Γιάννης Σολδάτος: Ο ιστορικός της μεγάλης οθόνης
28.08.2020
08:09
Η «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» είναι δικό του έργο και επανακυκλοφορεί επικαιροποιημένη και εμπλουτισμένη. Αποτελεί ένα πανόραμα της διαδρομής του ελληνικού κινηματογράφου μέσα από 5.000 φωτογραφίες, αφίσες, κριτικές, συνεντεύξεις και ρεπορτάζ.
Ο Γιάννης Σολδάτος είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης αλλά -κυρίως- ένας παθιασμένος ερευνητής του ελληνικού κινηματογράφου. Μέσα στην πολυσέλιδη έκδοσή του περικλείεται όχι μόνο η Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και της ίδιας της Ελλάδας. Ο συγγραφέας περιγράφει τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου στην Ελλάδα με τους αδελφούς Μανάκια στα Γρεβενά το 1905, τις «Περιπέτειες του Βιλλάρ» στη γραφική Αθήνα, τα βουκολικά ειδύλλια της «Γκόλφως», τις ηθογραφίες, το μελό, τις κωμωδίες, τα μετακατοχικά βήματα μέχρι το ξεκίνημα του Φίνου και τη μοντέρνα επανάσταση των 70s έως τον Λάνθιμο. Το 1979 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Αιγόκερως, μέσω του οποίου έχει κυκλοφορήσει περισσότερα από 200 βιβλία που αφορούν τον κινηματογράφο, πολλά από τα οποία και υπογράφει. Οπως αναφέρει, η υλοποίηση του έργου του δεν ήταν εύκολη. Αν και η εύρεση και κριτική ταξινόμηση του υλικού του ήταν ένας καθημερινός αγώνας, η γοητεία αυτής της περιπλάνησης τον συνεπήρε για δεκαετίες. Κοντά του βρέθηκαν σημαντικές μορφές όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Δήμος Αβδελιώδης, ποιητές, θεωρητικοί του κινηματογράφου, ιστορικοί και πολλοί άλλοι.
«Ο ιστορικός σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι καταγραφέας, αλλά ούτε και αυστηρός κριτικός. Η Ιστορία δεν πάει παρακάτω μόνο με τα αριστουργήματα. Χρειάζεται και όγκο παραγωγής, μέσα από τον οποίο θα αναδειχθούν τα αριστουργήματα. Δεν μπορεί ένας πρωταγωνιστής να βγάλει μόνος του την ταινία, χρειάζονται και οι δεύτεροι ρόλοι. Μία 20ετία φτάνει για να αποδειχθεί κατά πόσο μια ταινία είναι σημαντική. Για το ότι οι ελληνικές ταινίες δεν συγκέντρωσαν τους διεθνείς προβολείς, αιτίες είναι τα μικρά κεφάλαια που είχαν στη διάθεσή τους οι παραγωγοί, η γλώσσα, αλλά και η ιδιομορφία των θεμάτων», σημειώνει.
Από τους μεγάλους των χρυσών δεκαετιών του παρελθόντος ξεχωρίζει τον Θανάση Βέγγο. Αποτέλεσμα αυτού του θαυμασμού το βιβλίο του «Θανάσης Βέγγος: Ενας άνθρωπος παντός καιρού» και το ομότιτλο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ-ντοκουμέντο για τον μεγάλο ηθοποιό, με κορυφαίο το σημείο της αυτοκριτικής του: «Δεν έχω κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα που πάνω της είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Ελληνα». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βλέποντάς το είπε: «Τώρα γνώρισα τον Βέγγο». Ο σκηνοθέτης θυμάται το γύρισμα στην Ερμού, όπου ο Βέγγος σε ένα διάλειμμα σταμάτησε να πάρει ένα κουλούρι. Οταν ένας αστυνόμος κοντοστάθηκε αναγνωρίζοντάς τον, ο ηθοποιός χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε το χέρι λέγοντας: «Οργανο, θες κουλούρι;».
«Παρά τη μαζική παραγωγή ταινιών κάθε ποιότητας, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες ταινίες που αναμόχλευσαν τα κινηματογραφικά μας πεπραγμένα και πήγαν την Ιστορία του κινηματογράφου μας παρακάτω. Οπως ο “Δράκος” του Κούνδουρου, η “Στέλλα” του Κακογιάννη, ο “Θίασος” του Αγγελόπουλου, η “Ευδοκία” του Δαμιανού, ο “Κυνόδοντας” του Λάνθιμου. Αντίστοιχος “Πολίτης Κέιν” για τα δικά μας μέτρα και σταθμά παραμένει η “Αναπαράσταση” του Αγγελόπουλου, που άνοιξε νέους δρόμους τους οποίους ακολούθησαν τόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης όσοι και άλλοι ομότεχνοί του. Οι ταινίες-ορόσημα κρίνονται πολλά χρόνια μετά. Κάποιες φορές δεν συμβαίνει ποτέ. Οι ταινίες των τελευταίων είκοσι χρόνων δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί, γιατί χρειάζεται μια ικανή χρονική απόσταση για κάτι τέτοιο. Επίσης, βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: του εμπορικού κινηματογράφου των Τζαβέλλα, Σακελλάριου, Δημόπουλου, Γεωργιάδη, Δαλιανίδη και από την άλλη του καλλιτεχνικού. Βασικό στοιχείο του ελληνικού κινηματογράφου ήταν όμως και οι μοιραίες γυναίκες. Ο ελληνικός κινηματογράφος ως βιομηχανία στηρίχθηκε για την προσέλκυση του λαϊκού κοινού πάνω σε δύο περσόνες: την Αλίκη Βουγιουκλάκη με μια λανθάνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, που απευθυνόταν σε ένα οικογενειακό κοινό, και την αισθησιακή Ζωή Λάσκαρη, που απευθυνόταν σε ένα κυρίως ανδρικό κοινό.
Στην ευρεία γκάμα των γυναικών του κινηματογράφου μας μπορούμε να δούμε ως τρίτη συμβολική περσόνα τη Μάρθα Βούρτση. Παρουσία γλυκιά, χωρίς έντονη προβολή του σεξουαλικού στοιχείου, είναι αυτή που την είχε βάλει στόχο η μοίρα. Τη χτυπούσε διαρκώς και αυτή συνεχώς έκλαιγε και υπέμενε ως το τέλος της αφήγησης, που ερχόταν η δικαίωση, η λύτρωση. Τα τελευταία χρόνια κερδίζουμε πόντους με τις ταινίες του Οικονομίδη, του Κούτρα, του Γιάνναρη, του Τζουμέρκα. Υπάρχει και το κεφάλαιο “Λάνθιμος”, αλλά αυτό μάλλον έκλεισε νωρίς για τον εγχώριο κινηματογράφο», αναφέρει ο Γιάννης Σολδάτος.
«Ο ιστορικός σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι καταγραφέας, αλλά ούτε και αυστηρός κριτικός. Η Ιστορία δεν πάει παρακάτω μόνο με τα αριστουργήματα. Χρειάζεται και όγκο παραγωγής, μέσα από τον οποίο θα αναδειχθούν τα αριστουργήματα. Δεν μπορεί ένας πρωταγωνιστής να βγάλει μόνος του την ταινία, χρειάζονται και οι δεύτεροι ρόλοι. Μία 20ετία φτάνει για να αποδειχθεί κατά πόσο μια ταινία είναι σημαντική. Για το ότι οι ελληνικές ταινίες δεν συγκέντρωσαν τους διεθνείς προβολείς, αιτίες είναι τα μικρά κεφάλαια που είχαν στη διάθεσή τους οι παραγωγοί, η γλώσσα, αλλά και η ιδιομορφία των θεμάτων», σημειώνει.
Από τους μεγάλους των χρυσών δεκαετιών του παρελθόντος ξεχωρίζει τον Θανάση Βέγγο. Αποτέλεσμα αυτού του θαυμασμού το βιβλίο του «Θανάσης Βέγγος: Ενας άνθρωπος παντός καιρού» και το ομότιτλο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ-ντοκουμέντο για τον μεγάλο ηθοποιό, με κορυφαίο το σημείο της αυτοκριτικής του: «Δεν έχω κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα που πάνω της είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Ελληνα». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βλέποντάς το είπε: «Τώρα γνώρισα τον Βέγγο». Ο σκηνοθέτης θυμάται το γύρισμα στην Ερμού, όπου ο Βέγγος σε ένα διάλειμμα σταμάτησε να πάρει ένα κουλούρι. Οταν ένας αστυνόμος κοντοστάθηκε αναγνωρίζοντάς τον, ο ηθοποιός χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε το χέρι λέγοντας: «Οργανο, θες κουλούρι;».
«Παρά τη μαζική παραγωγή ταινιών κάθε ποιότητας, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες ταινίες που αναμόχλευσαν τα κινηματογραφικά μας πεπραγμένα και πήγαν την Ιστορία του κινηματογράφου μας παρακάτω. Οπως ο “Δράκος” του Κούνδουρου, η “Στέλλα” του Κακογιάννη, ο “Θίασος” του Αγγελόπουλου, η “Ευδοκία” του Δαμιανού, ο “Κυνόδοντας” του Λάνθιμου. Αντίστοιχος “Πολίτης Κέιν” για τα δικά μας μέτρα και σταθμά παραμένει η “Αναπαράσταση” του Αγγελόπουλου, που άνοιξε νέους δρόμους τους οποίους ακολούθησαν τόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης όσοι και άλλοι ομότεχνοί του. Οι ταινίες-ορόσημα κρίνονται πολλά χρόνια μετά. Κάποιες φορές δεν συμβαίνει ποτέ. Οι ταινίες των τελευταίων είκοσι χρόνων δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί, γιατί χρειάζεται μια ικανή χρονική απόσταση για κάτι τέτοιο. Επίσης, βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: του εμπορικού κινηματογράφου των Τζαβέλλα, Σακελλάριου, Δημόπουλου, Γεωργιάδη, Δαλιανίδη και από την άλλη του καλλιτεχνικού. Βασικό στοιχείο του ελληνικού κινηματογράφου ήταν όμως και οι μοιραίες γυναίκες. Ο ελληνικός κινηματογράφος ως βιομηχανία στηρίχθηκε για την προσέλκυση του λαϊκού κοινού πάνω σε δύο περσόνες: την Αλίκη Βουγιουκλάκη με μια λανθάνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, που απευθυνόταν σε ένα οικογενειακό κοινό, και την αισθησιακή Ζωή Λάσκαρη, που απευθυνόταν σε ένα κυρίως ανδρικό κοινό.
Στην ευρεία γκάμα των γυναικών του κινηματογράφου μας μπορούμε να δούμε ως τρίτη συμβολική περσόνα τη Μάρθα Βούρτση. Παρουσία γλυκιά, χωρίς έντονη προβολή του σεξουαλικού στοιχείου, είναι αυτή που την είχε βάλει στόχο η μοίρα. Τη χτυπούσε διαρκώς και αυτή συνεχώς έκλαιγε και υπέμενε ως το τέλος της αφήγησης, που ερχόταν η δικαίωση, η λύτρωση. Τα τελευταία χρόνια κερδίζουμε πόντους με τις ταινίες του Οικονομίδη, του Κούτρα, του Γιάνναρη, του Τζουμέρκα. Υπάρχει και το κεφάλαιο “Λάνθιμος”, αλλά αυτό μάλλον έκλεισε νωρίς για τον εγχώριο κινηματογράφο», αναφέρει ο Γιάννης Σολδάτος.
Η συζήτηση περνάει στο θέμα του πού βλέπουμε πλέον τις ταινίες που παράγουμε και πώς αυτό επηρεάζει την αντίληψή μας γι’ αυτές, αλλά και για τη δυναμική των ηθοποιών μας, ως υπηρετών της υποκριτικής τέχνης: «Η ενέργεια των άλλων στην προβολή μιας ταινίας λειτουργεί θετικά και σε οδηγεί σε διαφορετική είσπραξή της. Μου έχει τύχει να δω την ίδια ταινία μόνος, με λίγα άτομα σε κάποια επιτροπή και με πολλά στην εμπορική της προβολή. Σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για διαφορετική ταινία. Οταν είσαι σε μια ομάδα παρασύρεσαι, στην περίπτωση κάποιας σκηνής η στιγμή γίνεται ακόμη πιο έντονη. Με το νέο καθεστώς της προβολής ταινιών εκτός της κινηματογραφικής αίθουσας ή στο Netflix από τον καναπέ σου ή ακόμα και στο drive-in χάνεται η μαγεία της και δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Πιθανόν όλοι οι παλιοί μας σταρ να είχαν υποψηφιότητες για Οσκαρ, να κρατούσαν επάξια το χρυσό αγαλματίδιο σαν τον Μπραντ Πιτ, να είχαν άλλη τύχη στην Αμερική. Αλλα ήθη, άλλη λογική, άλλος κόσμος το Χόλιγουντ. Μιλάμε για μια βιομηχανία με τους δικούς της κανόνες, που δεν έδωσε Οσκαρ στον Τσάπλιν και σε δεκάδες άλλους και έδωσε σε ευκαιριακές περιπτώσεις. Ονόματα όπως η Αντζελίνα Τζολί ή η Σοφία Βεργκάρα νομίζω ότι παίζουν καλά το χολιγουντιανό παιχνίδι ώστε να είναι οι ακριβότερα αμειβόμενοι ηθοποιοί, χωρίς ιδιαίτερες υποκριτικές ικανότητες. Οσο για τη βραδιά των Οσκαρ, η λαμπερή παρέλαση στο κόκκινο χαλί με δανεικές δημιουργίες σχεδιαστών είναι μια ευφυής επινόηση. Η γιορτή αυτή δεν έχει να κάνει με την τέχνη του σινεμά, αλλά με την προώθηση των εμπορικών του προϊόντων. Προσωπικά, μου θυμίζει ολίγον το Πατρινό Καρναβάλι. Η Ελλάδα έχει προσόντα, τοπία, φθηνό εργατικό δυναμικό, πολλές δυνατότητες για να γυρίζονται ταινίες. Δεν φαίνεται να προσελκύει όμως αυτό τους ξένους παραγωγούς».
Ο σκηνοθέτης συνεχίζει εκφράζοντας μια συνολική θεώρηση για όσα έχουμε δει στο ελληνικό σελιλόιντ και τη σημασία του κινηματογράφου στην Ιστορία: «Οι ηθοποιοί κάποτε είχαν πηγαίο ταλέντο, ήταν αυτοδίδακτοι, εμπειρικοί, αναδείχθηκαν από τα μπουλούκια, χαρακτηριστικές φάτσες που προκαλούσαν ακράτητο γέλιο και με τίποτα δεν περνούσαν απαρατήρητες. Θα μπορούσαν οι περισσότερες κωμωδίες να αποτελούν πραγματικές ιστορίες της σημερινής Ελλάδας. Θα κρατούσα αυτή την εποχή της αθωότητάς μας. Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στον απόηχο των τραγικών συμβάντων της δεκαετίας του '40. Η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Λευκάδα, βρίσκεται δίπλα στην Ηπειρο, θέατρο καταστροφών και οδυνηρής κληρονομιάς από τον Εμφύλιο. Ο κόσμος είχε ανάγκη από ταινίες. Από την εφηβεία μου έχω να θυμηθώ αμέτρητες σκηνές στα σινεμά της Πρέβεζας. Σήμερα ανακυκλώνουμε παλιές ταινίες χρωματίζοντάς τις για να τις ευπρεπίσουμε, λες και δεν είναι αρκετές. Το θεωρώ περιττό. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ως σκηνοθέτης με το “Συνοικία το Ονειρο” -και αργότερα άλλοι σκηνοθέτες- αποπειράθηκαν να χρησιμοποιήσουν ως καμβά την κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Πού έχουμε όμως πιστή αποτύπωση της πραγματικότητας και πού συγκεκαλυμμένη διαστρέβλωση των γεγονότων;». Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, τον ρωτώ πώς του φαίνονται οι εικόνες από ένα άλλο, νέο συντριβάνι στην Ομόνοια ή μιας ακμάζουσας Φωκίωνος Νέγρη. «Απλά γραφικές», απαντά με ειλικρινή απάθεια ◆
Ειδήσεις σήμερα:
Κλοπ: «Τυχερή, αλλά και άξια Πρωταθλήτρια Ευρώπης η Μπάγερν...»
Στο Βερολίνο για την Άτυπη Σύνοδο υπουργών Άμυνας της ΕΕ πάει ο Παναγιωτόπουλος
Τα μέτρα του δήμου Αθηναίων για την προστασία από τον κορωνοϊό
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr