Μαρία Μαλτέζου - Αρης Τσέλεπος: Τα νέα πρόσωπα του ελληνικού αμπελώνα
26.10.2022
06:50
Αεικίνητοι, δημιουργοί και οραματιστές, δύο οινοποιοί της νέας γενιάς μιλούν για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κρασιού αλλά και τη ζωή τους που συνδέθηκε από το ξεκίνημά της με τη γη
Το ελληνικό κρασί βρίσκεται παντού. Στους εξαγωγικούς δείκτες της χώρας -σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2022 σημειώθηκε αύξηση 23% στην αξία και 10% στην ποσότητα του εξαγώγιμου ελληνικού οίνου-, στις στήλες των περιοδικών, στις προθήκες των καταστημάτων, κυρίως στα ποτήρια των οινόφιλων, «φυλή» η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ξεκάθαρη αυξητική τάση
Σκεφτείτε μόνο πόσα wine bars υπήρχαν πριν από δέκα χρόνια και ανάμεσα σε πόσα μπορεί κανείς να επιλέξει σήμερα. Στην Αθήνα, αλλά όχι μόνο. Μπορεί το παραπάνω να είναι προϊόν βιωματικού ρεπορτάζ, όμως έχει κι αυτό την αξία του. Το ελληνικό κρασί, παρεξηγημένο, πολλές φορές κακοποιημένο, σίγουρα υποτιμημένο, ζει την αναγέννηση που αξίζει. Με αναβίωση ξεχασμένων ποικιλιών, διεθνή αναγνώριση άλλων, όπως το ασύρτικο και το ξινόμαυρο, οινοποιεία που έλκουν όλο και περισσότερους φιλοπερίεργους επισκέπτες και κυρίως με οινοποιούς που επενδύουν στο προϊόν τους και πιστεύουν σε αυτό.
Η Μαρία Μαλτέζου του οινοποιείου Στροφιλιά και ο Αρης Τσέλεπος της ομώνυμης οινοποιίας είναι δύο νέοι, φιλόδοξοι, εργατικοί οραματιστές οινοποιοί, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση που ξεκίνησαν οι γονείς τους. Εχοντας μάλιστα αποφασίσει να πορεύονται χωρίς παρωπίδες αλλά και να απαλλάξουν τον ελληνικό οίνο από επικοινωνιακά βαρίδια, μύθους και φλυαρίες, κάνοντάς τον λίγο πιο ποπ. Αλλωστε αμφότεροι συμφωνούν πως το κρασί εκτός από δυνητική επένδυση είναι πρωτίστως απόλαυση. Αρα εκ των πραγμάτων οφείλει να είναι απενοχοποιημένη. Το παραπάνω προσυπογράφει και ο συμβολισμός της απόφασής τους να φωτογραφηθούν και οι δύο στο οινοποιείο Στροφιλιά, 40 χιλιόμετρα από το κέντρο των Αθηνών. Γιατί δύο νέοι Ελληνες οινοποιοί να λειτουργούν ανταγωνιστικά όταν μπορούν απλώς να ανταλλάσσουν ιδέες, απόψεις και σκέψεις;
Αλλά να περάσουμε κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος. Είναι το ελληνικό κρασί όσο ποιοτικό, δημοφιλές και ανερχόμενο εμπορικά έχουμε την πεποίθηση πως είναι τα τελευταία χρόνια; «Οι οινοποιήσεις που γίνονται σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με όσα συνέβαιναν στο παρελθόν», λέει η Μαλτέζου. «Την τελευταία δεκαετία το εμφιαλωμένο κρασί έχει αναβαθμιστεί, έχουν κυκλοφορήσει πολλά και διαφορετικά είδη κρασιών -βιολογικά, μικρές οινοποιήσεις, κρασιά ήπιας οινοποίησης- και βέβαια λειτουργούν πια πολύ περισσότερα wine bars σε όλη την Ελλάδα, τα οποία τελικά εκπαιδεύουν τον Ελληνα καταναλωτή», καταλήγει. Ο Αρης Τσέλεπος συμφωνεί υπογραμμίζοντας το μειονέκτημα του ελληνικού κρασιού, που τελικά μπορεί να γίνει και το συγκριτικό πλεονέκτημά του.
«Ειδικά στη διεθνή σκηνή το ελληνικό κρασί είναι υποτιμημένο. Υπήρχε η γενιά των γονιών μας, εκεί στη δεκαετία του ’90, που άλλαξε το παιχνίδι. Πέρασαν από τις μεγάλες οινοποιήσεις και τους μεγάλους όγκους στο ποιοτικό κρασί. Επειδή μιλάμε όμως για ανθρώπους που ξεκίνησαν από το μηδέν, ερχόμαστε τώρα εμείς, η δεύτερη γενιά που έχουμε το background και τη μεγαλύτερη εικόνα και πηγαίνουμε το ελληνικό κρασί ένα βήμα πιο πέρα. Σίγουρα ποιοτικά είναι πολύ ψηλά. Το μόνο του μειονέκτημα είναι ότι δεν έχουμε μεγάλους όγκους, ώστε να εξαπλωθεί και να το γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα κρασί, όπως λόγου χάρη οι Αργεντίνοι έχουν το μαλμπέκ. Αλλά μπορούμε να κάνουμε κάτι πιο premium, σε μικρότερη κλίμακα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το ασύρτικο», καταλήγει o Ελληνας οινοποιός.
Η ιδιαίτερη και περίφημη πια ποικιλία από τη Σαντορίνη είναι με έναν τρόπο ο Δούρειος Ιππος που μπορεί να βάλει όχι μόνο τον ελληνικό οίνο στα ράφια των καταστημάτων ή στις οινοθήκες των εστιατορίων Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, αλλά και τις ελληνικές ποικιλίες στους αμπελώνες τους, όπως εξηγεί η Μαλτέζου. «Το ασύρτικο είναι μια ποικιλία παγκοσμίως αναγνωρισμένη πια. Υπάρχουν και οινοποιεία εκτός Ελλάδας, σε τρεις ηπείρους -Αμερική, Αυστραλία και Αφρική- που έχουν φυτέψει ασύρτικο, πράγμα που από μόνο του είναι γεγονός. Και δεν είναι το μοναδικό. Στην Ιταλία έχει φυτευτεί λόγου χάρη σαββατιανό». «Το ασύρτικο έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα», συμπληρώνει ο Τσέλεπος. «Προσαρμόζεται πολύ καλά στα θερμά κλίματα, οπότε δεδομένης της κλιματικής αλλαγής στο μέλλον αναμένουμε ότι θα αναπτυχθεί πάρα πολύ». Και για τους δύο οινοποιούς η εξαγωγή του ελληνικού οίνου είναι μονόδρομος. Κυρίως για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους. Αλλά όχι μόνο.
«Ολα τα οινοποιεία για να επιβιώσουν χρειάζονται τις εξαγωγές. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς την ελληνική αγορά, όμως οι εξαγωγές βοηθούν σημαντικά. Υπάρχει τρομερή δυναμική και βέβαια αγορές πιο έτοιμες για το ελληνικό κρασί, όπως εκείνη των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί είναι ανοιχτόμυαλοι, έχουν στην κουλτούρα τους να δοκιμάζουν καινούρια πράγματα. Είναι πιο εύκολο να προσεγγίσεις έναν Αμερικανό να πιει ένα merlot από την Ελλάδα, παρά έναν Γάλλο», λέει ο Αρης Τσέλεπος, για να συμπληρώσει η Μαρία Μαλτέζου: «Ενας Ελληνας οινοπαραγωγός θα έλεγε ψέματα αν έλεγε ότι δεν θέλει να εξάγει. Αν τα οινοποιεία μπορούσαν να πουλάνε το 90% της παραγωγής τους στο εξωτερικό, θα το έκαναν. Περισσότερο για να ενισχύσουν τη φήμη του ελληνικού αμπελώνα. Αυτό είναι δύσκολο έργο, γιατί δεν έχουμε τις ποσότητες για να δημιουργήσουμε το trend και βέβαια δεν βοηθά το μάρκετινγκ. Η Ελλάδα έχει δρόμο μέχρι να δομήσει και να κατακτήσει ένα καινούριο mindset γύρω από το κρασί».
Οι δύο οινοποιοί γνώρισαν και αγάπησαν το κρασί με τον βιωματικό τρόπο. Στην πραγματικότητα μεγάλωσαν μέσα στο κρασί, έπαιξαν στους αμπελώνες, πέρασαν φάση αποστασιοποίησης από το έργο ζωής των γονιών τους, για να επιστρέψουν τελικά σε αυτό που ήταν ή μάλλον έγινε το πεπρωμένο τους. «Δεν ήθελα να ασχοληθώ με το κρασί, γιατί υπήρχε μια πίεση από την οικογένειά μου», αφηγείται ο Τσέλεπος. «Είμαι αρκετά nerd, οπότε ήθελα να γίνω μηχανικός. Οταν λοιπόν σπούδαζα στο Πολυτεχνείο αποφάσισα να κάνω μια διπλωματική εργασία πάνω στο κρασί. Τότε ανακάλυψα ότι όσα και να μάθεις για το κρασί δεν θα το αποκρυπτογραφήσεις στην πραγματικότητα ποτέ. Αγάπησα λοιπόν το κρασί και αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στην αμπελουργία και την οινολογία στην Καλιφόρνια».
Η Μαρία Μαλτέζου από την άλλη ονειρευόταν τον εαυτό της συγγραφέα ή ζωγράφο. Ομως χρειάστηκε να αναθεωρήσει. «Αν σκεφτεί κανείς ότι το οινοποιείο ιδρύθηκε το 1980 κι εγώ γεννήθηκα το 1984, όλη μου η ζωή είναι συνδεδεμένη με το κρασί. Υπάρχει ένα περιστατικό που με έναν τρόπο με όρισε. Θυμάμαι ήμουν πέντε ετών. Με είχαν φέρει οι γονείς μου στον τρύγο μαζί με τους εργάτες και τις εργάτριες. Ηταν η φιλοσοφία της οικογένειας τέτοια, ότι έπρεπε να γνωρίζουμε όλα τα στάδια, αλλά και όλους όσοι παλεύουν για να δημιουργήσουν το κρασί. Ηρθε λοιπόν μια εργάτρια να μου δώσει το χέρι της κι επειδή ήταν μέσα στα χώματα, εγώ τραβήχτηκα και φώναξα “μπαμπά, είναι βρώμικο το χέρι της”. Εφαγα τότε μια ξανάστροφη και συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό ήταν κάθε στάδιο για το τελικό προϊόν. Οταν λοιπόν μεγάλωσα και ήρθε η στιγμή να δώσω πανελλήνιες οδηγήθηκα στην οινολογία. Συνέβη οργανικά. Οταν μπήκα πια στο κρασί, κατάλαβα ότι μου αρέσει πολύ η επικοινωνία του. Ετσι, αφού πέρασα από την παραγωγή για να αποκτήσω ερεθίσματα, γνώση και άποψη, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι περισσότερο με το εμπορικό κομμάτι», λέει.
Η χειρωνακτική εργασία, η μύηση σε κάθε πτυχή της παραγωγικής διαδικασίας που κορυφώνεται στην εμφιάλωση, είχε και για τους δύο οινοποιούς καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας και κυρίως του σεβασμού που τρέφουν προς το κρασί. «Οταν έφυγα για σπουδές στην Αμερική, μπήκα για πρώτη φορά στον τρύγο», ανακαλεί ο Τσέλεπος. «Με τα χέρια μου ήμουν άχρηστος. Αρχισα να σκέφτομαι ότι δεν κάνω γι' αυτό. Τελικά το πρακτικό κομμάτι με γοήτευσε πολύ. Τα απλά πράγματα. Το να πλένω δεξαμενές, να οδηγώ κλαρκ ή να κουνάω τα βαρέλια. Ηταν πολύ πιο εντυπωσιακό απ' όσα θεωρητικά ήξερα ως τότε για το κρασί. Οινολογικά αυτό είναι το σωστό. Δεν μπορείς να λέγεσαι οινολόγος χωρίς να έχεις καθαρίσει δεξαμενές». Η Μαλτέζου από την άλλη λέει πως δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη της φορά σε εμφιάλωση κρασιού. «Με θυμάμαι στην πρώτη μου εμφιάλωση. Να είμαι 8-9 ώρες όρθια και να εμφιαλώνω. Ομως η χειρωνακτική εργασία έχει τελικά ικανοποίηση. Νιώθεις πως έχεις καταφέρει κάτι σπουδαίο».
Ναι, για τους δύο οινοποιούς η απόλαυση ξεκινά από τα πιο μικρά και τα πιο ασήμαντα - για τον εξωτερικό παρατηρητή. Αλλά βέβαια μοιραία ολοκληρώνεται κάθε φορά που ανοίγουν και απολαμβάνουν ένα από τα μεγάλα κρασιά τους. «Τα πιο παλιά κρασιά του οινοποιείου μας είναι συνομήλικά μου. Γεννήθηκα το 1990, τη χρονιά που λειτούργησε το οινοποιείο», λέει ο Τσέλεπος. «Είμαι της άποψης ότι τα πολύ μεγάλα κρασιά δεν είναι για να τα έχεις στο κελάρι σου και να τα επιδεικνύεις. Είναι για να τα πίνεις. Το θέμα είναι να βρίσκεις αφορμές και στιγμές για να ανοίγεις μεγάλα κρασιά με τους φίλους σου». Η Μαλτέζου συναινεί, τηρώντας απαρέγκλιτα την πατρική συμβουλή που κάποτε πήρε. «Ο πατέρας μου μια ζωή έλεγε ότι φτιάχνουμε κρασιά για να τα πίνει ο κόσμος τώρα. Αν βέβαια έχουμε την τύχη κάποια να μπορούν να παλαιωθούν και να εξελιχθούν, έχει καλώς. Ολοι ψάχνουμε τα μεγάλα κρασιά, αλλά νομίζω ότι αυτό που θέλουμε είναι να οινοποιούμε και να καταναλώνουμε τα κρασιά τώρα». Τελικά, η κοσμογονία που συντελείται τα τελευταία χρόνια στον εγχώριο αμπελώνα μάς έχει κάνει πιο συνειδητούς και εκλεπτυσμένους καταναλωτές; «Χαίρομαι που έχουμε σταματήσει να παίρνουμε τους εαυτούς μας πολύ στα σοβαρά.
Η νεότερη γενιά έχει προσεγγίσει το κρασί με πιο ανάλαφρη διάθεση, με αποτέλεσμα να ξεκλειδώσει τον καταναλωτή και εκείνος με τη σειρά του να μη φοβάται να δοκιμάσει και να παίξει με το κρασί. Οσο πιο πολύ το παίρνουμε στα σοβαρά και όσο πιο περισπούδαστα μιλάμε για το κρασί τόσο απομακρύνουμε τον κόσμο», απαντά η Μαλτέζου. Ο Τσέλεπος δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει. «Λατρεύω να έρθει κάποιος στο οινοποιείο και να μου πει “μ' αρέσει να πίνω κρασί και θέλω να μάθω πράγματα”. Παρά κάποιος ημιμαθής που θέλει απλά να επιδείξει όσα ξέρει. Το κρασί φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Ανοίγεσαι, αποκτάς δεσμούς και δημιουργείς αναμνήσεις. Καμία ενδιαφέρουσα ιστορία δεν ξεκινά με το “έφαγα μια ωραία σαλάτα”. Αλλά πολλές αρχίζουν από το “ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί”».
Σκεφτείτε μόνο πόσα wine bars υπήρχαν πριν από δέκα χρόνια και ανάμεσα σε πόσα μπορεί κανείς να επιλέξει σήμερα. Στην Αθήνα, αλλά όχι μόνο. Μπορεί το παραπάνω να είναι προϊόν βιωματικού ρεπορτάζ, όμως έχει κι αυτό την αξία του. Το ελληνικό κρασί, παρεξηγημένο, πολλές φορές κακοποιημένο, σίγουρα υποτιμημένο, ζει την αναγέννηση που αξίζει. Με αναβίωση ξεχασμένων ποικιλιών, διεθνή αναγνώριση άλλων, όπως το ασύρτικο και το ξινόμαυρο, οινοποιεία που έλκουν όλο και περισσότερους φιλοπερίεργους επισκέπτες και κυρίως με οινοποιούς που επενδύουν στο προϊόν τους και πιστεύουν σε αυτό.
Η Μαρία Μαλτέζου του οινοποιείου Στροφιλιά και ο Αρης Τσέλεπος της ομώνυμης οινοποιίας είναι δύο νέοι, φιλόδοξοι, εργατικοί οραματιστές οινοποιοί, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση που ξεκίνησαν οι γονείς τους. Εχοντας μάλιστα αποφασίσει να πορεύονται χωρίς παρωπίδες αλλά και να απαλλάξουν τον ελληνικό οίνο από επικοινωνιακά βαρίδια, μύθους και φλυαρίες, κάνοντάς τον λίγο πιο ποπ. Αλλωστε αμφότεροι συμφωνούν πως το κρασί εκτός από δυνητική επένδυση είναι πρωτίστως απόλαυση. Αρα εκ των πραγμάτων οφείλει να είναι απενοχοποιημένη. Το παραπάνω προσυπογράφει και ο συμβολισμός της απόφασής τους να φωτογραφηθούν και οι δύο στο οινοποιείο Στροφιλιά, 40 χιλιόμετρα από το κέντρο των Αθηνών. Γιατί δύο νέοι Ελληνες οινοποιοί να λειτουργούν ανταγωνιστικά όταν μπορούν απλώς να ανταλλάσσουν ιδέες, απόψεις και σκέψεις;
Αλλά να περάσουμε κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος. Είναι το ελληνικό κρασί όσο ποιοτικό, δημοφιλές και ανερχόμενο εμπορικά έχουμε την πεποίθηση πως είναι τα τελευταία χρόνια; «Οι οινοποιήσεις που γίνονται σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με όσα συνέβαιναν στο παρελθόν», λέει η Μαλτέζου. «Την τελευταία δεκαετία το εμφιαλωμένο κρασί έχει αναβαθμιστεί, έχουν κυκλοφορήσει πολλά και διαφορετικά είδη κρασιών -βιολογικά, μικρές οινοποιήσεις, κρασιά ήπιας οινοποίησης- και βέβαια λειτουργούν πια πολύ περισσότερα wine bars σε όλη την Ελλάδα, τα οποία τελικά εκπαιδεύουν τον Ελληνα καταναλωτή», καταλήγει. Ο Αρης Τσέλεπος συμφωνεί υπογραμμίζοντας το μειονέκτημα του ελληνικού κρασιού, που τελικά μπορεί να γίνει και το συγκριτικό πλεονέκτημά του.
«Ειδικά στη διεθνή σκηνή το ελληνικό κρασί είναι υποτιμημένο. Υπήρχε η γενιά των γονιών μας, εκεί στη δεκαετία του ’90, που άλλαξε το παιχνίδι. Πέρασαν από τις μεγάλες οινοποιήσεις και τους μεγάλους όγκους στο ποιοτικό κρασί. Επειδή μιλάμε όμως για ανθρώπους που ξεκίνησαν από το μηδέν, ερχόμαστε τώρα εμείς, η δεύτερη γενιά που έχουμε το background και τη μεγαλύτερη εικόνα και πηγαίνουμε το ελληνικό κρασί ένα βήμα πιο πέρα. Σίγουρα ποιοτικά είναι πολύ ψηλά. Το μόνο του μειονέκτημα είναι ότι δεν έχουμε μεγάλους όγκους, ώστε να εξαπλωθεί και να το γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα κρασί, όπως λόγου χάρη οι Αργεντίνοι έχουν το μαλμπέκ. Αλλά μπορούμε να κάνουμε κάτι πιο premium, σε μικρότερη κλίμακα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το ασύρτικο», καταλήγει o Ελληνας οινοποιός.
Η ιδιαίτερη και περίφημη πια ποικιλία από τη Σαντορίνη είναι με έναν τρόπο ο Δούρειος Ιππος που μπορεί να βάλει όχι μόνο τον ελληνικό οίνο στα ράφια των καταστημάτων ή στις οινοθήκες των εστιατορίων Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, αλλά και τις ελληνικές ποικιλίες στους αμπελώνες τους, όπως εξηγεί η Μαλτέζου. «Το ασύρτικο είναι μια ποικιλία παγκοσμίως αναγνωρισμένη πια. Υπάρχουν και οινοποιεία εκτός Ελλάδας, σε τρεις ηπείρους -Αμερική, Αυστραλία και Αφρική- που έχουν φυτέψει ασύρτικο, πράγμα που από μόνο του είναι γεγονός. Και δεν είναι το μοναδικό. Στην Ιταλία έχει φυτευτεί λόγου χάρη σαββατιανό». «Το ασύρτικο έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα», συμπληρώνει ο Τσέλεπος. «Προσαρμόζεται πολύ καλά στα θερμά κλίματα, οπότε δεδομένης της κλιματικής αλλαγής στο μέλλον αναμένουμε ότι θα αναπτυχθεί πάρα πολύ». Και για τους δύο οινοποιούς η εξαγωγή του ελληνικού οίνου είναι μονόδρομος. Κυρίως για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους. Αλλά όχι μόνο.
«Ολα τα οινοποιεία για να επιβιώσουν χρειάζονται τις εξαγωγές. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς την ελληνική αγορά, όμως οι εξαγωγές βοηθούν σημαντικά. Υπάρχει τρομερή δυναμική και βέβαια αγορές πιο έτοιμες για το ελληνικό κρασί, όπως εκείνη των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί είναι ανοιχτόμυαλοι, έχουν στην κουλτούρα τους να δοκιμάζουν καινούρια πράγματα. Είναι πιο εύκολο να προσεγγίσεις έναν Αμερικανό να πιει ένα merlot από την Ελλάδα, παρά έναν Γάλλο», λέει ο Αρης Τσέλεπος, για να συμπληρώσει η Μαρία Μαλτέζου: «Ενας Ελληνας οινοπαραγωγός θα έλεγε ψέματα αν έλεγε ότι δεν θέλει να εξάγει. Αν τα οινοποιεία μπορούσαν να πουλάνε το 90% της παραγωγής τους στο εξωτερικό, θα το έκαναν. Περισσότερο για να ενισχύσουν τη φήμη του ελληνικού αμπελώνα. Αυτό είναι δύσκολο έργο, γιατί δεν έχουμε τις ποσότητες για να δημιουργήσουμε το trend και βέβαια δεν βοηθά το μάρκετινγκ. Η Ελλάδα έχει δρόμο μέχρι να δομήσει και να κατακτήσει ένα καινούριο mindset γύρω από το κρασί».
Οι δύο οινοποιοί γνώρισαν και αγάπησαν το κρασί με τον βιωματικό τρόπο. Στην πραγματικότητα μεγάλωσαν μέσα στο κρασί, έπαιξαν στους αμπελώνες, πέρασαν φάση αποστασιοποίησης από το έργο ζωής των γονιών τους, για να επιστρέψουν τελικά σε αυτό που ήταν ή μάλλον έγινε το πεπρωμένο τους. «Δεν ήθελα να ασχοληθώ με το κρασί, γιατί υπήρχε μια πίεση από την οικογένειά μου», αφηγείται ο Τσέλεπος. «Είμαι αρκετά nerd, οπότε ήθελα να γίνω μηχανικός. Οταν λοιπόν σπούδαζα στο Πολυτεχνείο αποφάσισα να κάνω μια διπλωματική εργασία πάνω στο κρασί. Τότε ανακάλυψα ότι όσα και να μάθεις για το κρασί δεν θα το αποκρυπτογραφήσεις στην πραγματικότητα ποτέ. Αγάπησα λοιπόν το κρασί και αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στην αμπελουργία και την οινολογία στην Καλιφόρνια».
Η Μαρία Μαλτέζου από την άλλη ονειρευόταν τον εαυτό της συγγραφέα ή ζωγράφο. Ομως χρειάστηκε να αναθεωρήσει. «Αν σκεφτεί κανείς ότι το οινοποιείο ιδρύθηκε το 1980 κι εγώ γεννήθηκα το 1984, όλη μου η ζωή είναι συνδεδεμένη με το κρασί. Υπάρχει ένα περιστατικό που με έναν τρόπο με όρισε. Θυμάμαι ήμουν πέντε ετών. Με είχαν φέρει οι γονείς μου στον τρύγο μαζί με τους εργάτες και τις εργάτριες. Ηταν η φιλοσοφία της οικογένειας τέτοια, ότι έπρεπε να γνωρίζουμε όλα τα στάδια, αλλά και όλους όσοι παλεύουν για να δημιουργήσουν το κρασί. Ηρθε λοιπόν μια εργάτρια να μου δώσει το χέρι της κι επειδή ήταν μέσα στα χώματα, εγώ τραβήχτηκα και φώναξα “μπαμπά, είναι βρώμικο το χέρι της”. Εφαγα τότε μια ξανάστροφη και συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό ήταν κάθε στάδιο για το τελικό προϊόν. Οταν λοιπόν μεγάλωσα και ήρθε η στιγμή να δώσω πανελλήνιες οδηγήθηκα στην οινολογία. Συνέβη οργανικά. Οταν μπήκα πια στο κρασί, κατάλαβα ότι μου αρέσει πολύ η επικοινωνία του. Ετσι, αφού πέρασα από την παραγωγή για να αποκτήσω ερεθίσματα, γνώση και άποψη, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι περισσότερο με το εμπορικό κομμάτι», λέει.
Η χειρωνακτική εργασία, η μύηση σε κάθε πτυχή της παραγωγικής διαδικασίας που κορυφώνεται στην εμφιάλωση, είχε και για τους δύο οινοποιούς καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας και κυρίως του σεβασμού που τρέφουν προς το κρασί. «Οταν έφυγα για σπουδές στην Αμερική, μπήκα για πρώτη φορά στον τρύγο», ανακαλεί ο Τσέλεπος. «Με τα χέρια μου ήμουν άχρηστος. Αρχισα να σκέφτομαι ότι δεν κάνω γι' αυτό. Τελικά το πρακτικό κομμάτι με γοήτευσε πολύ. Τα απλά πράγματα. Το να πλένω δεξαμενές, να οδηγώ κλαρκ ή να κουνάω τα βαρέλια. Ηταν πολύ πιο εντυπωσιακό απ' όσα θεωρητικά ήξερα ως τότε για το κρασί. Οινολογικά αυτό είναι το σωστό. Δεν μπορείς να λέγεσαι οινολόγος χωρίς να έχεις καθαρίσει δεξαμενές». Η Μαλτέζου από την άλλη λέει πως δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη της φορά σε εμφιάλωση κρασιού. «Με θυμάμαι στην πρώτη μου εμφιάλωση. Να είμαι 8-9 ώρες όρθια και να εμφιαλώνω. Ομως η χειρωνακτική εργασία έχει τελικά ικανοποίηση. Νιώθεις πως έχεις καταφέρει κάτι σπουδαίο».
Ναι, για τους δύο οινοποιούς η απόλαυση ξεκινά από τα πιο μικρά και τα πιο ασήμαντα - για τον εξωτερικό παρατηρητή. Αλλά βέβαια μοιραία ολοκληρώνεται κάθε φορά που ανοίγουν και απολαμβάνουν ένα από τα μεγάλα κρασιά τους. «Τα πιο παλιά κρασιά του οινοποιείου μας είναι συνομήλικά μου. Γεννήθηκα το 1990, τη χρονιά που λειτούργησε το οινοποιείο», λέει ο Τσέλεπος. «Είμαι της άποψης ότι τα πολύ μεγάλα κρασιά δεν είναι για να τα έχεις στο κελάρι σου και να τα επιδεικνύεις. Είναι για να τα πίνεις. Το θέμα είναι να βρίσκεις αφορμές και στιγμές για να ανοίγεις μεγάλα κρασιά με τους φίλους σου». Η Μαλτέζου συναινεί, τηρώντας απαρέγκλιτα την πατρική συμβουλή που κάποτε πήρε. «Ο πατέρας μου μια ζωή έλεγε ότι φτιάχνουμε κρασιά για να τα πίνει ο κόσμος τώρα. Αν βέβαια έχουμε την τύχη κάποια να μπορούν να παλαιωθούν και να εξελιχθούν, έχει καλώς. Ολοι ψάχνουμε τα μεγάλα κρασιά, αλλά νομίζω ότι αυτό που θέλουμε είναι να οινοποιούμε και να καταναλώνουμε τα κρασιά τώρα». Τελικά, η κοσμογονία που συντελείται τα τελευταία χρόνια στον εγχώριο αμπελώνα μάς έχει κάνει πιο συνειδητούς και εκλεπτυσμένους καταναλωτές; «Χαίρομαι που έχουμε σταματήσει να παίρνουμε τους εαυτούς μας πολύ στα σοβαρά.
Η νεότερη γενιά έχει προσεγγίσει το κρασί με πιο ανάλαφρη διάθεση, με αποτέλεσμα να ξεκλειδώσει τον καταναλωτή και εκείνος με τη σειρά του να μη φοβάται να δοκιμάσει και να παίξει με το κρασί. Οσο πιο πολύ το παίρνουμε στα σοβαρά και όσο πιο περισπούδαστα μιλάμε για το κρασί τόσο απομακρύνουμε τον κόσμο», απαντά η Μαλτέζου. Ο Τσέλεπος δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει. «Λατρεύω να έρθει κάποιος στο οινοποιείο και να μου πει “μ' αρέσει να πίνω κρασί και θέλω να μάθω πράγματα”. Παρά κάποιος ημιμαθής που θέλει απλά να επιδείξει όσα ξέρει. Το κρασί φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Ανοίγεσαι, αποκτάς δεσμούς και δημιουργείς αναμνήσεις. Καμία ενδιαφέρουσα ιστορία δεν ξεκινά με το “έφαγα μια ωραία σαλάτα”. Αλλά πολλές αρχίζουν από το “ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί”».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr