Μανουέλλα Παυλίδου: Αυτή είναι η δική μου Μελίνα
14.03.2021
08:12
Το 1994, στις 6 Μαρτίου, η Μελίνα Μερκούρη αφήνει την τελευταία της πνοή στο Μεμόριαλ της Νέας Υόρκης και ο πλανήτης τής αποτίει φόρο τιμής - Η γυναίκα-σύμβολο πέθανε Κυριακή, μια μέρα που η ίδια είχε ξορκίσει κινηματογραφικά - Είκοσι επτά χρόνια μετά η επιστήθια φίλη της διηγείται στο «Gala» άγνωστες ιστορίες μαζί της
Η Μανουέλλα Παυλίδου, στενή φίλη και συνεργάτιδα της Μελίνας Μερκούρη και σημερινή γενική γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος «Μελίνα Μερκούρη», χαρίζει στο «Gala» έναν πολύτιμο μονόλογο όπου αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της χαρισματικής Ελληνίδας όπως την έζησε από μικρή μέχρι και την τελευταία της στιγμή:
Η Μελίνα που γνώρισα
Είχε μια ψυχραιμία με τον θάνατο. Ηταν μια γυναίκα που φοβόταν πάρα πολύ τον καρκίνο. Οταν η ίδια έμαθε ότι είχε το 1988, είπε «πολύ καλά» και δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό, ούτε τη λέξη δεν αναφέραμε, ενώ τον θάνατο τον αντιμετώπιζε πολύ ψύχραιμα. Ελεγε «λες να πεθάνω;», σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Πέθανε Κυριακή 6 Μαρτίου και η σορός της ήρθε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου την Ημέρα της Γυναίκας.
Η Μελίνα ήταν κάτι τόσο ξεχωριστό που δεν μπορείς να την κρίνεις με ανθρώπινα μέτρα. Ισως έτσι να το βλέπω εγώ από την αγάπη και τον θαυμασμό που της είχα. Αλλά επειδή την έζησα από τα 18 μου χρόνια ήταν ένας άνθρωπος που με διαμόρφωσε, ήταν ένας άνθρωπος με τεράστια γοητεία, γενναιοδωρία, χιούμορ και σκληρό αυτοσαρκασμό, που είναι ιδιότητες που πλέον δύσκολα συναντάς.
Επιπλέον, είχε ένα άλλο μεγάλο προσόν, δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό της. Της έλεγα «πες μας για κείνη την περίοδο» και μου έλεγε: «Δεν μπορώ την παρελθοντολογία. Ο χρόνος τρέχει μόνο μπροστά. Αν κοιτάξεις πίσω, σε πήρε μαζί του. Εχασες». Και ήξερε να ακούει επίσης. Οταν γνώριζε κάποιον ήθελε να μάθει τα πάντα γι’ αυτόν, τα προσωπικά του, τα οικογενειακά του, τα επαγγελματικά του, τα πάντα. Ο τρόπος που ρώταγε ήταν τόσο μαγικός και είχε μια πλευρά ανακριτή… Ετσι, εσύ της έλεγες τα πάντα.
Και το πιο υπέροχο, αν σε συναντούσε ύστερα από πολύ καιρό, θα θυμόταν και θα σε ρώταγε τα πάντα. Τα θυμόταν όλα. Της έλεγα «μα, πώς είναι δυνατόν να τα θυμάσαι όλα αυτά;» και εκείνη μου απαντούσε: «Μα, τους ακούω εγώ τους ανθρώπους».
Επρεπε να την πιέσεις πολύ για να σου διηγηθεί μια ιστορία από τα παλιά και όταν πιεζόταν πολύ σου έλεγε: «Πες στον Ντασσέν να σου τα πει». Βέβαια, δεν μίλαγε ούτε ο Ντασσέν. Η Μελίνα ήθελε πάντα το παρόν και το μέλλον, δεν την ενδιέφερε το παρελθόν. Καθόλου. Δεν είχε ούτε μία φωτογραφία δικιά της στο σπίτι. Δεν κράταγε τίποτα. Τα φορέματά της τα χάριζε, χάριζε με μεγάλη ευκολία τα πάντα. Είχε πολύ κακή σχέση με την ιδιοκτησία. Δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει παρελθόν. Το μοναδικό φόρεμα που είχε κρατήσει ήταν αυτό που της είχε σχεδιάσει η Ντένη Βαχλιώτη, το οποίο ήταν το κόκκινο φουστάνι που φορούσε στην πολιτική της τουρνέ. Με αυτό είχε ζητήσει να ταφεί, αλλά πέθανε στην Αμερική και δεν πραγματοποιήθηκε αυτή η τελευταία της επιθυμία. Το διπλώσαμε και το βάλαμε μαζί της. Οταν πέθανε, όλα τα matrix στο Μπρόντγουεϊ έγραφαν: «A legend dies».
Η περιουσία της ήταν ένα σπίτι στο Κολωνάκι και αυτό στην Επίδαυρο, απ’ όπου μιλάμε τώρα. Αλλά δεν την απασχολούσαν τα έπιπλα, ούτε το ντεκόρ του σπιτιού. Δεν ήθελε τίποτα να τη δεσμεύει, ήταν ένας πολίτης του κόσμου. Να σας πω ένα παράδειγμα. Οταν τη γνώρισα στα 18 μου, ο πατέρας μου ήταν συλλέκτης. Μια μέρα τής λέω: «Φεύγω, πάω μια βόλτα στο Marché Aux Puces» - που ήταν το Μοναστηράκι του Παρισιού. Τότε εκείνη με ρωτάει «τι πας να κάνεις εκεί;» και της απαντώ: «Κάνω συλλογή από οπαλίνες». Γυρίζει τότε και μου λέει: «Τι κάνεις; Είσαι 18 χρόνων και κάνεις συλλογή; Αντί να έχεις μια βαλίτσα έτοιμη να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις να γυρίσεις τον κόσμο;». Και έκτοτε δεν ξαναγόρασα ποτέ οπαλίνες.
H Mελίνα πέθανε πολύ νέα, μόλις 73 χρόνων. Με τον Μάνο Χατζιδάκι είχαν μια μεγαλειώδη σχέση. Με καβγάδες, διαφωνίες, με τα πάντα. Αλλά ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε προτού μπει στο χειρουργείο. Ηταν κι εκείνος στην Αμερική και είχε έρθει την παραμονή το βράδυ στο δωμάτιό της με τον γιο του Γιώργο και ο Μάνος κάθισε μαζί της και τραγουδούσαν το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Λίγο καιρό μετά τον θάνατό της μου είχε πει: «Βρε Μανουέλλα, γράφουν και γράφουν τόσα για τη Μελίνα και κανείς δεν έχει γράψει ότι η Ελλάδα έχασε το ερωτικό της πρόσωπο». Με τη Μελίνα ήμασταν συνέχεια μαζί, στο νοσοκομείο κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, ήμουν μαζί της όταν “έφυγε” στην Εντατική. Είναι ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται.
Εκαναν επιθέσεις στη Μελίνα για την ηλικία της και εκείνη το αντιμετώπιζε πολύ ψύχραιμα. Πολύ πιο ψύχραιμα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Βρισκόμουν σε ένα σπίτι τρία χρόνια προτού πεθάνει, όταν ήταν 70, και έλεγαν ότι η Μελίνα είναι 80 χρόνων. Τους έλεγα «βρε παιδιά, 70 είναι», «όχι», μου έλεγαν, «είναι 80». Πάω την επομένη και της λέω: «Ξέρεις, χτες ήμουν εκεί και έλεγαν ότι είσαι 80». Μου απαντάει: «Δεν πειράζει, 80 να λένε, 70 μη λένε».
Δεν της άρεσε να βγαίνει, είχε τη θεωρία πως αφού δεν μπορείς να φλερτάρεις δεν υπάρχει λόγος και να βγαίνεις. Μάζευε φίλους σπίτι της, πήγαινε θέατρο και σινεμά, και ειδικά στην πρώτη παράσταση. Δεν είχε σωματοφύλακες. Οταν ήταν υπουργός, είχε έναν φύλακα από το κράτος και το βράδυ τον έβαζε μέσα στο σπίτι και κοιμόταν.
Είχε έμφυτη γενναιοδωρία σε όλους τους τομείς. Δεν ήθελε μόνο να βοηθήσει οικονομικά, ήταν γενναιόδωρη και στη συμμετοχή. Στην αγωνία σου, στη λύπη σου, στη χαρά. Και αυτό έκανε τη Μελίνα αυτό που ήταν. Στην κηδεία της, στο παρεκκλήσι όπου βρισκόμουν και παρακολουθούσα, γινόταν προσκύνημα από skinheads μέχρι παιδάκια. Ηταν ένα πλήθος που δεν μπορούσες να το εξηγήσεις με τη λογική.
Πίστευε πολύ στη φιλία. Ηταν πιστή φίλη και είχε πιστούς φίλους. Θεωρούσε ότι η φιλία είναι συνενοχή, με τη θεωρητική έννοια της λέξης. Η Μελίνα χρειαζόταν μόνο έρωτα, φιλία και αγάπη από τους ανθρώπους. Το διεκδίκησε και το είχε.
Η Μελίνα Περί ηλικίας και έρωτα
«Στα 18 νομίζω ότι κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Λες: "Θα τον αγαπώ σε όλη μου τη ζωή". Στα 35 σου, αν ερωτευτείς, πρέπει να λες στον εαυτό σου ότι θα σου κρατήσει σε όλη σου τη ζωή. Νομίζω πως όταν μια γυναίκα στα 35 λέει πως είναι ερωτευμένη, είναι ερωτευμένη και για την υπόλοιπη ζωή της. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει και να ξεκινήσει από την αρχή. Γιατί τότε γίνεται γελοίο. Γιατί στα 45 είσαι απελπισμένος και ερωτεύεσαι πράγματα που δεν το αξίζουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις». (1968)
«Οπως είπε ο Τενεσί Ουίλιαμς, μια ηθοποιός και ένας ζιγκολό είναι τα δύο πλάσματα που η ηλικία χτυπάει γρηγορότερα». (1990)
«Εγώ ήθελα άλλα πράγματα, δεν ήθελα παιδιά. Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να κάνω παιδιά. Οσο για τις φίλες μου; Ηθελαν παιδιά, χρήματα, μια καλύτερη θέση και ελευθερία για να γίνουν γυναίκες. Ηταν τρομερό για μια Ελληνίδα να είναι 17 χρόνων και ανύπαντρη. Ηταν φοβερό γεγονός. Είχα μια φίλη που παντρεύτηκε 16,5 χρόνων. Ολες τη ζήλευαν. Εγώ έκανα το λάθος να παντρευτώ έξι μήνες αργότερα, γιατί ήμουν 17, και έπρεπε να το κάνω. Καταριέμαι τον εαυτό μου γι’ αυτή την απόφαση». (1990)
Για τις κακές κριτικές
«Διαβάζω τις κακές κριτικές γιατί είμαι μαζοχίστρια. Και δεν ακολουθώ κάποιον μεγάλο λογοτέχνη, τον Ζαν Κοκτό συγκεκριμένα. Κάποτε ήμουν μαζί του στο Παρίσι. Μου είχαν γράψει μια κακή κριτική, έτυχε να τη διαβάσω μπροστά του και άρχισα να κλαίω. Ο Κοκτό προσπαθούσε να με παρηγορήσει. “Μα, πώς κάνεις έτσι για μια κακή κριτική; Ασφαλώς θα σου έχουν γράψει κι άλλες πολύ καλές”. Του απάντησα ανάμεσα στα δάκρυά μου: “Ναι, αλλά είναι πάρα πολύ κακή και άδικη”. Με κοίταξε και μου είπε: “Εγώ ποτέ δεν διάβασα κακή κριτική για το έργο μου”. Παραξενεύτηκα και του είπα: “Μα, είναι δυνατόν τόσα χρόνια που γράφετε;”. Χαμογέλασε και πάλι. “Εχω μια πολύ καλή γραμματέα”, είπε. “Της έχω δώσει οδηγίες να μου φέρνει μόνο τις καλές κριτικές και να κρύβει τις κακές. Ετσι, όχι μόνο δεν στενοχωριέμαι, αλλά και διατηρώ άριστες σχέσεις με όλο τον κόσμο”. Εγώ είμαι το αντίθετο. Είμαι πολύ μαζοχίστρια, και αυτό ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια». (1990)
Για τα χρήματα
«Ακούστε να σας πω. Εμείς, ο Τζούλι και εγώ… Ο Ντασσέν δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως ήταν μέσα στους πέντε μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Αλλά από την πρώτη στιγμή είχαμε μια περίεργη τύχη. Μιλάω για την καριέρα μου στον κινηματογράφο, γιατί αυτή είναι που αποφέρει και τα περισσότερα χρήματα. Στο θέατρο στην Αμερική βγάζεις επίσης πολλά χρήματα, αν πετύχεις στο Μπρόντγουεï. Αλλά η δική μου καριέρα είχε πολλά περίεργα συμπτώματα. Κάθε φορά που πήγαινε να γίνει το μπουμ, κάτι περίεργο συνέβαινε. Αλλοτε ήταν μια μεγάλη αρρώστια, όπως το ’63, σε ηλικία 43 χρόνων, που ετοιμαζόμουν να παίξω μεγάλους ρόλους σε έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Κανείς, ούτε η ίδια μου η μάνα, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο βαριά αρρώστησα.
Είχα πάθει υπερκόπωση και έμεινα στο κρεβάτι έξι μήνες. Εγώ που δεν μπορώ να κάτσω ούτε έξι ώρες! Μετά, μέχρι το ’67 έκανα πολλές ταινίες και κέρδισα πολλά χρήματα. Από την άλλη, ο Ντασσέν νομίζω ότι θυσίασε την καριέρα του για χάρη της Ελλάδας και της Μελίνας. Την πρώτη φορά τη θυσίασε για πολιτικούς λόγους, με τον μακαρθισμό. Τότε δεν δούλεψε για πέντε χρόνια. Μετά το “Ριφιφί” έγινε ο σκηνοθέτης που θα μπορούσε να πληρωθεί με τα περισσότερα χρήματα. Και βέβαια, κερδίσαμε πολλά με το “Ποτέ την Κυριακή”. Αν κάναμε άλλο ένα τέτοιο φιλμ, θα ήμασταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κινηματογράφου. Αλλά, παρόλο που κερδίσαμε πολλά, τότε ήρθε η χούντα. Και χρειάστηκε να δώσουμε πολλά χρήματα. Για την εξορία μου, για κάποιες ταινίες που γυρίσαμε. Γίναμε απόκληροι. Τα έξοδά μας ήταν πολλά. Χάσαμε σχεδόν τα πάντα». (1984)
Η Μελίνα που γνώρισα
Είχε μια ψυχραιμία με τον θάνατο. Ηταν μια γυναίκα που φοβόταν πάρα πολύ τον καρκίνο. Οταν η ίδια έμαθε ότι είχε το 1988, είπε «πολύ καλά» και δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό, ούτε τη λέξη δεν αναφέραμε, ενώ τον θάνατο τον αντιμετώπιζε πολύ ψύχραιμα. Ελεγε «λες να πεθάνω;», σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Πέθανε Κυριακή 6 Μαρτίου και η σορός της ήρθε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου την Ημέρα της Γυναίκας.
Η Μελίνα ήταν κάτι τόσο ξεχωριστό που δεν μπορείς να την κρίνεις με ανθρώπινα μέτρα. Ισως έτσι να το βλέπω εγώ από την αγάπη και τον θαυμασμό που της είχα. Αλλά επειδή την έζησα από τα 18 μου χρόνια ήταν ένας άνθρωπος που με διαμόρφωσε, ήταν ένας άνθρωπος με τεράστια γοητεία, γενναιοδωρία, χιούμορ και σκληρό αυτοσαρκασμό, που είναι ιδιότητες που πλέον δύσκολα συναντάς.
Επιπλέον, είχε ένα άλλο μεγάλο προσόν, δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό της. Της έλεγα «πες μας για κείνη την περίοδο» και μου έλεγε: «Δεν μπορώ την παρελθοντολογία. Ο χρόνος τρέχει μόνο μπροστά. Αν κοιτάξεις πίσω, σε πήρε μαζί του. Εχασες». Και ήξερε να ακούει επίσης. Οταν γνώριζε κάποιον ήθελε να μάθει τα πάντα γι’ αυτόν, τα προσωπικά του, τα οικογενειακά του, τα επαγγελματικά του, τα πάντα. Ο τρόπος που ρώταγε ήταν τόσο μαγικός και είχε μια πλευρά ανακριτή… Ετσι, εσύ της έλεγες τα πάντα.
Και το πιο υπέροχο, αν σε συναντούσε ύστερα από πολύ καιρό, θα θυμόταν και θα σε ρώταγε τα πάντα. Τα θυμόταν όλα. Της έλεγα «μα, πώς είναι δυνατόν να τα θυμάσαι όλα αυτά;» και εκείνη μου απαντούσε: «Μα, τους ακούω εγώ τους ανθρώπους».
Επρεπε να την πιέσεις πολύ για να σου διηγηθεί μια ιστορία από τα παλιά και όταν πιεζόταν πολύ σου έλεγε: «Πες στον Ντασσέν να σου τα πει». Βέβαια, δεν μίλαγε ούτε ο Ντασσέν. Η Μελίνα ήθελε πάντα το παρόν και το μέλλον, δεν την ενδιέφερε το παρελθόν. Καθόλου. Δεν είχε ούτε μία φωτογραφία δικιά της στο σπίτι. Δεν κράταγε τίποτα. Τα φορέματά της τα χάριζε, χάριζε με μεγάλη ευκολία τα πάντα. Είχε πολύ κακή σχέση με την ιδιοκτησία. Δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει παρελθόν. Το μοναδικό φόρεμα που είχε κρατήσει ήταν αυτό που της είχε σχεδιάσει η Ντένη Βαχλιώτη, το οποίο ήταν το κόκκινο φουστάνι που φορούσε στην πολιτική της τουρνέ. Με αυτό είχε ζητήσει να ταφεί, αλλά πέθανε στην Αμερική και δεν πραγματοποιήθηκε αυτή η τελευταία της επιθυμία. Το διπλώσαμε και το βάλαμε μαζί της. Οταν πέθανε, όλα τα matrix στο Μπρόντγουεϊ έγραφαν: «A legend dies».
Η περιουσία της ήταν ένα σπίτι στο Κολωνάκι και αυτό στην Επίδαυρο, απ’ όπου μιλάμε τώρα. Αλλά δεν την απασχολούσαν τα έπιπλα, ούτε το ντεκόρ του σπιτιού. Δεν ήθελε τίποτα να τη δεσμεύει, ήταν ένας πολίτης του κόσμου. Να σας πω ένα παράδειγμα. Οταν τη γνώρισα στα 18 μου, ο πατέρας μου ήταν συλλέκτης. Μια μέρα τής λέω: «Φεύγω, πάω μια βόλτα στο Marché Aux Puces» - που ήταν το Μοναστηράκι του Παρισιού. Τότε εκείνη με ρωτάει «τι πας να κάνεις εκεί;» και της απαντώ: «Κάνω συλλογή από οπαλίνες». Γυρίζει τότε και μου λέει: «Τι κάνεις; Είσαι 18 χρόνων και κάνεις συλλογή; Αντί να έχεις μια βαλίτσα έτοιμη να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις να γυρίσεις τον κόσμο;». Και έκτοτε δεν ξαναγόρασα ποτέ οπαλίνες.
H Mελίνα πέθανε πολύ νέα, μόλις 73 χρόνων. Με τον Μάνο Χατζιδάκι είχαν μια μεγαλειώδη σχέση. Με καβγάδες, διαφωνίες, με τα πάντα. Αλλά ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε προτού μπει στο χειρουργείο. Ηταν κι εκείνος στην Αμερική και είχε έρθει την παραμονή το βράδυ στο δωμάτιό της με τον γιο του Γιώργο και ο Μάνος κάθισε μαζί της και τραγουδούσαν το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Λίγο καιρό μετά τον θάνατό της μου είχε πει: «Βρε Μανουέλλα, γράφουν και γράφουν τόσα για τη Μελίνα και κανείς δεν έχει γράψει ότι η Ελλάδα έχασε το ερωτικό της πρόσωπο». Με τη Μελίνα ήμασταν συνέχεια μαζί, στο νοσοκομείο κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, ήμουν μαζί της όταν “έφυγε” στην Εντατική. Είναι ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται.
Εκαναν επιθέσεις στη Μελίνα για την ηλικία της και εκείνη το αντιμετώπιζε πολύ ψύχραιμα. Πολύ πιο ψύχραιμα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Βρισκόμουν σε ένα σπίτι τρία χρόνια προτού πεθάνει, όταν ήταν 70, και έλεγαν ότι η Μελίνα είναι 80 χρόνων. Τους έλεγα «βρε παιδιά, 70 είναι», «όχι», μου έλεγαν, «είναι 80». Πάω την επομένη και της λέω: «Ξέρεις, χτες ήμουν εκεί και έλεγαν ότι είσαι 80». Μου απαντάει: «Δεν πειράζει, 80 να λένε, 70 μη λένε».
Δεν της άρεσε να βγαίνει, είχε τη θεωρία πως αφού δεν μπορείς να φλερτάρεις δεν υπάρχει λόγος και να βγαίνεις. Μάζευε φίλους σπίτι της, πήγαινε θέατρο και σινεμά, και ειδικά στην πρώτη παράσταση. Δεν είχε σωματοφύλακες. Οταν ήταν υπουργός, είχε έναν φύλακα από το κράτος και το βράδυ τον έβαζε μέσα στο σπίτι και κοιμόταν.
Είχε έμφυτη γενναιοδωρία σε όλους τους τομείς. Δεν ήθελε μόνο να βοηθήσει οικονομικά, ήταν γενναιόδωρη και στη συμμετοχή. Στην αγωνία σου, στη λύπη σου, στη χαρά. Και αυτό έκανε τη Μελίνα αυτό που ήταν. Στην κηδεία της, στο παρεκκλήσι όπου βρισκόμουν και παρακολουθούσα, γινόταν προσκύνημα από skinheads μέχρι παιδάκια. Ηταν ένα πλήθος που δεν μπορούσες να το εξηγήσεις με τη λογική.
Πίστευε πολύ στη φιλία. Ηταν πιστή φίλη και είχε πιστούς φίλους. Θεωρούσε ότι η φιλία είναι συνενοχή, με τη θεωρητική έννοια της λέξης. Η Μελίνα χρειαζόταν μόνο έρωτα, φιλία και αγάπη από τους ανθρώπους. Το διεκδίκησε και το είχε.
Η Μελίνα Περί ηλικίας και έρωτα
«Στα 18 νομίζω ότι κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Λες: "Θα τον αγαπώ σε όλη μου τη ζωή". Στα 35 σου, αν ερωτευτείς, πρέπει να λες στον εαυτό σου ότι θα σου κρατήσει σε όλη σου τη ζωή. Νομίζω πως όταν μια γυναίκα στα 35 λέει πως είναι ερωτευμένη, είναι ερωτευμένη και για την υπόλοιπη ζωή της. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει και να ξεκινήσει από την αρχή. Γιατί τότε γίνεται γελοίο. Γιατί στα 45 είσαι απελπισμένος και ερωτεύεσαι πράγματα που δεν το αξίζουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις». (1968)
«Οπως είπε ο Τενεσί Ουίλιαμς, μια ηθοποιός και ένας ζιγκολό είναι τα δύο πλάσματα που η ηλικία χτυπάει γρηγορότερα». (1990)
«Εγώ ήθελα άλλα πράγματα, δεν ήθελα παιδιά. Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να κάνω παιδιά. Οσο για τις φίλες μου; Ηθελαν παιδιά, χρήματα, μια καλύτερη θέση και ελευθερία για να γίνουν γυναίκες. Ηταν τρομερό για μια Ελληνίδα να είναι 17 χρόνων και ανύπαντρη. Ηταν φοβερό γεγονός. Είχα μια φίλη που παντρεύτηκε 16,5 χρόνων. Ολες τη ζήλευαν. Εγώ έκανα το λάθος να παντρευτώ έξι μήνες αργότερα, γιατί ήμουν 17, και έπρεπε να το κάνω. Καταριέμαι τον εαυτό μου γι’ αυτή την απόφαση». (1990)
Για τις κακές κριτικές
«Διαβάζω τις κακές κριτικές γιατί είμαι μαζοχίστρια. Και δεν ακολουθώ κάποιον μεγάλο λογοτέχνη, τον Ζαν Κοκτό συγκεκριμένα. Κάποτε ήμουν μαζί του στο Παρίσι. Μου είχαν γράψει μια κακή κριτική, έτυχε να τη διαβάσω μπροστά του και άρχισα να κλαίω. Ο Κοκτό προσπαθούσε να με παρηγορήσει. “Μα, πώς κάνεις έτσι για μια κακή κριτική; Ασφαλώς θα σου έχουν γράψει κι άλλες πολύ καλές”. Του απάντησα ανάμεσα στα δάκρυά μου: “Ναι, αλλά είναι πάρα πολύ κακή και άδικη”. Με κοίταξε και μου είπε: “Εγώ ποτέ δεν διάβασα κακή κριτική για το έργο μου”. Παραξενεύτηκα και του είπα: “Μα, είναι δυνατόν τόσα χρόνια που γράφετε;”. Χαμογέλασε και πάλι. “Εχω μια πολύ καλή γραμματέα”, είπε. “Της έχω δώσει οδηγίες να μου φέρνει μόνο τις καλές κριτικές και να κρύβει τις κακές. Ετσι, όχι μόνο δεν στενοχωριέμαι, αλλά και διατηρώ άριστες σχέσεις με όλο τον κόσμο”. Εγώ είμαι το αντίθετο. Είμαι πολύ μαζοχίστρια, και αυτό ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια». (1990)
Για τα χρήματα
«Ακούστε να σας πω. Εμείς, ο Τζούλι και εγώ… Ο Ντασσέν δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως ήταν μέσα στους πέντε μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Αλλά από την πρώτη στιγμή είχαμε μια περίεργη τύχη. Μιλάω για την καριέρα μου στον κινηματογράφο, γιατί αυτή είναι που αποφέρει και τα περισσότερα χρήματα. Στο θέατρο στην Αμερική βγάζεις επίσης πολλά χρήματα, αν πετύχεις στο Μπρόντγουεï. Αλλά η δική μου καριέρα είχε πολλά περίεργα συμπτώματα. Κάθε φορά που πήγαινε να γίνει το μπουμ, κάτι περίεργο συνέβαινε. Αλλοτε ήταν μια μεγάλη αρρώστια, όπως το ’63, σε ηλικία 43 χρόνων, που ετοιμαζόμουν να παίξω μεγάλους ρόλους σε έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Κανείς, ούτε η ίδια μου η μάνα, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο βαριά αρρώστησα.
Είχα πάθει υπερκόπωση και έμεινα στο κρεβάτι έξι μήνες. Εγώ που δεν μπορώ να κάτσω ούτε έξι ώρες! Μετά, μέχρι το ’67 έκανα πολλές ταινίες και κέρδισα πολλά χρήματα. Από την άλλη, ο Ντασσέν νομίζω ότι θυσίασε την καριέρα του για χάρη της Ελλάδας και της Μελίνας. Την πρώτη φορά τη θυσίασε για πολιτικούς λόγους, με τον μακαρθισμό. Τότε δεν δούλεψε για πέντε χρόνια. Μετά το “Ριφιφί” έγινε ο σκηνοθέτης που θα μπορούσε να πληρωθεί με τα περισσότερα χρήματα. Και βέβαια, κερδίσαμε πολλά με το “Ποτέ την Κυριακή”. Αν κάναμε άλλο ένα τέτοιο φιλμ, θα ήμασταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κινηματογράφου. Αλλά, παρόλο που κερδίσαμε πολλά, τότε ήρθε η χούντα. Και χρειάστηκε να δώσουμε πολλά χρήματα. Για την εξορία μου, για κάποιες ταινίες που γυρίσαμε. Γίναμε απόκληροι. Τα έξοδά μας ήταν πολλά. Χάσαμε σχεδόν τα πάντα». (1984)
Best of
«Οπου κι αν ταξίδευα, πάντα η Ελλάδα… Μια έμμονη ιδέα… Με τα ελαττώματα και τα προσόντα της… Είναι η πραγματική δύναμή μου, ο πραγματικός καημός μου».
«Ο,τι έχουμε και δεν έχουμε είναι ο πολιτισμός, είναι η κληρονομιά μας. Χωρίς αυτά είμαστε κανείς».
«Η φιλία είναι το μεγαλύτερο πράγμα στον κόσμο. Πιο μεγάλο κι από τον έρωτα, γιατί εκεί υπάρχει πάντα μια ανταπόκριση. Ο φίλος δίνει».
«Ολες μας έχουμε αισθανθεί τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σε μια κοινωνία φτιαγμένη από άνδρες για άνδρες. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα διεκδικούμε την ισότητα της συμμετοχής μας. Δεν θέλουμε “πολιτική για τις γυναίκες” από άνδρες. Θέλουμε πολιτική από άνδρες και γυναίκες για μια κοινωνία ίσων πολιτών».
«Ο ρατσισμός είναι ένας αργός θάνατος με κλειστά παράθυρα».
«Ναι, τα Μάρμαρα θα έρθουν ξανά στην Ελλάδα. Και τότε, ακόμα κι αν δεν υπάρχω, θα είμαι κάπου και θα τα βλέπω να έρχονται και, ίσως, να ξαναγεννηθώ».
«Στο θέατρο μπορείς να παίζεις χωρίς να υπάρχεις και να υπάρχεις χωρίς να παίζεις. Εγώ δεν έλειψα στιγμή».
Ευχαριστούμε θερμά το Ιδρυμα «Μελίνα Μερκούρη» και ιδιαίτερα την κυρία Πωλίνα Τζεϊράνη για την πολύτιμη συμβολή τους στο κείμενο και την παραχώρηση φωτογραφικού υλικού
Ειδήσεις σήμερα:
Υπουργείο Υγείας: Δραματική έκκληση για ιδιώτες γιατρούς στο ΕΣΥ με αμοιβή €2.000
Γεωργιάδης: Εάν η πανδημία καλπάζει το άνοιγμα της αγοράς αναβάλλεται
Η Μαριάννα Λάτση αγοράζει σημαντικό ποσοστό στη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr