Ο Πάνος Γιαννακόπουλος φωτογραφίζει διάσημους, χορεύει στο Dancing With The Stars και ταξιδεύει στις 5 ηπείρους
01.11.2021
06:41
Μεγάλη συνέντευξη του αναγνωρισμένου φωτογράφου στο Gala - Οταν δεν φωτογραφίζει, ταξιδεύει και όταν δεν ταξιδεύει, χορεύει - Ο άνθρωπος που εμπιστεύονται οι διάσημοι για την έξωθεν καλή μαρτυρία τους αφηγείται τη ζωή του και «αποκαλύπτει» το παρασκήνιο της συμμετοχής του στο DWTS
Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζεις πως τους γνωρίζεις σαν την παλάμη του χεριού σου, αλλά τελικά ξημερώνει η μέρα που αντιλαμβάνεσαι πως δεν έχεις ιδέα. Να, πάρτε για παράδειγμα τον Πάνο Γιαννακόπουλο, βασικό φωτογράφο του περιοδικού μας. Μιλάμε σχεδόν καθημερινά στο τηλέφωνο, συναντιόμαστε μία ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα για κάποια φωτογράφηση, συμφωνούμε και διαφωνούμε, γελάμε και ενίοτε ερίζουμε, συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια, ενώ πλέον τον παρακολουθώ τις Κυριακές να δοκιμάζει τον εαυτό του και στον χορό ως διαγωνιζόμενος στο DWTS του STAR. Κι όμως, έπρεπε να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη για να μου αποκαλύψει τα πώς και τα γιατί της ζωής του, τη διαδρομή του από τη δημοσιογραφία στη φωτογραφία, τη μετοίκησή του για τρία χρόνια στη Νέα Υόρκη -μια πόλη που αρχικά τη βρήκε αβάσταχτα θλιβερή και μοναχική, για να τη λατρέψει τελικά-, για το όνειρο της ζωής του που περιγράφεται από ένα μικρό και λιτό σπίτι στο νησί, ένα κοτέτσι, δυο καναρίνια κι έναν μπαξέ.
Αν και έχει έναν παροιμιώδη, σχεδόν χαρισματικό τρόπο να επικοινωνεί με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει (βλ. άπασα την ντόπια σόουμπιζ, πλην της Ελένης Μενεγάκη, η οποία μάλλον έχει μια θέση στα απωθημένα του), ο Πάνος Γιαννακόπουλος πιστεύει πως είναι στην πραγματικότητα ένας ντροπαλός τύπος που κυριεύεται ακόμα από παιδιάστικες συστολές.
Βέβαια, δύσκολα μπορείς να τον πιστέψεις όταν την επομένη του πρώτου live του στο διαγωνισμό του Star γίνεσαι αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής του ακολουθεί: η ηθοποιός Θέμις Μπαζάκα καθώς περπατά στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι βλέπει τον Πάνο επί το (φωτογραφικό) έργον, κοντοστέκεται και τον ρωτά: «Καλά, εσύ και χορεύεις και φωτογραφίζεις;». Μιλάνε για λίγα λεπτά σαν να γνωρίζονται χρόνια. Κι όμως, όπως ο ίδιος μου λέει αμέσως μετά, δεν έχουν συναναστραφεί ποτέ ο ένας τον άλλο ξανά. «Τι κάνεις, ρε Πάνο, και τους “ξεκλειδώνεις” όλους;» τον ρωτάω από κεκτημένη ταχύτητα. «Πηγαίνω στη δουλειά με καλή διάθεση, ξεκούραστος και χαρούμενος», μου απαντάει.
Τελικά, ίσως δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο απ’ αυτό το τόσο απλό. Οπως δεν υπάρχει και τίποτα πιο απαιτητικό για έναν φωτογράφο από ένα φως και έναν άνθρωπο. Αυτό τουλάχιστον πιστεύει ο Γιαννακόπουλος, ο οποίος παρότι απαθανατίζει ανθρώπους, διαμορφώνει αισθητική, ταξιδεύει στα πιο ανήκουστα μέρη του κόσμου, χορεύει στο DWTS, ετοιμάζει μια έκθεση με τις εικόνες από τις περιηγήσεις του και δημιουργεί ένα ντοκιμαντέρ, βρίσκει πάντα χρόνο για να έχει οργανωμένη την ντουλάπα του με συνέπεια που θα ζήλευε και η Μαρί Κοντό. Η ίδια ακριβώς τάξη καθρεφτίζεται και στο μυαλό του.
Gala: Πώς βρέθηκες στο DWTS;
Πάνος Γιαννακόπουλος: Ηταν μια στιγμιαία απόφαση. Ηταν καλοκαίρι, ήμουν σε μια αιώρα και χτύπησε το τηλέφωνο. Στην αρχή νόμιζα ότι με τρόλαραν. Δεν το πολυσκέφτηκα κι αυτό ήταν τελικά το λάθος μου. (γελάει)
G: Με τον χορό είχατε προηγούμενα;
Π.Γ.: Κανένα. Εχω δύο αριστερά πόδια. Ακόμα και ως έφηβος στα μπαρ δεν κουνούσα ούτε χέρι ούτε πόδι. Ημουν ο τύπος που άραζε στην μπάρα και χάζευε τους άλλους. Το πιο κοντινό σε χορό που έχω κάνει είναι το ανακάτεμα της σούπας στην κατσαρόλα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι χρειάζομαι την εύνοια του κοινού.
G: Και τώρα πώς σου φαίνεται;
Π.Γ.: Πίστευα ότι ο χορός είναι βηματάκια. Γι’ αυτό και στην αρχή το πήρα αψήφιστα. Δεν είναι όμως έτσι. Ο χορός είναι χέρια, πόδια, λαιμός, ύφος. Ευτυχώς, οι χορευτές είναι και λίγο ψυχοθεραπευτές. Η ντάμα μου, η Μαρίλη, με έχει μάθει πια. Ξέρει πότε έχω διάθεση και πότε είμαι κουρασμένος, βλέπει τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία μου, μαθαίνει να με διαχειρίζεται.
G: Και ποιο είναι το δυνατό σημείο σου;
Π.Γ.: Νομίζω ο χαρακτήρας μου. Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να είμαι διαυγής. Δεν σπαταλιέμαι, δεν ξενυχτάω, θέλω να έχω καθαρό μυαλό. Η προσήλωση στον στόχο είναι το μεγαλύτερο κέρδος που έχω στη ζωή μου.
G: Σκηνικό άγχος έχεις;
Αν και έχει έναν παροιμιώδη, σχεδόν χαρισματικό τρόπο να επικοινωνεί με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει (βλ. άπασα την ντόπια σόουμπιζ, πλην της Ελένης Μενεγάκη, η οποία μάλλον έχει μια θέση στα απωθημένα του), ο Πάνος Γιαννακόπουλος πιστεύει πως είναι στην πραγματικότητα ένας ντροπαλός τύπος που κυριεύεται ακόμα από παιδιάστικες συστολές.
Βέβαια, δύσκολα μπορείς να τον πιστέψεις όταν την επομένη του πρώτου live του στο διαγωνισμό του Star γίνεσαι αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής του ακολουθεί: η ηθοποιός Θέμις Μπαζάκα καθώς περπατά στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι βλέπει τον Πάνο επί το (φωτογραφικό) έργον, κοντοστέκεται και τον ρωτά: «Καλά, εσύ και χορεύεις και φωτογραφίζεις;». Μιλάνε για λίγα λεπτά σαν να γνωρίζονται χρόνια. Κι όμως, όπως ο ίδιος μου λέει αμέσως μετά, δεν έχουν συναναστραφεί ποτέ ο ένας τον άλλο ξανά. «Τι κάνεις, ρε Πάνο, και τους “ξεκλειδώνεις” όλους;» τον ρωτάω από κεκτημένη ταχύτητα. «Πηγαίνω στη δουλειά με καλή διάθεση, ξεκούραστος και χαρούμενος», μου απαντάει.
Τελικά, ίσως δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο απ’ αυτό το τόσο απλό. Οπως δεν υπάρχει και τίποτα πιο απαιτητικό για έναν φωτογράφο από ένα φως και έναν άνθρωπο. Αυτό τουλάχιστον πιστεύει ο Γιαννακόπουλος, ο οποίος παρότι απαθανατίζει ανθρώπους, διαμορφώνει αισθητική, ταξιδεύει στα πιο ανήκουστα μέρη του κόσμου, χορεύει στο DWTS, ετοιμάζει μια έκθεση με τις εικόνες από τις περιηγήσεις του και δημιουργεί ένα ντοκιμαντέρ, βρίσκει πάντα χρόνο για να έχει οργανωμένη την ντουλάπα του με συνέπεια που θα ζήλευε και η Μαρί Κοντό. Η ίδια ακριβώς τάξη καθρεφτίζεται και στο μυαλό του.
Gala: Πώς βρέθηκες στο DWTS;
Πάνος Γιαννακόπουλος: Ηταν μια στιγμιαία απόφαση. Ηταν καλοκαίρι, ήμουν σε μια αιώρα και χτύπησε το τηλέφωνο. Στην αρχή νόμιζα ότι με τρόλαραν. Δεν το πολυσκέφτηκα κι αυτό ήταν τελικά το λάθος μου. (γελάει)
G: Με τον χορό είχατε προηγούμενα;
Π.Γ.: Κανένα. Εχω δύο αριστερά πόδια. Ακόμα και ως έφηβος στα μπαρ δεν κουνούσα ούτε χέρι ούτε πόδι. Ημουν ο τύπος που άραζε στην μπάρα και χάζευε τους άλλους. Το πιο κοντινό σε χορό που έχω κάνει είναι το ανακάτεμα της σούπας στην κατσαρόλα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι χρειάζομαι την εύνοια του κοινού.
G: Και τώρα πώς σου φαίνεται;
Π.Γ.: Πίστευα ότι ο χορός είναι βηματάκια. Γι’ αυτό και στην αρχή το πήρα αψήφιστα. Δεν είναι όμως έτσι. Ο χορός είναι χέρια, πόδια, λαιμός, ύφος. Ευτυχώς, οι χορευτές είναι και λίγο ψυχοθεραπευτές. Η ντάμα μου, η Μαρίλη, με έχει μάθει πια. Ξέρει πότε έχω διάθεση και πότε είμαι κουρασμένος, βλέπει τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία μου, μαθαίνει να με διαχειρίζεται.
G: Και ποιο είναι το δυνατό σημείο σου;
Π.Γ.: Νομίζω ο χαρακτήρας μου. Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να είμαι διαυγής. Δεν σπαταλιέμαι, δεν ξενυχτάω, θέλω να έχω καθαρό μυαλό. Η προσήλωση στον στόχο είναι το μεγαλύτερο κέρδος που έχω στη ζωή μου.
G: Σκηνικό άγχος έχεις;
Π.Γ.: Το stage fright είναι ύπουλο. Οταν βλέπεις δεκάδες ανθρώπους να περιμένουν κάτι από σένα, το οποίο δεν είναι μάλιστα η δουλειά σου, είναι περίεργο. Νιώθω γυμνός χωρίς τα εργαλεία της δουλειάς μου, τη φωτογραφική μηχανή, τα φώτα. Νομίζω ότι προτιμώ να είμαι γυμνός σε μια παραλία στη Σέριφο. Από την άλλη, είναι ένα πείραμα για μένα όλο αυτό.
G: Γιατί πιστεύεις ότι σε επέλεξαν;
Π.Γ.: Προσπάθησα να το απαντήσω αυτό στον εαυτό μου. Μάλλον γιατί φωτογραφίζω διασημότητες, μπορεί να τους αρέσει η δουλειά μου, ίσως τους αρέσει η φάτσα μου ή το coolness μου, ειδικά σε μια εποχή τόσο στημένη. Τους έχω φωτογραφήσει όλους, εκτός από την Ελένη Μενεγάκη. Δεν θέλω απλά να τη φωτογραφήσω. Θα μπορούσα να την παντρευτώ και να είμαι ο σκλάβος της.
G: Αλήθεια, πώς έγινες ο φωτογράφος που όλοι θέλουν να τους απαθανατίζει;
Π.Γ.: Πρέπει να ήμουν καλούλης και η μία δουλειά έφερε την άλλη. Κάποια στιγμή είχα ωραίο πελατολόγιο, έκανα μεγάλες δουλειές, ήμουν ο τύπος που ήταν και λίγο σύγχρονος και είχε κοσμογυρίσει. Νομίζω με κράτησε το γεγονός ότι δεν εντυπωσιάζομαι από τους ανθρώπους που γνωρίζω μέσω της δουλειάς. Σε αυτό έπαιξε ρόλο ο τρόπος που μεγάλωσα. Δεν ήμασταν από τις οικογένειες που είχαμε είδωλα, ούτε βλέπαμε πολλή τηλεόραση. Είχαμε άλλα ενδιαφέροντα και αυτό μου έκανε καλό.
G: Ως παιδί παρατηρούσες τους άλλους;
Π.Γ.: Ναι μεν παρατηρούσα τα πράγματα και όσο πιο μικρός ήμουν τόσο πιο κοινωνικός και ελεύθερος ένιωθα, αλλά έχω και πάρα πολλά συμπλέγματα, προίκα της μέσης Ελληνίδας μάνας. Η μαμά μου είχε πολύ έντονη τη λογική του «τι θα πει ο κόσμος». Ηθελε να είμαι απουσιολόγος, να είμαι σημαιοφόρος, να είμαι καθωσπρέπει, να μη δίνω δικαιώματα και βέβαια ήταν υπερπροστατευτική. Αυτό μου δημιούργησε πάρα πολλούς φόβους. Μόνο η ακροφοβία μού έχει μείνει ακόμα. Κι έχω και κάποιες αφελείς ντροπές και συστολές.
G: Ηθελες πάντα να γίνεις φωτογράφος;
Π.Γ.: Ημουν ένα παιδί που δεν ήξερε τι ήθελε. Η φωτογραφία ήταν μάλλον η φυσική εξέλιξή μου. Μετά το σχολείο σπούδασα στο Πάντειο, τελείωσα τη σχολή, παράλληλα δούλεψα σε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και κατόπιν βρήκα δουλειά στις εκδόσεις Λυμπέρη ως δημοσιογράφος. Εκεί γαλουχήθηκα και κατάλαβα ότι μου αρέσει όχι απλά το κείμενο, αλλά ο άνθρωπος. Συνάντησα σπουδαίους ανθρώπους. Μετά δούλεψα ως υπεύθυνος καλεσμένων σε τηλεοπτικές εκπομπές, στο MTV, σε sites. Και μετά ήρθε η κρίση. Τότε αποφάσισα να πάρω ένα ακόμα πτυχίο. Πήγα λοιπόν στη Νέα Υόρκη και σπούδασα Φωτογραφία. Μέσα σε μια νύχτα το αποφάσισα. Ηταν δύσκολα. Πούλησα όλα τα υπάρχοντά μου για να πάω, αυτοκίνητο, καναπέδες, ό,τι είχα και δεν είχα.
G: Γιατί στη Νέα Υόρκη;
Π.Γ.: Δεν ήθελα να μείνω στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Πήγα εκεί που μου άρεσε να πάω. Εμεινα τρία χρόνια, γύρισα στην Αθήνα και ξανασυστήθηκα ως φωτογράφος. Στην αρχή ήταν περίεργα. Θεωρούσα ότι μπορώ και να κάνω συνεντεύξεις και να φωτογραφίζω. Ομως οι άλλοι με θεωρούσαν απλά μέτριο σε όλα. Επρεπε να διαλέξω, οπότε επέλεξα τη φωτογραφία. Αυτή είναι η ταυτότητά μου. Ασχολήθηκα με το πορτρέτο, γιατί με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Αν δεν ήμουν φωτογράφος, μάλλον θα ήμουν κοινωνιολόγος.
G: Τι μπορείς να καταλάβεις για έναν άνθρωπο που φωτογραφίζεις;
Π.Γ.: Στην εφαρμοσμένη φωτογραφία που κάνω τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, με την έννοια ότι εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι, διαφορετικές απόψεις και υπάρχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές. Στα πορτρέτα που κάνω όταν ταξιδεύω με ενδιαφέρει η στιγμή.
G: Είσαι όμως επικοινωνιακός με όποιον φωτογραφίζεις.
Π.Γ.: Με νοιάζει να χτίσω μια σχέση με τον άλλο. Εκείνη τη στιγμή είσαι εσύ και αυτός. It takes two to tango. Αν ο ένας από τους δύο δεν χορέψει καλά, δεν θα είναι καλό το αποτέλεσμα.
G: Φοβούνται οι άνθρωποι τον φακό;
Π.Γ.: Νομίζω ότι οι Ελληνες έχουμε φωτογραφοφοβία - ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Αν με ρωτάς για τους διάσημους που φωτογραφίζω, παρατηρώ ότι όσοι έχουν ζήσει τα 90s και τα 00s θεωρούν ότι όσο πιο μεγάλος είναι ο φακός σου, τόσο πιο καλός φωτογράφος είσαι. Γιατί αυτό τους είχαν πουλήσει οι φωτογράφοι της προηγούμενης γενιάς. Τα περισσότερα θέματα τα έχουν οι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει κάτι ουσιαστικό, που κυριαρχούνται από ανασφάλεια. Βέβαια, το χειρότερο είναι οι αυλές.
G: Οι αυλές;
Π.Γ.: Για να γίνει μια φωτογράφηση, πρέπει να συντονιστούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Ολοι προσπαθούν να υποστηρίξουν τη θέση τους, να δείξουν ότι νοιάζονται περισσότερο τον φωτογραφιζόμενο, οπότε χαώνεται κι αυτός.
G: Είναι σαν να είσαι μαέστρος.
Π.Γ.: Ή σαν να είσαι διπλωμάτης.
G: Σε εξαντλεί αυτό;
Π.Γ.: Πολλές φορές νιώθω ότι υπηρετώ έναν ρόλο. Οχι του καλού παιδιού ή του καθωσπρέπει. Πρέπει απλά να καταλάβεις τον άλλο και να παίξεις την κασέτα που πρέπει να ακουστεί εκείνη τη στιγμή.
G: Τι κάνει μια φωτογραφία καλή;
Π.Γ.: Η ενέργεια. Κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη; Νιώθεις κάθε μέρα ίδιος;
G: Σ’ αρέσει να φωτογραφίζεσαι;
Π.Γ.: Ξέρω τις γωνίες μου. Οπότε μ’ αρέσει να φωτογραφίζομαι με συγκεκριμένο τρόπο.
G: Το Instagram κάνει κακό στη δουλειά σου;
Π.Γ.: Κάνει κακό σε όλους τους καλλιτέχνες. Περάσαμε διάφορες φάσεις. Αυτή όπου όλοι πίστευαν ότι ήταν φωτογράφοι, εκείνη όπου διάσημοι, επειδή δεν είχαν μία, έπαιρναν παιδιά από σχολές χωρίς τεχνική και εμπειρία να τους φωτογραφίζουν. Τώρα είμαστε σε μια πιο κανονική εποχή. Δεν με αγχώνει πάντως το Instagram.
G: Στα ταξίδια που βγαίνεις από την comfort zone του στούντιο, είσαι άλλος άνθρωπος;
Π.Γ.: Εκεί είμαι με ανθρώπους, με φοβερά ηλιοβασιλέματα, μέσα στη φύση, με ξυπνάνε τα πουλιά, κυνηγάω για να τρώω. Στην Ουγκάντα, θυμάμαι, τρώγαμε ποντίκια, στον Αμαζόνιο τρώγαμε κροκόδειλους, μαϊμούδες και για πρωινό αυγά χελώνας. Τα ταξίδια αυτά είναι ο παραθερισμός μου. Νιώθω ωραία στη φύση και ακόμα πιο ωραία όταν συναντώ ανθρώπους που σε χαιρετούν με το χέρι ψηλά. Ηρεμεί η ψυχή μου. Τώρα σχεδιάζω να κάνω μια έκθεση στην Τεχνόπολη με τα πορτρέτα που έχω τραβήξει σ' αυτά τα ταξίδια.
G: Εχεις κινδυνέψει ποτέ;
Π.Γ.: Μόνο στη Βενεζουέλα, όπου μας λήστεψε η αστυνομία. Φτάσαμε την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα. Τότε κατάλαβα ότι όσα βλέπουμε στο Netflix μπορεί τελικά να είναι από τη ζωή βγαλμένα.
G: Θυμάσαι κάποιον άνθρωπο που έχεις συναντήσει στα ταξίδια σου;
Π.Γ.: Θυμάμαι μια Σομαλή που συνάντησα σε ένα μουσουλμανικό χωριό στην Αιθιοπία. Μας είπε ότι από μικρή τη θεωρούσαν καταραμένη λόγω της λεύκης που είχε στο δέρμα της. Το είχε σκάσει από το σπίτι της και είχε καταλήξει στην Αιθιοπία να ζητιανεύει κάθε μέρα στο ίδιο σημείο. Ταρακουνήθηκα. Θυμάμαι ακόμα μια φυλή στα σύνορα της Ουγκάντας με τη Ρουάντα, όπου μας έλεγαν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν με τους γορίλες που ήθελαν να κάνουν σεξ με τους ανθρώπους. Και είναι κάτι που πολλοί αναγκάζονται να κάνουν προκειμένου να μην εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
G: Ακούγονται πάντως δύσκολα και ριψοκίνδυνα τα ταξίδια σου.
Π.Γ.: Η αλήθεια είναι πως για να τα κάνεις, πρέπει να είσαι «κροκοδειλάκιας». Να μη φοβάσαι, να μη σιχαίνεσαι, να κάνεις μπάνιο στα λασπόνερα γυμνός στη μέση του πουθενά, να κοιμάσαι για 20 μέρες στο χώμα ή να βράζεις το νερό για να το πιεις.
G: Σε ποιον τόπο δεν έχεις φτάσει ακόμα;
Π.Γ.: Στη Μογγολία, σε μια νομαδική φυλή κυνηγών, τους Ινερ. Δεν έχω πάει στο Πακιστάν να ζήσω με τους μεταλλωρύχους και θέλω πολύ να πάω στην Παπούα Νέα Γουινέα.
G: Εχεις πάντως μια τάση φυγής.
Π.Γ.: Απλώς δουλεύω με πολύ κόσμο και αποζητώ τη μοναχικότητά μου. Με ηρεμεί το να μην κάνω τίποτα και να κοιτάζω το ταβάνι. Είναι οι πιο εποικοδομητικές μου ώρες.
G: Εχεις κάποιο άλλο ταλέντο;
Π.Γ.: Δεν έχω πολλά ταλέντα. Να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω στο ταλέντο, αλλά στη μάθηση και στην παρατήρηση. Είναι η καλύτερη διδασκαλία.
G: Τι έχεις μάθει παρατηρώντας τους ανθρώπους;
Π.Γ.: Αυτό που έχω μάθει είναι από τις φυλές που έχω συναντήσει. Οτι πρέπει να κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια. Εχω καταλάβει ακόμα ότι είναι πολύ εύκολο να πέσεις στη λούμπα και να λες στον άλλο αυτό που θέλει να ακούσει. Ομως δεν μου αρέσει να στρογγυλοποιώ τα πράγματα, και δεν το κάνω. Ο,τι σκέφτομαι, το λέω. Δεν θέλω να πονάει η ψυχή μου.
G: Γιατί πιστεύεις ότι οι διασημότητες αγαπούν τη φωτογραφική ματιά σου;
Π.Γ.: Γιατί είμαι ειλικρινής, άμεσος και μάλλον τους βγάζω ωραίους.
Φωτογράφος Μάριος Κόλλιας - Studio 13 Athens
Ειδήσεις σήμερα
«Θα σε βρούμε όπου και να πας»: Οι αρνητές απειλούν επιστήμονες - Γιατροί περιγράφουν όσα βιώνουν
Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή: Ποιοι είναι οι στόχοι - Στη Γλασκώβη ο Μητσοτάκης
Ο Μακρόν κατηγορεί on camera τον Μόρισον ότι του είπε ψέματα - «Καλή τύχη» με τα υποβρύχιά σας...
G: Γιατί πιστεύεις ότι σε επέλεξαν;
Π.Γ.: Προσπάθησα να το απαντήσω αυτό στον εαυτό μου. Μάλλον γιατί φωτογραφίζω διασημότητες, μπορεί να τους αρέσει η δουλειά μου, ίσως τους αρέσει η φάτσα μου ή το coolness μου, ειδικά σε μια εποχή τόσο στημένη. Τους έχω φωτογραφήσει όλους, εκτός από την Ελένη Μενεγάκη. Δεν θέλω απλά να τη φωτογραφήσω. Θα μπορούσα να την παντρευτώ και να είμαι ο σκλάβος της.
G: Αλήθεια, πώς έγινες ο φωτογράφος που όλοι θέλουν να τους απαθανατίζει;
Π.Γ.: Πρέπει να ήμουν καλούλης και η μία δουλειά έφερε την άλλη. Κάποια στιγμή είχα ωραίο πελατολόγιο, έκανα μεγάλες δουλειές, ήμουν ο τύπος που ήταν και λίγο σύγχρονος και είχε κοσμογυρίσει. Νομίζω με κράτησε το γεγονός ότι δεν εντυπωσιάζομαι από τους ανθρώπους που γνωρίζω μέσω της δουλειάς. Σε αυτό έπαιξε ρόλο ο τρόπος που μεγάλωσα. Δεν ήμασταν από τις οικογένειες που είχαμε είδωλα, ούτε βλέπαμε πολλή τηλεόραση. Είχαμε άλλα ενδιαφέροντα και αυτό μου έκανε καλό.
G: Ως παιδί παρατηρούσες τους άλλους;
Π.Γ.: Ναι μεν παρατηρούσα τα πράγματα και όσο πιο μικρός ήμουν τόσο πιο κοινωνικός και ελεύθερος ένιωθα, αλλά έχω και πάρα πολλά συμπλέγματα, προίκα της μέσης Ελληνίδας μάνας. Η μαμά μου είχε πολύ έντονη τη λογική του «τι θα πει ο κόσμος». Ηθελε να είμαι απουσιολόγος, να είμαι σημαιοφόρος, να είμαι καθωσπρέπει, να μη δίνω δικαιώματα και βέβαια ήταν υπερπροστατευτική. Αυτό μου δημιούργησε πάρα πολλούς φόβους. Μόνο η ακροφοβία μού έχει μείνει ακόμα. Κι έχω και κάποιες αφελείς ντροπές και συστολές.
G: Ηθελες πάντα να γίνεις φωτογράφος;
Π.Γ.: Ημουν ένα παιδί που δεν ήξερε τι ήθελε. Η φωτογραφία ήταν μάλλον η φυσική εξέλιξή μου. Μετά το σχολείο σπούδασα στο Πάντειο, τελείωσα τη σχολή, παράλληλα δούλεψα σε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και κατόπιν βρήκα δουλειά στις εκδόσεις Λυμπέρη ως δημοσιογράφος. Εκεί γαλουχήθηκα και κατάλαβα ότι μου αρέσει όχι απλά το κείμενο, αλλά ο άνθρωπος. Συνάντησα σπουδαίους ανθρώπους. Μετά δούλεψα ως υπεύθυνος καλεσμένων σε τηλεοπτικές εκπομπές, στο MTV, σε sites. Και μετά ήρθε η κρίση. Τότε αποφάσισα να πάρω ένα ακόμα πτυχίο. Πήγα λοιπόν στη Νέα Υόρκη και σπούδασα Φωτογραφία. Μέσα σε μια νύχτα το αποφάσισα. Ηταν δύσκολα. Πούλησα όλα τα υπάρχοντά μου για να πάω, αυτοκίνητο, καναπέδες, ό,τι είχα και δεν είχα.
G: Γιατί στη Νέα Υόρκη;
Π.Γ.: Δεν ήθελα να μείνω στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Πήγα εκεί που μου άρεσε να πάω. Εμεινα τρία χρόνια, γύρισα στην Αθήνα και ξανασυστήθηκα ως φωτογράφος. Στην αρχή ήταν περίεργα. Θεωρούσα ότι μπορώ και να κάνω συνεντεύξεις και να φωτογραφίζω. Ομως οι άλλοι με θεωρούσαν απλά μέτριο σε όλα. Επρεπε να διαλέξω, οπότε επέλεξα τη φωτογραφία. Αυτή είναι η ταυτότητά μου. Ασχολήθηκα με το πορτρέτο, γιατί με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Αν δεν ήμουν φωτογράφος, μάλλον θα ήμουν κοινωνιολόγος.
G: Τι μπορείς να καταλάβεις για έναν άνθρωπο που φωτογραφίζεις;
Π.Γ.: Στην εφαρμοσμένη φωτογραφία που κάνω τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, με την έννοια ότι εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι, διαφορετικές απόψεις και υπάρχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές. Στα πορτρέτα που κάνω όταν ταξιδεύω με ενδιαφέρει η στιγμή.
G: Είσαι όμως επικοινωνιακός με όποιον φωτογραφίζεις.
Π.Γ.: Με νοιάζει να χτίσω μια σχέση με τον άλλο. Εκείνη τη στιγμή είσαι εσύ και αυτός. It takes two to tango. Αν ο ένας από τους δύο δεν χορέψει καλά, δεν θα είναι καλό το αποτέλεσμα.
G: Φοβούνται οι άνθρωποι τον φακό;
Π.Γ.: Νομίζω ότι οι Ελληνες έχουμε φωτογραφοφοβία - ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Αν με ρωτάς για τους διάσημους που φωτογραφίζω, παρατηρώ ότι όσοι έχουν ζήσει τα 90s και τα 00s θεωρούν ότι όσο πιο μεγάλος είναι ο φακός σου, τόσο πιο καλός φωτογράφος είσαι. Γιατί αυτό τους είχαν πουλήσει οι φωτογράφοι της προηγούμενης γενιάς. Τα περισσότερα θέματα τα έχουν οι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει κάτι ουσιαστικό, που κυριαρχούνται από ανασφάλεια. Βέβαια, το χειρότερο είναι οι αυλές.
G: Οι αυλές;
Π.Γ.: Για να γίνει μια φωτογράφηση, πρέπει να συντονιστούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Ολοι προσπαθούν να υποστηρίξουν τη θέση τους, να δείξουν ότι νοιάζονται περισσότερο τον φωτογραφιζόμενο, οπότε χαώνεται κι αυτός.
G: Είναι σαν να είσαι μαέστρος.
Π.Γ.: Ή σαν να είσαι διπλωμάτης.
G: Σε εξαντλεί αυτό;
Π.Γ.: Πολλές φορές νιώθω ότι υπηρετώ έναν ρόλο. Οχι του καλού παιδιού ή του καθωσπρέπει. Πρέπει απλά να καταλάβεις τον άλλο και να παίξεις την κασέτα που πρέπει να ακουστεί εκείνη τη στιγμή.
G: Τι κάνει μια φωτογραφία καλή;
Π.Γ.: Η ενέργεια. Κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη; Νιώθεις κάθε μέρα ίδιος;
G: Σ’ αρέσει να φωτογραφίζεσαι;
Π.Γ.: Ξέρω τις γωνίες μου. Οπότε μ’ αρέσει να φωτογραφίζομαι με συγκεκριμένο τρόπο.
G: Το Instagram κάνει κακό στη δουλειά σου;
Π.Γ.: Κάνει κακό σε όλους τους καλλιτέχνες. Περάσαμε διάφορες φάσεις. Αυτή όπου όλοι πίστευαν ότι ήταν φωτογράφοι, εκείνη όπου διάσημοι, επειδή δεν είχαν μία, έπαιρναν παιδιά από σχολές χωρίς τεχνική και εμπειρία να τους φωτογραφίζουν. Τώρα είμαστε σε μια πιο κανονική εποχή. Δεν με αγχώνει πάντως το Instagram.
G: Στα ταξίδια που βγαίνεις από την comfort zone του στούντιο, είσαι άλλος άνθρωπος;
Π.Γ.: Εκεί είμαι με ανθρώπους, με φοβερά ηλιοβασιλέματα, μέσα στη φύση, με ξυπνάνε τα πουλιά, κυνηγάω για να τρώω. Στην Ουγκάντα, θυμάμαι, τρώγαμε ποντίκια, στον Αμαζόνιο τρώγαμε κροκόδειλους, μαϊμούδες και για πρωινό αυγά χελώνας. Τα ταξίδια αυτά είναι ο παραθερισμός μου. Νιώθω ωραία στη φύση και ακόμα πιο ωραία όταν συναντώ ανθρώπους που σε χαιρετούν με το χέρι ψηλά. Ηρεμεί η ψυχή μου. Τώρα σχεδιάζω να κάνω μια έκθεση στην Τεχνόπολη με τα πορτρέτα που έχω τραβήξει σ' αυτά τα ταξίδια.
G: Εχεις κινδυνέψει ποτέ;
Π.Γ.: Μόνο στη Βενεζουέλα, όπου μας λήστεψε η αστυνομία. Φτάσαμε την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα. Τότε κατάλαβα ότι όσα βλέπουμε στο Netflix μπορεί τελικά να είναι από τη ζωή βγαλμένα.
G: Θυμάσαι κάποιον άνθρωπο που έχεις συναντήσει στα ταξίδια σου;
Π.Γ.: Θυμάμαι μια Σομαλή που συνάντησα σε ένα μουσουλμανικό χωριό στην Αιθιοπία. Μας είπε ότι από μικρή τη θεωρούσαν καταραμένη λόγω της λεύκης που είχε στο δέρμα της. Το είχε σκάσει από το σπίτι της και είχε καταλήξει στην Αιθιοπία να ζητιανεύει κάθε μέρα στο ίδιο σημείο. Ταρακουνήθηκα. Θυμάμαι ακόμα μια φυλή στα σύνορα της Ουγκάντας με τη Ρουάντα, όπου μας έλεγαν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν με τους γορίλες που ήθελαν να κάνουν σεξ με τους ανθρώπους. Και είναι κάτι που πολλοί αναγκάζονται να κάνουν προκειμένου να μην εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
G: Ακούγονται πάντως δύσκολα και ριψοκίνδυνα τα ταξίδια σου.
Π.Γ.: Η αλήθεια είναι πως για να τα κάνεις, πρέπει να είσαι «κροκοδειλάκιας». Να μη φοβάσαι, να μη σιχαίνεσαι, να κάνεις μπάνιο στα λασπόνερα γυμνός στη μέση του πουθενά, να κοιμάσαι για 20 μέρες στο χώμα ή να βράζεις το νερό για να το πιεις.
G: Σε ποιον τόπο δεν έχεις φτάσει ακόμα;
Π.Γ.: Στη Μογγολία, σε μια νομαδική φυλή κυνηγών, τους Ινερ. Δεν έχω πάει στο Πακιστάν να ζήσω με τους μεταλλωρύχους και θέλω πολύ να πάω στην Παπούα Νέα Γουινέα.
G: Εχεις πάντως μια τάση φυγής.
Π.Γ.: Απλώς δουλεύω με πολύ κόσμο και αποζητώ τη μοναχικότητά μου. Με ηρεμεί το να μην κάνω τίποτα και να κοιτάζω το ταβάνι. Είναι οι πιο εποικοδομητικές μου ώρες.
G: Εχεις κάποιο άλλο ταλέντο;
Π.Γ.: Δεν έχω πολλά ταλέντα. Να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω στο ταλέντο, αλλά στη μάθηση και στην παρατήρηση. Είναι η καλύτερη διδασκαλία.
G: Τι έχεις μάθει παρατηρώντας τους ανθρώπους;
Π.Γ.: Αυτό που έχω μάθει είναι από τις φυλές που έχω συναντήσει. Οτι πρέπει να κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια. Εχω καταλάβει ακόμα ότι είναι πολύ εύκολο να πέσεις στη λούμπα και να λες στον άλλο αυτό που θέλει να ακούσει. Ομως δεν μου αρέσει να στρογγυλοποιώ τα πράγματα, και δεν το κάνω. Ο,τι σκέφτομαι, το λέω. Δεν θέλω να πονάει η ψυχή μου.
G: Γιατί πιστεύεις ότι οι διασημότητες αγαπούν τη φωτογραφική ματιά σου;
Π.Γ.: Γιατί είμαι ειλικρινής, άμεσος και μάλλον τους βγάζω ωραίους.
Φωτογράφος Μάριος Κόλλιας - Studio 13 Athens
Ειδήσεις σήμερα
«Θα σε βρούμε όπου και να πας»: Οι αρνητές απειλούν επιστήμονες - Γιατροί περιγράφουν όσα βιώνουν
Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή: Ποιοι είναι οι στόχοι - Στη Γλασκώβη ο Μητσοτάκης
Ο Μακρόν κατηγορεί on camera τον Μόρισον ότι του είπε ψέματα - «Καλή τύχη» με τα υποβρύχιά σας...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr