Λευτέρης Χαρίτος: Η ζωή του σκηνοθέτη πριν & μετά τις «Άγριες Μέλισσες»
06.05.2020
19:52
Ο σκηνοθέτης του τηλεοπτικού hit της σεζόν αδημονεί για την επανεκκίνηση των «Αγριων Μελισσών» που ξεκινούν γυρίσματα την ερχόμενη Δευτέρα και – με τα μέχρι στιγμής δεδομένα - επιστρέφουν στις οθόνες μας στις 18 Μαΐου
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν δημοσιογράφο από την απομαγνητοφώνηση. Εντάξει, ας είμαστε ειλικρινείς. Υπάρχουν δεκάδες χειρότερα πράγματα για έναν δημοσιογράφο, όμως η απομαγνητοφώνηση έχει το δίχως άλλο θέση ζηλευτή στην άρρητη κορυφαία δεκάδα τους. Και αυτό δεν είναι προϊόν αυτοψυχανάλυσης, αλλά ο τρόπος για να επισημάνει κανείς ότι η φωνή του Λευτέρη Χαρίτου έχει κάτι τόσο ήρεμο, σχεδόν πράο, κάτι αναπόδραστα καθησυχαστικό που κάνει ακόμα και μια «βρώμικη» δουλειά να κυλά σαν γάργαρο νεράκι. Ο επικεφαλής σκηνοθέτης των «Αγριων Μελισσών», δηλαδή ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα της πιο επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς της σεζόν, έχει έναν πηγαίο και απέριττο τρόπο να μιλά για τα πράγματα. Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει, αρκεί να ακούσει τα podcasts του με τον αμήχανα επίκαιρο τίτλο «Καραντίνα» στην πλατφόρμα pod.gr, της οποίας είναι συνιδρυτής.
«Είπαμε να φέρουμε τα podcasts στην Ελλάδα. Ξεκινήσαμε αρχές Μαρτίου, όταν όλοι ακόμα αναρωτιόμασταν τι θα γίνει με τον κορωνοϊό. Ενώ αρχικά συζητούσα να κάνω ένα podcast των “Αγριων Μελισσών”, το οποίο ακόμα υπάρχει ως προοπτική, μπήκαμε σε καραντίνα και φάνηκε ωραία η ιδέα να κάνω την “Καραντίνα”. Και άρχισα τα τηλέφωνα σε φίλους, γνωστούς και προσωπικότητες. Είμαι ευτυχής που μίλησαν οι περισσότεροι», λέει. Από τον Κωνσταντίνο Τζούμα μέχρι τη Μυρτώ Κοντοβά και από τον Πέτρο Μάρκαρη μέχρι τον Γιάννη Μπέζο, πολλοί σημαντικοί συνομιλητές περιέγραψαν τη δική τους καραντίνα μέσα σε δέκα λεπτά της ώρας. Αλήθεια, όμως, γιατί μόνο για τόσο; «Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω κάποια απάντηση σε αυτό. Γενικά τα podcasts είναι δύσκολο πράγμα. Για να βγάλεις ένα μισάωρο απαιτείται πολλαπλάσια δουλειά. Αν άνοιγε πολύ η κουβέντα, δεν ξέρω αν το σύστημα θα μπορούσε να το διαχειριστεί σε καθημερινή βάση. Είναι αυτή η κατάρα του καθημερινού. Και οι “Αγριες Μέλισσες” αν παίζονταν μια-δυο φορές την εβδομάδα θα ήταν μια τελείως διαφορετική ιστορία».
Ο Λευτέρης Χαρίτος, που είναι πια αρκετά διάσημος ώστε, όπως περιγράφει, όταν πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσει δέκα φέτες ζαμπόν, να του ζητείται ως αντάλλαγμα ένα στοιχείο για την εξέλιξη στη σχέση του Νικηφόρου και της Δρόσως, δεν μπορεί να ξεφύγει από την πολυπραγμοσύνη. «Εχω μια μανία», παραδέχεται.
«Ξέρετε, εμείς οι καλλιτέχνες κουβαλάμε την ενοχή ότι είμαστε τεμπέληδες. Και δεν ξέρω, κάπως μεγάλωσα πια και προσπαθώ να αποδείξω ότι δεν είμαι απ’ αυτούς». Παρ’ όλα αυτά, είναι ο χρόνος για τον εαυτό του εκείνο που προτάσσει όταν τον ρωτώ τι επανεκτίμησε την περίοδο του κοινωνικού αποκλεισμού. «Εχω εκτιμήσει πάρα πολύ τον προσωπικό μου χρόνο. Δεν θέλω να μπω ξανά σε ένα ατέρμονο κυνήγι. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις “Αγριες Μέλισσες” γιατί ασχολούμαι και με πολλά άλλα πράγματα. Ενας σκηνοθέτης γενικά έχει πάντα 3-4 projects που τρέχει. Δεν σταματάς να ονειρεύεσαι επειδή έχεις μια σειρά που πηγαίνει καλά. Αυτό που νιώθουμε ότι αν δεν δουλεύουμε δεν κάνουμε τίποτα, δεν θα ήθελα να μου συμβεί ποτέ ξανά στη ζωή μου. Είναι τόσο εύκολο να ξεχαστείς. Νομίζω ότι όλοι κλειστήκαμε λίγο μέσα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- και ήρθαμε σε επαφή με την αληθινή μας ζωή που έτρεχε ερήμην μας. Ολοι ακουμπάμε σε ανθρώπους και καταστάσεις που θεωρούμε δεδομένα, αλλά τίποτα δεν είναι δεδομένο. Νομίζω ότι όλο αυτό έχει να κάνει πολύ με την κρίση που περάσαμε. Μας έχει μείνει ο κίνδυνος να μείνεις χωρίς δουλειά, ο κίνδυνος να μην έχει να φάει το παιδί σου. Η κρίση με πέτυχε στη χρυσή δεκαετία των 40, σε μια ηλικία όπου πρέπει να είσαι αποδοτικός και στην ακμή της καριέρας σου. Επειδή πέρασα κι εγώ κάποια χρόνια αρκετά δύσκολα, αυτό σου μένει. Και υπάρχει ένας φόβος. Οπότε λες, να κάνω κι αυτό, να κάνω κι εκείνο, να κάνω και το άλλο».
Γι’ αυτό και ακούγεται αναμενόμενο το γεγονός ότι η δουλειά σε αυτή την περίοδο της αναπάντεχης αλλά επιβεβλημένης παύσης δεν του έλειψε. Και δεν φέρει καμία ενοχή που το ομολογεί. «Ημουν ένας πάρα πολύ κουρασμένος άνθρωπος. Με το που ήρθε η παύση μού φάνηκε τόσο ευεργετική. Nομίζω ότι, εάν συνέχιζα στους ρυθμούς δουλειάς που ήμουν, θα είχα πάθει break down. Και δεν είναι μόνο κάτι δικό μου αυτό. Με πολλούς ανθρώπους από τη σειρά που μιλάω, όλοι είχαν ανάγκη αυτό το παράξενο πράγμα. Τώρα σιγά-σιγά θα μπούμε στο γύρισμα. Εκεί που θα άρχιζε να μου λείπει, επανερχόμαστε».
Δηλαδή οι «Αγριες Μέλισσες» είναι έτοιμες για την ολική επαναφορά τους, προσφέροντας έναν λόγο να κλειστεί κανείς ξανά αλλά οικειοθελώς στο σπίτι; «Είμαστε από τους πρώτους επαγγελματικούς κλάδους που θα επιστρέψουμε. Ο κόσμος το έχει μεγάλη ανάγκη αυτό. Μας αγάπησε. Είμαι λίγο περίεργος αν η επάνοδος θα είναι το ίδιο ισχυρή. Ο εγκλεισμός σού δημιουργεί μια ανάγκη να βγεις από το σπίτι. Δεν ξέρω αν το καθημερινό ραντεβού θα τηρηθεί, όμως τα μηνύματα που παίρνουμε δείχνουν ανυπομονησία. Είναι τόσο καινούριο όλο αυτό που ζούμε», εξηγεί ο ίδιος, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες που θα έχει να αντιμετωπίσει στη μετά τον κορωνοϊό εποχή.
«Ακριβώς επειδή είμαι επικεφαλής σκηνοθέτης, αυτές οι νέες συνθήκες είναι που με αγχώνουν - με την καλή έννοια. Είμαστε συνέχεια σε επαφή με την παραγωγή για να δούμε πώς θα γίνει όλο αυτό πρακτικά. Κυκλοφόρησε κι ένα έγγραφο οδηγιών από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τους κινηματογραφιστές. Είναι λίγο τσιμπημένες για τις δικές μας παραγωγές, παρ’ όλα αυτά είναι κάποια πράγματα που θα τα ακολουθήσουμε όλοι. Οσονούπω θα συζητήσουμε και για σκηνές με πιο πολύ κόσμο, με φιλιά, αγκαλιές. Ξέρετε, τον τηλεθεατή δεν τον ενδιαφέρει αν υπάρχει κορωνοϊός. Δεν θα πει “α, τι ωραία σκηνή κάνανε αυτοί με κορωνοϊό!”. Θέλει όταν παθιάζονται ο Λάμπρος και η Λενιώ να φιλιούνται, όχι να κοιτάζονται από μακριά». Αδικο έχει;
Τα αισθήματα που έχει ο Λευτέρης Χαρίτος είναι κάπου στη μέση: ούτε ανυπομονεί, ούτε φοβάται να επιστρέψει εκεί έξω. «Εχω την απορία που έχουμε όλοι: πώς θα είναι; Εχω μια εγγενή περιέργεια ως άνθρωπος. Η περιέργεια είναι που με κρατάει στη ζωή», λέει. Εύλογο, άλλωστε, ως σκηνοθέτης αν κάτι ξέρει να κάνει καλά είναι να παρατηρεί τους ανθρώπους, να καταγράφει τις εκφράσεις και να αποκρυσταλλώνει ακόμα και τις παύσεις τους. Αλήθεια, όμως, πώς έγινε σκηνοθέτης; «Ηθελα να γίνω φυσικομαθηματικός. Αλλά όταν πήγαινα στην Γ’ Λυκείου ερωτεύτηκα πολύ. Μια κοπέλα από την Αμερική. Και τα φόρτωσα όλα στον κόκορα. Είπα ότι θα έδινα εξετάσεις την επόμενη χρονιά. Σε εκείνο το μεσοδιάστημα αποφάσισα να παρακολουθήσω μια ιδιωτική σχολή Σκηνοθεσίας. Με το που πήγα έπαθα έρωτα. Το μυστικό βέβαια είναι ότι ο πατέρας μου δούλευε στην Εθνική Τράπεζα αλλά παράλληλα ήταν και είναι και κριτικός κινηματογράφου. Οπότε τον κινηματογράφο τον είχα σπίτι μου από μωρό. Τα αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά τα έχω δει σε πολύ τρυφερή ηλικία». Αυτό σημαίνει ότι ο πατέρας του ήταν ο καλύτερος σύμμαχος στην επαγγελματική επιλογή του; «Νομίζω ότι κανένας γονιός δεν θέλει κατά βάθος το παιδί του να γίνει καλλιτέχνης. Μόνο αν είσαι επιτυχημένος το δέχονται. Επειδή μία από τις άλλες δραστηριότητές μου είναι να διδάσκω Σκηνοθεσία το βλέπω ακόμα. Λίγοι είναι οι γονείς που έρχονται με χαρά και λένε “το παιδί μου θα γίνει σκηνοθέτης”. Κι ο πατέρας μου στην αρχή ζορίστηκε λίγο, όμως μετά πήγα για σπουδές στο Λονδίνο και όλα μπήκαν σε μια ροή».
Η επιτυχία, αν λάβει κανείς ως μονάδα μέτρησης την πλατιά αναγνώριση, ήρθε φέτος στη ζωή του σκηνοθέτη. Αραγε, ήταν ζητούμενο από παλιά; «Δεν σκεφτόμουν τη δημοσιότητα. Οι σκηνοθέτες θέλουμε να είμαστε πίσω. Από την άλλη, όταν κάνει επιτυχία μια σειρά, ειδικά καθημερινή, αυτό σε συμπαρασύρει. Γίνεται ένα μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητας μιας χώρας. Και επειδή οι “Μέλισσες” έκαναν επιτυχία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που περιμέναμε, μας βρήκε όλους απροετοίμαστους. Στην αρχή το ζούσα πολύ περίεργα. Αρχισα να το καταλαβαίνω νωρίς, με τα πρώτα δημοσιεύματα πολλούς μήνες πριν από την πρεμιέρα της σειράς. Ξαφνικά είχα δέκα friend requests στο Facebook σε μία ημέρα. Και την άλλη ημέρα είχα δώδεκα. Μετά ήρθε σε κύματα όλο αυτό. Τώρα αν είναι ζητούμενο, νομίζω ότι απλώς σου κάνει ενδεχομένως τη ζωή πιο εύκολη». Και απ’ ό,τι καταλαβαίνει κανείς, σου δίνει χαρά. «Φυσικά και είμαι χαρούμενος για την επιτυχία της σειράς. Ολοι είμαστε. Και ο Γιάννης Καραγιάννης και ο Τζώρτζης Ποφάντης του ΑΝΤ1, που ήταν δική του ιδέα να γίνει μια καθημερινή σειρά εποχής, και η σεναριογράφος Μελίνα Τσαμπάνη. Πολύ μεγάλη χαρά έχουμε όλοι».
Να σκεφτεί κανείς ότι όλα ξεκίνησαν με ένα «ωχ». Ο Χαρίτος λέει ότι τα δύο γράμματα του επιφωνήματος συμπύκνωσαν την έκπληξη, την αγωνία αλλά και την πρόκληση που προοιωνιζόταν όταν του πρότειναν τη σκηνοθεσία της σειράς. «Είπα “ωχ”, γιατί είχα άγνοια κινδύνου. Αλλά μ’ αρέσουν οι μεγάλες προκλήσεις. Γι’ αυτό και δεν έχω κάνει μόνο ένα είδος μέχρι τώρα. Αν δεν ήταν τέτοιο το σενάριο, δεν ξέρω αν θα έμπαινα σε καθημερινή σειρά. Τώρα καταλαβαίνω και πολλούς συναδέλφους που κάνουν χρόνια αυτή τη δουλειά. Είναι τρομερά δύσκολη, ανεξαρτήτως τελικής ποιότητας. Υπάρχει και η αρνητική φόρτιση της λέξης “σαπουνόπερα” που κουβαλάει μια καθημερινή σειρά. Δεν το καταλαβαίνω. Εχω τη θεωρία ότι δεν υπάρχει η έννοια “σαπουνόπερα”. Υπάρχει καλή και κακή μυθοπλασία. Από τη στιγμή που έχει τελειώσει η αρχαία ελληνική τραγωδία και έχουν γίνει όλα εκεί, τα πιο ακραία, που αν τα βλέπαμε σήμερα σε μια σειρά θα λέγαμε “πω πω, τι σαπουνόπερα είναι ο Οιδίποδας!”, από εκεί και πέρα σημασία έχει πώς το κάνεις, με καλό ή με κακό τρόπο. Ηθελα λοιπόν να γίνει κάτι ποιοτικό που να αφορά όμως πολύ κόσμο. Πολύ με ενδιέφερε αυτό».
«Είπαμε να φέρουμε τα podcasts στην Ελλάδα. Ξεκινήσαμε αρχές Μαρτίου, όταν όλοι ακόμα αναρωτιόμασταν τι θα γίνει με τον κορωνοϊό. Ενώ αρχικά συζητούσα να κάνω ένα podcast των “Αγριων Μελισσών”, το οποίο ακόμα υπάρχει ως προοπτική, μπήκαμε σε καραντίνα και φάνηκε ωραία η ιδέα να κάνω την “Καραντίνα”. Και άρχισα τα τηλέφωνα σε φίλους, γνωστούς και προσωπικότητες. Είμαι ευτυχής που μίλησαν οι περισσότεροι», λέει. Από τον Κωνσταντίνο Τζούμα μέχρι τη Μυρτώ Κοντοβά και από τον Πέτρο Μάρκαρη μέχρι τον Γιάννη Μπέζο, πολλοί σημαντικοί συνομιλητές περιέγραψαν τη δική τους καραντίνα μέσα σε δέκα λεπτά της ώρας. Αλήθεια, όμως, γιατί μόνο για τόσο; «Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω κάποια απάντηση σε αυτό. Γενικά τα podcasts είναι δύσκολο πράγμα. Για να βγάλεις ένα μισάωρο απαιτείται πολλαπλάσια δουλειά. Αν άνοιγε πολύ η κουβέντα, δεν ξέρω αν το σύστημα θα μπορούσε να το διαχειριστεί σε καθημερινή βάση. Είναι αυτή η κατάρα του καθημερινού. Και οι “Αγριες Μέλισσες” αν παίζονταν μια-δυο φορές την εβδομάδα θα ήταν μια τελείως διαφορετική ιστορία».
Ο Λευτέρης Χαρίτος, που είναι πια αρκετά διάσημος ώστε, όπως περιγράφει, όταν πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσει δέκα φέτες ζαμπόν, να του ζητείται ως αντάλλαγμα ένα στοιχείο για την εξέλιξη στη σχέση του Νικηφόρου και της Δρόσως, δεν μπορεί να ξεφύγει από την πολυπραγμοσύνη. «Εχω μια μανία», παραδέχεται.
«Ξέρετε, εμείς οι καλλιτέχνες κουβαλάμε την ενοχή ότι είμαστε τεμπέληδες. Και δεν ξέρω, κάπως μεγάλωσα πια και προσπαθώ να αποδείξω ότι δεν είμαι απ’ αυτούς». Παρ’ όλα αυτά, είναι ο χρόνος για τον εαυτό του εκείνο που προτάσσει όταν τον ρωτώ τι επανεκτίμησε την περίοδο του κοινωνικού αποκλεισμού. «Εχω εκτιμήσει πάρα πολύ τον προσωπικό μου χρόνο. Δεν θέλω να μπω ξανά σε ένα ατέρμονο κυνήγι. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις “Αγριες Μέλισσες” γιατί ασχολούμαι και με πολλά άλλα πράγματα. Ενας σκηνοθέτης γενικά έχει πάντα 3-4 projects που τρέχει. Δεν σταματάς να ονειρεύεσαι επειδή έχεις μια σειρά που πηγαίνει καλά. Αυτό που νιώθουμε ότι αν δεν δουλεύουμε δεν κάνουμε τίποτα, δεν θα ήθελα να μου συμβεί ποτέ ξανά στη ζωή μου. Είναι τόσο εύκολο να ξεχαστείς. Νομίζω ότι όλοι κλειστήκαμε λίγο μέσα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- και ήρθαμε σε επαφή με την αληθινή μας ζωή που έτρεχε ερήμην μας. Ολοι ακουμπάμε σε ανθρώπους και καταστάσεις που θεωρούμε δεδομένα, αλλά τίποτα δεν είναι δεδομένο. Νομίζω ότι όλο αυτό έχει να κάνει πολύ με την κρίση που περάσαμε. Μας έχει μείνει ο κίνδυνος να μείνεις χωρίς δουλειά, ο κίνδυνος να μην έχει να φάει το παιδί σου. Η κρίση με πέτυχε στη χρυσή δεκαετία των 40, σε μια ηλικία όπου πρέπει να είσαι αποδοτικός και στην ακμή της καριέρας σου. Επειδή πέρασα κι εγώ κάποια χρόνια αρκετά δύσκολα, αυτό σου μένει. Και υπάρχει ένας φόβος. Οπότε λες, να κάνω κι αυτό, να κάνω κι εκείνο, να κάνω και το άλλο».
Γι’ αυτό και ακούγεται αναμενόμενο το γεγονός ότι η δουλειά σε αυτή την περίοδο της αναπάντεχης αλλά επιβεβλημένης παύσης δεν του έλειψε. Και δεν φέρει καμία ενοχή που το ομολογεί. «Ημουν ένας πάρα πολύ κουρασμένος άνθρωπος. Με το που ήρθε η παύση μού φάνηκε τόσο ευεργετική. Nομίζω ότι, εάν συνέχιζα στους ρυθμούς δουλειάς που ήμουν, θα είχα πάθει break down. Και δεν είναι μόνο κάτι δικό μου αυτό. Με πολλούς ανθρώπους από τη σειρά που μιλάω, όλοι είχαν ανάγκη αυτό το παράξενο πράγμα. Τώρα σιγά-σιγά θα μπούμε στο γύρισμα. Εκεί που θα άρχιζε να μου λείπει, επανερχόμαστε».
Δηλαδή οι «Αγριες Μέλισσες» είναι έτοιμες για την ολική επαναφορά τους, προσφέροντας έναν λόγο να κλειστεί κανείς ξανά αλλά οικειοθελώς στο σπίτι; «Είμαστε από τους πρώτους επαγγελματικούς κλάδους που θα επιστρέψουμε. Ο κόσμος το έχει μεγάλη ανάγκη αυτό. Μας αγάπησε. Είμαι λίγο περίεργος αν η επάνοδος θα είναι το ίδιο ισχυρή. Ο εγκλεισμός σού δημιουργεί μια ανάγκη να βγεις από το σπίτι. Δεν ξέρω αν το καθημερινό ραντεβού θα τηρηθεί, όμως τα μηνύματα που παίρνουμε δείχνουν ανυπομονησία. Είναι τόσο καινούριο όλο αυτό που ζούμε», εξηγεί ο ίδιος, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες που θα έχει να αντιμετωπίσει στη μετά τον κορωνοϊό εποχή.
«Ακριβώς επειδή είμαι επικεφαλής σκηνοθέτης, αυτές οι νέες συνθήκες είναι που με αγχώνουν - με την καλή έννοια. Είμαστε συνέχεια σε επαφή με την παραγωγή για να δούμε πώς θα γίνει όλο αυτό πρακτικά. Κυκλοφόρησε κι ένα έγγραφο οδηγιών από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τους κινηματογραφιστές. Είναι λίγο τσιμπημένες για τις δικές μας παραγωγές, παρ’ όλα αυτά είναι κάποια πράγματα που θα τα ακολουθήσουμε όλοι. Οσονούπω θα συζητήσουμε και για σκηνές με πιο πολύ κόσμο, με φιλιά, αγκαλιές. Ξέρετε, τον τηλεθεατή δεν τον ενδιαφέρει αν υπάρχει κορωνοϊός. Δεν θα πει “α, τι ωραία σκηνή κάνανε αυτοί με κορωνοϊό!”. Θέλει όταν παθιάζονται ο Λάμπρος και η Λενιώ να φιλιούνται, όχι να κοιτάζονται από μακριά». Αδικο έχει;
Τα αισθήματα που έχει ο Λευτέρης Χαρίτος είναι κάπου στη μέση: ούτε ανυπομονεί, ούτε φοβάται να επιστρέψει εκεί έξω. «Εχω την απορία που έχουμε όλοι: πώς θα είναι; Εχω μια εγγενή περιέργεια ως άνθρωπος. Η περιέργεια είναι που με κρατάει στη ζωή», λέει. Εύλογο, άλλωστε, ως σκηνοθέτης αν κάτι ξέρει να κάνει καλά είναι να παρατηρεί τους ανθρώπους, να καταγράφει τις εκφράσεις και να αποκρυσταλλώνει ακόμα και τις παύσεις τους. Αλήθεια, όμως, πώς έγινε σκηνοθέτης; «Ηθελα να γίνω φυσικομαθηματικός. Αλλά όταν πήγαινα στην Γ’ Λυκείου ερωτεύτηκα πολύ. Μια κοπέλα από την Αμερική. Και τα φόρτωσα όλα στον κόκορα. Είπα ότι θα έδινα εξετάσεις την επόμενη χρονιά. Σε εκείνο το μεσοδιάστημα αποφάσισα να παρακολουθήσω μια ιδιωτική σχολή Σκηνοθεσίας. Με το που πήγα έπαθα έρωτα. Το μυστικό βέβαια είναι ότι ο πατέρας μου δούλευε στην Εθνική Τράπεζα αλλά παράλληλα ήταν και είναι και κριτικός κινηματογράφου. Οπότε τον κινηματογράφο τον είχα σπίτι μου από μωρό. Τα αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά τα έχω δει σε πολύ τρυφερή ηλικία». Αυτό σημαίνει ότι ο πατέρας του ήταν ο καλύτερος σύμμαχος στην επαγγελματική επιλογή του; «Νομίζω ότι κανένας γονιός δεν θέλει κατά βάθος το παιδί του να γίνει καλλιτέχνης. Μόνο αν είσαι επιτυχημένος το δέχονται. Επειδή μία από τις άλλες δραστηριότητές μου είναι να διδάσκω Σκηνοθεσία το βλέπω ακόμα. Λίγοι είναι οι γονείς που έρχονται με χαρά και λένε “το παιδί μου θα γίνει σκηνοθέτης”. Κι ο πατέρας μου στην αρχή ζορίστηκε λίγο, όμως μετά πήγα για σπουδές στο Λονδίνο και όλα μπήκαν σε μια ροή».
Η επιτυχία, αν λάβει κανείς ως μονάδα μέτρησης την πλατιά αναγνώριση, ήρθε φέτος στη ζωή του σκηνοθέτη. Αραγε, ήταν ζητούμενο από παλιά; «Δεν σκεφτόμουν τη δημοσιότητα. Οι σκηνοθέτες θέλουμε να είμαστε πίσω. Από την άλλη, όταν κάνει επιτυχία μια σειρά, ειδικά καθημερινή, αυτό σε συμπαρασύρει. Γίνεται ένα μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητας μιας χώρας. Και επειδή οι “Μέλισσες” έκαναν επιτυχία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που περιμέναμε, μας βρήκε όλους απροετοίμαστους. Στην αρχή το ζούσα πολύ περίεργα. Αρχισα να το καταλαβαίνω νωρίς, με τα πρώτα δημοσιεύματα πολλούς μήνες πριν από την πρεμιέρα της σειράς. Ξαφνικά είχα δέκα friend requests στο Facebook σε μία ημέρα. Και την άλλη ημέρα είχα δώδεκα. Μετά ήρθε σε κύματα όλο αυτό. Τώρα αν είναι ζητούμενο, νομίζω ότι απλώς σου κάνει ενδεχομένως τη ζωή πιο εύκολη». Και απ’ ό,τι καταλαβαίνει κανείς, σου δίνει χαρά. «Φυσικά και είμαι χαρούμενος για την επιτυχία της σειράς. Ολοι είμαστε. Και ο Γιάννης Καραγιάννης και ο Τζώρτζης Ποφάντης του ΑΝΤ1, που ήταν δική του ιδέα να γίνει μια καθημερινή σειρά εποχής, και η σεναριογράφος Μελίνα Τσαμπάνη. Πολύ μεγάλη χαρά έχουμε όλοι».
Να σκεφτεί κανείς ότι όλα ξεκίνησαν με ένα «ωχ». Ο Χαρίτος λέει ότι τα δύο γράμματα του επιφωνήματος συμπύκνωσαν την έκπληξη, την αγωνία αλλά και την πρόκληση που προοιωνιζόταν όταν του πρότειναν τη σκηνοθεσία της σειράς. «Είπα “ωχ”, γιατί είχα άγνοια κινδύνου. Αλλά μ’ αρέσουν οι μεγάλες προκλήσεις. Γι’ αυτό και δεν έχω κάνει μόνο ένα είδος μέχρι τώρα. Αν δεν ήταν τέτοιο το σενάριο, δεν ξέρω αν θα έμπαινα σε καθημερινή σειρά. Τώρα καταλαβαίνω και πολλούς συναδέλφους που κάνουν χρόνια αυτή τη δουλειά. Είναι τρομερά δύσκολη, ανεξαρτήτως τελικής ποιότητας. Υπάρχει και η αρνητική φόρτιση της λέξης “σαπουνόπερα” που κουβαλάει μια καθημερινή σειρά. Δεν το καταλαβαίνω. Εχω τη θεωρία ότι δεν υπάρχει η έννοια “σαπουνόπερα”. Υπάρχει καλή και κακή μυθοπλασία. Από τη στιγμή που έχει τελειώσει η αρχαία ελληνική τραγωδία και έχουν γίνει όλα εκεί, τα πιο ακραία, που αν τα βλέπαμε σήμερα σε μια σειρά θα λέγαμε “πω πω, τι σαπουνόπερα είναι ο Οιδίποδας!”, από εκεί και πέρα σημασία έχει πώς το κάνεις, με καλό ή με κακό τρόπο. Ηθελα λοιπόν να γίνει κάτι ποιοτικό που να αφορά όμως πολύ κόσμο. Πολύ με ενδιέφερε αυτό».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr