Θεόδωρος Κουρεντζής: Ο ροκ σταρ του πόντιουμ

Χαρισματικός, ιδιοφυής, πεφωτισμένος, φαινόμενο είναι μόνο μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στον παγκοσμίως περιζήτητο μαέστρο. Τα λόγια είναι βέβαια περιττά, ειδικά για όσους θα έχουν το προνόμιο να παραβρεθούν στις δύο ήδη sold out συναυλίες του τρομερού παιδιού της κλασικής μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Τι είναι πιο δυσεύρετο; Ενα εισιτήριο για μια συναυλία των musicAeterna υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή στην Αθήνα ή ο ίδιος ο σταρ-μαέστρος για μια συνέντευξη, τη στιγμή μάλιστα που βρίσκεται στο απόγειο της οικουμενικής δόξας του;

Ακούγεται ως τραγική ειρωνεία ή έστω ως μαύρο χιούμορ, πρόκειται όμως για τις ελάχιστες φορές που δημοσιογράφος και αναγνώστης μπορούν να καταλάβουν ως το μεδούλι ο ένας τον άλλον και να χτυπήσουν νοητά με περίσσευμα στωικότητας ο ένας τον ώμο του άλλου. Και γι’ αυτή τη σπάνια πια διάδραση θα έπρεπε ομόθυμα να ευχαριστούμε τον 49χρονο μαέστρο, το χάρισμα του οποίου τον καθιστά ακριβοθώρητο τόσο για τον Τύπο όσο και για το εκθετικά αυξανόμενο ακροατήριό του.

Οι δύο εμφανίσεις των musicAeterna υπό τη διεύθυνσή του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 19 και 20 Φεβρουαρίου έγιναν αυτό που καμία ή τέλος πάντων ελάχιστες συναυλίες κλασικής μουσικής -τουλάχιστον στην Ελλάδα- μπορούν να πετύχουν: talk of the town, όπως θα λέγαμε στα βαθιά 90s ή αλλιώς την περίοδο που σφυρηλατήθηκε και σμιλεύτηκε η διάνοια του 49χρονου σήμερα μαέστρου.

Εννοείται ότι τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν προτού καλά-καλά κηρυχθεί η επίσημη έναρξη της προπώλησης ενώ όσοι πρόφτασαν να προμηθευτούν κάποιο δεν θα κατηγορούνταν ούτε για ψήγμα υπερβολής εάν έλεγαν πως στα χέρια τους έχουν ένα κομμάτι του ιερού δισκοπότηρου της μουσικής δημιουργίας.

Το Currentzis-effect δεν είναι κάτι αφηρημένο, άρρητο ή υποθετικό, δεν πρόκειται για ευφημισμό γεννημένο στον δοκιμαστικό σωλήνα των εφημερίδων, των περιοδικών και των sites, αλλά τόσο πραγματικό και χειροπιαστό όσο το ετερόκλητο κοινό που σπεύδει στις συναυλίες του χαρισματικού διευθυντή ορχήστρας στη Ρωσία όπου γαλουχήθηκε καλλιτεχνικά, στην Ελλάδα όπου γεννήθηκε, στα μεγαλύτερα φεστιβάλ και τις εμβληματικότερες αίθουσες συναυλιών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ όπου διαπρέπει. Θυμηθείτε τι συνέβη το καλοκαίρι που μας πέρασε όταν οι musicAeterna ερμήνευσαν υπό τη διεύθυνσή του την «Εβδομη Συμφωνία» του Μπετόβεν στο Αρχαίο Θέατρο των Δελφών (η συναυλία είναι διαθέσιμη στην ηλεκτρονική σελίδα του δικτύου ARTE).

Στις 24 Φεβρουαρίου ο Θεόδωρος Κουρεντζής θα συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής. Είναι το δίχως άλλο μια ηλικία-ορόσημο. Σίγουρα περίφημη για έναν απολογισμό της καλλιτεχνικής σοδειάς του. Το παιδί από τον Βύρωνα που μεγάλωσε σε μια αρχετυπική αθηναϊκή γειτονιά, έπαιξε ποδόσφαιρο σε αλάνες και θυμάται ακόμα τους θάμνους από μαργαρίτες που ξεπετάγονταν με περίσσια αναίδεια στα άχτιστα τότε οικόπεδα έγινε αυτό που οι άλλοι περιγράφουν ως «ροκ σταρ του πόντιουμ», «θεόπνευστο καλλιτέχνη», «αμάλγαμα Γκλεν Γκουλντ και Κερτ Κομπέιν», «επαναστάτη της κλασικής μουσικής», «μαέστρο που κατάφερε να μπει στο μυαλό του Μότσαρτ».

Οι παραπάνω είναι ελάχιστοι από τους χαρακτηρισμούς που του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί - δεν έχει λόγο να φλυαρήσει κανείς περαιτέρω όταν υπάρχει το Google. Αλλωστε, για τον ίδιο δεν έχει σημασία τι λέγεται και τι γράφεται, αλλά η εσωτερική φωνή του. Πάντως, λογικά μειδιά όταν διαβάζει όλα τα παραπάνω. Και αυτό δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, αλλά μάλλον λογικό συμπέρασμα, αν τουλάχιστον πιστέψει κανείς τις φήμες που θέλουν τον σπουδαίο καλλιτέχνη να μην είναι ακριβώς υπόδειγμα σεμνοταπεινοσύνης. Αλλά ποιος θα έβαζε τον ναρκισσισμό και την αυταρέσκειά του σε δίαιτα, εάν ήταν στη θέση του;

Ακόμα και ο πιο στυγνός πραγματιστής θα κολακευόταν αν, λόγου χάρη, διάβαζε τη διθυραμβική κριτική για τη μυσταγωγική, σχεδόν θρησκευτική ερμηνεία του «Ρέκβιεμ» του Βέρντι που δημοσίευσε το περιοδικό «New Yorker» το 2019, την... περιπέτεια της δημοσιογράφου του «Der Spiegel» που χρειάστηκε να ανταλλάξει γύρω στα 150 emails με τους συνεργάτες του προκειμένου να κλείσει μια συνάντηση μαζί του στην τότε έδρα του στο Περμ της Ρωσίας ή τον πιανίστα Τζέιμς Ροντς να παραδέχεται σε άρθρο του στον «Guardian» πως οι ηχογραφήσεις των τριών σπουδαιότερων οπερατικών έργων του Μότσαρτ («Οι γάμοι του Φίγκαρο», «Ετσι κάνουν όλες» και «Ντον Τζιοβάνι») από τον Κουρεντζή και την ορχήστρα του τού άλλαξαν την αντίληψη που είχε για τη μουσική. Η τελευταία μάλιστα ηχογράφηση -για να μην ξεχνιόμαστε, πρόκειται για μια πολυδάπανη διαδικασία- επαναλήφθηκε έπειτα από πιέσεις του μαέστρου στη Sony, αφού το αρχικό αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών του. Μπορεί να λέγεται ευρέως, εν είδει νεόκοπου ευφυολογήματος, πως το τέλειο είναι βαρετό. Οχι όμως για τον Θεόδωρο Κουρεντζή.

Μια αυθεντική διάνοια

Ηταν μόλις 4 ετών όταν ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με δασκάλα τη μητέρα του. Στα 7 του έκανε ήδη την πρώτη του επιλογή. Αφησε το πιάνο και άρχισε να μαθητεύει στο βιολί, ενώ πέντε χρόνια αργότερα πέρασε το κατώφλι του Εθνικού Ωδείου. Στα 15 του συνάντησε έναν από τους καθοριστικούς ανθρώπους για την επαγγελματική διαδρομή του.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα σύνθεσης με καθηγητή τον Γιώργο Χατζηνίκο. Η μουσική ήταν σίγουρα το πεπρωμένο που δεν μπορούσε και, προφανώς, δεν ήθελε να αποφύγει. Στα 22 του, όμως, έκανε μια ξεκάθαρη συνειδητή επιλογή. Μολονότι είχε εξασφαλίσει υποτροφία για σπουδές στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και ενώ όλος ο κόσμος κοιτούσε μονότονα προς δυσμάς, ο Κουρεντζής αποφάσισε το 1994 να εγκατασταθεί στην απογυμνωμένη από τον σοβιετικό μανδύα της Ρωσία. Μαθήτευσε στο Κρατικό Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης πλάι στον μύθο Ιλία Μούσιν. Ηταν ο τελευταίος από μια σπουδαία επετηρίδα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους Σεμιόν Μπιτσκόφ, Βαλέρι Γκέργκιεφ και Τουγκάν Σοχίεφ. Αν μιλούσαμε με όρους lifestyle, θα λέγαμε ότι ο Κουρεντζής μέσα σε επτά χρόνια κατάφερε να γίνει το it boy της κλασικής μουσικής. Κυρίως, λέει ότι έμαθε να μην ακρωτηριάζει τη φαντασία του.

Και πάλι τότε πήρε μια απόφαση. Αποτραβήχτηκε από τα μεγάλα ιστορικά θέατρα της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας και έφυγε για τη Σιβηρία. Οι αντιζηλίες με τις οποίες κάποιοι τον ανάγκαζαν να αναμετρηθεί δεν τον ενδιέφεραν. Το 2004 ανέλαβε τη μουσική διεύθυνση της Κρατικής Οπερας του Νοβοσιμπίρσκ. Σε κάποιους και μόνο από το όνομά της η πόλη, η τρίτη μεγαλύτερη της Ρωσίας, ακούγεται ως αυτοεξορία. Για τον Κουρεντζή έγινε εκκολαπτήριο της καλλιτεχνικής προσωπικότητάς του, αλλά και κοιτίδα του μουσικού συνόλου του, της ορχήστρας και της χορωδίας musicAeterna, με το οποίο πορεύεται σταθερά έως σήμερα, και θα τους ακούσουμε και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών να ερμηνεύουν την «Ενατη Συμφωνία» του Μπετόβεν.

Οι «New York Times» έχουν περιγράψει τον τρόπο που λειτουργεί το μουσικό σύνολο του Ελληνα μαέστρου ως σέχτα - πρόκειται για μια λέξη που καθόλου εύηχα δεν ακούγεται στα αυτιά του ίδιου και μάλλον αδικεί την ολιστική προσέγγιση του καλλιτέχνη στο έργο του. Οι πολύωρες, συχνά εξαντλητικές πρόβες, η εμμονή του με την τελειότητα που μπορεί να προκύψει μόνο από τις εμβριθείς αναγνώσεις των έργων -ο Ντα Βίντσι, έχει πει ο Κουρεντζής, δεν εργαζόταν με ωράριο-, οι πνευματικοί δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη της ορχήστρας και της χορωδίας, το μοντέλο μοναστικής ζωής που ακολουθούν και στο οποίο περιλαμβάνονται η ανάγνωση ποίησης και η συνακρόαση μουσικής είναι μερικά από τα «συστατικά» που σμίλεψαν το παράξενο αλλά αποπλανητικό καλλιτεχνικό σύμπαν του διεθνώς πια αναγνωρισμένου και περιζήτητου αρχιμουσικού. Εννοείται ότι η αντισυμβατική για το στερεότυπο του διευθυντή ορχήστρας εμφάνισή του -μεταξύ emo και ροκ σταρ- καλλιέργησε ακόμα περισσότερο τον μύθο του.

Ολοι ήθελαν να μάθουν ποιος είναι αυτός ο μυστήριος ψηλός τύπος με τα σκισμένα τζιν, το σκουλαρίκι, τα μποτάκια με τα κόκκινα κορδόνια και τα δερμάτινα μπουφάν -όλα τους, προφανώς, προίκα από την εφηβεία του όταν άκουγε παρέα με τον αδελφό του grunge- που κατάφερνε να ερμηνεύσει όπως κανείς άλλος τους κλασικούς, βρίσκοντας μέσα από τις αναγνώσεις του τη χρυσή τομή ανάμεσα στο διονυσιακό και το απολλώνιο και ισορροπώντας μαεστρικά ανάμεσα στο ζωώδες και το θεϊκό των ανθρώπων.

Η φήμη του γιγαντώθηκε όταν πια το 2011 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Οπερας του Περμ φέρνοντας στην πραγματικότητα καλλιτεχνική κοσμογονία στις παρυφές των Ουραλίων. Ανάμεσα στα καλά της περιφερειακής ρωσικής πόλης ήταν το γεγονός ότι η τέχνη μπορούσε να είναι όχι μόνο προσβάσιμη, αλλά και οικονομικά προσιτή σε όλους. Οι φίλοι του που, όπως έχει πει, δυσκολεύονταν να δαπανήσουν εκατοντάδες ευρώ για ένα εισιτήριο στα μεγάλα ιστορικά θέατρα και τους συναυλιακούς χώρους της Ευρώπης μπορούσαν πια να τον παρακολουθούν. Από την άνοιξη του 2017 ο Κουρεντζής ανέλαβε τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικογερμανικής Ραδιοφωνίας ενώ η έδρα των musicAeterna είναι πια το Dom Radio της Αγίας Πετρούπολης.


Κατά τα άλλα, ο Κουρεντζής είναι ένας άνθρωπος που λέει ότι διαμορφώνεται ως καλλιτέχνης μέσα από τα βιώματά του. Πώς θα μιλήσεις για τη φωτιά, αν δεν σε έχει περικυκλώσει; Μπορεί σε κάποιους να ακούγεται σνομπ καμιά φορά ή να μοιάζει ελιτίστας, όμως πορεύεται δίχως παρωπίδες. Οχι, δεν είναι από τους μαέστρους που ακούν μόνο κλασική μουσική. Αλλωστε αν κάτι είναι ηλίου φαεινότερον για εκείνον είναι ότι αναζητά την ουσία, τον πυρήνα.

Τα περιτυλίγματα και οι στερεοτυπικές αναφορές, συνεπώς, δεν τον αγγίζουν. Εξακολουθεί να παίζει ποδόσφαιρο -πάντα σε θέση επιθετικού- και να δηλώνει Ολυμπιακός. Ισχυρίζεται ότι οι παλιές αγαπημένες του -αν πιστέψει κανείς τις φήμες, ανάμεσά τους είναι και η μπαλαρίνα των Μαριίνσκι, Γιούλια Μαχαλίνα- δεν πηγαίνουν να παρακολουθήσουν τις συναυλίες τους, λέει πως παραμένει αγοραφοβικός, αλλά και ότι ακόμη αναμετράται με τη συστολή και την ντροπή του κάθε φορά προτού εκτεθεί στο κοινό. Εχει μάθει να ζητά συγγνώμη και να μετατοπίζεται από τις παγιωμένες απόψεις του, αρκεί κανείς να καταφέρνει να τον πείσει επιχειρηματολογώντας. Θεωρεί την κριτική αποδεκτή μόνο όταν μπορεί να είναι χρήσιμη γι’ αυτόν που τη δέχεται.

Ο ίδιος και οι φίλοι του από την Αθήνα εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν μια μάλλον εκκεντρική ιεροτελεστία γιορτάζοντας την Πρωτοχρονιά όχι την 1η Ιανουαρίου, αλλά στις 17 Αυγούστου. «Μαζευόμασταν όλοι οι τρελοί φίλοι, γράφαμε συνθέσεις για εκείνη τη βραδιά, παίζαμε Μπάρτοκ, Ντεμπισί, διάφορα experimental, ηλεκτρονικά, γράφαμε ποιήματα, απαγγέλλαμε και κάναμε πίτα. Παίρναμε μια φρατζόλα, βάζαμε ένα φλουρί, τη στολίζαμε και λέγαμε: “Ευτυχισμένο το νέο έτος!”.

Και τώρα, κάθε καλοκαίρι μαζευόμαστε κοινοβιακά σε κάποιο νησί, γραφούμε μουσική, ποίηση, μοιραζόμαστε πράγματα». Λέει πως δυσκολεύεται να κοιμηθεί ενώ πολλά από τα όνειρά του επαναλαμβάνονται - κάποια επανέρχονται ακόμα κι από την παιδική ηλικία του. Αν και ήδη μέσα από το έργο και τη larger than life προσωπικότητά του έχει κερδίσει την αθανασία, πλέον δηλώνει ότι τρέμει τον θάνατο. «Δεν φοβόμουν να πεθάνω, μέχρι που πήγα σε ένα κρεματόριο στο Νοβοσιμπίρσκ, στην κηδεία της μητέρας ενός φίλου.

Επρόκειτο για μια απίστευτη κατάσταση! Μπαίνοντας μέσα στην κατάμαυρη αίθουσα αναμονής έπαιζαν κάτι ρωσικά λαϊκά τραγούδια, σαν τα δικά μας σκυλάδικα. Υπήρχαν, επίσης, κάτι παιχνιδάκια, σαν αυτοκινητάκια matchbox, μέσα στα οποία έβαζαν την τέφρα του νεκρού, όπως και παιχνίδια για να συνοδεύουν πεθαμένα παιδιά. Μέσα σε όλο αυτό, υπήρχε με έντονα γράμματα το “Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης” και από πάνω “Αν θέλετε να ρίξουμε την τέφρα σας στο Διάστημα με δορυφόρο, θα σας κοστίσει λίγο ακριβά, αλλά γίνεται. Παρακαλώ τηλεφωνήστε”. Από κείνη τη στιγμή και μετά, Θεέ μου, ήθελα πολύ να ζήσω. Ζήτω η ζωή!». Αλίμονο αν ο Κουρεντζής δεν είχε ανεξάντλητο απόθεμα χιούμορ. Τι σόι διάνοια θα ήταν;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr