Yuja Wang: Η πιανίστρια-μύθος στην Αθήνα
Yuja Wang: Η πιανίστρια-μύθος στην Αθήνα
Για την 35χρονη μουσικό που μεγάλωσε ως παιδί-θαύμα και ενηλικιώθηκε ως παγκόσμιο φαινόμενο, η κλασική μουσική δεν απαιτεί μόνο γνώση, τεχνική και αρτιότητα στην εκτέλεση, αλλά γνήσιο και ανεξάντλητο πάθος. Οπως αυτό που επέδειξε επί σκηνής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος εάν η διάσπαση προσοχής είναι σύμπτωμα της εποχής μας, είναι όμως λίγο πολύ ξεκάθαρο ότι αξιοποιείται πια ως χρυσός κανόνας για τη δημιουργία σειρών και ταινιών, για τον τρόπο που γράφονται και δημοσιεύονται τα κείμενα στις εφημερίδες, τα sites και τα περιοδικά, ακόμα και εν προκειμένω για το πώς διοργανώνονται και πραγματοποιούνται οι συναυλίες - ανεξαρτήτως μουσικού είδους και ύφους. Τι σημαίνει αυτό; Οτι ο θεατής/ακροατής πρέπει να έχει τη δυνατότητα ενώ παρακολουθεί, ακούει ή διαβάζει να αποσπάται από το κινητό του και να επιστρέφει κατόπιν την προσοχή του εκεί όπου βρισκόταν προηγουμένως χωρίς να νιώθει ότι έχει χάσει κάτι σημαντικό. Σαν ένα ατέρμονο πινγκ πονγκ ερεθισμάτων που καταλήγει απαρέγκλιτα σε ισοπαλία. Παρότι για πολλούς απογοητευτικός, ο παραπάνω κανόνας κερδίζει ολοένα μεγαλύτερο έδαφος στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις που λειτουργούν ως εξαιρέσεις - εκείνες δηλαδή που έρχονται κατά παράδοση να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Το ρεσιτάλ της Γιούτζα Γουάνγκ και του Λεωνίδα Καβάκου το βράδυ της περασμένης Τετάρτης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας τους ήταν μια τέτοια λαμπερή -και όχι μόνο λόγω του εκθαμβωτικού, μάξι και αβυσσαλέα εξώπλατου φορέματος της Κινέζας πιανίστριας- εξαίρεση. Οχι, η ενδυματολογική επισήμανση κάθε άλλο παρά σεξιστική μομφή αποτελεί. Το στυλ της 35χρονης σούπερ σταρ πιανίστριας είναι παροιμιώδες και χιλιοτραγουδισμένο από τον παγκόσμιο Τύπο. Αλλά θα έρθουμε κι εκεί.
Ακόμα κι αν κανείς δεν διεκδικεί δάφνες aficionado της κλασικής μουσικής, ακόμα και αν βρέθηκε στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών προσήλυτος από τη φήμη της Γουάνγκ που προηγείται του ονόματός της, υπήρχε ένα τεκμήριο επιτυχίας που μπορούσε να διαπιστώσει ακόμα και ο πιο αδαής. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από τις ελάχιστες οθόνες κινητών τηλεφώνων που μπορούσες να δεις αναμμένες όσο η Γουάνγκ και ο Καβάκος -παλιοί, ταιριαστοί και αγαπημένοι συνεργάτες- ερμήνευαν επί σκηνής σονάτες του Μπραμς, του Γιάνατσεκ και του Ρόμπερτ Σούμαν. Ναι, όσο ινσταγκραμικές κι αν είναι διαχρονικά οι εμφανίσεις της μουσικού-φαινόμενο ανά τον κόσμο, άλλο τόσο εστιασμένη καταφέρνει να κρατά η ίδια την προσήλωση των θεατών/ακροατών της όσο εκείνη ερμηνεύει με την απαράμιλλη τεχνική, την ιδιοφυΐα, μα κυρίως με το σχεδόν ζωώδες πάθος της στο πιάνο. Ναι, υπάρχουν σοβαροί λόγοι που η Γουάνγκ θεωρείται ακόμα και σήμερα, στα 35 της χρόνια, ένα παιδί-θαύμα, αφού από την ημέρα που έπαιξε για πρώτη φορά μουσική, σε ηλικία 6 ετών, δεν σταμάτησε ποτέ να εκπλήσσει και να ξαφνιάζει. «Είναι αλήθεια ότι ακόμα με αποκαλούν παιδί-θαύμα. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την πρώτη μέρα που πέρασα το κατώφλι του Ωδείου στο Πεκίνο. Ημουν εννέα ετών. Ολα τα παιδιά με κοιτούσαν σαν να είχαν απέναντί τους κάποιο σπάνιο είδος ζώου που δεν είχαν δει ξανά. Εύλογα, γιατί θεωρούμουν ήδη παιδί-θαύμα. Ενιωθα ότι από μέσα τους έλεγαν “Θεέ μου, βρίσκεται ανάμεσά μας”», λέει.
Για τη μεγαλωμένη στην Κίνα αλλά γαλουχημένη καλλιτεχνικά στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σολίστρια το να εισπράττει τον θαυμασμό των άλλων είναι ακόμα μία ημέρα στο γραφείο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εφησυχάζει ή νιώθει πολύ σίγουρη και πολύ ασφαλής με τον εαυτό της. Γίνεται ηλίου φαεινότερο όταν λέει πως «είμαι τόσο καλή όσο θα είμαι στην κάθε επόμενη εμφάνισή μου». Κι αυτό δεν είναι προϊόν σεμνοταπεινοσύνης, αλλά ανάγλυφη απόδειξη πως έχει πλήρη συνείδηση του θείου δώρου της. Εκείνου δηλαδή που ούτε οι γονείς της δεν είχαν οσμιστεί, παρότι καλλιτέχνες και οι ίδιοι. «Η μητέρα μου ήθελε να γίνω χορεύτρια, όμως ήμουν αρκετά τεμπέλα για να το κάνω. Ο πατέρας μου ήταν ντράμερ, αλλά εργαζόταν κυρίως μεταγράφοντας παρτιτούρες. Στο σπίτι μας υπήρχε ένα πιάνο, που ήταν το γαμήλιο δώρο των γονιών μου. Καθόταν εκεί σε μια γωνία, δεν το χρησιμοποιούσε κανείς. Στην αρχή το είδα ως παιχνίδι. Και ήταν ένα ξεκούραστο παιχνίδι, αφού μπορούσα να κάθομαι και να παίζω». Καμιά φορά η ραθυμία μπορεί να σου ανοίξει δρόμους που ούτε τολμάς να υποψιαστείς.
Οι γονείς της, αν και αμφότεροι καλλιτέχνες, δεν πρόκοψαν - τουλάχιστον όπως ορίζουμε το μέτρο της επιτυχίας στη Δύση. Η Γουάνγκ πιστεύει ότι βασικός λόγος γι’ αυτό ήταν το γεγονός ότι υπήρξαν αταλάντευτα αφοσιωμένοι στο κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο λειτουργούσε διαχρονικά ως περισπασμός από την καλλιτεχνική δημιουργία τους. Για την ίδια δεν ισχύει το ίδιο. Είναι τόσο αφοσιωμένη στο πιάνο, ώστε συχνά νιώθει πως δεν προλαβαίνει να ζήσει. «Μέχρι πριν από λίγα χρόνια συνήθιζα να λέω, αν και δεν μου άρεσε καθόλου, ότι ζω σε ενός είδους φυλακή. Ταξιδεύω συνεχώς, γνωρίζω νέους ανθρώπους, θέτω στον εαυτό του καινούριες προκλήσεις. Πρέπει να υπάρχει κάποιο μαζοχιστικό στοιχείο σε όλο αυτό. Δεν γίνεται», λέει.
Ακόμα κι αν κανείς δεν διεκδικεί δάφνες aficionado της κλασικής μουσικής, ακόμα και αν βρέθηκε στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών προσήλυτος από τη φήμη της Γουάνγκ που προηγείται του ονόματός της, υπήρχε ένα τεκμήριο επιτυχίας που μπορούσε να διαπιστώσει ακόμα και ο πιο αδαής. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από τις ελάχιστες οθόνες κινητών τηλεφώνων που μπορούσες να δεις αναμμένες όσο η Γουάνγκ και ο Καβάκος -παλιοί, ταιριαστοί και αγαπημένοι συνεργάτες- ερμήνευαν επί σκηνής σονάτες του Μπραμς, του Γιάνατσεκ και του Ρόμπερτ Σούμαν. Ναι, όσο ινσταγκραμικές κι αν είναι διαχρονικά οι εμφανίσεις της μουσικού-φαινόμενο ανά τον κόσμο, άλλο τόσο εστιασμένη καταφέρνει να κρατά η ίδια την προσήλωση των θεατών/ακροατών της όσο εκείνη ερμηνεύει με την απαράμιλλη τεχνική, την ιδιοφυΐα, μα κυρίως με το σχεδόν ζωώδες πάθος της στο πιάνο. Ναι, υπάρχουν σοβαροί λόγοι που η Γουάνγκ θεωρείται ακόμα και σήμερα, στα 35 της χρόνια, ένα παιδί-θαύμα, αφού από την ημέρα που έπαιξε για πρώτη φορά μουσική, σε ηλικία 6 ετών, δεν σταμάτησε ποτέ να εκπλήσσει και να ξαφνιάζει. «Είναι αλήθεια ότι ακόμα με αποκαλούν παιδί-θαύμα. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την πρώτη μέρα που πέρασα το κατώφλι του Ωδείου στο Πεκίνο. Ημουν εννέα ετών. Ολα τα παιδιά με κοιτούσαν σαν να είχαν απέναντί τους κάποιο σπάνιο είδος ζώου που δεν είχαν δει ξανά. Εύλογα, γιατί θεωρούμουν ήδη παιδί-θαύμα. Ενιωθα ότι από μέσα τους έλεγαν “Θεέ μου, βρίσκεται ανάμεσά μας”», λέει.
Για τη μεγαλωμένη στην Κίνα αλλά γαλουχημένη καλλιτεχνικά στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σολίστρια το να εισπράττει τον θαυμασμό των άλλων είναι ακόμα μία ημέρα στο γραφείο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εφησυχάζει ή νιώθει πολύ σίγουρη και πολύ ασφαλής με τον εαυτό της. Γίνεται ηλίου φαεινότερο όταν λέει πως «είμαι τόσο καλή όσο θα είμαι στην κάθε επόμενη εμφάνισή μου». Κι αυτό δεν είναι προϊόν σεμνοταπεινοσύνης, αλλά ανάγλυφη απόδειξη πως έχει πλήρη συνείδηση του θείου δώρου της. Εκείνου δηλαδή που ούτε οι γονείς της δεν είχαν οσμιστεί, παρότι καλλιτέχνες και οι ίδιοι. «Η μητέρα μου ήθελε να γίνω χορεύτρια, όμως ήμουν αρκετά τεμπέλα για να το κάνω. Ο πατέρας μου ήταν ντράμερ, αλλά εργαζόταν κυρίως μεταγράφοντας παρτιτούρες. Στο σπίτι μας υπήρχε ένα πιάνο, που ήταν το γαμήλιο δώρο των γονιών μου. Καθόταν εκεί σε μια γωνία, δεν το χρησιμοποιούσε κανείς. Στην αρχή το είδα ως παιχνίδι. Και ήταν ένα ξεκούραστο παιχνίδι, αφού μπορούσα να κάθομαι και να παίζω». Καμιά φορά η ραθυμία μπορεί να σου ανοίξει δρόμους που ούτε τολμάς να υποψιαστείς.
Οι γονείς της, αν και αμφότεροι καλλιτέχνες, δεν πρόκοψαν - τουλάχιστον όπως ορίζουμε το μέτρο της επιτυχίας στη Δύση. Η Γουάνγκ πιστεύει ότι βασικός λόγος γι’ αυτό ήταν το γεγονός ότι υπήρξαν αταλάντευτα αφοσιωμένοι στο κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο λειτουργούσε διαχρονικά ως περισπασμός από την καλλιτεχνική δημιουργία τους. Για την ίδια δεν ισχύει το ίδιο. Είναι τόσο αφοσιωμένη στο πιάνο, ώστε συχνά νιώθει πως δεν προλαβαίνει να ζήσει. «Μέχρι πριν από λίγα χρόνια συνήθιζα να λέω, αν και δεν μου άρεσε καθόλου, ότι ζω σε ενός είδους φυλακή. Ταξιδεύω συνεχώς, γνωρίζω νέους ανθρώπους, θέτω στον εαυτό του καινούριες προκλήσεις. Πρέπει να υπάρχει κάποιο μαζοχιστικό στοιχείο σε όλο αυτό. Δεν γίνεται», λέει.
Για να καταλάβει κανείς πώς η ζωή της Κινέζας πιανίστριας, η οποία ειρήσθω εν παρόδω από την εφηβεία της όταν έφυγε από την πατρίδα της για τον Καναδά κι έπειτα τις ΗΠΑ δεν επέστρεψε ποτέ ενώ σήμερα είναι πολιτογραφημένη μόνιμη κάτοικος Νέας Υόρκης, κινείται με κεκτημένη ταχύτητα, φτάνει να ρίξει μια ματιά στο επίσημο πρόγραμμα των συναυλιών της. Είναι όπως θα το φανταζόταν κάποιος για μια σταρ του εκτοπίσματος και του βεληνεκούς της. Γεμάτο εμφανίσεις έως τουλάχιστον του χρόνου τέτοια μέρα. Η Γουάνγκ ταξιδεύει διαρκώς, γι' αυτό και παραδέχεται πως πάντα στο διαμέρισμά της υπάρχει καταμεσής μια ανοιχτή βαλίτσα όπου συνηθίζει τα πακετάρει τα μικροσκοπικά φορέματά της - τουλάχιστον εκείνα που φορά στην καθημερινότητά της. Αν το στερεότυπο θέλει το στυλ μιας πιανίστριας να θεωρείται a priori βαρετό ή αναχρονιστικό, η ευφυής μουσικός με το σκηνικό πάθος παλαιάς κοπής ροκ σταρ υπάρχει για να το αποδομεί.
Τα φορέματά της - συνήθως φτιαγμένα με ελάχιστα μέτρα υφάσματος και πάντα εκτυφλωτικά-, οι ψηλοτάκουνες γόβες της και η σκηνική συμπεριφορά της -δεν υπάρχει πιο νευρώδης και δραματική υπόκλιση στον κόσμο από τη δική της- έχουν σχολιαστεί καλοπροαίρετα, αλλά φυσικά και κακοπροαίρετα από τον διεθνή Τύπο.
Η πρώτη ανάγνωση θα έλεγε πως η Γουάνγκ θέλει να προκαλεί, η δεύτερη και ορθότερη λέει πως εκείνο που επιδιώκει είναι να δημιουργεί εικόνες. Οχι απλώς να ερμηνεύει τη μουσική, αλλά να την αναπαριστά. «Θέλω να ταξιδεύω τους ανθρώπους σε κάθε εμφάνισή μου. Θέλω να παίζω. Κάθε φορά είναι σαν να ανακαλύπτω ένα νέο επίπεδο της ζωής, της ύπαρξής μου. Οφείλω να το κάνω για να παραμένω ζωντανή», εξηγεί. Η αλήθεια είναι πως καταφέρνει να το κάνει με ευλαβική προσήλωση στην ακρίβεια, στη λεπτομέρεια, την τελειότητα, πράγμα που συνεκδοχικά αντικατοπτρίζεται και στον ρόλο της ως ambassador της Rolex.
Αλλωστε η Γουάνγκ, εκτός από επιτυχημένη επαγγελματικά, είναι μια σύγχρονη γυναίκα που γοητεύεται από το κλασικό αλλά αφουγκράζεται το νέο. Μπορεί η ζωή της να είναι συνυφασμένη με την κλασική μουσική - ειδικά με τους Ρώσους ρομαντικούς και ακόμα ειδικότερα με τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον Ραχμάνινοφ-, όμως για τη Γουάνγκ υπάρχει ζωή και έξω από αυτήν. Στο τώρα, στο σήμερα. Ή τουλάχιστον η ίδια λέει πως προσπαθεί και να αντλεί ερεθίσματα από τον κόσμο αλλά και να τα απολαμβάνει. Χωρίς ενοχή, όπως δηλαδή πρέπει σε μία millennial. Είναι, για παράδειγμα, γνωστό ότι η Γουάνγκ είναι ορκισμένη fan της Ριάνα. «Λατρεύω τη φωνή της», λέει. «Συνηθίζω να ακούω τραγούδια της τόσο πριν όσο και μετά τις συναυλίες μου. Με χαλαρώνουν και με αποσυμπιέζουν», συνοψίζει. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως ούτως ή άλλως με το ταλέντο, τη στάση και τη διαρκή εξέλιξή της η Γιούτζα Γουάνγκ ενσαρκώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το τραγούδι-ύμνο της αγαπημένης της τραγουδίστριας, το «Diamonds», λάμποντας ολοένα πιο εκτυφλωτικά. Το διαπίστωσαν με τα μάτια και τα αυτιά τους όσοι την είχαν παρακολουθήσει πριν από τρία χρόνια στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λουξεμβούργου, το επαναβεβαίωσαν την εβδομάδα που μας πέρασε στη σύμπραξή της με τον σπουδαίο Λεωνίδα Καβάκο στο Μέγαρο. Εις το επανιδείν ◆
Τα φορέματά της - συνήθως φτιαγμένα με ελάχιστα μέτρα υφάσματος και πάντα εκτυφλωτικά-, οι ψηλοτάκουνες γόβες της και η σκηνική συμπεριφορά της -δεν υπάρχει πιο νευρώδης και δραματική υπόκλιση στον κόσμο από τη δική της- έχουν σχολιαστεί καλοπροαίρετα, αλλά φυσικά και κακοπροαίρετα από τον διεθνή Τύπο.
Η πρώτη ανάγνωση θα έλεγε πως η Γουάνγκ θέλει να προκαλεί, η δεύτερη και ορθότερη λέει πως εκείνο που επιδιώκει είναι να δημιουργεί εικόνες. Οχι απλώς να ερμηνεύει τη μουσική, αλλά να την αναπαριστά. «Θέλω να ταξιδεύω τους ανθρώπους σε κάθε εμφάνισή μου. Θέλω να παίζω. Κάθε φορά είναι σαν να ανακαλύπτω ένα νέο επίπεδο της ζωής, της ύπαρξής μου. Οφείλω να το κάνω για να παραμένω ζωντανή», εξηγεί. Η αλήθεια είναι πως καταφέρνει να το κάνει με ευλαβική προσήλωση στην ακρίβεια, στη λεπτομέρεια, την τελειότητα, πράγμα που συνεκδοχικά αντικατοπτρίζεται και στον ρόλο της ως ambassador της Rolex.
Αλλωστε η Γουάνγκ, εκτός από επιτυχημένη επαγγελματικά, είναι μια σύγχρονη γυναίκα που γοητεύεται από το κλασικό αλλά αφουγκράζεται το νέο. Μπορεί η ζωή της να είναι συνυφασμένη με την κλασική μουσική - ειδικά με τους Ρώσους ρομαντικούς και ακόμα ειδικότερα με τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον Ραχμάνινοφ-, όμως για τη Γουάνγκ υπάρχει ζωή και έξω από αυτήν. Στο τώρα, στο σήμερα. Ή τουλάχιστον η ίδια λέει πως προσπαθεί και να αντλεί ερεθίσματα από τον κόσμο αλλά και να τα απολαμβάνει. Χωρίς ενοχή, όπως δηλαδή πρέπει σε μία millennial. Είναι, για παράδειγμα, γνωστό ότι η Γουάνγκ είναι ορκισμένη fan της Ριάνα. «Λατρεύω τη φωνή της», λέει. «Συνηθίζω να ακούω τραγούδια της τόσο πριν όσο και μετά τις συναυλίες μου. Με χαλαρώνουν και με αποσυμπιέζουν», συνοψίζει. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως ούτως ή άλλως με το ταλέντο, τη στάση και τη διαρκή εξέλιξή της η Γιούτζα Γουάνγκ ενσαρκώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το τραγούδι-ύμνο της αγαπημένης της τραγουδίστριας, το «Diamonds», λάμποντας ολοένα πιο εκτυφλωτικά. Το διαπίστωσαν με τα μάτια και τα αυτιά τους όσοι την είχαν παρακολουθήσει πριν από τρία χρόνια στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λουξεμβούργου, το επαναβεβαίωσαν την εβδομάδα που μας πέρασε στη σύμπραξή της με τον σπουδαίο Λεωνίδα Καβάκο στο Μέγαρο. Εις το επανιδείν ◆
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα