«The Ocean Club», το Μόντε Κάρλο της Καραϊβικής
«The Ocean Club», το Μόντε Κάρλο της Καραϊβικής
Ενα νησί στις Μπαχάμες γίνεται εδώ και μισό αιώνα το πολύ ιδιωτικό κομμάτι παραδείσου για σταρ του σινεμά, πολιτικούς, γαλαζοαίματους, διάσημους, πλούσιους και τον Τζέιμς Μποντ
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ακόμα και οι επί Γης παράδεισοι χρειάζονται καμιά φορά re-branding για να πάρουν μπροστά και να εκτιμηθούν όπως τους πρέπει από τα στίφη των ζάπλουτων, των κοσμικών, των jet-setters, των επιδραστικών κάθε εποχής. Να αναδειχθούν σε προορισμούς, να αποκτήσουν αίγλη και μυθολογία. Θα φανταζόσασταν, για παράδειγμα, ποτέ τον Αριστοτέλη Ωνάση, την οικογένεια Κένεντι, τον απρόθυμο βασιλιά της Αγγλίας, δούκα του Ουίνδσορ, και τη σύζυγό του Γουόλις Σίμπσον, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, τους Beatles ή, για να έρθουμε σχεδόν στο σήμερα, τη Σίντι Κρόφορντ να παραθερίζουν σε ένα νησί με το κακόηχα αδιάφορο όνομα Χογκ; Η απάντηση προφανώς και είναι αρνητική.
Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο για το κάποτε παγκοσμίως άγνωστο νησί της Καραϊβικής, που όμως βρίσκεται σε προνομιακό γεωγραφικό μήκος και πλάτος, μόλις 158 μίλια από το Μαϊάμι, εάν το 1959 δεν είχε περάσει από τον Σουηδό επιχειρηματία Αξελ Βένερ-Γκρεν στα χέρια του Αμερικανού κληρονόμου Χάντινγκτον Χάρτφορντ. Μπορεί και οι δύο στα μέσα του προηγούμενου αιώνα να είχαν εξασφαλισμένη θέση στο άγραφο libro d’oro των πλουσιότερων ανθρώπων επί Γης, όμως ο πρώτος είχε απλώς λεφτά ενώ ο δεύτερος ήξερε ή μάλλον έμαθε με τον βιωματικό τρόπο πώς να τα ξοδεύει - και κυρίως να τα σπαταλά. Γι’ αυτό και για να καταλάβει κανείς τη φιλοσοφία και τη διαχρονική γοητεία που ασκεί το «The Ocean Club» στους έχοντες και κατέχοντες, αλλά και σε όσους τους πλαισιώνουν περίφημα, πρέπει να γνωρίζει προηγουμένως δυο-τρία πράγματα για τον άνθρωπο που οραματίστηκε ένα νέο Μόντε Κάρλο καταμεσής της Καραϊβικής.
Ο Χάντινγκτον Χάρτφορντ είχε τη δυστυχία να μείνει ορφανός το 1922, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Είχε όμως και την ευτυχία να κληρονομήσει από τον πατέρα του έναν κολοσσό λιανικού εμπορίου, την αλυσίδα σούπερ μάρκετ A&P, η οποία την περίοδο της ακμής της διέθετε 15.000 καταστήματα στις 51 αμερικανικές Πολιτείες.
Ο νεαρός κληρονόμος μεγάλωσε χωρίς να στερηθεί τίποτα -εντάξει, εκτός από μια στιβαρή πατρική παρουσία-, αλλά και χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα από όσα είχαν δημιουργήσει οι πρόγονοί του. Αντιθέτως, αγαπούσε το θέαμα, τον κινηματογράφο και βέβαια τις πρωταγωνίστριές του, με πολλές από τις οποίες είχε κατά καιρούς σχετιστεί, όπως η Λάνα Τάρνερ και η Μέριλιν Μονρόε. Εκανε παρέα με τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Σαλβαδόρ Νταλί, δημιούργησε ένα θέατρο στο Λος Αντζελες, αλλά και ένα μουσείο στη Νέα Υόρκη μόνο και μόνο για να στεγάσει τη larger than life συλλογή έργων τέχνης του. Ο Χάρτφορντ, που έμεινε στην Ιστορία κυρίως χάρη στην εκκωφαντική οικονομική και κοινωνική πτώση του, μπορεί να αγαπούσε τις γυναίκες και την τέχνη -μάλιστα στις αρχές του ’50 δημιούργησε ένα κοινόβιο καλλιτεχνών στη Σάντα Μόνικα που πρόσφερε καταφύγιο και χρήματα σε καλλιτέχνες όπως ο ζωγράφος Εντουαρντ Χόπερ και ο συνθέτης Ερνστ Τοχ-, όμως εκείνο που πραγματικά λάτρεψε ήταν το νησί της Καραϊβικής, το οποίο πέρασε στην κατοχή του το 1959.
Δαπάνησε τρία χρόνια και ουρανομήκη κονδύλια προκειμένου να μετατρέψει το Χογκ από έναν αδιάφορο προορισμό στο μέρος όπου ήθελαν να βρίσκονται όλοι. Το όραμά του ήταν στέρεο και σαφές. Ηθελε να δημιουργήσει έναν πόλο έλξης αντίστοιχου κάλλους και βεληνεκούς με τα hot spots της Κυανής Ακτής. Ξεκίνησε από τη μετονομασία του νησιού σε Paradise. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε κάτι τόσο αρχετυπικά ειδυλλιακό όσο ο παράδεισος; Τον χειμώνα του 1962 το «The Ocean Club», δηλαδή ένα παραθεριστικό σύμπλεγμα με δομές πολυτελούς φιλοξενίας, απέραντους κήπους σε σχέδιο που θα ζήλευαν και οι Βερσαλλίες, πισίνες, γήπεδα τένις και γκολφ και φυσικά μια ακτογραμμή βγαλμένη από καρτ-ποστάλ, υποδέχτηκε τους πρώτους επισκέπτες του. Και μάλιστα τόσο πομπωδώς όσο θα περίμενε κανείς από τον ιδιοκτήτη του, έναν άνθρωπο που όχι μόνο είχε τη δυνατότητα να αγοράσει ό,τι ήθελε, αλλά έκανε τον παραπάνω ευφημισμό τρόπο ζωής του. Τα δημοσιεύματα της εποχής, ανάμεσά τους εκείνα των περιοδικών «Time» και «Newsweek», αλλά και των «New York Times», δίνουν μια ανάγλυφη περιγραφή για το πάρτυ των εγκαινίων του resort. Αν κάτι θυμούνται όσοι έδωσαν το «παρών» είναι τα πυροτεχνήματα που ο Χάρτφορντ είχε εισαγάγει ειδικά από τη Γαλλία και κυρίως η παρουσία της Ζαζά Γκαμπόρ, η οποία -μαντέψτε- ανήκε στο παλμαρέ των κατακτήσεών του.
Ακόμα και στις αρχές των 60s τα νέα για το καινούριο καταφύγιο για τους υπερ-διάσημους και υπερ-πλούσιους της εποχής ταξίδευαν γρήγορα. Αλλωστε ο ιδιοκτήτης του νησιού και του «The Ocean Club» είχε φροντίσει να κάνει γνωστό το καινούριο του εγχείρημα με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, προσλαμβάνοντας δηλαδή στη δούλεψή του το προσωπικό του θρυλικού ξενοδοχείου «HÔtel du Cap-Eden-Roc» στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας. Ηταν ένας πρώτης τάξεως και κυρίως προσοδοφόρος τρόπος για τους εργαζομένους να ξεχειμωνιάζουν στην Καραϊβική, αλλά και η καλύτερη διαφήμιση για τον πήχη των υπηρεσιών του νέου προορισμού που τοποθετήθηκε ήδη ψηλά. Ο εμβληματικός Αμερικανός φωτογράφος Σλιμ Ααρονς σχεδόν πολιτογραφήθηκε μόνιμος κάτοικος του νησιού Paradise, συντροφεύοντας τις κοσμικές παρέες και απαθανατίζοντάς τες αριστοτεχνικά. Οι Beatles επέλεξαν το νησί για τα γυρίσματα του φιλμ «Help!» το 1965, ενώ τρία χρόνια νωρίτερα το πόδι του στο «The Ocean Club» πάτησε για πρώτη φορά ο 007 για την ταινία «Dr. No». Ο Βρετανός πράκτορας θα επέστρεφε στον τόπο του εγκλήματος 44 χρόνια αργότερα και θα έφερνε το δίχως άλλο γούρι στον Ντάνιελ Κρεγκ που έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός ως Τζέιμς Μποντ στο «Casino Royale» το 2006. Στο ενδιάμεσο, είχαν αλλάξει πολλά στο νησί -ανάμεσά τους και η ιδιοκτησία του, που έφυγε από τα χέρια του Χάρτφορντ στα μέσα των 80s- και είχαν συμβεί άλλα τόσα, όπως ο γάμος της Σίντι Κρόφορντ με τον Ράντι Γκέρμπερ τον Μάιο του 1998.
Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο για το κάποτε παγκοσμίως άγνωστο νησί της Καραϊβικής, που όμως βρίσκεται σε προνομιακό γεωγραφικό μήκος και πλάτος, μόλις 158 μίλια από το Μαϊάμι, εάν το 1959 δεν είχε περάσει από τον Σουηδό επιχειρηματία Αξελ Βένερ-Γκρεν στα χέρια του Αμερικανού κληρονόμου Χάντινγκτον Χάρτφορντ. Μπορεί και οι δύο στα μέσα του προηγούμενου αιώνα να είχαν εξασφαλισμένη θέση στο άγραφο libro d’oro των πλουσιότερων ανθρώπων επί Γης, όμως ο πρώτος είχε απλώς λεφτά ενώ ο δεύτερος ήξερε ή μάλλον έμαθε με τον βιωματικό τρόπο πώς να τα ξοδεύει - και κυρίως να τα σπαταλά. Γι’ αυτό και για να καταλάβει κανείς τη φιλοσοφία και τη διαχρονική γοητεία που ασκεί το «The Ocean Club» στους έχοντες και κατέχοντες, αλλά και σε όσους τους πλαισιώνουν περίφημα, πρέπει να γνωρίζει προηγουμένως δυο-τρία πράγματα για τον άνθρωπο που οραματίστηκε ένα νέο Μόντε Κάρλο καταμεσής της Καραϊβικής.
Ο Χάντινγκτον Χάρτφορντ είχε τη δυστυχία να μείνει ορφανός το 1922, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Είχε όμως και την ευτυχία να κληρονομήσει από τον πατέρα του έναν κολοσσό λιανικού εμπορίου, την αλυσίδα σούπερ μάρκετ A&P, η οποία την περίοδο της ακμής της διέθετε 15.000 καταστήματα στις 51 αμερικανικές Πολιτείες.
Ο νεαρός κληρονόμος μεγάλωσε χωρίς να στερηθεί τίποτα -εντάξει, εκτός από μια στιβαρή πατρική παρουσία-, αλλά και χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα από όσα είχαν δημιουργήσει οι πρόγονοί του. Αντιθέτως, αγαπούσε το θέαμα, τον κινηματογράφο και βέβαια τις πρωταγωνίστριές του, με πολλές από τις οποίες είχε κατά καιρούς σχετιστεί, όπως η Λάνα Τάρνερ και η Μέριλιν Μονρόε. Εκανε παρέα με τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Σαλβαδόρ Νταλί, δημιούργησε ένα θέατρο στο Λος Αντζελες, αλλά και ένα μουσείο στη Νέα Υόρκη μόνο και μόνο για να στεγάσει τη larger than life συλλογή έργων τέχνης του. Ο Χάρτφορντ, που έμεινε στην Ιστορία κυρίως χάρη στην εκκωφαντική οικονομική και κοινωνική πτώση του, μπορεί να αγαπούσε τις γυναίκες και την τέχνη -μάλιστα στις αρχές του ’50 δημιούργησε ένα κοινόβιο καλλιτεχνών στη Σάντα Μόνικα που πρόσφερε καταφύγιο και χρήματα σε καλλιτέχνες όπως ο ζωγράφος Εντουαρντ Χόπερ και ο συνθέτης Ερνστ Τοχ-, όμως εκείνο που πραγματικά λάτρεψε ήταν το νησί της Καραϊβικής, το οποίο πέρασε στην κατοχή του το 1959.
Δαπάνησε τρία χρόνια και ουρανομήκη κονδύλια προκειμένου να μετατρέψει το Χογκ από έναν αδιάφορο προορισμό στο μέρος όπου ήθελαν να βρίσκονται όλοι. Το όραμά του ήταν στέρεο και σαφές. Ηθελε να δημιουργήσει έναν πόλο έλξης αντίστοιχου κάλλους και βεληνεκούς με τα hot spots της Κυανής Ακτής. Ξεκίνησε από τη μετονομασία του νησιού σε Paradise. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε κάτι τόσο αρχετυπικά ειδυλλιακό όσο ο παράδεισος; Τον χειμώνα του 1962 το «The Ocean Club», δηλαδή ένα παραθεριστικό σύμπλεγμα με δομές πολυτελούς φιλοξενίας, απέραντους κήπους σε σχέδιο που θα ζήλευαν και οι Βερσαλλίες, πισίνες, γήπεδα τένις και γκολφ και φυσικά μια ακτογραμμή βγαλμένη από καρτ-ποστάλ, υποδέχτηκε τους πρώτους επισκέπτες του. Και μάλιστα τόσο πομπωδώς όσο θα περίμενε κανείς από τον ιδιοκτήτη του, έναν άνθρωπο που όχι μόνο είχε τη δυνατότητα να αγοράσει ό,τι ήθελε, αλλά έκανε τον παραπάνω ευφημισμό τρόπο ζωής του. Τα δημοσιεύματα της εποχής, ανάμεσά τους εκείνα των περιοδικών «Time» και «Newsweek», αλλά και των «New York Times», δίνουν μια ανάγλυφη περιγραφή για το πάρτυ των εγκαινίων του resort. Αν κάτι θυμούνται όσοι έδωσαν το «παρών» είναι τα πυροτεχνήματα που ο Χάρτφορντ είχε εισαγάγει ειδικά από τη Γαλλία και κυρίως η παρουσία της Ζαζά Γκαμπόρ, η οποία -μαντέψτε- ανήκε στο παλμαρέ των κατακτήσεών του.
Ακόμα και στις αρχές των 60s τα νέα για το καινούριο καταφύγιο για τους υπερ-διάσημους και υπερ-πλούσιους της εποχής ταξίδευαν γρήγορα. Αλλωστε ο ιδιοκτήτης του νησιού και του «The Ocean Club» είχε φροντίσει να κάνει γνωστό το καινούριο του εγχείρημα με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, προσλαμβάνοντας δηλαδή στη δούλεψή του το προσωπικό του θρυλικού ξενοδοχείου «HÔtel du Cap-Eden-Roc» στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας. Ηταν ένας πρώτης τάξεως και κυρίως προσοδοφόρος τρόπος για τους εργαζομένους να ξεχειμωνιάζουν στην Καραϊβική, αλλά και η καλύτερη διαφήμιση για τον πήχη των υπηρεσιών του νέου προορισμού που τοποθετήθηκε ήδη ψηλά. Ο εμβληματικός Αμερικανός φωτογράφος Σλιμ Ααρονς σχεδόν πολιτογραφήθηκε μόνιμος κάτοικος του νησιού Paradise, συντροφεύοντας τις κοσμικές παρέες και απαθανατίζοντάς τες αριστοτεχνικά. Οι Beatles επέλεξαν το νησί για τα γυρίσματα του φιλμ «Help!» το 1965, ενώ τρία χρόνια νωρίτερα το πόδι του στο «The Ocean Club» πάτησε για πρώτη φορά ο 007 για την ταινία «Dr. No». Ο Βρετανός πράκτορας θα επέστρεφε στον τόπο του εγκλήματος 44 χρόνια αργότερα και θα έφερνε το δίχως άλλο γούρι στον Ντάνιελ Κρεγκ που έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός ως Τζέιμς Μποντ στο «Casino Royale» το 2006. Στο ενδιάμεσο, είχαν αλλάξει πολλά στο νησί -ανάμεσά τους και η ιδιοκτησία του, που έφυγε από τα χέρια του Χάρτφορντ στα μέσα των 80s- και είχαν συμβεί άλλα τόσα, όπως ο γάμος της Σίντι Κρόφορντ με τον Ράντι Γκέρμπερ τον Μάιο του 1998.
Κροίσοι, πλούσιοι και διάσημοι, celebrities και σταρ του σινεμά, πολιτικοί και γαλαζοαίματοι, όσοι επισκέφτηκαν το Paradise τον τελευταίο μισό αιώνα μπορούν με βεβαιότητα να ισχυριστούν ότι έστω και για λίγο απόλαυσαν το πολύ προσωπικό τους κομμάτι επίγειου παραδείσου. Για το resort που από το 2017 ανήκει πλέον στο χαρτοφυλάκιο της Four Seasons ο εκδοτικός οίκος Assouline κυκλοφόρησε φέτος ένα εντυπωσιακό λεύκωμα σε επιμέλεια και κείμενα του δημοσιογράφου Τζέιμς Ρετζινάτο, στις 180 σελίδες του οποίου μπορεί κανείς να φυλλομετρήσει την ιστορία και τη μυθολογία του «The Ocean Club», ενός προορισμού τόσο ιδιοσυγκρασιακού όσο και ο άνθρωπος που τον ονειρεύτηκε ◆
info
Το λεύκωμα «The Ocean Club» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Assouline. assouline.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα