Αιμιλιανός Σταματάκης: Είναι πολυτάλαντος και δεν έχει ποτέ plan b
29.01.2024
09:36
Χαρισματικός, ταλαντούχος, τελειομανής, πιστός εργάτης της τέχνης του, μπορεί να παίξει από μιούζικαλ μέχρι αρχαία τραγωδία και κάθε ρόλο του να τον αντιμετωπίζει με το ίδιο πάθος και την ίδια αφοσίωση - Φέτος τον βλέπουμε στη θεατρική παράσταση «Ο επιστάτης»
Ο Αιμιλιανός Σταματάκης αποφάσισε από νωρίς να ασχοληθεί με την υποκριτική και δεν άλλαξε ποτέ γνώμη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. «Γνωρίζω το θέατρο και στη θεωρία και την πράξη», μου εξηγεί ενώ πίνουμε καφέ στο Γκάζι, μία από εκείνες τις παγωμένες μέρες που κανονικά δεν θέλει κανείς να βγει από το σπίτι του, αλλά η συνάντηση με έναν από τους πιο ενδιαφέροντες Ελληνες ηθοποιούς είναι πρώτης τάξης κίνητρο.
Ο Αιμιλιανός ξέρει και να τραγουδάει και να χορεύει, δεξιότητες τις οποίες μελέτησε πολύ, ωστόσο, επειδή δεν τις σπούδασε, τις συγκαταλέγει στα προσόντα του αλλά δεν τις εντάσσει στις ιδιότητές του: δηλώνει μόνο ηθοποιός και θεατρολόγος. Και παρότι έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλά μιούζικαλ -η πρώτη φορά μάλιστα που πάτησε στο σανίδι ήταν για την παράσταση «Οι καμπάνες του Εντελβάις», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα-, εκείνος δεν θέλησε ποτέ να τυποποιηθεί σε ένα μόνο είδος.
Φέτος συμπρωταγωνιστεί με τους Σωτήρη Χατζάκη και Γιώργο Φριντζήλα στην παράσταση «Ο επιστάτης», στο θέατρο «Αργώ»: «Είναι ένα υπέροχο έργο του Πίντερ, από τα πρώτα που έγραψε, γι’ αυτό και μάλλον δεν του έχει δοθεί τόση προσοχή από την παγκόσμια θεατρική κοινότητα. Παρ’ όλα αυτά, μετά τις δεκάδες για να μην πω εκατοντάδες φορές που το έχουμε διαβάσει, συνειδητοποίησα ότι έχει κάτι πολύ αινιγματικό και κάθε φορά ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα περίμενες. Ολα τα έργα του το έχουν αυτό, αλλά ο “Επιστάτης” έχει μια δύναμη και στην πρώτη ανάγνωση δεν το καταλαβαίνεις ποτέ. Σε μαγνητίζει αυτό το έργο».
GALA: Ποιον ρόλο υποδύεσαι;
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ: Παίζω τον Αστον. Είναι μάλλον ο πιο τραγικός χαρακτήρας του έργου από την άποψη ότι όταν ήταν ανήλικος είχε ζήσει τη βάρβαρη εμπειρία του ηλεκτροσόκ μέσα σε ψυχιατρείο. Σε όλη τη διάρκεια του έργου προσπαθεί να κατανοήσει γιατί μπήκε σε ψυχιατρείο, να διαχειριστεί το πώς τον βλέπει ο κόσμος, έχει τέτοια σοβαρά θέματα. Η ψυχική του κατάσταση είναι ένα στάδιο πριν από τη λοβοτομή.
G.: Πώς ερμηνεύεις έναν τέτοιο τύπο;
Α.Σ.: Ελα ντε! Αρχικά υπάρχει η στεγνή ρεαλιστική ιατρική έρευνα για το πώς πραγματικά είναι τέτοια άτομα. Θα μιλήσω με ειδικούς και θα προσεγγίσω το θέμα όπως είναι στην αλήθειά του. Σε δεύτερο επίπεδο υπάρχουν ζητήματα πιο ποιητικά, δηλαδή πέρα από την αλήθεια, το πώς είναι να βλέπεις έναν τέτοιο άνθρωπο σαν σε ντοκιμαντέρ, ψάχνεις να χτίσεις με δικό σου τρόπο σιγά-σιγά έναν χαρακτήρα ο οποίος έχει αυτές τις «ουλές» και είναι ενδεχομένως ο χαρακτήρας που θα ήσουν εσύ αν είχες αυτό το πρόβλημα.
G.: Κουβαλάς τον χαρακτήρα που υποδύεσαι και εκτός σκηνής;
Α.Σ.: Τουλάχιστον στο διάστημα των προβών και των παραστάσεων υπάρχουν κάποια κομμάτια του που κουβαλάω. Τώρα, ας πούμε, έχω κάποια σωματικά τικ του Αστον, αλλά αυτό γίνεται από την πολλή επεξεργασία μέσα στην πρόβα. Οταν πάψω να τον υποδύομαι, θα φύγουν.
G.: Δεν είναι λίγο σχιζοφρενικό να γίνεσαι για ένα διάστημα κάποιος άλλος;
Α.Σ.: Δεν γίνεσαι κάποιος άλλος. Παραμένεις εσύ, που βάζεις τον εαυτό σου να φανταστεί πώς θα ήταν αν έμπαινε στη συνθήκη κάποιου άλλου. Επειδή εμείς οι ηθοποιοί έχουμε την τάση να παίρνουμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά, πέρα από οτιδήποτε άλλο αυτό είναι ένα πολύ ωραίο παιχνίδι. Καταλαβαίνεις τον εαυτό σου καλύτερα, είναι ένα είδος ψυχανάλυσης. Εχει πολύ ενδιαφέρον.
G.: Εσύ κάνεις ψυχανάλυση;
Α.Σ.: Οχι, δεν έχει τύχει. Οχι από θέση. Δεν το θεωρώ ούτε καλό ούτε κακό. Εχουν υπάρξει στιγμές που έχω πει «δεν την παλεύω. Μήπως να κοιτάξω να βρω έναν άνθρωπο;». Και υπάρχουν στιγμές που λέω στον εαυτό μου να ηρεμήσει, να χαλαρώσει και θα το βρει.
G.: Προτιμάς να υποδύεσαι χαρακτήρες μακρινούς από σένα;
Α.Σ.: Οσο πιο μακρινοί τόσο καλύτερα. Αν είναι πολύ κοντά σε μένα δεν έχω να μεταμορφωθώ σε κάτι, που αυτή είναι η δουλειά μου, παίζω εμένα.
G.: Γιατί επέλεξες να κάνεις αυτή τη δουλειά;
Α.Σ.: Δεν την επέλεξα, απλά ήρθε στον δρόμο μου. Μόνο έτσι μπορώ να το περιγράψω.
G.: Γίνεσαι καλύτερος ή χειρότερος μέσα από τους ρόλους σου;
Α.Σ.: Γίνομαι καλύτερος ή χειρότερος μέσα από τη συνεργασία μου με άλλους ανθρώπους.
G.: Υπάρχει κάποια συνεργασία που να ξεχωρίζεις;
Α.Σ.: Πάντα έχω να ξεχωρίσω πράγματα απ’ όλες τις συνεργασίες, αλλά αυτό είναι το κλισέ. Εχω δύο συνεργασίες στο μυαλό μου. Η μία είναι με τον Γιάννη Κακλέα, που είναι κάτι σαν πνευματικός μου πατέρας. Με αυτόν ξεκίνησα, έχω δουλέψει πάρα πολύ μαζί του, δεν έχει υπάρξει στιγμή που να μην καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, που να μην μπορώ να αφουγκραστώ τι προσπαθεί να πετύχει και να δουλέψω προς εκείνη την κατεύθυνση. Με τα χρόνια και με τον τρόπο του μου έχει εμφυσήσει πράγματα χωρίς καν εγώ να το καταλαβαίνω, τα οποία έχω βάλει πια στον τρόπο δουλειάς μου, τα έχω κάνει κομμάτι μου. Θεωρώ ότι δεν θα ήμουν πολλά αν δεν είχα δουλέψει μαζί του. Είναι αναπόφευκτα ο μέντοράς μου, σε σχέση πάντα με τις συνεργασίες μου, γιατί χωρίς τον Δημήτρη Ημελλο, που ήταν δάσκαλός μου στη Σχολή, δεν ξέρω αν θα έκανα καν αυτή τη δουλειά. Η δεύτερη συνεργασία μου είναι ο Θοδωρής Αμπαζής, ο οποίος νομίζω ότι είναι μια ιδιοφυΐα στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί που να δουλεύουν με τον δικό του τρόπο. Για μένα είναι ο μόνος που συνδυάζει με τον τρόπο που με αφορά τη μουσική και το θέατρο σε ένα, όντας συνθέτης και σκηνοθέτης.
G.: Εχεις παίξει σε δύο μόνο τηλεοπτικές σειρές (σ.σ: «Τα καλύτερά μας χρόνια» και «Γλυκάνισος»). Μήπως σνομπάρεις την τηλεόραση;
Α.Σ.: Προς Θεού, δεν σνομπάρω τίποτα, απλά δεν έτυχε. Ολοι έχουμε καταλάβει τους αναγκαστικούς γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους δουλεύει κανείς για μια καθημερινή τηλεοπτική σειρά. Παρ’ όλα αυτά είναι κάτι που ο κόσμος το έχει ανάγκη και το γουστάρει. Και δημιουργούνται κι άλλοι επαγγελματικοί κώδικες, ζουν πολλοί άνθρωποι από αυτόν τον χώρο και είναι καλύτερα τα λεφτά σε σχέση με το θέατρο.
G.: Είχες ποτέ plan B;
Α.Σ.: Οχι, ποτέ. Και το συνειδητοποίησα όταν χρειάστηκε να παλέψω σκληρά για κάποια πράγματα. Ούτε στο εξωτερικό είχα plan B. Επρεπε να τα καταφέρω να μπω σε βρετανική παραγωγή. Δεν γινόταν διαφορετικά.
G.: Ποια ήταν αυτή η παραγωγή;
Α.Σ.: Ηταν το μιούζικαλ «Τζόζεφ» του Αντριου Λόιντ Βέμπερ, που είχε βασιστεί στη βιβλική ιστορία του Ιωσήφ. Ηταν η δεύτερη παραγωγή στην οποία συμμετείχα γενικά. Η πρώτη ήταν στην Ελλάδα, οι «Καμπάνες του Εντελβάις» με την Αννα Βίσση σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
G.: Κατ’ αρχάς γιατί πήγες στην Αγγλία;
Α.Στ.: Το πλάνο μου από την αρχή ήταν να δοκιμάσω να παίξω στο εξωτερικό. Και ναι μεν εδώ είχε αρχίσει να ακούγεται κάπως το όνομά μου, αλλά εξακολουθούσα να θέλω πολύ να δω και το έξω. Ηταν ένα όνειρο που είχε έρθει ο καιρός να γίνει στόχος. Στην Αγγλία, όμως, δεν μπορείς να πας σε οντισιόν αν δεν έχεις ατζέντη. Ευτυχώς μεσολάβησε ο Μάριος Φραγκούλης και με έφερε σε επαφή με την αντζέντισσά του που δέχτηκε να με αναλάβει. Η όλη ιστορία ήταν τρεις οντισιόν. Πήγα στη μία, πήγα στη δεύτερη, εκεί τις χυλόπιτες τις τρως για πλάκα. Μου έχει τύχει να μπω στον χώρο, να μην τους κάνω εμφανισιακά και να μην κάνω καν οντισιόν. Ετυχε λοιπόν, λόγω συγκυριών, να κάνω στον σκηνοθέτη της τρίτης οντισιόν για τον «Τζόζεφ», που ήθελαν κάποιον για τον ρόλο του Φαραώ, ο οποίος θα αναπαριστούσε τον Ελβις. Μαλλιά, ρούχα, φωνή, κίνηση, τα πάντα.
G.: Ησουν καλός ως Ελβις;
Α.Σ.: Δεν μπορώ να μιλήσω για τον εαυτό μου.
G.: OK, σύμφωνα με τις κριτικές;
Α.Σ.: Οι κριτικές που έλαβα από τους δημοσιογράφους στα βρετανικά έντυπα ήταν εξαιρετικές.
G.: Και γιατί δεν παρέμεινες στην Αγγλία;
Α.Σ.: Κατ’ αρχάς νόμιζα ότι θα πέθαινα αν συνέχιζα αυτό τον ρόλο. Οι ρυθμοί με τους οποίους δουλεύουμε στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό είναι τελείως διαφορετικοί. Εδώ μας αρέσει να καταπιανόμαστε και με άλλα έργα. Εκεί το να κάνω επί εφτά μήνες 250 παραστάσεις, διπλές κάθε μέρα και τριπλές το Σάββατο, δεν ήθελα να το ξαναδώ μπροστά μου. Και δεν μιλάμε και για ένα έργο με το οποίο θα μπορούσα σε πνευματικό επίπεδο να ψάχνω πράγματα κάθε μέρα. Ηταν ένα σόου. Προέκυψε και μια πρόταση για το Εθνικό Θέατρο εδώ και από τα μάτια μου μόνο που δεν κύλησε ένα δάκρυ. Και φυσικά ήθελα να το κάνω, οπότε επέστρεψα γι’ αυτή την παράσταση, με το σκεπτικό ότι θα ξαναγυρνούσα στην Αγγλία. Τελικά, όμως, δεν ξαναγύρισα, γιατί θα έπρεπε να χτίσω εκεί ένα network και να το συντηρήσω σε μια χώρα που δεν μου έκανε ο τρόπος ζωής της.
G.: Υπάρχουν διαφορές στο ελληνικό και το βρετανικό κοινό;
Α.Σ.: Το κοινό της Αγγλίας είναι πιο εμμονικό. Απαξ και σε ακολουθήσει δεν φεύγει ποτέ. Εχω ακόμα ανθρώπους που μου στέλνουν μηνύματα από την Αγγλία ή έρχονται να δουν τις παραστάσεις μου εδώ. Κι αυτό μου κάνει τρομερή εντύπωση. Με κάποιον τρόπο συνδέονται μαζί σου γιατί έχεις παραγάγει μια εμπειρία τους. Αλλά και στην Ελλάδα έχουν υπάρξει πολύ ζεστές στιγμές που έχω ζήσει, όπως και πολύ ψυχρές. Το κοινό δεν είναι πάντα το ίδιο.
G.: Εχεις πάει στην Επίδαυρο;
Α.Σ.: Το περασμένο καλοκαίρι ήταν η τρίτη μου φορά. Η πρώτη ήταν αμέσως μετά το βρετανικό μιούζικαλ που έπαιζα μπροστά σε 6.000 κόσμο και ένιωθα πια τόσο εξοικειωμένος με το κοινό που νόμιζα ότι δεν θα με φόβιζε τίποτα. Οταν όμως πάτησα το πόδι μου στην Επίδαυρο την πρώτη μέρα, νομίζω ότι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά στη ζωή μου που ένιωσα να λυγίζω από το βάρος της ενέργειας όλου του κόσμου. Είναι διαφορετικό αυτό το μέρος. Ενιωθα ότι δεν μπορούσα να σηκώσω το ίδιο μου το βάρος.
G.: Μήπως η Επίδαυρος είναι και ένας μύθος που χτίζεται;
Α.Σ.: Μα φυσικά. Είναι ένα υπέροχο μέρος με δική του ενέργεια, αλλά είναι και οι δικές μας προσδοκίες, οι ελπίδες και τα όνειρά μας που χτίζουν τον μύθο της. Αν κάποιος έχει όνειρο να βρεθεί στη Βενετία, όταν τελικά πάει δεν θα συγκινηθεί;
G.: Ποιο είναι το δικό σου όνειρο;
Α.Σ.: Ηταν το να πάω στην Επίδαυρο. Η διαφορά όμως με άλλα όνειρα που μπορεί να έχει κανείς είναι ότι για εμάς τους ηθοποιούς, για τους περισσότερους τουλάχιστον, η Επίδαυρος είναι κάτι που μας αρέσει να κρατάμε ψηλά, έχει να κάνει με την παράδοση της τέχνης μας, με τους ανθρώπους που έχουν πατήσει εκεί πάνω όπως εσύ. Για μένα έχει κάτι ποιητικό και κάτι όμορφο.
G.: Εχεις φοβίες;
Α.Σ.: Νομίζω ότι δεν έχεις δει πιο γρήγορες αντιδράσεις σε περίπτωση σεισμού. Γίνομαι καρτούν. (γελάει) Εχω επίσης φοβίες με την υγεία. Αλλά αυτά τα έχουν όλοι. Ενας συγκεκριμένος δικός μου φόβος είναι ότι δεν θα μπορέσω να βάλω σε λειτουργία όλα όσα θέλω να πετύχω, ότι δεν θα κάνω όλα όσα έχω βάλει στο μυαλό μου.
G.: Σαν να κλικάρεις κουτάκια σε μια νοερή λίστα, δηλαδή;
Α.Σ.: Ναι, ότι πήγα εκεί, ότι έκανα αυτό... Υπάρχουν τόσα πράγματα που λέω ότι θέλω να τα κάνω και βλέπω ότι τελικά δεν συμβαίνουν.
G.: Υπάρχει κάτι που είναι πρώτο σε αυτή τη λίστα, που το θεωρείς ίσως άπιαστο στόχο;
Α.Σ.: Θα σου πω το εξής. Πολλές φορές χαίρομαι γιατί συνειδητοποιώ ότι όλοι οι σημαντικοί στόχοι που είχα για τη ζωή μου στα 25 και τα 26, τώρα που είμαι 34, στην πλειονότητά τους έχουν επιτευχθεί. Το θέμα με τους στόχους είναι ότι όσο μεγαλώνεις δημιουργούνται κι άλλοι. Τα κουτάκια που θα ήθελα να έχω κλικάρει μέχρι τα 33 μου τώρα τα θεωρώ αστεία και μου φαίνονται βουνό τα επόμενα. Οπότε φοβάμαι και τρέμω ποιοι θα είναι οι στόχοι μετά τα 40 .
INFO
«Ο επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, θέατρο «Αργώ», Παρ.-Σαβ.: 21.00, Κυρ.: 19.00
Ειδήσεις σήμερα:
Μπαράζ ελέγχων της ΑΑΔΕ σε αίθουσες για γάμους, βαπτίσεις και κοπές πίτας - Στο 61% η παραβατικότητα, μπήκαν 9 λουκέτα
Το Ιράν εκτελεί τέσσερις καταδικασθέντες για κατασκοπεία επ’ ωφελεία του Ισραήλ
Η ιστορία του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου που τον έπιασε για απάτη η Αρχή για το Ξέπλυμα
Ο Αιμιλιανός ξέρει και να τραγουδάει και να χορεύει, δεξιότητες τις οποίες μελέτησε πολύ, ωστόσο, επειδή δεν τις σπούδασε, τις συγκαταλέγει στα προσόντα του αλλά δεν τις εντάσσει στις ιδιότητές του: δηλώνει μόνο ηθοποιός και θεατρολόγος. Και παρότι έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλά μιούζικαλ -η πρώτη φορά μάλιστα που πάτησε στο σανίδι ήταν για την παράσταση «Οι καμπάνες του Εντελβάις», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα-, εκείνος δεν θέλησε ποτέ να τυποποιηθεί σε ένα μόνο είδος.
Φέτος συμπρωταγωνιστεί με τους Σωτήρη Χατζάκη και Γιώργο Φριντζήλα στην παράσταση «Ο επιστάτης», στο θέατρο «Αργώ»: «Είναι ένα υπέροχο έργο του Πίντερ, από τα πρώτα που έγραψε, γι’ αυτό και μάλλον δεν του έχει δοθεί τόση προσοχή από την παγκόσμια θεατρική κοινότητα. Παρ’ όλα αυτά, μετά τις δεκάδες για να μην πω εκατοντάδες φορές που το έχουμε διαβάσει, συνειδητοποίησα ότι έχει κάτι πολύ αινιγματικό και κάθε φορά ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα περίμενες. Ολα τα έργα του το έχουν αυτό, αλλά ο “Επιστάτης” έχει μια δύναμη και στην πρώτη ανάγνωση δεν το καταλαβαίνεις ποτέ. Σε μαγνητίζει αυτό το έργο».
GALA: Ποιον ρόλο υποδύεσαι;
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ: Παίζω τον Αστον. Είναι μάλλον ο πιο τραγικός χαρακτήρας του έργου από την άποψη ότι όταν ήταν ανήλικος είχε ζήσει τη βάρβαρη εμπειρία του ηλεκτροσόκ μέσα σε ψυχιατρείο. Σε όλη τη διάρκεια του έργου προσπαθεί να κατανοήσει γιατί μπήκε σε ψυχιατρείο, να διαχειριστεί το πώς τον βλέπει ο κόσμος, έχει τέτοια σοβαρά θέματα. Η ψυχική του κατάσταση είναι ένα στάδιο πριν από τη λοβοτομή.
G.: Πώς ερμηνεύεις έναν τέτοιο τύπο;
Α.Σ.: Ελα ντε! Αρχικά υπάρχει η στεγνή ρεαλιστική ιατρική έρευνα για το πώς πραγματικά είναι τέτοια άτομα. Θα μιλήσω με ειδικούς και θα προσεγγίσω το θέμα όπως είναι στην αλήθειά του. Σε δεύτερο επίπεδο υπάρχουν ζητήματα πιο ποιητικά, δηλαδή πέρα από την αλήθεια, το πώς είναι να βλέπεις έναν τέτοιο άνθρωπο σαν σε ντοκιμαντέρ, ψάχνεις να χτίσεις με δικό σου τρόπο σιγά-σιγά έναν χαρακτήρα ο οποίος έχει αυτές τις «ουλές» και είναι ενδεχομένως ο χαρακτήρας που θα ήσουν εσύ αν είχες αυτό το πρόβλημα.
G.: Κουβαλάς τον χαρακτήρα που υποδύεσαι και εκτός σκηνής;
Α.Σ.: Τουλάχιστον στο διάστημα των προβών και των παραστάσεων υπάρχουν κάποια κομμάτια του που κουβαλάω. Τώρα, ας πούμε, έχω κάποια σωματικά τικ του Αστον, αλλά αυτό γίνεται από την πολλή επεξεργασία μέσα στην πρόβα. Οταν πάψω να τον υποδύομαι, θα φύγουν.
G.: Δεν είναι λίγο σχιζοφρενικό να γίνεσαι για ένα διάστημα κάποιος άλλος;
Α.Σ.: Δεν γίνεσαι κάποιος άλλος. Παραμένεις εσύ, που βάζεις τον εαυτό σου να φανταστεί πώς θα ήταν αν έμπαινε στη συνθήκη κάποιου άλλου. Επειδή εμείς οι ηθοποιοί έχουμε την τάση να παίρνουμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά, πέρα από οτιδήποτε άλλο αυτό είναι ένα πολύ ωραίο παιχνίδι. Καταλαβαίνεις τον εαυτό σου καλύτερα, είναι ένα είδος ψυχανάλυσης. Εχει πολύ ενδιαφέρον.
G.: Εσύ κάνεις ψυχανάλυση;
Α.Σ.: Οχι, δεν έχει τύχει. Οχι από θέση. Δεν το θεωρώ ούτε καλό ούτε κακό. Εχουν υπάρξει στιγμές που έχω πει «δεν την παλεύω. Μήπως να κοιτάξω να βρω έναν άνθρωπο;». Και υπάρχουν στιγμές που λέω στον εαυτό μου να ηρεμήσει, να χαλαρώσει και θα το βρει.
G.: Προτιμάς να υποδύεσαι χαρακτήρες μακρινούς από σένα;
Α.Σ.: Οσο πιο μακρινοί τόσο καλύτερα. Αν είναι πολύ κοντά σε μένα δεν έχω να μεταμορφωθώ σε κάτι, που αυτή είναι η δουλειά μου, παίζω εμένα.
G.: Γιατί επέλεξες να κάνεις αυτή τη δουλειά;
Α.Σ.: Δεν την επέλεξα, απλά ήρθε στον δρόμο μου. Μόνο έτσι μπορώ να το περιγράψω.
G.: Γίνεσαι καλύτερος ή χειρότερος μέσα από τους ρόλους σου;
Α.Σ.: Γίνομαι καλύτερος ή χειρότερος μέσα από τη συνεργασία μου με άλλους ανθρώπους.
G.: Υπάρχει κάποια συνεργασία που να ξεχωρίζεις;
Α.Σ.: Πάντα έχω να ξεχωρίσω πράγματα απ’ όλες τις συνεργασίες, αλλά αυτό είναι το κλισέ. Εχω δύο συνεργασίες στο μυαλό μου. Η μία είναι με τον Γιάννη Κακλέα, που είναι κάτι σαν πνευματικός μου πατέρας. Με αυτόν ξεκίνησα, έχω δουλέψει πάρα πολύ μαζί του, δεν έχει υπάρξει στιγμή που να μην καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, που να μην μπορώ να αφουγκραστώ τι προσπαθεί να πετύχει και να δουλέψω προς εκείνη την κατεύθυνση. Με τα χρόνια και με τον τρόπο του μου έχει εμφυσήσει πράγματα χωρίς καν εγώ να το καταλαβαίνω, τα οποία έχω βάλει πια στον τρόπο δουλειάς μου, τα έχω κάνει κομμάτι μου. Θεωρώ ότι δεν θα ήμουν πολλά αν δεν είχα δουλέψει μαζί του. Είναι αναπόφευκτα ο μέντοράς μου, σε σχέση πάντα με τις συνεργασίες μου, γιατί χωρίς τον Δημήτρη Ημελλο, που ήταν δάσκαλός μου στη Σχολή, δεν ξέρω αν θα έκανα καν αυτή τη δουλειά. Η δεύτερη συνεργασία μου είναι ο Θοδωρής Αμπαζής, ο οποίος νομίζω ότι είναι μια ιδιοφυΐα στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί που να δουλεύουν με τον δικό του τρόπο. Για μένα είναι ο μόνος που συνδυάζει με τον τρόπο που με αφορά τη μουσική και το θέατρο σε ένα, όντας συνθέτης και σκηνοθέτης.
G.: Εχεις παίξει σε δύο μόνο τηλεοπτικές σειρές (σ.σ: «Τα καλύτερά μας χρόνια» και «Γλυκάνισος»). Μήπως σνομπάρεις την τηλεόραση;
Α.Σ.: Προς Θεού, δεν σνομπάρω τίποτα, απλά δεν έτυχε. Ολοι έχουμε καταλάβει τους αναγκαστικούς γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους δουλεύει κανείς για μια καθημερινή τηλεοπτική σειρά. Παρ’ όλα αυτά είναι κάτι που ο κόσμος το έχει ανάγκη και το γουστάρει. Και δημιουργούνται κι άλλοι επαγγελματικοί κώδικες, ζουν πολλοί άνθρωποι από αυτόν τον χώρο και είναι καλύτερα τα λεφτά σε σχέση με το θέατρο.
G.: Είχες ποτέ plan B;
Α.Σ.: Οχι, ποτέ. Και το συνειδητοποίησα όταν χρειάστηκε να παλέψω σκληρά για κάποια πράγματα. Ούτε στο εξωτερικό είχα plan B. Επρεπε να τα καταφέρω να μπω σε βρετανική παραγωγή. Δεν γινόταν διαφορετικά.
G.: Ποια ήταν αυτή η παραγωγή;
Α.Σ.: Ηταν το μιούζικαλ «Τζόζεφ» του Αντριου Λόιντ Βέμπερ, που είχε βασιστεί στη βιβλική ιστορία του Ιωσήφ. Ηταν η δεύτερη παραγωγή στην οποία συμμετείχα γενικά. Η πρώτη ήταν στην Ελλάδα, οι «Καμπάνες του Εντελβάις» με την Αννα Βίσση σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
G.: Κατ’ αρχάς γιατί πήγες στην Αγγλία;
Α.Στ.: Το πλάνο μου από την αρχή ήταν να δοκιμάσω να παίξω στο εξωτερικό. Και ναι μεν εδώ είχε αρχίσει να ακούγεται κάπως το όνομά μου, αλλά εξακολουθούσα να θέλω πολύ να δω και το έξω. Ηταν ένα όνειρο που είχε έρθει ο καιρός να γίνει στόχος. Στην Αγγλία, όμως, δεν μπορείς να πας σε οντισιόν αν δεν έχεις ατζέντη. Ευτυχώς μεσολάβησε ο Μάριος Φραγκούλης και με έφερε σε επαφή με την αντζέντισσά του που δέχτηκε να με αναλάβει. Η όλη ιστορία ήταν τρεις οντισιόν. Πήγα στη μία, πήγα στη δεύτερη, εκεί τις χυλόπιτες τις τρως για πλάκα. Μου έχει τύχει να μπω στον χώρο, να μην τους κάνω εμφανισιακά και να μην κάνω καν οντισιόν. Ετυχε λοιπόν, λόγω συγκυριών, να κάνω στον σκηνοθέτη της τρίτης οντισιόν για τον «Τζόζεφ», που ήθελαν κάποιον για τον ρόλο του Φαραώ, ο οποίος θα αναπαριστούσε τον Ελβις. Μαλλιά, ρούχα, φωνή, κίνηση, τα πάντα.
G.: Ησουν καλός ως Ελβις;
Α.Σ.: Δεν μπορώ να μιλήσω για τον εαυτό μου.
G.: OK, σύμφωνα με τις κριτικές;
Α.Σ.: Οι κριτικές που έλαβα από τους δημοσιογράφους στα βρετανικά έντυπα ήταν εξαιρετικές.
G.: Και γιατί δεν παρέμεινες στην Αγγλία;
Α.Σ.: Κατ’ αρχάς νόμιζα ότι θα πέθαινα αν συνέχιζα αυτό τον ρόλο. Οι ρυθμοί με τους οποίους δουλεύουμε στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό είναι τελείως διαφορετικοί. Εδώ μας αρέσει να καταπιανόμαστε και με άλλα έργα. Εκεί το να κάνω επί εφτά μήνες 250 παραστάσεις, διπλές κάθε μέρα και τριπλές το Σάββατο, δεν ήθελα να το ξαναδώ μπροστά μου. Και δεν μιλάμε και για ένα έργο με το οποίο θα μπορούσα σε πνευματικό επίπεδο να ψάχνω πράγματα κάθε μέρα. Ηταν ένα σόου. Προέκυψε και μια πρόταση για το Εθνικό Θέατρο εδώ και από τα μάτια μου μόνο που δεν κύλησε ένα δάκρυ. Και φυσικά ήθελα να το κάνω, οπότε επέστρεψα γι’ αυτή την παράσταση, με το σκεπτικό ότι θα ξαναγυρνούσα στην Αγγλία. Τελικά, όμως, δεν ξαναγύρισα, γιατί θα έπρεπε να χτίσω εκεί ένα network και να το συντηρήσω σε μια χώρα που δεν μου έκανε ο τρόπος ζωής της.
G.: Υπάρχουν διαφορές στο ελληνικό και το βρετανικό κοινό;
Α.Σ.: Το κοινό της Αγγλίας είναι πιο εμμονικό. Απαξ και σε ακολουθήσει δεν φεύγει ποτέ. Εχω ακόμα ανθρώπους που μου στέλνουν μηνύματα από την Αγγλία ή έρχονται να δουν τις παραστάσεις μου εδώ. Κι αυτό μου κάνει τρομερή εντύπωση. Με κάποιον τρόπο συνδέονται μαζί σου γιατί έχεις παραγάγει μια εμπειρία τους. Αλλά και στην Ελλάδα έχουν υπάρξει πολύ ζεστές στιγμές που έχω ζήσει, όπως και πολύ ψυχρές. Το κοινό δεν είναι πάντα το ίδιο.
G.: Εχεις πάει στην Επίδαυρο;
Α.Σ.: Το περασμένο καλοκαίρι ήταν η τρίτη μου φορά. Η πρώτη ήταν αμέσως μετά το βρετανικό μιούζικαλ που έπαιζα μπροστά σε 6.000 κόσμο και ένιωθα πια τόσο εξοικειωμένος με το κοινό που νόμιζα ότι δεν θα με φόβιζε τίποτα. Οταν όμως πάτησα το πόδι μου στην Επίδαυρο την πρώτη μέρα, νομίζω ότι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά στη ζωή μου που ένιωσα να λυγίζω από το βάρος της ενέργειας όλου του κόσμου. Είναι διαφορετικό αυτό το μέρος. Ενιωθα ότι δεν μπορούσα να σηκώσω το ίδιο μου το βάρος.
G.: Μήπως η Επίδαυρος είναι και ένας μύθος που χτίζεται;
Α.Σ.: Μα φυσικά. Είναι ένα υπέροχο μέρος με δική του ενέργεια, αλλά είναι και οι δικές μας προσδοκίες, οι ελπίδες και τα όνειρά μας που χτίζουν τον μύθο της. Αν κάποιος έχει όνειρο να βρεθεί στη Βενετία, όταν τελικά πάει δεν θα συγκινηθεί;
G.: Ποιο είναι το δικό σου όνειρο;
Α.Σ.: Ηταν το να πάω στην Επίδαυρο. Η διαφορά όμως με άλλα όνειρα που μπορεί να έχει κανείς είναι ότι για εμάς τους ηθοποιούς, για τους περισσότερους τουλάχιστον, η Επίδαυρος είναι κάτι που μας αρέσει να κρατάμε ψηλά, έχει να κάνει με την παράδοση της τέχνης μας, με τους ανθρώπους που έχουν πατήσει εκεί πάνω όπως εσύ. Για μένα έχει κάτι ποιητικό και κάτι όμορφο.
G.: Εχεις φοβίες;
Α.Σ.: Νομίζω ότι δεν έχεις δει πιο γρήγορες αντιδράσεις σε περίπτωση σεισμού. Γίνομαι καρτούν. (γελάει) Εχω επίσης φοβίες με την υγεία. Αλλά αυτά τα έχουν όλοι. Ενας συγκεκριμένος δικός μου φόβος είναι ότι δεν θα μπορέσω να βάλω σε λειτουργία όλα όσα θέλω να πετύχω, ότι δεν θα κάνω όλα όσα έχω βάλει στο μυαλό μου.
G.: Σαν να κλικάρεις κουτάκια σε μια νοερή λίστα, δηλαδή;
Α.Σ.: Ναι, ότι πήγα εκεί, ότι έκανα αυτό... Υπάρχουν τόσα πράγματα που λέω ότι θέλω να τα κάνω και βλέπω ότι τελικά δεν συμβαίνουν.
G.: Υπάρχει κάτι που είναι πρώτο σε αυτή τη λίστα, που το θεωρείς ίσως άπιαστο στόχο;
Α.Σ.: Θα σου πω το εξής. Πολλές φορές χαίρομαι γιατί συνειδητοποιώ ότι όλοι οι σημαντικοί στόχοι που είχα για τη ζωή μου στα 25 και τα 26, τώρα που είμαι 34, στην πλειονότητά τους έχουν επιτευχθεί. Το θέμα με τους στόχους είναι ότι όσο μεγαλώνεις δημιουργούνται κι άλλοι. Τα κουτάκια που θα ήθελα να έχω κλικάρει μέχρι τα 33 μου τώρα τα θεωρώ αστεία και μου φαίνονται βουνό τα επόμενα. Οπότε φοβάμαι και τρέμω ποιοι θα είναι οι στόχοι μετά τα 40 .
INFO
«Ο επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, θέατρο «Αργώ», Παρ.-Σαβ.: 21.00, Κυρ.: 19.00
Ειδήσεις σήμερα:
Μπαράζ ελέγχων της ΑΑΔΕ σε αίθουσες για γάμους, βαπτίσεις και κοπές πίτας - Στο 61% η παραβατικότητα, μπήκαν 9 λουκέτα
Το Ιράν εκτελεί τέσσερις καταδικασθέντες για κατασκοπεία επ’ ωφελεία του Ισραήλ
Η ιστορία του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου που τον έπιασε για απάτη η Αρχή για το Ξέπλυμα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr