το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων που εντάσσεται στη μεγάλη προσπάθεια απανθρακοποίησης της Ευρώπης και της στροφής προς καθαρότερες μορφές ενέργειας αναδεικνύεται ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της Επιχείρησης, στερώντας της πέρυσι το ποσό των 146 εκατ. ευρώ.
Με άμεση κατ’ αναλογία επίπτωση στην αύξηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δεν πέρασε στους καταναλωτές, καθώς δεν υφίσταται ρήτρα CO2 ή Οριακής Τιμής Συστήματος (το κόστος στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας) στα τιμολόγια της χαμηλής τάσης.
Εγκληματικά λανθασμένες επιλογές και ιδεοληψίες που έβαλαν πάνω από το συμφέρον της ΔΕΗ την πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στέρησαν από την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ένα αποτελεσματικό σχέδιο εξυγίανσης και την οδηγούν στο βάραθρο.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης, που βαρύνονται με μεγάλες ευθύνες, γράφουν τον μαύρο επίλογο της ιστορικής επιχείρησης, αφού στέρησαν με τις επιλογές και τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις τους ζωτικό χώρο από την εταιρεία προκειμένου να εκσυγχρονιστεί, να αναπτυχθεί και να βγει με αξιώσεις εκτός συνόρων, όπως έκαναν με επιτυχία άλλοι μικρότεροι διεθνείς ανταγωνιστές της, εν μέσω μάλιστα ενός διεθνούς κυκλώνα μεγάλων ενεργειακών αλλαγών.
Πρόκειται για πραγματική αποτυχία και σαφές δείγμα λανθασμένων κυβερνητικών επιλογών, αφού πήραν μια επιχείρηση με 2,5 δισ. κεφαλαιοποίηση το 2014 και κέρδη πάνω από 90 εκατ., και τη βούλιαξαν σε χρηματιστηριακή αξία 300 εκατ. και ζημίες ύψους 903 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2018. Με τους ορκωτούς ελεγκτές της Ernst & Young μάλιστα να προειδοποιούν με απόλυτη σαφήνεια για ουσιώδη αβεβαιότητα συνέχισης της δραστηριότητάς της και να προβλέπουν την αντοχή της ρευστότητάς της σε μόλις 12 μήνες!
Της έδωσαν 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 21%
Με τις έκτακτες παροχές της κυβέρνησης, αφού πρώτα έκλεισε ερμητικά η πόρτα των αγορών, και τη στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που έχει χορηγήσει πάνω από το 34% των δανειακών υποχρεώσεών της, η ΔΕΗ απέφυγε προσωρινά τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Για πόσο όμως κανείς δεν γνωρίζει.
Οι παρατηρήσεις των ορκωτών ελεγκτών που, σύμφωνα με οικονομικούς κύκλους, χαρακτηρίζονται επιεικείς σε σχέση με την εικόνα του ισολογισμού της ΔΕΗ, παρουσιάζουν με απόλυτο ρεαλισμό την πραγματική εικόνα και οι ζημίες πέραν κάθε πρόβλεψης μοιάζουν με ορμητικό ποτάμι, έτοιμο να ξεχειλίσει και να συμπαρασύρει ολόκληρο το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας.
Toν αναγκαστικό εγκλωβισμό της ΔΕΗ παραδέχτηκε εμμέσως πλην σαφώς πρόσφατα και η κυβέρνηση, δίνοντάς της έκτακτη ταμειακή ενίσχυση, επί ζημία. Οπως παρατηρούσε έμπειρο πρώην στέλεχος της Επιχείρησης, ο κ. Σταθάκης επέλεξε να μην αυξήσει τα τιμολόγια που θα της έδιναν μεγάλη ανάσα ρευστότητας, αλλά να προπληρώσει όλη την κατανάλωση ρεύματος του Δημοσίου. «Είναι σαν να πήρε η εταιρεία ένα δάνειο 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 21% αν υπολογίσουμε την έκπτωση συνέπειας του 15% (όπως ίσχυε έως τις 31 Μαρτίου) και την έκπτωση προπληρωμής για την ετήσια κατανάλωση 6%, έσοδα που θα στερηθεί η ΔΕΗ τους επόμενους μήνες».
Ηταν το κερασάκι στην τούρτα ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκληματικών επιλογών, με αποκορύφωμα τους ανέφικτους όρους του μνημονίου για το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας, τις παρενέργειες από το ισχυρό κίνημα «Δεν Πληρώνω» και τη δήθεν φιλολαϊκή πολιτική μη διακοπής του ρεύματος που φούσκωσαν σε πάνω από 3 δισ. ευρώ τα ληξιπρόθεσμα της ΔΕΗ. Επιπρόσθετα, η πώληση του ΑΔΜΗΕ αντί ευτελούς τιμήματος σε σχέση με την πραγματική αξία της εταιρείας και οι ιδεοληψίες που στέρησαν έσοδα από την Επιχείρηση περίπου 2 δισ. ευρώ, εάν εφαρμοζόταν το σχέδιο της Μικρής ΔΕΗ, προστίθενται στις τραγικές πολιτικές που άνοιξαν μεγάλες και βαθιές πληγές και οδήγησαν στα αποτελέσματα και τις ιστορικές ζημίες του 2018. Ακόμη και η περσινή εξαγορά μιας μικρής εταιρείας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, της σκοπιανής EDS, που ανήκε στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ζάεφ, έναντι αντιτίμου 4,8 εκατ. ευρώ, υλοποιήθηκε με την ανάληψη και των χρεών της που ήδη φτάνουν τα 20 εκατ. ευρώ. Ενα βήμα διεθνούς προσανατολισμού, όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε από το ΥΠΕΝ, αμφίβολης όμως σπουδαιότητας και σημασίας λόγω του σχεδόν ανύπαρκτου μεγέθους αυτής της εταιρείας, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, έγινε για άλλους λόγους και όχι με επιχειρηματικά κριτήρια.
Πλέον ως μοναδικά όπλα επιβίωσης προβάλλουν η αύξηση των τιμολογίων και η μείωση του προσωπικού για να περιοριστεί το δυσθεώρητο λειτουργικό κόστος μισθοδοσίας που πέρυσι ξεπέρασε τα 722 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για δύο επιλογές με τεράστιο πολιτικό κόστος που είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν η κυβέρνηση τολμήσει να εφαρμόσει σε μια τριπλή από πλευράς αναμετρήσεων εκλογική χρονιά. Το πιθανότερο είναι να πετάξει την καυτή πατάτα στην επόμενη κυβέρνηση.
Το φιάσκο της ακύρωσης της Μικρής ΔΕΗ
«Η κυβέρνηση ακύρωσε τη μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή που έγινε ποτέ για ελληνική επιχείρηση με την ψήφιση του νόμου το καλοκαίρι του 2014 για τη Μικρή ΔΕΗ», αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Γιάννης Μανιάτης, βουλευτής του ΚΙΝ.ΑΛ. και πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση, στο σημείο που έχει οδηγήσει τη Δημόσια Επιχείρηση, δεν θα αποφύγει ούτε τις ποινικές ευθύνες. Οπως σημειώνει, η τότε κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, διαβλέποντας τις μεγάλες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η ΔΕΗ και τις ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών να απελευθερωθεί η αγορά ενέργειας, έθεσε σε εφαρμογή μια δοκιμασμένη συνταγή στην Ε.Ε., που με επιτυχία είχε υλοποιήσει στην Ιταλία ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα με την Εnel.
Το σημαντικό σε αυτό τον σχεδιασμό ήταν ότι έφευγε στην αγορά το 30% από όλες τις δραστηριότητες, το πελατολόγιο, τις υποχρεώσεις αλλά και τις απαιτήσεις της εταιρείας, με προσδοκώμενα έσοδα από 1,5 έως 2 δισ. ευρώ. «Με τον τρόπο αυτό ξοφλούσαμε μια για πάντα με τις γκρίνιες της τρόικας για το μονοπώλιο της ΔΕΗ, καθώς στην αγορά θα υπήρχε ένας ισότιμος ανταγωνιστής με την Επιχείρηση, συν τους άλλους ιδιώτες στην προμήθεια, και έτσι θα υπήρχε ισχυρός ανταγωνισμός και ο καταναλωτής θα μπορούσε να απολαμβάνει φθηνότερες τιμές». Ο κ. Μανιάτης προσθέτει επίσης ότι ο νόμος είχε προβλέψει και πλαφόν στις προσφορές, κάτω από το οποίο οι δραστηριότητες της ΔΕΗ δεν θα μπορούσαν να πουληθούν. Επιπλέον, με τον σχεδιασμό εκείνο τα έσοδα της πώλησης θα πήγαιναν στην Επιχείρηση, η οποία θα είχε όλα τα κεφάλαια που χρειαζόταν για να εκσυγχρονίσει τις μονάδες της και να περιορίσει το τεράστιο κόστος από τα δικαιώματα των ρύπων που σήμερα έχουν εκτινάξει το κόστος ανά τόνο από τα 5 στα 25 ευρώ, με τις προβλέψεις να αναφέρουν ότι πολύ σύντομα θα ξεπεράσουν τα 30 ευρώ. Αλλωστε το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων που εντάσσεται στη μεγάλη προσπάθεια απανθρακοποίησης της Ευρώπης και της στροφής προς καθαρότερες μορφές ενέργειας αναδεικνύεται ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της Επιχείρησης, στερώντας της πέρυσι το ποσό των 146 εκατ. ευρώ.
Με άμεση κατ’ αναλογία επίπτωση στην αύξηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δεν πέρασε στους καταναλωτές, καθώς δεν υφίσταται ρήτρα CO2 ή Οριακής Τιμής Συστήματος (το κόστος στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας) στα τιμολόγια της χαμηλής τάσης.
Αντί της πολιτικής αυτής, για την οποία λέγεται ότι υπήρχε προκαταρκτικό ενδιαφέρον από πολύ ισχυρούς ευρωπαϊκούς παίκτες της ενεργειακής αγοράς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να ακυρώσει τον νόμο για την πώληση της Μικρής ΔΕΗ που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση και είχαν εγκρίνει οι δανειστές ανοίγοντας έναν νέο μεγάλο κύκλο σχεδιασμών, με τους οποίους ακόμη πειραματίζεται. Το πιο εντυπωσιακό αυτής της επιλογής είναι ότι η κυβέρνηση δέχτηκε να εκχωρήσει στους ανταγωνιστές της έως το 2020 το 50% του πελατολογίου της, αλλά χωρίς παρεμβάσεις σε μισθολογικά κόστη, ληξιπρόθεσμα χρέη και δάνεια και με δυσβάσταχτους όρους και πέναλτι σε περίπτωση αστοχιών, χωρίς να εισπράξει ούτε σεντ.
Για κάποιους, η συνταγή «διώχνουμε στην αγορά το 50% της ΔΕΗ» ήταν τόσο σκληρή που ερμηνεύεται και ως μια μορφή εκδίκησης των θεσμών απέναντι στα πισωγυρίσματα αλλά και τις αδυναμίες της αριστερής κυβέρνησης να ανοίξει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να βάλει μέσα τους ιδιώτες επενδυτές.
Κάπως έτσι περάσαμε στην άλλη όχθη του ποταμού με πολλές αντιφάσεις.
Από τη μια να προσπαθεί η διοίκηση της ΔΕΗ να περιορίσει το μερίδιό της στο 49% (!) στο τέλος του 2019 για να πιάσει τους μνημονιακούς στόχους και από την άλλη να υιοθετεί σύγχρονες πολιτικές μάρκετινγκ, όπως η έκπτωση 15% στους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς ρεύματος ως επιβράβευση των συνεπών πελατών. Μια εμπορική πρακτική που η αγορά της ενέργειας αποδίδει τη μέγιστη ευθύνη στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Μανόλη Παναγιωτάκη, τον οποίο κατηγορεί ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να μην ανοίξει τον ανταγωνισμό.
Ωστόσο η πολιτική αυτή, πέρα από το γεγονός ότι εκτίναξε το κόστος για την Επιχείρηση, έδωσε πολύ ισχυρά κίνητρα στους καταναλωτές να μην την εγκαταλείψουν, που είναι και το ζητούμενο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που η ΔΕΗ θα έχανε πελάτες.
Η συμφωνία με την τρόικα προέβλεπε ότι η Επιχείρηση θα εκχωρούσε, κατά το γαλλικό μοντέλο, μέσα από δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας (τις γνωστές και ως ΝΟΜΕ) στους ιδιώτες προμηθευτές ενέργειας ποσότητες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε φθηνές τιμές. Εκείνοι με τη σειρά τους θα τις αγόραζαν για να προσφέρουν ελκυστικότερη τιμολογιακή πολιτική σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Το μοντέλο των ΝΟΜΕ όμως δεν άργησε να δείξει τον στρεβλό του χαρακτήρα ανοίγοντας μεγάλα μέτωπα και μια νέα τεράστια πληγή για τη ΔΕΗ, που πέρυσι την επιβάρυνε με κόστος 223,8 εκατ. ευρώ.
Το εξωπραγματικό είναι ότι με την ενέργεια που διοχετεύει η εταιρεία στους ανταγωνιστές της διαθέτει το σύνολο της παραγωγής της και αναγκάζεται να αγοράζει επιπλέον ποσότητες από τη χονδρική αγορά με υψηλό κόστος.
Ενα μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας (έως και 50%) νομότυπα εξάγεται από τους ιδιώτες στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα των τιμολογίων να είναι ασήμαντη για τους καταναλωτές και οι γείτονές μας στα Βαλκάνια να απολαμβάνουν χαμηλότερες τιμές από εκείνες που βλέπουν στους μηνιαίους λογαριασμούς της οι πελάτες της Επιχείρησης.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι η ΔΕΗ στο τέλος του 2018 είχε μερίδιο στην αγορά προμήθειας 81,9% έναντι στόχου 62,24%. Πρακτικά αυτό σημαίνει και ότι δεν έπιασε την ετήσια μνημονιακή απαίτηση και ότι θα χρειαστεί να δημοπρατήσει μέσα στο 2019 μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας (528 MW) ως πέναλτι και να επωμιστεί μεγαλύτερο κόστος.
«Η παρωδία με τα ΝΟΜΕ και το τεράστιο κόστος που επωμίζεται σήμερα η ΔΕΗ θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η κυβέρνηση είχε δεχτεί να βάλει στο πακέτο της πώλησης των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικές μονάδες», τονίζει παράγοντας της αγοράς. Και αυτό γιατί αν το πακέτο του λιγνίτη γινόταν πιο ελκυστικό για τους επενδυτές δεν θα κηρυσσόταν άγονη η προηγούμενη διαδικασία για την πώληση του 40% της παραγωγής της ΔΕΗ, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί η διάρκεια των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας. Η επιτυχία του διαγωνισμού θα σημάνει και τη λήξη των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας.
Ωστόσο η εμμονή της κυβέρνησης να μην πουληθούν τα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ καθιστά προβληματική και τη δεύτερη απόπειρα πώλησης των μονάδων του λιγνίτη σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη. «Εάν η ΔΕΗ έβαζε ένα υδροηλεκτρικό στον διαγωνισμό ισχύος από 150 έως 200 MW, υπολογίζεται ότι θα έχανε έσοδα της τάξης των 20 εκατ. τον χρόνο. Είναι ανοησία να μην πουλούν υδροηλεκτρικά με ετήσια απώλεια εσόδων 20 εκατ. ευρώ ενώ την ίδια στιγμή δέχονται να χάνουν από τις ΝΟΜΕ πάνω από 223 εκατ. ευρώ», εξηγεί η ίδια πηγή.
Εκαψαν το σχέδιο και τις προειδοποιήσεις της McKinsey
Για τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ είχε προειδοποιήσει η μελέτη της McKinsey από την άνοιξη του 2018. Το πενταετές business plan που είχε παραγγείλει η ΔΕΗ στον διεθνή οίκο, για να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση του ομίλου και την υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου εξυγίανσης, έγινε γνωστό μόνο από διαρροές στον Τύπο. Εδειχνε όμως εμφαντικά ότι το καράβι μπάζει νερά και για να μη βουλιάξει πρότεινε μια σειρά από γενναία μέτρα που η διοίκηση καθ’ υπόδειξιν των πολιτικών της προϊσταμένων επέλεξε να κρατήσει στο συρτάρι, συνεχίζοντας την ανερμάτιστη πολιτική της.
Το σχέδιο της McKinsey προέβλεπε, μεταξύ άλλων, βελτίωση της κερδοφορίας της ΔΕΗ κατά 500 εκατ. στην επόμενη πενταετία, κούρεμα προσωπικού περίπου κατά 6.000 άτομα έως το 2022, αύξηση τιμολογίων και στροφή της Επιχείρησης στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ως μόνη διέξοδο για να εκσυγχρονιστεί, να ακολουθήσει τον διεθνή βηματισμό προς τις ΑΠΕ και να απαλλαγεί από τον βραχνά των δικαιωμάτων ρύπων.
Η δυσκολία της ΔΕΗ να εξορθολογήσει τα μεγάλα λειτουργικά της κόστη φάνηκε και από τον διαγωνισμό για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων.
Με δυσκολία και αφού οι υποψήφιοι επενδυτές απείλησαν ότι δεν θα συμμετάσχουν στον διαγωνισμό, πήρε την απόφαση να ελαφρύνει από προσωπικό τα εργοστάσια λιγνίτη. Οσοι όμως δεν έφυγαν με την εθελουσία, βρήκαν στέγη στη ΔΕΗ και τις θυγατρικές της (ΔΕΔΔΗΕ).
Σήμερα με την εικόνα των ζημιών-μαμούθ της ΔΕΗ και με το τεράστιο κόστος των CO2 ακόμη και το σχέδιο της McKinsey δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες της Επιχείρησης, αποδεικνύοντας πόσο καταστροφικός ήταν για άλλη μια φορά ο σφικτός εναγκαλισμός της με την εκτελεστική εξουσία, καθιστώντας την προβληματική επιχείρηση και υπ’ αριθμόν ένα συστημικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία.
Εχασαν ένα πολύτιμο asset με την πώληση του ΑΔΜΗΕ
Η διαγραφή της πολιτικής για τη Μικρή ΔΕΗ δεν ήταν η μόνη λανθασμένη στρατηγική για την οποία δέχεται κριτική η κυβέρνηση στη διαχείριση της ΔΕΗ και των πολύτιμων περιουσιακών της στοιχείων. Η πώληση του ΑΔΜΗΕ που ήρθε ως άλλη μία μνημονιακή υποχρέωση οδήγησε στον ιδιοκτησιακό διαχωρισμό του μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση του 51% των μετοχών της εταιρείας από το Δημόσιο.
Τα έσοδα που εισέπραξε η ΔΕΗ, όπως έχει ανακοινώσει στη Βουλή ο κ. Παναγιωτάκης, ανήλθαν σε 500 εκατ. ευρώ όταν η αξία της υπολογίζεται σε 1,2 δισ. ευρώ. Ωστόσο στην ετήσια οικονομική κατάσταση του 2018 το καθαρό κέρδος της καταγράφεται ότι ήταν 198,6 εκατ. ευρώ. Οπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, πρόκειται για περιουσιακό στοιχείο που απέφερε ετησίως στη ΔΕΗ κέρδη από 80 έως 100 εκατ. ευρώ.
Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι με το μοντέλο πώλησης του 66% των μετοχών που είχε προκρίνει η προηγούμενη κυβέρνηση τα αναμενόμενα έσοδα υπολογίζονταν σε άνω από 1 δισ. ευρώ.
Επίσης, ακριβά θα πληρώσει η ΔΕΗ και τα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχει προς τον ΑΔΜΗΕ, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, από τη συμμετοχή της στη χονδρεμπορική αγορά.
Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια είναι η δικαστική διαμάχη που έχει ξεσπάσει μεταξύ της ΔΕΗ και της πρώην θυγατρικής της. Σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση, η ΔΕΗ έχει σχηματίσει πρόβλεψη ύψους 109,5 εκατ. ευρώ για τόκους υπερημερίας που διεκδικεί ο ΑΔΜΗΕ από την Επιχείρηση στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Οπως σημειώνεται, για τη διεκδίκηση των τόκων ο ΑΔΜΗΕ έχει αποστείλει εξώδικο για το ποσό των 78,7 εκατ. ευρώ και κατέθεσε αγωγές για 30,8 εκατ. ευρώ. Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί μία από τις πέντε σοβαρότερες αιτίες που βύθισαν σε ζημιές-μαμούθ την εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας το 2018.
Για κάποιους, η συνταγή «διώχνουμε στην αγορά το 50% της ΔΕΗ» ήταν τόσο σκληρή που ερμηνεύεται και ως μια μορφή εκδίκησης των θεσμών απέναντι στα πισωγυρίσματα αλλά και τις αδυναμίες της αριστερής κυβέρνησης να ανοίξει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να βάλει μέσα τους ιδιώτες επενδυτές.
Κάπως έτσι περάσαμε στην άλλη όχθη του ποταμού με πολλές αντιφάσεις.
Από τη μια να προσπαθεί η διοίκηση της ΔΕΗ να περιορίσει το μερίδιό της στο 49% (!) στο τέλος του 2019 για να πιάσει τους μνημονιακούς στόχους και από την άλλη να υιοθετεί σύγχρονες πολιτικές μάρκετινγκ, όπως η έκπτωση 15% στους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς ρεύματος ως επιβράβευση των συνεπών πελατών. Μια εμπορική πρακτική που η αγορά της ενέργειας αποδίδει τη μέγιστη ευθύνη στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Μανόλη Παναγιωτάκη, τον οποίο κατηγορεί ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να μην ανοίξει τον ανταγωνισμό.
Ωστόσο η πολιτική αυτή, πέρα από το γεγονός ότι εκτίναξε το κόστος για την Επιχείρηση, έδωσε πολύ ισχυρά κίνητρα στους καταναλωτές να μην την εγκαταλείψουν, που είναι και το ζητούμενο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που η ΔΕΗ θα έχανε πελάτες.
Η συμφωνία με την τρόικα προέβλεπε ότι η Επιχείρηση θα εκχωρούσε, κατά το γαλλικό μοντέλο, μέσα από δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας (τις γνωστές και ως ΝΟΜΕ) στους ιδιώτες προμηθευτές ενέργειας ποσότητες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε φθηνές τιμές. Εκείνοι με τη σειρά τους θα τις αγόραζαν για να προσφέρουν ελκυστικότερη τιμολογιακή πολιτική σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Το μοντέλο των ΝΟΜΕ όμως δεν άργησε να δείξει τον στρεβλό του χαρακτήρα ανοίγοντας μεγάλα μέτωπα και μια νέα τεράστια πληγή για τη ΔΕΗ, που πέρυσι την επιβάρυνε με κόστος 223,8 εκατ. ευρώ.
Το εξωπραγματικό είναι ότι με την ενέργεια που διοχετεύει η εταιρεία στους ανταγωνιστές της διαθέτει το σύνολο της παραγωγής της και αναγκάζεται να αγοράζει επιπλέον ποσότητες από τη χονδρική αγορά με υψηλό κόστος.
Ενα μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας (έως και 50%) νομότυπα εξάγεται από τους ιδιώτες στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα των τιμολογίων να είναι ασήμαντη για τους καταναλωτές και οι γείτονές μας στα Βαλκάνια να απολαμβάνουν χαμηλότερες τιμές από εκείνες που βλέπουν στους μηνιαίους λογαριασμούς της οι πελάτες της Επιχείρησης.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι η ΔΕΗ στο τέλος του 2018 είχε μερίδιο στην αγορά προμήθειας 81,9% έναντι στόχου 62,24%. Πρακτικά αυτό σημαίνει και ότι δεν έπιασε την ετήσια μνημονιακή απαίτηση και ότι θα χρειαστεί να δημοπρατήσει μέσα στο 2019 μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας (528 MW) ως πέναλτι και να επωμιστεί μεγαλύτερο κόστος.
«Η παρωδία με τα ΝΟΜΕ και το τεράστιο κόστος που επωμίζεται σήμερα η ΔΕΗ θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η κυβέρνηση είχε δεχτεί να βάλει στο πακέτο της πώλησης των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικές μονάδες», τονίζει παράγοντας της αγοράς. Και αυτό γιατί αν το πακέτο του λιγνίτη γινόταν πιο ελκυστικό για τους επενδυτές δεν θα κηρυσσόταν άγονη η προηγούμενη διαδικασία για την πώληση του 40% της παραγωγής της ΔΕΗ, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί η διάρκεια των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας. Η επιτυχία του διαγωνισμού θα σημάνει και τη λήξη των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας.
Ωστόσο η εμμονή της κυβέρνησης να μην πουληθούν τα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ καθιστά προβληματική και τη δεύτερη απόπειρα πώλησης των μονάδων του λιγνίτη σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη. «Εάν η ΔΕΗ έβαζε ένα υδροηλεκτρικό στον διαγωνισμό ισχύος από 150 έως 200 MW, υπολογίζεται ότι θα έχανε έσοδα της τάξης των 20 εκατ. τον χρόνο. Είναι ανοησία να μην πουλούν υδροηλεκτρικά με ετήσια απώλεια εσόδων 20 εκατ. ευρώ ενώ την ίδια στιγμή δέχονται να χάνουν από τις ΝΟΜΕ πάνω από 223 εκατ. ευρώ», εξηγεί η ίδια πηγή.
Εκαψαν το σχέδιο και τις προειδοποιήσεις της McKinsey
Για τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ είχε προειδοποιήσει η μελέτη της McKinsey από την άνοιξη του 2018. Το πενταετές business plan που είχε παραγγείλει η ΔΕΗ στον διεθνή οίκο, για να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση του ομίλου και την υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου εξυγίανσης, έγινε γνωστό μόνο από διαρροές στον Τύπο. Εδειχνε όμως εμφαντικά ότι το καράβι μπάζει νερά και για να μη βουλιάξει πρότεινε μια σειρά από γενναία μέτρα που η διοίκηση καθ’ υπόδειξιν των πολιτικών της προϊσταμένων επέλεξε να κρατήσει στο συρτάρι, συνεχίζοντας την ανερμάτιστη πολιτική της.
Το σχέδιο της McKinsey προέβλεπε, μεταξύ άλλων, βελτίωση της κερδοφορίας της ΔΕΗ κατά 500 εκατ. στην επόμενη πενταετία, κούρεμα προσωπικού περίπου κατά 6.000 άτομα έως το 2022, αύξηση τιμολογίων και στροφή της Επιχείρησης στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ως μόνη διέξοδο για να εκσυγχρονιστεί, να ακολουθήσει τον διεθνή βηματισμό προς τις ΑΠΕ και να απαλλαγεί από τον βραχνά των δικαιωμάτων ρύπων.
Η δυσκολία της ΔΕΗ να εξορθολογήσει τα μεγάλα λειτουργικά της κόστη φάνηκε και από τον διαγωνισμό για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων.
Με δυσκολία και αφού οι υποψήφιοι επενδυτές απείλησαν ότι δεν θα συμμετάσχουν στον διαγωνισμό, πήρε την απόφαση να ελαφρύνει από προσωπικό τα εργοστάσια λιγνίτη. Οσοι όμως δεν έφυγαν με την εθελουσία, βρήκαν στέγη στη ΔΕΗ και τις θυγατρικές της (ΔΕΔΔΗΕ).
Σήμερα με την εικόνα των ζημιών-μαμούθ της ΔΕΗ και με το τεράστιο κόστος των CO2 ακόμη και το σχέδιο της McKinsey δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες της Επιχείρησης, αποδεικνύοντας πόσο καταστροφικός ήταν για άλλη μια φορά ο σφικτός εναγκαλισμός της με την εκτελεστική εξουσία, καθιστώντας την προβληματική επιχείρηση και υπ’ αριθμόν ένα συστημικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία.
Εχασαν ένα πολύτιμο asset με την πώληση του ΑΔΜΗΕ
Η διαγραφή της πολιτικής για τη Μικρή ΔΕΗ δεν ήταν η μόνη λανθασμένη στρατηγική για την οποία δέχεται κριτική η κυβέρνηση στη διαχείριση της ΔΕΗ και των πολύτιμων περιουσιακών της στοιχείων. Η πώληση του ΑΔΜΗΕ που ήρθε ως άλλη μία μνημονιακή υποχρέωση οδήγησε στον ιδιοκτησιακό διαχωρισμό του μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση του 51% των μετοχών της εταιρείας από το Δημόσιο.
Τα έσοδα που εισέπραξε η ΔΕΗ, όπως έχει ανακοινώσει στη Βουλή ο κ. Παναγιωτάκης, ανήλθαν σε 500 εκατ. ευρώ όταν η αξία της υπολογίζεται σε 1,2 δισ. ευρώ. Ωστόσο στην ετήσια οικονομική κατάσταση του 2018 το καθαρό κέρδος της καταγράφεται ότι ήταν 198,6 εκατ. ευρώ. Οπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, πρόκειται για περιουσιακό στοιχείο που απέφερε ετησίως στη ΔΕΗ κέρδη από 80 έως 100 εκατ. ευρώ.
Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι με το μοντέλο πώλησης του 66% των μετοχών που είχε προκρίνει η προηγούμενη κυβέρνηση τα αναμενόμενα έσοδα υπολογίζονταν σε άνω από 1 δισ. ευρώ.
Επίσης, ακριβά θα πληρώσει η ΔΕΗ και τα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχει προς τον ΑΔΜΗΕ, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, από τη συμμετοχή της στη χονδρεμπορική αγορά.
Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια είναι η δικαστική διαμάχη που έχει ξεσπάσει μεταξύ της ΔΕΗ και της πρώην θυγατρικής της. Σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση, η ΔΕΗ έχει σχηματίσει πρόβλεψη ύψους 109,5 εκατ. ευρώ για τόκους υπερημερίας που διεκδικεί ο ΑΔΜΗΕ από την Επιχείρηση στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Οπως σημειώνεται, για τη διεκδίκηση των τόκων ο ΑΔΜΗΕ έχει αποστείλει εξώδικο για το ποσό των 78,7 εκατ. ευρώ και κατέθεσε αγωγές για 30,8 εκατ. ευρώ. Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί μία από τις πέντε σοβαρότερες αιτίες που βύθισαν σε ζημιές-μαμούθ την εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας το 2018.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr