Αντέλ Εξαρχόπουλος: Μια Ελληνίδα στην κορυφή του γαλλικού σινεμά
Αντέλ Εξαρχόπουλος: Μια Ελληνίδα στην κορυφή του γαλλικού σινεμά
Για την 26χρονη Ελληνογαλλίδα το 2020 κλείνει με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε δύο γαλλικές κινηματογραφικές παραγωγές πρώτης γραμμής. Εξομολογείται πως βρίσκει την αγάπη για τον γιο της λυτρωτική και παίρνει θέση για τη ρητορική των media πάνω στο θέμα της υποκινούμενης από μουσουλμανικούς θύλακες βίας στη Γαλλία
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ελληνογαλλίδα με ονοματεπώνυμο που συνδυάζει τις δύο εθνικότητές της με σαφήνεια: αυτή του Ελληνα πατέρα της, που είναι δάσκαλος κιθάρας, και της Γαλλίδας μητέρας της, που είναι νοσοκόμα. Εκανε το breakthrough της το 2013 με την ταινία «Η ζωή της Αντέλ», που τότε είχε συζητηθεί πολύ εξαιτίας του τολμηρού της περιεχομένου. Εκτός από την εμπειρία της κινηματογράφησης αισθησιακών σκηνών και μάλιστα με άτομο του ίδιου φύλου, όμως, η κινηματογραφική «Αντέλ» χάρισε στην Αντέλ Εξαρχόπουλος και έναν Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Η συνολικά εξαιρετική απόδοσή της στην ταινία οδήγησε την ελληνικής καταγωγής Γαλλίδα ηθοποιό στην κατάκτηση μιας σταθερής παρουσίας στο γαλλικό σινεμά. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο το πρωί μιας Παρασκευής κατά τη διάρκεια της -σχεδόν πανευρωπαϊκής- καραντίνας. Είχε μόλις επιστρέψει από τον παιδικό σταθμό στον οποίο είχε αφήσει τον τρίχρονο γιο της που έχει αποκτήσει με τον Παριζιάνο ράπερ «Doums», κατά κόσμον Μαμαντού Μπαλντέ.
GALA: Καλημέρα. Μπορώ να μιλήσω με την κυρία Εξαρχοπούλου;
ΑΝΤΕΛ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ είμαι. Αν και η φωνή μου μοιάζει περισσότερο με ανδρική. (γέλια) Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό.
G.: Τι περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου τώρα με το lockdown;
A.Ε.: Για να είμαι ειλικρινής, σε αυτή την καραντίνα έχουμε τη δυνατότητα να εργαστούμε με μια βεβαίωση. Οπότε δεν έχουμε την ίδια επαγγελματική αγωνία που υπήρχε την πρώτη φορά. Η γενική ανησυχία όμως είναι μεγαλύτερη γιατί τα νούμερα των κρουσμάτων του κορωνοϊού είναι τρομακτικά και μέσα σε αυτά υπάρχουν και οι τρομοκρατικές επιθέσεις που πλήττουν καίρια και τον πολιτισμό. Αυτό μας κάνει να σκεφτόμαστε και να εκτιμούμε τις ευκαιρίες που έχουμε... Εγώ έχω κι έναν γιο, τον Ισμαέλ, ο οποίος είναι 3 ετών. Του δίνω πολλή αγάπη και αυτή μου φαίνεται πως είναι η έξοδος προς τη σωτηρία.
G.: Πώς έχει διαμορφωθεί το πρόγραμμά σου αυτό τον καιρό; Τι ώρα ξυπνάς;
A. Ε.: Ξυπνάω πολύ νωρίς, στις 7, για να πάω το παιδί στον παιδικό σταθμό. Και διαπιστώνω μέσα στην ημέρα, όπως ο καθένας αυτή την περίοδο, πόσο έχουμε παρεκκλίνει ως ανθρωπότητα και αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω ώστε να πιανόμαστε από τους ανθρώπους που αγαπάμε.
G.: Στην καινούρια σου ταινία έχεις έναν τελείως διαφορετικό ρόλο από αυτούς που σε έχουμε συνηθίσει ως τώρα, αφού συμμετέχεις σε μια κωμωδία που έχει τον τίτλο «Mandibules». Ηταν προγραμματισμένη να βγει στις αίθουσες στις 18 Νοεμβρίου, αλλά φαντάζομαι ότι θα καθυστερήσει...
A.Ε.: Ναι, θα πρέπει να περιμένουμε να τελειώσει η περίοδος του lockdown.
G: Εγώ πάντως στην Ελλάδα από τις ταινίες σου αδημονώ να δω το «Bac Nord».
A.Ε.: Είναι απίστευτη ταινία, σούπερ. Απόλαυσα πραγματικά τα γυρίσματά της. Αν όλα πάνε καλά θα βγει στις αίθουσες τον Δεκέμβριο. Θεωρώ μάλιστα πως έχει κι επικαιρότητα αφού αφορά το Bac Nord, την πιο κακόφημη περιοχή της Μασσαλίας με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στη Γαλλία. Θα προκαλέσει συζήτηση αυτή η ταινία.
G: Σε αντίθεση με άλλους ηθοποιούς, δεν έπεσες ποτέ σε μια μανιέρα, το να παίζεις δηλαδή τον ίδιο ρόλο σε διαφορετικές ταινίες.
A.Ε.: Χαίρομαι αφάνταστα που το λες αυτό. Φοβάμαι μην μπω σε μανιέρα. Με τον ρόλο μου, μάλιστα, στο «Mandibules», που είναι κωμικός, είχα αγχωθεί γιατί δεν ήξερα αν ήμουν ικανή να τον υποδυθώ. Αλλά πείσμωσα και έκατσα να το δουλέψω. Και τελικά αυτό είναι που αποδίδει καρπούς και σε αποζημιώνει: η δουλειά. Ο κινηματογραφικός ηθοποιός πρέπει να βυθιστεί μέσα στον ρόλο του για να ξετυλιχτεί η ιστορία. Καλείται να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα. Εδώ έχει σημασία και η δουλειά του σκηνοθέτη που οφείλει να έρχεται στη θέση του άλλου. Στην εξέλιξη του χαρακτήρα το βάρος πέφτει στο σενάριο. Ο Κεντάν Ντιπιέ, σκηνοθέτης του «Mandibules», με βοήθησε πολύ και στάθηκε δίπλα μου με επιμέλεια και φροντίδα, αφήνοντάς με ελεύθερη εκεί που έπρεπε, συνθέτοντας έτσι επιτυχώς μια κωμωδία που είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι ένα δράμα.
G.: Αυτή την περίοδο έχεις γυρίσματα για κάποιο κινηματογραφικό project;
A.Ε.: Αυτή τη στιγμή όχι. Περιμένω να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας μου μέσα στο 2021.
G.: Μετά τη «Ζωή της Αντέλ» είχες αποκτήσει κατά κάποιον τρόπο τον τίτλο του sex symbol. Πώς επηρέασε τις κοινωνικές σου σχέσεις αυτός ο χαρακτηρισμός;
A.Ε.: Εγώ δεν συνειδητοποιώ τι προβάλλουν οι άνθρωποι πάνω μου. Σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, που δυσκολεύομαι να πιστέψω ακόμα και ένα κοπλιμέντο που μπορεί να μου κάνουν. Παρ’ όλα αυτά, έχω την τύχη να είμαι αρκετά κοινωνική και να έχω πολύ καλούς φίλους. Μαζί τους μοιράζομαι άλλου είδους πράγματα και μας δένουν άλλου είδους έννοιες όπως η ευφυΐα και η ουσιαστική επικοινωνία. Κι αν έχουν κάτι να μου πουν, το κάνουν με ειλικρίνεια. Μου λένε την αλήθεια ακόμα κι αν αυτή με πληγώνει, παίρνοντας έτσι το ρίσκο να με χάσουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
G.: Αυτή την περίοδο παρατηρούμε στο Παρίσι μια άνοδο της δημοτικότητας του μουσουλμανικού θρησκεύματος, ενώ έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν ευρέως και αποσπάσματα από το Κοράνι, ερμηνείες και παρερμηνείες του. Πόσο ελεύθερη νιώθεις πλέον να φορέσεις μια μίνι φούστα;
A.Ε.: Νομίζω πολύ ειλικρινά πως φορώντας μια μίνι φούστα δεν ενοχλείς τα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας τόσο όσο τους ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα ιερό κείμενο από το Κοράνι. Αυτά που λέγονται αυτή την εποχή -και επιπλέον η ρητορική των γαλλικών media που φορτώνουν ακόμα περισσότερα στην πλάτη των μουσουλμάνων- διευκολύνουν τις παρεξηγήσεις εις βάρος τους. Εγώ προσωπικά δεν αισθάνομαι ενοχλημένη από την παρουσία αυτής της κοινότητας στην πόλη, παρότι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθετο. H σεμνοτυφία αλλά και η αρρενωπότητα βρίσκονται παντού ανεξαρτήτως θρησκείας. Σήμερα, σε όποιον θεό και να πιστεύεις, ο ένας δυσκολεύεται να έχει αυτή την υγιή περιέργεια για τον άλλο. Και έτσι ο ένας τείνει να φοβάται τον άλλο. Το θύμα αυτής της τάσης είναι σήμερα το Ισλάμ, μια θρησκεία της ελευθερίας και της ανεκτικότητας. Για μένα η κοντή φούστα είναι μια κίνηση ελευθερίας αρκετά περίπλοκη, αφού γίνεται σε μια δημοκρατία που στα υψηλότερα κλιμάκιά της δεν ξέρω αν βρίσκονται άνθρωποι που μας αξίζουν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των γυναικών που πλήρωσαν την επιλογή από κάποιον που είχε εξουσία πάνω τους.
G.: Βάζεις όρια; Εχεις κόκκινες γραμμές;
A.Ε.: Με ποιον, με τι; Με τους άλλους;
G.: Με τους συναδέλφους, τους φίλους, τον σύντροφό σου.
A.Ε.: Δεν μου αρέσουν τα όρια και γι’ αυτό δεν βάζω κανένα. Η μόνη μου κόκκινη γραμμή, όπως λες, είναι ο σεβασμός. Βεβαίως, ο καθένας αντιλαμβάνεται τον σεβασμό διαφορετικά. Δεν έχουμε όλοι την ίδια ευαισθησία και τους ίδιους κώδικες. Για μένα το όριο μπορεί να καθορίζεται από τη φιλία και την εμπιστοσύνη. Και η ποιότητα αυτών καθορίζεται από το πόσο αμφισβητούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς κι εξετάζουμε τα πράγματα από μια αναγκαία απόσταση.
G.: Τι συμβουλή θα έδινες σήμερα στoν 18χρονο εαυτό σου;
A.Ε.: Πρέπει να το σκεφτώ. Να βγει έξω τη νύχτα και να γυρίσει όσο πιο αργά γίνεται γιατί σύντομα θα έχει lockdown. (γέλια) Και όχι να πάει απαραίτητα σε κλαμπ, αλλά να βρεθεί έξω, να περπατήσει... Ή να περάσει καλά με φίλους, αλλά όχι απαραίτητα στο «Palace» (σ.σ.: γνωστό κλαμπ του Παρισιού).
G.: Τι γνώμη έχεις για τον γαλλικό κινηματογράφο σήμερα;
A.Ε.: Στον κινηματογράφο έχουν γίνει πολλές μάχες για την ισοτιμία των δύο φύλων. Νομίζω πως ο σημερινός κινηματογράφος έχει ανάγκη τη γενιά μου, μια γενιά απελευθερωμένη απ’ όσα μπλόκαραν τις προηγούμενες, που δρούσαν στο όνομα κάποιου σκοπού ή εστίαζαν πάντα στις ελλείψεις. Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε, να κάνουμε αυτό που θέλουμε έστω και με τα περιορισμένα μέσα που διαθέτουμε. Ο κινηματογράφος γενικότερα οφείλει να μας μαθαίνει πράγματα, να μας βοηθά να αναδιατυπώνουμε την καθημερινότητα, αλλά και να θέτουμε ερωτήσεις. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο. Τώρα με την υγειονομική κρίση φαίνεται ότι όλα έχουν σταματήσει, αφού ο κινηματογράφος δεν είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Αλλά την ώρα που οι άνθρωποι είναι σε κατάσταση αγωνίας με την οικονομία και τον βιοπορισμό τους, σε μια φάση όπου δημιουργούνται παράλληλα τόσες συγχύσεις με τους μουσουλμάνους, είναι κρίμα το ότι δεν έχουν το δικαίωμα να αναπνεύσουν λίγο, να βιώσουν συναισθήματα μέσα από ένα φιλμ, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να πάρουν ένα βιβλίο από ένα μεγάλο πολυκατάστημα, αφού όλα τα βιβλιοπωλεία παραμένουν κλειστά. Σαν να μας λένε: «Μη σκέφτεστε, μην εμβαθύνετε».
G.: Το Netflix και οι αντίστοιχες πλατφόρμες streaming θα αντικαταστήσουν το σινεμά; Πιστεύεις ότι είναι μια εξέλιξη την οποία όλοι οφείλουμε να αποδεχθούμε;
A.Ε.: Είναι σίγουρα μια κατάσταση την οποία όλοι οφείλουμε να αποδεχθούμε και στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε. Εχουμε την επιλογή να δούμε κάτι στο κινητό, στο τάμπλετ, στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο και αυτό οι άνθρωποι οφείλουν να το αποδεχτούν. Είμαστε μια γενιά που καταναλώνει τίτλους. Αλλά η βίωση διαφορετικών συναισθημάτων από διαφορετικούς ανθρώπους μέσα στην αίθουσα έχει τη μαγεία της. Κάθε φορά που πάω στον κινηματογράφο αναρωτιέμαι γιατί δεν το κάνω συχνότερα. Ελπίζω ο κινηματογράφος να αντέξει στον χρόνο ως μορφή ψυχαγωγίας αν και τώρα, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, οι πλατφόρμες προσφέρουν μια διέξοδο.
G.: Ποια σειρά σού ξύπνησε την επιθυμία να παίξεις σε αυτήν;
A.Ε.: Το «Ramy», μια κωμική ιστορία ενός Αμερικανού μουσουλμάνου Αραβα πρώτης γενιάς. Το λάτρεψα!
G.: Θα μπορούσες να μιλήσεις για τον Ελληνα παππού σου;
A.Ε.: Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πολλά πράγματα για την ελληνική μου προέλευση. Αυτό που ξέρω είναι ότι η γιαγιά μου ερωτεύτηκε έναν Ελληνα, είπε ότι πάει να αγοράσει κοτόπουλο και δεν επέστρεψε ποτέ. Εν συνεχεία ανακαλύψαμε την Ελλάδα μέσα από τις αφηγήσεις και τα ταξίδια στην Κέρκυρα ή την Αθήνα που πηγαίναμε με τον πατέρα μας. Εχει πλάκα το γεγονός ότι μετά τον Χρυσό Φοίνικα που κέρδισα στις Κάννες (σ.σ.: με τη «Ζωή της Αντέλ») πήγα στο Φεστιβάλ Αθηνών και με επισκέφτηκε μια εξαδέλφη του πατέρα μου, της οποίας -ντρέπομαι που το λέω- έχω ξεχάσει το όνομα τώρα.
G.: Δέχτηκες ποτέ bullying στο σχολείο για το επώνυμό σου;
A.Ε.: Οχι, μόνο που δεν μπορούσαν να το προφέρουν. Τη μία με έλεγαν Εξαρχόπουλος, την άλλη Πούλος και την άλλη Ραφτακόπουλος. Δυσκολεύονταν με το επώνυμό μου. Αλλά εμένα μου αρέσει που δεν είναι εύκολο. Δεν ξέρω γιατί.
G.: Εμένα μου αρέσει που δεν σκέφτηκες να το αλλάξεις.
A.Ε.: Ποτέ! Και μου το πρότειναν... Πήρα θυμάμαι τότε τηλέφωνο τον πατέρα μου και του είπα ότι το όνομα μου είναι πολύπλοκο και ότι έπρεπε να το κάνουμε «Εξάρ». Αυτός μόλις το άκουσε τα... πήρε στο κρανίο! (γέλια)
G.: Στο trailer του «Bac Nord» όταν εμφανίστηκε το επώνυμό σου γέμισε η οθόνη.
A.Ε.: (γέλια) Ναι... Ακριβώς!
G: Υπάρχει μια ελληνική λέξη που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
A.Ε.: Μμμ, μάλλον όχι. Γνωρίζω δεκάδες, αλλά αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι καμία. Αυτό που με δένει ιδιαίτερα με την ελληνική παράδοση είναι ο δεσμός της οικογένειας. Οταν παρακολουθώντας την οικογένειά μου αναρωτιέμαι πού βρίσκεται το ελληνικό μας αίμα, ανακαλύπτω την απάντηση στην αγάπη που έχουμε μεταξύ μας.
G.: Εχεις επαφή με τους Ελληνες του Παρισιού;
A.Ε.: Συνάντησα τον Ρομάν Γαβρά, που είναι Ελληνας. Είναι πραγματικά αξιολάτρευτος. Η προέλευσή μας μάς φέρνει πιο κοντά. Στην πραγματικότητα την Ελλάδα ως χώρα μου έπρεπε να την ανακαλύψω μόνη μου. Γιατί ο παππούς μου ήταν από την Αθήνα, αλλά δεν μου μετέδωσε τη γλώσσα και ο πατέρας μου μεγάλωσε στο Παρίσι. Οπότε την Ελλάδα όφειλα να την ανακαλύψω μόνη μου. Μελέτησα μόνη μου την Ιστορία.
G.: Η αλήθεια είναι ότι ίσως δεν θα έπρεπε να βάζουμε όρια μεταξύ μας, αφού πέρα από τις χώρες υπάρχει το παγκόσμιο «έθνος» των ανθρώπινων χαρακτήρων.
A.Ε.: Το ελπίζω. Αν και θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθετο και να βάλουν σύνορα μεταξύ μας, εύχομαι να έχεις δίκιο. Αυτό που μπορεί να αλλάξει με την καραντίνα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεις τους άλλους. Να γίνεις πιο καλός αλλά και πιο καλοπροαίρετος. Γιατί το βασικότερο όλων είναι να βρούμε τρόπους να τα καταφέρουμε με τη ζωή που έχει γίνει πιο δύσκολη και άρα χρειαζόμαστε περισσότερο ο ένας τον άλλον.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Arno Lam/Charlotte Studio
GALA: Καλημέρα. Μπορώ να μιλήσω με την κυρία Εξαρχοπούλου;
ΑΝΤΕΛ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ είμαι. Αν και η φωνή μου μοιάζει περισσότερο με ανδρική. (γέλια) Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό.
G.: Τι περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου τώρα με το lockdown;
A.Ε.: Για να είμαι ειλικρινής, σε αυτή την καραντίνα έχουμε τη δυνατότητα να εργαστούμε με μια βεβαίωση. Οπότε δεν έχουμε την ίδια επαγγελματική αγωνία που υπήρχε την πρώτη φορά. Η γενική ανησυχία όμως είναι μεγαλύτερη γιατί τα νούμερα των κρουσμάτων του κορωνοϊού είναι τρομακτικά και μέσα σε αυτά υπάρχουν και οι τρομοκρατικές επιθέσεις που πλήττουν καίρια και τον πολιτισμό. Αυτό μας κάνει να σκεφτόμαστε και να εκτιμούμε τις ευκαιρίες που έχουμε... Εγώ έχω κι έναν γιο, τον Ισμαέλ, ο οποίος είναι 3 ετών. Του δίνω πολλή αγάπη και αυτή μου φαίνεται πως είναι η έξοδος προς τη σωτηρία.
G.: Πώς έχει διαμορφωθεί το πρόγραμμά σου αυτό τον καιρό; Τι ώρα ξυπνάς;
A. Ε.: Ξυπνάω πολύ νωρίς, στις 7, για να πάω το παιδί στον παιδικό σταθμό. Και διαπιστώνω μέσα στην ημέρα, όπως ο καθένας αυτή την περίοδο, πόσο έχουμε παρεκκλίνει ως ανθρωπότητα και αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω ώστε να πιανόμαστε από τους ανθρώπους που αγαπάμε.
G.: Στην καινούρια σου ταινία έχεις έναν τελείως διαφορετικό ρόλο από αυτούς που σε έχουμε συνηθίσει ως τώρα, αφού συμμετέχεις σε μια κωμωδία που έχει τον τίτλο «Mandibules». Ηταν προγραμματισμένη να βγει στις αίθουσες στις 18 Νοεμβρίου, αλλά φαντάζομαι ότι θα καθυστερήσει...
A.Ε.: Ναι, θα πρέπει να περιμένουμε να τελειώσει η περίοδος του lockdown.
G: Εγώ πάντως στην Ελλάδα από τις ταινίες σου αδημονώ να δω το «Bac Nord».
A.Ε.: Είναι απίστευτη ταινία, σούπερ. Απόλαυσα πραγματικά τα γυρίσματά της. Αν όλα πάνε καλά θα βγει στις αίθουσες τον Δεκέμβριο. Θεωρώ μάλιστα πως έχει κι επικαιρότητα αφού αφορά το Bac Nord, την πιο κακόφημη περιοχή της Μασσαλίας με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στη Γαλλία. Θα προκαλέσει συζήτηση αυτή η ταινία.
G: Σε αντίθεση με άλλους ηθοποιούς, δεν έπεσες ποτέ σε μια μανιέρα, το να παίζεις δηλαδή τον ίδιο ρόλο σε διαφορετικές ταινίες.
A.Ε.: Χαίρομαι αφάνταστα που το λες αυτό. Φοβάμαι μην μπω σε μανιέρα. Με τον ρόλο μου, μάλιστα, στο «Mandibules», που είναι κωμικός, είχα αγχωθεί γιατί δεν ήξερα αν ήμουν ικανή να τον υποδυθώ. Αλλά πείσμωσα και έκατσα να το δουλέψω. Και τελικά αυτό είναι που αποδίδει καρπούς και σε αποζημιώνει: η δουλειά. Ο κινηματογραφικός ηθοποιός πρέπει να βυθιστεί μέσα στον ρόλο του για να ξετυλιχτεί η ιστορία. Καλείται να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα. Εδώ έχει σημασία και η δουλειά του σκηνοθέτη που οφείλει να έρχεται στη θέση του άλλου. Στην εξέλιξη του χαρακτήρα το βάρος πέφτει στο σενάριο. Ο Κεντάν Ντιπιέ, σκηνοθέτης του «Mandibules», με βοήθησε πολύ και στάθηκε δίπλα μου με επιμέλεια και φροντίδα, αφήνοντάς με ελεύθερη εκεί που έπρεπε, συνθέτοντας έτσι επιτυχώς μια κωμωδία που είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι ένα δράμα.
G.: Αυτή την περίοδο έχεις γυρίσματα για κάποιο κινηματογραφικό project;
A.Ε.: Αυτή τη στιγμή όχι. Περιμένω να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας μου μέσα στο 2021.
G.: Μετά τη «Ζωή της Αντέλ» είχες αποκτήσει κατά κάποιον τρόπο τον τίτλο του sex symbol. Πώς επηρέασε τις κοινωνικές σου σχέσεις αυτός ο χαρακτηρισμός;
A.Ε.: Εγώ δεν συνειδητοποιώ τι προβάλλουν οι άνθρωποι πάνω μου. Σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, που δυσκολεύομαι να πιστέψω ακόμα και ένα κοπλιμέντο που μπορεί να μου κάνουν. Παρ’ όλα αυτά, έχω την τύχη να είμαι αρκετά κοινωνική και να έχω πολύ καλούς φίλους. Μαζί τους μοιράζομαι άλλου είδους πράγματα και μας δένουν άλλου είδους έννοιες όπως η ευφυΐα και η ουσιαστική επικοινωνία. Κι αν έχουν κάτι να μου πουν, το κάνουν με ειλικρίνεια. Μου λένε την αλήθεια ακόμα κι αν αυτή με πληγώνει, παίρνοντας έτσι το ρίσκο να με χάσουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
G.: Αυτή την περίοδο παρατηρούμε στο Παρίσι μια άνοδο της δημοτικότητας του μουσουλμανικού θρησκεύματος, ενώ έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν ευρέως και αποσπάσματα από το Κοράνι, ερμηνείες και παρερμηνείες του. Πόσο ελεύθερη νιώθεις πλέον να φορέσεις μια μίνι φούστα;
A.Ε.: Νομίζω πολύ ειλικρινά πως φορώντας μια μίνι φούστα δεν ενοχλείς τα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας τόσο όσο τους ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα ιερό κείμενο από το Κοράνι. Αυτά που λέγονται αυτή την εποχή -και επιπλέον η ρητορική των γαλλικών media που φορτώνουν ακόμα περισσότερα στην πλάτη των μουσουλμάνων- διευκολύνουν τις παρεξηγήσεις εις βάρος τους. Εγώ προσωπικά δεν αισθάνομαι ενοχλημένη από την παρουσία αυτής της κοινότητας στην πόλη, παρότι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθετο. H σεμνοτυφία αλλά και η αρρενωπότητα βρίσκονται παντού ανεξαρτήτως θρησκείας. Σήμερα, σε όποιον θεό και να πιστεύεις, ο ένας δυσκολεύεται να έχει αυτή την υγιή περιέργεια για τον άλλο. Και έτσι ο ένας τείνει να φοβάται τον άλλο. Το θύμα αυτής της τάσης είναι σήμερα το Ισλάμ, μια θρησκεία της ελευθερίας και της ανεκτικότητας. Για μένα η κοντή φούστα είναι μια κίνηση ελευθερίας αρκετά περίπλοκη, αφού γίνεται σε μια δημοκρατία που στα υψηλότερα κλιμάκιά της δεν ξέρω αν βρίσκονται άνθρωποι που μας αξίζουν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των γυναικών που πλήρωσαν την επιλογή από κάποιον που είχε εξουσία πάνω τους.
G.: Βάζεις όρια; Εχεις κόκκινες γραμμές;
A.Ε.: Με ποιον, με τι; Με τους άλλους;
G.: Με τους συναδέλφους, τους φίλους, τον σύντροφό σου.
A.Ε.: Δεν μου αρέσουν τα όρια και γι’ αυτό δεν βάζω κανένα. Η μόνη μου κόκκινη γραμμή, όπως λες, είναι ο σεβασμός. Βεβαίως, ο καθένας αντιλαμβάνεται τον σεβασμό διαφορετικά. Δεν έχουμε όλοι την ίδια ευαισθησία και τους ίδιους κώδικες. Για μένα το όριο μπορεί να καθορίζεται από τη φιλία και την εμπιστοσύνη. Και η ποιότητα αυτών καθορίζεται από το πόσο αμφισβητούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς κι εξετάζουμε τα πράγματα από μια αναγκαία απόσταση.
G.: Τι συμβουλή θα έδινες σήμερα στoν 18χρονο εαυτό σου;
A.Ε.: Πρέπει να το σκεφτώ. Να βγει έξω τη νύχτα και να γυρίσει όσο πιο αργά γίνεται γιατί σύντομα θα έχει lockdown. (γέλια) Και όχι να πάει απαραίτητα σε κλαμπ, αλλά να βρεθεί έξω, να περπατήσει... Ή να περάσει καλά με φίλους, αλλά όχι απαραίτητα στο «Palace» (σ.σ.: γνωστό κλαμπ του Παρισιού).
G.: Τι γνώμη έχεις για τον γαλλικό κινηματογράφο σήμερα;
A.Ε.: Στον κινηματογράφο έχουν γίνει πολλές μάχες για την ισοτιμία των δύο φύλων. Νομίζω πως ο σημερινός κινηματογράφος έχει ανάγκη τη γενιά μου, μια γενιά απελευθερωμένη απ’ όσα μπλόκαραν τις προηγούμενες, που δρούσαν στο όνομα κάποιου σκοπού ή εστίαζαν πάντα στις ελλείψεις. Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε, να κάνουμε αυτό που θέλουμε έστω και με τα περιορισμένα μέσα που διαθέτουμε. Ο κινηματογράφος γενικότερα οφείλει να μας μαθαίνει πράγματα, να μας βοηθά να αναδιατυπώνουμε την καθημερινότητα, αλλά και να θέτουμε ερωτήσεις. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο. Τώρα με την υγειονομική κρίση φαίνεται ότι όλα έχουν σταματήσει, αφού ο κινηματογράφος δεν είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Αλλά την ώρα που οι άνθρωποι είναι σε κατάσταση αγωνίας με την οικονομία και τον βιοπορισμό τους, σε μια φάση όπου δημιουργούνται παράλληλα τόσες συγχύσεις με τους μουσουλμάνους, είναι κρίμα το ότι δεν έχουν το δικαίωμα να αναπνεύσουν λίγο, να βιώσουν συναισθήματα μέσα από ένα φιλμ, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να πάρουν ένα βιβλίο από ένα μεγάλο πολυκατάστημα, αφού όλα τα βιβλιοπωλεία παραμένουν κλειστά. Σαν να μας λένε: «Μη σκέφτεστε, μην εμβαθύνετε».
G.: Το Netflix και οι αντίστοιχες πλατφόρμες streaming θα αντικαταστήσουν το σινεμά; Πιστεύεις ότι είναι μια εξέλιξη την οποία όλοι οφείλουμε να αποδεχθούμε;
A.Ε.: Είναι σίγουρα μια κατάσταση την οποία όλοι οφείλουμε να αποδεχθούμε και στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε. Εχουμε την επιλογή να δούμε κάτι στο κινητό, στο τάμπλετ, στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο και αυτό οι άνθρωποι οφείλουν να το αποδεχτούν. Είμαστε μια γενιά που καταναλώνει τίτλους. Αλλά η βίωση διαφορετικών συναισθημάτων από διαφορετικούς ανθρώπους μέσα στην αίθουσα έχει τη μαγεία της. Κάθε φορά που πάω στον κινηματογράφο αναρωτιέμαι γιατί δεν το κάνω συχνότερα. Ελπίζω ο κινηματογράφος να αντέξει στον χρόνο ως μορφή ψυχαγωγίας αν και τώρα, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, οι πλατφόρμες προσφέρουν μια διέξοδο.
G.: Ποια σειρά σού ξύπνησε την επιθυμία να παίξεις σε αυτήν;
A.Ε.: Το «Ramy», μια κωμική ιστορία ενός Αμερικανού μουσουλμάνου Αραβα πρώτης γενιάς. Το λάτρεψα!
G.: Θα μπορούσες να μιλήσεις για τον Ελληνα παππού σου;
A.Ε.: Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πολλά πράγματα για την ελληνική μου προέλευση. Αυτό που ξέρω είναι ότι η γιαγιά μου ερωτεύτηκε έναν Ελληνα, είπε ότι πάει να αγοράσει κοτόπουλο και δεν επέστρεψε ποτέ. Εν συνεχεία ανακαλύψαμε την Ελλάδα μέσα από τις αφηγήσεις και τα ταξίδια στην Κέρκυρα ή την Αθήνα που πηγαίναμε με τον πατέρα μας. Εχει πλάκα το γεγονός ότι μετά τον Χρυσό Φοίνικα που κέρδισα στις Κάννες (σ.σ.: με τη «Ζωή της Αντέλ») πήγα στο Φεστιβάλ Αθηνών και με επισκέφτηκε μια εξαδέλφη του πατέρα μου, της οποίας -ντρέπομαι που το λέω- έχω ξεχάσει το όνομα τώρα.
G.: Δέχτηκες ποτέ bullying στο σχολείο για το επώνυμό σου;
A.Ε.: Οχι, μόνο που δεν μπορούσαν να το προφέρουν. Τη μία με έλεγαν Εξαρχόπουλος, την άλλη Πούλος και την άλλη Ραφτακόπουλος. Δυσκολεύονταν με το επώνυμό μου. Αλλά εμένα μου αρέσει που δεν είναι εύκολο. Δεν ξέρω γιατί.
G.: Εμένα μου αρέσει που δεν σκέφτηκες να το αλλάξεις.
A.Ε.: Ποτέ! Και μου το πρότειναν... Πήρα θυμάμαι τότε τηλέφωνο τον πατέρα μου και του είπα ότι το όνομα μου είναι πολύπλοκο και ότι έπρεπε να το κάνουμε «Εξάρ». Αυτός μόλις το άκουσε τα... πήρε στο κρανίο! (γέλια)
G.: Στο trailer του «Bac Nord» όταν εμφανίστηκε το επώνυμό σου γέμισε η οθόνη.
A.Ε.: (γέλια) Ναι... Ακριβώς!
G: Υπάρχει μια ελληνική λέξη που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
A.Ε.: Μμμ, μάλλον όχι. Γνωρίζω δεκάδες, αλλά αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι καμία. Αυτό που με δένει ιδιαίτερα με την ελληνική παράδοση είναι ο δεσμός της οικογένειας. Οταν παρακολουθώντας την οικογένειά μου αναρωτιέμαι πού βρίσκεται το ελληνικό μας αίμα, ανακαλύπτω την απάντηση στην αγάπη που έχουμε μεταξύ μας.
G.: Εχεις επαφή με τους Ελληνες του Παρισιού;
A.Ε.: Συνάντησα τον Ρομάν Γαβρά, που είναι Ελληνας. Είναι πραγματικά αξιολάτρευτος. Η προέλευσή μας μάς φέρνει πιο κοντά. Στην πραγματικότητα την Ελλάδα ως χώρα μου έπρεπε να την ανακαλύψω μόνη μου. Γιατί ο παππούς μου ήταν από την Αθήνα, αλλά δεν μου μετέδωσε τη γλώσσα και ο πατέρας μου μεγάλωσε στο Παρίσι. Οπότε την Ελλάδα όφειλα να την ανακαλύψω μόνη μου. Μελέτησα μόνη μου την Ιστορία.
G.: Η αλήθεια είναι ότι ίσως δεν θα έπρεπε να βάζουμε όρια μεταξύ μας, αφού πέρα από τις χώρες υπάρχει το παγκόσμιο «έθνος» των ανθρώπινων χαρακτήρων.
A.Ε.: Το ελπίζω. Αν και θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθετο και να βάλουν σύνορα μεταξύ μας, εύχομαι να έχεις δίκιο. Αυτό που μπορεί να αλλάξει με την καραντίνα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεις τους άλλους. Να γίνεις πιο καλός αλλά και πιο καλοπροαίρετος. Γιατί το βασικότερο όλων είναι να βρούμε τρόπους να τα καταφέρουμε με τη ζωή που έχει γίνει πιο δύσκολη και άρα χρειαζόμαστε περισσότερο ο ένας τον άλλον.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Arno Lam/Charlotte Studio
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα