Πατρίκ Ντεμαρσελιέ: Ο φωτογράφος που αποτύπωσε την τέλεια ομορφιά
Πατρίκ Ντεμαρσελιέ: Ο φωτογράφος που αποτύπωσε την τέλεια ομορφιά
Ο Γάλλος φωτογράφος, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναζητήσει την έμπνευση. Απλώς απαθανάτιζε ό,τι τα μάτια του έβλεπαν. Και ήταν πολύ περισσότερα από τα αυτονόητα και τα προφανή.
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Γράφτηκαν σεντόνια κειμένων με αφορμή τον θάνατό του. Και δημοσιεύτηκαν ντουζίνες αποπλανητικών εικόνων στα κοινωνικά δίκτυα ως ύστατο χαίρε στον Γάλλο φωτογράφο, από ειδήμονες αλλά και από όλους εκείνους που δεν βαστούσαν να μείνουν εκτός του «πάρτυ» το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μνημόσυνο. Ποιος όμως ήταν στ’ αλήθεια ο Πατρίκ Ντεμαρσελιέ; Ο άνθρωπος που έκανε τις ελκυστικές γυναίκες να δείχνουν όμορφες και τις όμορφες να μοιάζουν αληθινές. Η πατρότητα ή μάλλον η μητρότητα της παραπάνω φράσης ανήκει στην Αννα Γουίντουρ, δηλαδή στη στυλοβάτιδα της σύγχρονης μόδας η οποία, ως γνωστόν, ούτε χαρίζεται, ούτε έχει στην άκρη της γλώσσας της καλή κουβέντα για άνθρωπο. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνει κανείς από τον καπνό που υπάρχει γύρω από το όνομά της αλλά και από τα έργα και τις ημέρες της, το πάντρεμα των οποίων γέννησε την υπερμεγεθυμένη και μηρυκασμένη από τα παγκόσμια media εικόνα της.
Σε κάθε περίπτωση η Γουίντουρ είχε έναν λόγο παραπάνω να μιλά για τον Ντεμαρσελιέ και διέθετε πρώτης τάξεως βιωματικό ρεπορτάζ για εκείνον, αφού ο Γάλλος φωτογράφος, που πέθανε στις 31 Μαρτίου σε ηλικία 78 ετών, συνέδεσε το όνομα, τη ματιά και την τέχνη του όσο κανείς με τη «Vogue». Ωστόσο, παρά τη στενή σχέση που διατηρούσε ο φωτογράφος με τη διευθύντρια του εμβληματικού περιοδικού -γεγονός που ακόμα και ο πιο αδαής μπορεί να καταλάβει και μόνο από τη φράση «Πάρτε μου τον Πατρίκ στο τηλέφωνο,» που ακούγεται στην ταινία «Ο Διάβολος Φοράει Prada», φιλμ που στην πραγματικότητα αποδομεί τον ανθρωπότυπο Γουίντουρ-, εκείνη έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση της, αλλά και να σφυρίξει τη λήξη στη συνεργασία του με τον εκδοτικό όμιλο Conde Nast, όταν τον Φεβρουάριο του 2018 επτά μοντέλα κατήγγειλαν τον πολύπειρο και πολυβραβευμένο Γάλλο για σεξουαλική παρενόχληση. Ναι, ο Ντεμαρσελιέ έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο μάλλον απαξιωμένος ως προσωπικότητα, αλλά αφήνοντας μια σπουδαία παρακαταθήκη στους επιγόνους του - ανάμεσά τους και ο γιος του, επίσης φωτογράφος, Βίκτορ Ντεμαρσελιέ- που θα χρειαστεί να κοπιάσουν και να παιδευτούν πολύ, για να κατακτήσουν την απλότητα της προσέγγισης και τη διεισδυτικότητα της ματιάς του. Του φωτογράφου που με αφετηρία το εξώφυλλο της Λίντα Εβαντζελίστα στο αμερικανικό «Harper’s Bazaar» το 1992 έπλασε την εικόνα της βιομηχανίας της μόδας και όρισε την glossy έξωθεν καλή μαρτυρία των περιοδικών για δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Φυσικά οφείλει κανείς να αναγνωρίσει πως είχε στα χέρια του τις καλύτερες πρώτες ύλες για να δημιουργήσει, τα χρυσά -και αξεπέραστα μέχρι και σήμερα- κορίτσια του μόντελινγκ. Κυρίως ότι γνώριζε πώς να τις διαχειριστεί και να τις αναδείξει, χωρίς να προβάλει πάνω τους τη βαριά σκιά του.
Γεννημένος το 1943, δηλαδή καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Χάβρη, ο Ντεμαρσελιέ μεγάλωσε σε μια μητριαρχική οικογένεια. Η μητέρα του είχε αναλάβει την ανατροφή του ίδιου και των τεσσάρων αδελφών του ενώ η μοναδική αναφορά σε ανδρικό πρότυπο για τον νεαρό Πατρίκ προερχόταν από τον σύντροφο της μητέρας του. Εκείνος ευθύνεται -προφανώς ακούσια- για τη συνάντηση του Ντεμαρσελιέ με τη φωτογραφία. Για τα 17α γενέθλιά του τού έκανε δώρο μια αναλογική μηχανή Kodak και ο έφηβος Πατρίκ ξεκίνησε να εξερευνά ένα σύμπαν που θα διαστελλόταν διαρκώς μέχρι το τέλος της ζωής του. Ναι, ήταν ένας αυτοδίδακτος φωτογράφος που έμαθε να ζυγίζει τα κάδρα του με τον δικό του τρόπο, γέμιζε το δωμάτιό του με απειράριθμα αρνητικά, περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του εμφανίζοντας φωτογραφίες. Δεν είχε μεγάλα ή φιλόδοξα σχέδια για τον εαυτό του.
Η δουλειά του ως βοηθός φωτογράφου έφτανε και περίσσευε για να ικανοποιεί την πείνα του για εικόνες. Ακόμα κι έτσι όμως κατάφερε να ξεχωρίσει. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μόλις στα 20 χρόνια του, οι υπεύθυνοι της αμερικανικής «Vogue» εντόπισαν το ταλέντο του. Αν και στην αρχή δυσκολεύτηκε να αφήσει την πατρίδα του και να μετοικήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο έρωτάς του για μια γυναίκα διευκόλυνε και επίσπευσε την απόφασή του. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975, φωτογράφιζε ακάματα και διαρκώς, όμως του πήρε 17 χρόνια και ένα εξώφυλλο στο «Harper’s Bazaar» για να βρει τη θέση του στο πάνθεον των εικονοκλαστικών φωτογράφων.
Σε κάθε περίπτωση η Γουίντουρ είχε έναν λόγο παραπάνω να μιλά για τον Ντεμαρσελιέ και διέθετε πρώτης τάξεως βιωματικό ρεπορτάζ για εκείνον, αφού ο Γάλλος φωτογράφος, που πέθανε στις 31 Μαρτίου σε ηλικία 78 ετών, συνέδεσε το όνομα, τη ματιά και την τέχνη του όσο κανείς με τη «Vogue». Ωστόσο, παρά τη στενή σχέση που διατηρούσε ο φωτογράφος με τη διευθύντρια του εμβληματικού περιοδικού -γεγονός που ακόμα και ο πιο αδαής μπορεί να καταλάβει και μόνο από τη φράση «Πάρτε μου τον Πατρίκ στο τηλέφωνο,» που ακούγεται στην ταινία «Ο Διάβολος Φοράει Prada», φιλμ που στην πραγματικότητα αποδομεί τον ανθρωπότυπο Γουίντουρ-, εκείνη έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση της, αλλά και να σφυρίξει τη λήξη στη συνεργασία του με τον εκδοτικό όμιλο Conde Nast, όταν τον Φεβρουάριο του 2018 επτά μοντέλα κατήγγειλαν τον πολύπειρο και πολυβραβευμένο Γάλλο για σεξουαλική παρενόχληση. Ναι, ο Ντεμαρσελιέ έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο μάλλον απαξιωμένος ως προσωπικότητα, αλλά αφήνοντας μια σπουδαία παρακαταθήκη στους επιγόνους του - ανάμεσά τους και ο γιος του, επίσης φωτογράφος, Βίκτορ Ντεμαρσελιέ- που θα χρειαστεί να κοπιάσουν και να παιδευτούν πολύ, για να κατακτήσουν την απλότητα της προσέγγισης και τη διεισδυτικότητα της ματιάς του. Του φωτογράφου που με αφετηρία το εξώφυλλο της Λίντα Εβαντζελίστα στο αμερικανικό «Harper’s Bazaar» το 1992 έπλασε την εικόνα της βιομηχανίας της μόδας και όρισε την glossy έξωθεν καλή μαρτυρία των περιοδικών για δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Φυσικά οφείλει κανείς να αναγνωρίσει πως είχε στα χέρια του τις καλύτερες πρώτες ύλες για να δημιουργήσει, τα χρυσά -και αξεπέραστα μέχρι και σήμερα- κορίτσια του μόντελινγκ. Κυρίως ότι γνώριζε πώς να τις διαχειριστεί και να τις αναδείξει, χωρίς να προβάλει πάνω τους τη βαριά σκιά του.
Γεννημένος το 1943, δηλαδή καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Χάβρη, ο Ντεμαρσελιέ μεγάλωσε σε μια μητριαρχική οικογένεια. Η μητέρα του είχε αναλάβει την ανατροφή του ίδιου και των τεσσάρων αδελφών του ενώ η μοναδική αναφορά σε ανδρικό πρότυπο για τον νεαρό Πατρίκ προερχόταν από τον σύντροφο της μητέρας του. Εκείνος ευθύνεται -προφανώς ακούσια- για τη συνάντηση του Ντεμαρσελιέ με τη φωτογραφία. Για τα 17α γενέθλιά του τού έκανε δώρο μια αναλογική μηχανή Kodak και ο έφηβος Πατρίκ ξεκίνησε να εξερευνά ένα σύμπαν που θα διαστελλόταν διαρκώς μέχρι το τέλος της ζωής του. Ναι, ήταν ένας αυτοδίδακτος φωτογράφος που έμαθε να ζυγίζει τα κάδρα του με τον δικό του τρόπο, γέμιζε το δωμάτιό του με απειράριθμα αρνητικά, περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του εμφανίζοντας φωτογραφίες. Δεν είχε μεγάλα ή φιλόδοξα σχέδια για τον εαυτό του.
Η δουλειά του ως βοηθός φωτογράφου έφτανε και περίσσευε για να ικανοποιεί την πείνα του για εικόνες. Ακόμα κι έτσι όμως κατάφερε να ξεχωρίσει. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μόλις στα 20 χρόνια του, οι υπεύθυνοι της αμερικανικής «Vogue» εντόπισαν το ταλέντο του. Αν και στην αρχή δυσκολεύτηκε να αφήσει την πατρίδα του και να μετοικήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο έρωτάς του για μια γυναίκα διευκόλυνε και επίσπευσε την απόφασή του. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975, φωτογράφιζε ακάματα και διαρκώς, όμως του πήρε 17 χρόνια και ένα εξώφυλλο στο «Harper’s Bazaar» για να βρει τη θέση του στο πάνθεον των εικονοκλαστικών φωτογράφων.
Ο Ντεμαρσελιέ δεν είχε δημιουργήσει απλώς μια ωραία συλλογή εικόνων με πρωταγωνίστρια τη Λίντα Εβαντζελίστα. Είχε αναθεωρήσει την αισθητική και τη φιλοσοφία των περιοδικών με το κλικ του. Ή τουλάχιστον αυτό πιστεύεται για τη χρυσή στιγμή του σήμερα. «Μου αρέσει να είμαι αυθόρμητος. Να φωτογραφίζω τους ανθρώπους πριν ακόμα προλάβουν να συνειδητοποιήσουν ότι φωτογραφίζονται», εξομολογούνταν στη συνέντευξή του στην Κίρα Νάιτλι στο περιοδικό «Interview» τον Αύγουστο του 2014. Της έλεγε ακόμα πως σχεδόν αδιαφορούσε -χωρίς να το απαξιώνει- για το παρελθόν του. Κάθε ημέρα για εκείνον ήταν μια καινούρια ευκαιρία για νέες εικόνες. Ο Ντεμαρσελιέ είχε μια μικρή ιεροτελεστία στην οποία μυούσε τους φωτογραφιζόμενούς του, η οποία ήταν όσο κλισέ φαντάζεται ο μέσος νους. Τους έβαζε μουσική -ροκ, ποπ, αλλά καλύτερα τζαζ-, τους πρόσφερε κάποιο ποτό αν το χρειάζονταν ή το επιθυμούσαν, πρώτα τραβούσε δυο-τρεις φωτογραφίες σε Polaroid και πάντα, μα πάντα, τους μιλούσε για τον εαυτό τους με τα καλύτερα λόγια. Για να το θέσουμε όπως τα ίδια τα αντικείμενα του φωτογραφικού πόθου του έχουν πει, τους αποθέωνε. Πάντως, επέμενε πως η καλύτερη εικόνα που είχε απαθανατίσει στη ζωή του δεν είναι κάποια υπερμοντέλα ή κάποια larger than life διασημότητα αλλά το πορτρέτο του αγαπημένου του σκύλου.
Η παραπάνω παραδοχή του αείμνηστου φωτογράφου πιθανότατα καθόλου κολακευτική δεν θα ηχούσε στα αυτιά της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Γιατί; Διότι ο Ντεμαρσελιέ ήταν ο πρώτος μη Βρετανός δημιουργός που ανέλαβε τη θέση φωτογράφου μέλους της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας. Σε εκείνον ανήκουν τα αρχετυπικά ασπρόμαυρα πορτρέτα της λαίδης Σπένσερ, τα οποία εξακολουθούν να τροφοδοτούν έως σήμερα με έμπνευση τις συζύγους των πριγκίπων Γουίλιαμ και Χάρι. Υπενθυμίζεται ότι μόλις τον περασμένο Ιανουάριο οι γενέθλιες φωτογραφίες της Κέιτ Μίντλετον για τα 40ά γενέθλιά της έβριθαν εκλεκτικών συγγενειών με τα περίφημα πορτρέτα της πεθεράς που δεν γνώρισε ποτέ. Αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν σπουδαίο θέμα για τον φωτογράφο που ήταν τόσο βέβαιος για το χάρισμά του ώστε συχνά πυκνά φρόντιζε να το αποδομεί. Διαρρήγνυε τα ιμάτιά του πως καθένας μπορούσε να τραβήξει μια τουλάχιστον καλή φωτογραφία και πως όλοι μπροστά στον φακό θα μπορούσαν να είναι όχι τέλειοι ή αψεγάδιαστοι αλλά ενδιαφέροντες. Αυτό έκανε και ο ίδιος. Με πίστη, επιμονή και μεθοδικότητα. Δεν έψαξε ποτέ την έμπνευση, τον έβρισκε εκείνη. Οχι επειδή την έλκυε, αλλά επειδή το ερέθισμα μπορούσε να είναι παντού. Πάντως, ο αείμνηστος Ντεμαρσελιέ, που εκτός από τα καθοριστικά για τη μόδα και τα περιοδικά πορτρέτα του άφησε πίσω του την αγαπημένη του Σουηδή σύζυγο Μίνα και τους τρεις γιους του, δεν ήταν από τους τύπους που τρελαίνονταν σε βαθμό εμμονής με τη δουλειά τους. Απέφευγε να τραβά φωτογραφίες στην ιδιωτική ζωή του ή να έχει μαζί του φωτογραφική μηχανή, με το σκεπτικό ότι στην πραγματικότητα δεν του πρόσφερε τίποτα. Τη δουλειά την έκαναν τα μάτια του ◆
PHOTO CREDITS: GETTY IMAGES / SPLASHNEWS / IDEAL IMAGE, AFP / VISUALHELLAS.GR
Η παραπάνω παραδοχή του αείμνηστου φωτογράφου πιθανότατα καθόλου κολακευτική δεν θα ηχούσε στα αυτιά της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Γιατί; Διότι ο Ντεμαρσελιέ ήταν ο πρώτος μη Βρετανός δημιουργός που ανέλαβε τη θέση φωτογράφου μέλους της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας. Σε εκείνον ανήκουν τα αρχετυπικά ασπρόμαυρα πορτρέτα της λαίδης Σπένσερ, τα οποία εξακολουθούν να τροφοδοτούν έως σήμερα με έμπνευση τις συζύγους των πριγκίπων Γουίλιαμ και Χάρι. Υπενθυμίζεται ότι μόλις τον περασμένο Ιανουάριο οι γενέθλιες φωτογραφίες της Κέιτ Μίντλετον για τα 40ά γενέθλιά της έβριθαν εκλεκτικών συγγενειών με τα περίφημα πορτρέτα της πεθεράς που δεν γνώρισε ποτέ. Αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν σπουδαίο θέμα για τον φωτογράφο που ήταν τόσο βέβαιος για το χάρισμά του ώστε συχνά πυκνά φρόντιζε να το αποδομεί. Διαρρήγνυε τα ιμάτιά του πως καθένας μπορούσε να τραβήξει μια τουλάχιστον καλή φωτογραφία και πως όλοι μπροστά στον φακό θα μπορούσαν να είναι όχι τέλειοι ή αψεγάδιαστοι αλλά ενδιαφέροντες. Αυτό έκανε και ο ίδιος. Με πίστη, επιμονή και μεθοδικότητα. Δεν έψαξε ποτέ την έμπνευση, τον έβρισκε εκείνη. Οχι επειδή την έλκυε, αλλά επειδή το ερέθισμα μπορούσε να είναι παντού. Πάντως, ο αείμνηστος Ντεμαρσελιέ, που εκτός από τα καθοριστικά για τη μόδα και τα περιοδικά πορτρέτα του άφησε πίσω του την αγαπημένη του Σουηδή σύζυγο Μίνα και τους τρεις γιους του, δεν ήταν από τους τύπους που τρελαίνονταν σε βαθμό εμμονής με τη δουλειά τους. Απέφευγε να τραβά φωτογραφίες στην ιδιωτική ζωή του ή να έχει μαζί του φωτογραφική μηχανή, με το σκεπτικό ότι στην πραγματικότητα δεν του πρόσφερε τίποτα. Τη δουλειά την έκαναν τα μάτια του ◆
PHOTO CREDITS: GETTY IMAGES / SPLASHNEWS / IDEAL IMAGE, AFP / VISUALHELLAS.GR
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα