Βιόλα και Βέρα Αριβαμπένε: Οι κόμισσες της Γαληνοτάτης
Βιόλα και Βέρα Αριβαμπένε: Οι κόμισσες της Γαληνοτάτης
Οι αδελφές Αριβαμπένε, μεγαλωμένες στο πιο ιστορικό και διάσημο παλάτσο της Βενετίας, φέρουν το DNA της πόλης στο αίμα τους. Και αυτό εμφυσούν στις δημιουργίες τους που αγαπούν οι jet setters, οι κοσμικές φίλες τους αλλά και τα κορίτσια του διπλανού ινσταγκραμικού feed.
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ευειδείς, κοσμικές, ανερχόμενες επαγγελματικά, εύπορες -ή τουλάχιστον με εξασφαλισμένο τον επιούσιο και τον βιοπορισμό τους-, λαοπρόβλητες σοσιαλμιντιακά, με αριστοκρατικές ρίζες και αταλάντευτη θέση στις σελίδες των περιοδικών εκείνων που φτιάχνονται για να καταναλώνονται από ανθρώπους με περισσότερο διαθέσιμο χρόνο από εκείνον που μπορούν να καταναλώσουν. Στην πραγματικότητα, οι Βενετσιάνες αδελφές Βιόλα και Βέρα Αριβαμπένε, γέννημα αλλά και θρέμμα της Γαληνοτάτης, δεν θα απολάμβαναν ούτε δράμι αναγνωρισιμότητας, δεν θα απασχολούσαν τον Τύπο της χώρας τους, ούτε θα μοίραζαν πόζες με το καντάρι· επίσης, θα έβλεπαν τα όπου Γης κόκκινα χαλιά με το κιάλι αν ο πατέρας τους δεν είχε βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας. Ευτυχώς για εκείνες, οι δύο γυναίκες δεν έγιναν πρωταγωνίστριες μιας ιστορίας με διαδρομή απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα παλεύοντας να επιπλεύσουν ανάμεσα στα κύματα των χρεών που τους κληροδότησαν οι πρόγονοί τους. Αν και τις φλέρταρε σοβαρά το ενδεχόμενο. Αλλά αυτά είναι περασμένα και -στην περίπτωση που δεν είναι ξεχασμένα- θα μπορούσαν να λειτουργούν ως μαγιά για αφηγήσεις που θα κάνουν στους φίλους, στις παρέες και τους συνδαιτυμόνες τους σε κάποιο από τα συχνά κοσμικά καλέσματά τους στο πατρογονικό τους σπίτι, δηλαδή στο Palazzo Papadopoli της Βενετίας.
Χτισμένο στην πλέον προνομιακή θέση της Βενετίας, στο Μεγάλο Κανάλι, στα μέσα του 16ου αιώνα, το ένα από τα οκτώ σωζόμενα παλάτσο της πλωτής πολιτείας πέρασε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Αριβαμπένε μόλις το 1922. Το χιλιοτραγουδισμένο -λόγω αρχιτεκτονικής, ιστορίας και των δύο κήπων που διαθέτει- κτίσμα, ένα από τα πλέον εμβληματικά στον κόσμο, οφείλει φυσικά το όνομά του στους πρότερους ιδιοκτήτες του, τους κερκυραϊκής καταγωγής τραπεζίτες Νικολό και Αντζελο Παπαντόπολι. Αντί βέβαια το ιστορικό παλάτσο να λύσει τα προβλήματα της οικογένειας Αριβαμπένε και να διασφαλίσει ζωή χαρισάμενη στα μέλη της, έγινε ένας επίμονος, σχεδόν ανίατος πονοκέφαλος. Ειδικά από το 1970 και έπειτα, όταν ο σημερινός πατριάρχης της φαμίλιας Ζιμπέρτο Αριβαμπένε κλήθηκε σε ηλικία μόλις 9 ετών να αναλάβει την ευθύνη των αδελφών, της μητέρας του και του Palazzo Papadopoli. Ο πατέρας του, παρασημοφορημένος στρατιωτικός, έφυγε από τη ζωή παραδίδοντας τα σκήπτρα της οικογενειακής δυναστείας σε ένα παιδί. Οσο ο Ζιμπέρτο μεγάλωνε, τόσο γιγαντωνόταν και το πρόβλημα της συντήρησης του φαραωνικών διαστάσεων παλάτσο που απλώνεται σε 7.000 τετραγωνικά μέτρα. Μολονότι η οικογένεια ξεπούλησε οποιοδήποτε αντικείμενο ή κειμήλιο θα μπορούσε να εισφέρει ζεστό χρήμα στον προϋπολογισμό της, η κατάσταση έμοιαζε μη αναστρέψιμη.
Μάλιστα, στις αρχές του αιώνα μας, ο Ζιμπέρτο Αριβαμπένε, που πλέον καταπιανόταν επαγγελματικά με τις ασφάλειες και τις επενδύσεις αλλά και με την πατροπαράδοτη για τους Βενετσιάνους γλυπτική σε γυαλί, βρισκόταν πιο κοντά από ποτέ στην απόφαση να πουλήσει το οικογενειακό κληροδότημα απομακρύνοντας διά παντός τη δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του. Μόνο ως από μηχανής θεός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Αντριάν Ζέκα, δημιουργός των Aman Resorts, που προσέγγισε τότε τον απηυδισμένο Ιταλό κληρονόμο. Οι δύο άνδρες δεν έφτασαν σε επιχειρηματική συμφωνία με την πρώτη χειραψία. Χρειάστηκαν συζητήσεις, χρόνος και η σφυρηλάτηση μιας ειλικρινούς φιλίας μέχρι να οδηγηθούν σε ένα επωφελές deal και για τους δύο. Ο Ζέκα νοίκιασε το μεγαλύτερο μέρος του παλάτσο, με σκοπό να το αναπαλαιώσει και να το λειτουργήσει ως μία από τις διασημότερες σήμερα εστίες φιλοξενίας στον κόσμο, ενώ ο Αριβαμπένε, η γαλαζοαίματη σύζυγός του και τα πέντε παιδιά τους μπορούσαν να συνεχίσουν να κατοικούν στους δύο τελευταίους ορόφους. Σαν να λέμε win/win.
Σήμερα ο Αριβαμπένε ευγνωμονεί την καλή τύχη του που δεν τον ανάγκασε ποτέ να εγκαταλείψει την αγαπημένη του πόλη -εντελώς απενοχοποιημένα, άλλωστε, δηλώνει ράθυμος και τεμπέλης- ενώ οι δύο μεγαλύτερες κόρες του μακαρίζουν τον πατέρα τους για την απόφασή του να εκχωρήσει ένα κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας του, επιτρέποντας έτσι στις ίδιες να γαλουχηθούν σε ένα σκληροπυρηνικά κοσμοπολίτικο περιβάλλον.
Χτισμένο στην πλέον προνομιακή θέση της Βενετίας, στο Μεγάλο Κανάλι, στα μέσα του 16ου αιώνα, το ένα από τα οκτώ σωζόμενα παλάτσο της πλωτής πολιτείας πέρασε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Αριβαμπένε μόλις το 1922. Το χιλιοτραγουδισμένο -λόγω αρχιτεκτονικής, ιστορίας και των δύο κήπων που διαθέτει- κτίσμα, ένα από τα πλέον εμβληματικά στον κόσμο, οφείλει φυσικά το όνομά του στους πρότερους ιδιοκτήτες του, τους κερκυραϊκής καταγωγής τραπεζίτες Νικολό και Αντζελο Παπαντόπολι. Αντί βέβαια το ιστορικό παλάτσο να λύσει τα προβλήματα της οικογένειας Αριβαμπένε και να διασφαλίσει ζωή χαρισάμενη στα μέλη της, έγινε ένας επίμονος, σχεδόν ανίατος πονοκέφαλος. Ειδικά από το 1970 και έπειτα, όταν ο σημερινός πατριάρχης της φαμίλιας Ζιμπέρτο Αριβαμπένε κλήθηκε σε ηλικία μόλις 9 ετών να αναλάβει την ευθύνη των αδελφών, της μητέρας του και του Palazzo Papadopoli. Ο πατέρας του, παρασημοφορημένος στρατιωτικός, έφυγε από τη ζωή παραδίδοντας τα σκήπτρα της οικογενειακής δυναστείας σε ένα παιδί. Οσο ο Ζιμπέρτο μεγάλωνε, τόσο γιγαντωνόταν και το πρόβλημα της συντήρησης του φαραωνικών διαστάσεων παλάτσο που απλώνεται σε 7.000 τετραγωνικά μέτρα. Μολονότι η οικογένεια ξεπούλησε οποιοδήποτε αντικείμενο ή κειμήλιο θα μπορούσε να εισφέρει ζεστό χρήμα στον προϋπολογισμό της, η κατάσταση έμοιαζε μη αναστρέψιμη.
Μάλιστα, στις αρχές του αιώνα μας, ο Ζιμπέρτο Αριβαμπένε, που πλέον καταπιανόταν επαγγελματικά με τις ασφάλειες και τις επενδύσεις αλλά και με την πατροπαράδοτη για τους Βενετσιάνους γλυπτική σε γυαλί, βρισκόταν πιο κοντά από ποτέ στην απόφαση να πουλήσει το οικογενειακό κληροδότημα απομακρύνοντας διά παντός τη δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του. Μόνο ως από μηχανής θεός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Αντριάν Ζέκα, δημιουργός των Aman Resorts, που προσέγγισε τότε τον απηυδισμένο Ιταλό κληρονόμο. Οι δύο άνδρες δεν έφτασαν σε επιχειρηματική συμφωνία με την πρώτη χειραψία. Χρειάστηκαν συζητήσεις, χρόνος και η σφυρηλάτηση μιας ειλικρινούς φιλίας μέχρι να οδηγηθούν σε ένα επωφελές deal και για τους δύο. Ο Ζέκα νοίκιασε το μεγαλύτερο μέρος του παλάτσο, με σκοπό να το αναπαλαιώσει και να το λειτουργήσει ως μία από τις διασημότερες σήμερα εστίες φιλοξενίας στον κόσμο, ενώ ο Αριβαμπένε, η γαλαζοαίματη σύζυγός του και τα πέντε παιδιά τους μπορούσαν να συνεχίσουν να κατοικούν στους δύο τελευταίους ορόφους. Σαν να λέμε win/win.
Σήμερα ο Αριβαμπένε ευγνωμονεί την καλή τύχη του που δεν τον ανάγκασε ποτέ να εγκαταλείψει την αγαπημένη του πόλη -εντελώς απενοχοποιημένα, άλλωστε, δηλώνει ράθυμος και τεμπέλης- ενώ οι δύο μεγαλύτερες κόρες του μακαρίζουν τον πατέρα τους για την απόφασή του να εκχωρήσει ένα κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας του, επιτρέποντας έτσι στις ίδιες να γαλουχηθούν σε ένα σκληροπυρηνικά κοσμοπολίτικο περιβάλλον.
Η 31χρονη Βιόλα και η 29χρονη Βέρα δεν αγάπησαν απλώς την πόλη τους, αλλά από το 2015 επενδύουν στην ιστορία και την κουλτούρα της, στρεφόμενες στο πλέον διάσημο και εξαγώγιμο προϊόν της Ιταλίας: την ποιοτική μόδα. Αντλώντας έμπνευση από τα παραδοσιακά υποδήματα των γονδολιέρηδων, τα περίφημα furlane, οι δύο αδελφές αποφάσισαν να πάρουν την παλιά αίγλη και να την αμπαλάρουν με περιτύλιγμα στο οποίο καθρεφτίζεται το σήμερα. Τα παπούτσια τους αρχικά αγαπήθηκαν από φίλους και συγγενείς -εννοείται και από τη μητέρα τους Μπιάνκα Αριβαμπένε, την αναπληρώτρια πρόεδρο του ιταλικού παραρτήματος του οίκου Christie’s, ενώ μέσα σε μια πενταετία βρήκαν τη θέση τους ως αντικείμενο-φετίχ στην γκαρνταρόμπα των όπου Γης fashion conscious γυναικών. Μάλιστα, μία από τις πιο πρόσφατες δημιουργίες τους έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού το brand τους ViBi συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το πωλητήριο του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Οι δύο αδελφές κλήθηκαν να δημιουργήσουν με καμβά ένα ύφασμα που είχε σχεδιάσει ο Γιάννης Τσαρούχης για την κλωστοϋφαντουργία Αιγαίον. Και το έκαναν υποδειγματικά, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι τα ζεύγη των 120 ευρώ έγιναν ανάρπαστα πριν προλάβουν να κυκλοφορήσουν ◆
Οι δύο αδελφές κλήθηκαν να δημιουργήσουν με καμβά ένα ύφασμα που είχε σχεδιάσει ο Γιάννης Τσαρούχης για την κλωστοϋφαντουργία Αιγαίον. Και το έκαναν υποδειγματικά, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι τα ζεύγη των 120 ευρώ έγιναν ανάρπαστα πριν προλάβουν να κυκλοφορήσουν ◆
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα