Παρίσι-Αθήνα ένα τραπέζι δρόμος για την Ντίνα Νικολάου
27.02.2024
07:58
Με αφορμή την παρουσίαση του νέου βιβλίου της στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι, που βάζει την κρητική κουζίνα στο άβατο της παγκόσμιας γαστρονομίας, η δημοφιλής σεφ μιλάει για το παράλληλο ταξίδι προσωπικής ζωής και ατελείωτης μαγειρικής
Στο σαλόνι της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι δεν έπεφτε καρφίτσα. Ανθρωποι των media, φίλοι και συνεργάτες της δημοφιλούς σεφ από την Αθήνα, την Κρήτη, αλλά κυρίως από το Παρίσι, ήταν εκεί για την παρουσίαση του νέου βιβλίου μαγειρικής της Ντίνας Νικολάου «Crète: La cuisine authentique» («Κρήτη: H αυθεντική κουζίνα») που κυκλοφορεί ήδη στη Γαλλία (στην Ελλάδα προσεχώς στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος») από τις εκδόσεις Hachette Cuisine και έχει κερδίσει το αναγνωστικό κοινό - γεγονός σπάνιο για σεφ που επιχειρεί σε κουζίνα άλλη εκτός της γαλλικής, ήτοι το ιερό δισκοπότηρο της γαστρονομίας. Η Ντίνα Νικολάου το είχε τολμήσει ήδη από το 2017 με το «Grèce - La cuisine Authentique», μια απόπειρα μύησης των Γάλλων στην αυθεντική ελληνική κουζίνα και σε επιλεγμένα προϊόντα μας, που στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλα.
Οι δεσμοί της με το Παρίσι κρατάνε πολλά χρόνια πίσω: εκεί σπούδασε οικονομικά, μάρκετινγκ και στις πιο φημισμένες γαστρονομικές σχολές, εκεί άνοιξε μαζί με την αδελφή της Μαρία το ελληνικό εστιατόριο «Evi Evane» -το «Καλύτερο Εστιατόριο Ξένης Κουζίνας» για τον γαλλικό οδηγό γαστρονομίας Publo Paris και τα Τourist Αwards-, εκεί δημιούργησε πέντε delicatessen «Evi Evane Traiteur» με delivery αποκλειστικά ελληνικών φαγητών και προϊόντων. Κυρίως, στο Παρίσι γνώρισε ως φοιτήτρια τον άντρα της ζωής της, τον διπλωματικό υπάλληλο Κωνσταντίνο Γρηγοριάδη, εκεί έζησαν τα πρώτα χρόνια του γάμου τους και απέκτησαν τους δύο γιους τους, Γεώργιο και Στυλιανό, και εκεί ανταμώνει μέχρι σήμερα η οικογένεια με την πρώτη ευκαιρία, αφού το θεωρούν δεύτερη πατρίδα τους.
Από τη μεγάλη βραδιά δεν έλειπαν οι άνθρωποι χάρη στη στήριξη των οποίων η Νικολάου κατάφερε να αφοσιωθεί με πάθος στη μαγειρική τέχνη και στην προώθηση της ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας στη Γαλλία. Στην παρουσίαση μίλησαν ο πρέσβης της Ελλάδας στη Γαλλία Δημήτρης Ζεβελάκης, ο διάσημος κριτικός γαστρονομίας Ζιλ Πουντλόφσκι, ο σύμβουλος γαστρονομίας Σεμπαστιάν Ριπαρί, αλλά και ο ισχυρός άνδρας της αγοράς τροφίμων Στεφάν Λαγιανί, πρόεδρος της Semmaris, της εταιρείας που διευθύνει την κεντρική αγορά του Ρανζίς στο Παρίσι, αλλά και πρόεδρος της WUWM, της Παγκόσμιας Ενωσης των Κεντρικών Αγορών.
Ακόμα πιο σημαντική, όμως, ήταν η ομιλία του πρώην σεφ του Προεδρικού Μεγάρου και νυν πρεσβευτή της γαλλικής γαστρονομίας σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, καθώς και προσωπικού αντιπροέδρου του Εμανουέλ Μακρόν σε ζητήματα γαστρονομίας, Γκιγιόμ Γκομέζ. Ο τελικός λόγος ανήκε στην αγαπημένη Ελληνίδα σεφ, η οποία αναφέρθηκε στην 20ετή προσπάθειά της να κάνει γνωστή στους Γάλλους την αυθεντική ελληνική κουζίνα μακριά από τα γνωστά τουριστικά κλισέ, αναδεικνύοντας τη χώρα μας (και) σε γαστρονομικό προορισμό χειμώνα - καλοκαίρι για τους απανταχού εραστές της γεύσης και του ευ ζην. Οταν πια έφυγε και ο τελευταίος καλεσμένος, αποκαμωμένη αλλά ευτυχισμένη, έβαλε ένα ποτήρι κρασί και άνοιξε την καρδιά της.
«Ναι, νιώθω κουρασμένη, αλλά είμαι συνηθισμένη. Ετσι έχω μάθει να λειτουργώ, κάνοντας ταυτόχρονα δεκάδες πράγματα. Ισως είναι μια άμυνά μου, αν δηλαδή κάτι δεν μου πάει καλά, να έχω να με απασχολώ με το άλλο. Από μικρή έτσι ήμουν. Και είχα ωραία παιδικά χρόνια. Για μένα ήταν εύσημο ότι μεγάλωσα στην επαρχία ως κόρη αγροτών καπνοπαραγωγών. Ποτέ δεν άφησα τον εαυτό μου να πιστεύει ότι τα όνειρα είναι για άλλους, πιο ευνοημένους. Eλεγα ότι αφού μπορούν οι άλλοι, μπορώ κι εγώ. Hθελα οπωσδήποτε να σπουδάσω. Και πάντα με τραβούσε το φως. Σκεφτόμουν μήπως να γίνω ηθοποιός.
Τελικά επιλέξαμε με την αδερφή μου τη Μαρία να σπουδάσουμε οικονομικά και μάρκετινγκ - ήταν και της μόδας, αλλά μου άρεσε η ιδέα να παίρνεις ένα προϊόν, να το κάνεις brand και να το λανσάρεις στην αγορά. Και τώρα με τρελαίνει αυτό. Είτε είναι φαγητό, είτε είναι πρόσωπο, είτε η χώρα μου. Αυτό κάνω και με την Ελλάδα. Οταν πρωτοήρθα στο Παρίσι ο τρόπος που λάνσαραν την Ελλάδα ήταν ο ήλιος, η θάλασσα, το συρτάκι και το τζατζίκι, μια εικόνα φτωχή, φολκλόρ και μίζερη. Και αυτό με θύμωνε. Και τώρα με θυμώνει. Δεν γίνεται κάποιοι κακοί επαγγελματίες να αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας.
Δεν μπορείς να λες ότι έχεις ελληνική κουζίνα και στο μενού να έχεις λουκάνικο Φρανκφούρτης με κέτσαπ, σνίτσελ και μουσακά. Τους λέω, παιδιά, βάλτε “international”, βάλτε ό,τι θέλετε, αλλά όχι ελληνική! Είμαι τελειομανής και πολύ εργατική και δεν επιτρέπω στα πράγματα να με οδηγούν. Θα σου πω μια ιστορία για να καταλάβεις τι εννοώ. Οταν πέρασα στις Πανελλήνιες και πήγα στη Θεσσαλονίκη, έπαθα ψωρίαση. Γέμισε όλο μου το σώμα με λευκούς λεκέδες. Μεγάλο σοκ. Σκέψου τώρα, κοριτσάκι 18 χρόνων, να ξεκινάω τη φοιτητική μου ζωή σε μια άλλη πόλη, να θέλω να κατακτήσω το σύμπαν και να με στιγματίζει αυτό.
Ηταν ζόρικο. Λέω στον εαυτό μου, δεν υπάρχει περίπτωση να με τελειώσει αυτό, θα το τελειώσω εγώ. Με τα πολλά βρήκαμε με τη Μαρία, που ήδη σπούδαζε εκεί, έναν γιατρό που έκανε μια πολύ πρωτοποριακή τότε θεραπεία, με υπεριώδη ακτινοβολία. Είχα γίνει κατάμαυρη χειμωνιάτικα, οπότε όλοι με τρέλαιναν στις ερωτήσεις “γιατί είσαι μαύρη;”, “κάνεις σολάριουμ;”. Οπότε, πήγα και αγόρασα λευκά ρούχα για να κάνουν κοντράστ με το μαύρισμα, ξέρεις τώρα, ξανθιά, 47 κιλά, μέση δαχτυλίδι, ένα κουκλάκι.
Τους έλεγα λοιπόν ότι πάω για σκι. Δεν άφησα κανέναν να με σκέφτεται μειονεκτικά, με λύπηση. Δεν μου το επέτρεπα, οπότε δεν το επέτρεπα και σε κανέναν. Ούτε οι φίλες μου δεν το ήξεραν. Μόνο οι αδερφές μου και οι γονείς μας. Αυτό είναι το μεγάλο μάθημα. Στη ζωή παίρνουμε ό,τι θεωρούμε πως μας αξίζει. Αν πιστέψουμε ότι μας αξίζουν πολλά, θα τα πάρουμε. Το ίδιο ισχύει και με τα λίγα. Αυτό λέω και στα αγόρια μου, “αξίζετε τα πάντα”. Την ιστορία αυτή ευτυχώς την ξεπέρασα γρήγορα. Γιατί το πρόβλημα δεν το έβαλα μέσα μου αλλά απέναντί μου».
Στο Παρίσι βρέθηκε πρώτη φορά στα 12 χρόνια της. «Το ταξίδι ήταν δώρο από τους αγρότες γονείς μου, για να μείνω στον αδελφό του πατέρα μου, τον Κώστα Νικολάου, φοβερό μόδιστρο που έραβε όλα τα κασμίρ στον YSL, στον Dior και σε όλους τους μεγάλους οίκους. Οταν ξαναπήγα ως φοιτήτρια ανακάλυψα την έννοια της κουλτούρας του φαγητού με όλα αυτά τα υπέροχα μπιστρό παντού. Δούλευα παράλληλα στον θείο μου, έκανα το μεταπτυχιακό μου, πήγα και σε μια σχολή μόδας και μάζευα λεφτά για να γνωρίσω όλες τις έθνικ κουζίνες.
Μέχρι που δοκίμασα τη γαλλική και εντυπωσιάστηκα με τις σος. Μέσα σε 6 μήνες είχα διαβάσει τα πάντα για την ιστορία της. Αυτό ήταν, άρχισα να τελειώνω τη μία σχολή μαγειρικής μετά την άλλη και ξεκίνησα να δουλεύω στο εστιατόριο που είχε η Μαρία με τον σύζυγό της, τον Σήφη. Ηταν μια περίοδος τρέλας. Σπούδαζα δύο πράγματα ταυτόχρονα, δούλευα και συγχρόνως ήμουν έγκυος στον Γεώργιο. Η ζωή με πήγε από το ένα στο άλλο.
Στη συγγραφή βιβλίων, στα περιοδικά, στην τηλεόραση, στα μαθήματα μαγειρικής, στα φεστιβάλ, στα εστιατόρια, στη συμβουλευτική, στην προώθηση της ελληνικής κουζίνας, στο site. Ολα αυτά, πολλές φορές ταυτόχρονα. Και πάντα ένα ατελείωτο πηγαινέλα Αθήνα - Παρίσι. Αλλά έτσι είμαι εγώ. Δεν έχω όρια. Το μυαλό μου είναι ήδη στο επόμενο βιβλίο, για την Πελοπόννησο. Ολα γίνονται και όλα αλλάζουν και όλα είναι για όλους. Ενα μικρό μυαλό κάνει μικρές προβολές στο μέλλον. Το αντίθετο συμβαίνει με ένα μεγάλο. Οπότε, μόνο μεγάλες προβολές».
Οι δεσμοί της με το Παρίσι κρατάνε πολλά χρόνια πίσω: εκεί σπούδασε οικονομικά, μάρκετινγκ και στις πιο φημισμένες γαστρονομικές σχολές, εκεί άνοιξε μαζί με την αδελφή της Μαρία το ελληνικό εστιατόριο «Evi Evane» -το «Καλύτερο Εστιατόριο Ξένης Κουζίνας» για τον γαλλικό οδηγό γαστρονομίας Publo Paris και τα Τourist Αwards-, εκεί δημιούργησε πέντε delicatessen «Evi Evane Traiteur» με delivery αποκλειστικά ελληνικών φαγητών και προϊόντων. Κυρίως, στο Παρίσι γνώρισε ως φοιτήτρια τον άντρα της ζωής της, τον διπλωματικό υπάλληλο Κωνσταντίνο Γρηγοριάδη, εκεί έζησαν τα πρώτα χρόνια του γάμου τους και απέκτησαν τους δύο γιους τους, Γεώργιο και Στυλιανό, και εκεί ανταμώνει μέχρι σήμερα η οικογένεια με την πρώτη ευκαιρία, αφού το θεωρούν δεύτερη πατρίδα τους.
Από τη μεγάλη βραδιά δεν έλειπαν οι άνθρωποι χάρη στη στήριξη των οποίων η Νικολάου κατάφερε να αφοσιωθεί με πάθος στη μαγειρική τέχνη και στην προώθηση της ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας στη Γαλλία. Στην παρουσίαση μίλησαν ο πρέσβης της Ελλάδας στη Γαλλία Δημήτρης Ζεβελάκης, ο διάσημος κριτικός γαστρονομίας Ζιλ Πουντλόφσκι, ο σύμβουλος γαστρονομίας Σεμπαστιάν Ριπαρί, αλλά και ο ισχυρός άνδρας της αγοράς τροφίμων Στεφάν Λαγιανί, πρόεδρος της Semmaris, της εταιρείας που διευθύνει την κεντρική αγορά του Ρανζίς στο Παρίσι, αλλά και πρόεδρος της WUWM, της Παγκόσμιας Ενωσης των Κεντρικών Αγορών.
Ακόμα πιο σημαντική, όμως, ήταν η ομιλία του πρώην σεφ του Προεδρικού Μεγάρου και νυν πρεσβευτή της γαλλικής γαστρονομίας σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, καθώς και προσωπικού αντιπροέδρου του Εμανουέλ Μακρόν σε ζητήματα γαστρονομίας, Γκιγιόμ Γκομέζ. Ο τελικός λόγος ανήκε στην αγαπημένη Ελληνίδα σεφ, η οποία αναφέρθηκε στην 20ετή προσπάθειά της να κάνει γνωστή στους Γάλλους την αυθεντική ελληνική κουζίνα μακριά από τα γνωστά τουριστικά κλισέ, αναδεικνύοντας τη χώρα μας (και) σε γαστρονομικό προορισμό χειμώνα - καλοκαίρι για τους απανταχού εραστές της γεύσης και του ευ ζην. Οταν πια έφυγε και ο τελευταίος καλεσμένος, αποκαμωμένη αλλά ευτυχισμένη, έβαλε ένα ποτήρι κρασί και άνοιξε την καρδιά της.
«Ναι, νιώθω κουρασμένη, αλλά είμαι συνηθισμένη. Ετσι έχω μάθει να λειτουργώ, κάνοντας ταυτόχρονα δεκάδες πράγματα. Ισως είναι μια άμυνά μου, αν δηλαδή κάτι δεν μου πάει καλά, να έχω να με απασχολώ με το άλλο. Από μικρή έτσι ήμουν. Και είχα ωραία παιδικά χρόνια. Για μένα ήταν εύσημο ότι μεγάλωσα στην επαρχία ως κόρη αγροτών καπνοπαραγωγών. Ποτέ δεν άφησα τον εαυτό μου να πιστεύει ότι τα όνειρα είναι για άλλους, πιο ευνοημένους. Eλεγα ότι αφού μπορούν οι άλλοι, μπορώ κι εγώ. Hθελα οπωσδήποτε να σπουδάσω. Και πάντα με τραβούσε το φως. Σκεφτόμουν μήπως να γίνω ηθοποιός.
Τελικά επιλέξαμε με την αδερφή μου τη Μαρία να σπουδάσουμε οικονομικά και μάρκετινγκ - ήταν και της μόδας, αλλά μου άρεσε η ιδέα να παίρνεις ένα προϊόν, να το κάνεις brand και να το λανσάρεις στην αγορά. Και τώρα με τρελαίνει αυτό. Είτε είναι φαγητό, είτε είναι πρόσωπο, είτε η χώρα μου. Αυτό κάνω και με την Ελλάδα. Οταν πρωτοήρθα στο Παρίσι ο τρόπος που λάνσαραν την Ελλάδα ήταν ο ήλιος, η θάλασσα, το συρτάκι και το τζατζίκι, μια εικόνα φτωχή, φολκλόρ και μίζερη. Και αυτό με θύμωνε. Και τώρα με θυμώνει. Δεν γίνεται κάποιοι κακοί επαγγελματίες να αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας.
Δεν μπορείς να λες ότι έχεις ελληνική κουζίνα και στο μενού να έχεις λουκάνικο Φρανκφούρτης με κέτσαπ, σνίτσελ και μουσακά. Τους λέω, παιδιά, βάλτε “international”, βάλτε ό,τι θέλετε, αλλά όχι ελληνική! Είμαι τελειομανής και πολύ εργατική και δεν επιτρέπω στα πράγματα να με οδηγούν. Θα σου πω μια ιστορία για να καταλάβεις τι εννοώ. Οταν πέρασα στις Πανελλήνιες και πήγα στη Θεσσαλονίκη, έπαθα ψωρίαση. Γέμισε όλο μου το σώμα με λευκούς λεκέδες. Μεγάλο σοκ. Σκέψου τώρα, κοριτσάκι 18 χρόνων, να ξεκινάω τη φοιτητική μου ζωή σε μια άλλη πόλη, να θέλω να κατακτήσω το σύμπαν και να με στιγματίζει αυτό.
Ηταν ζόρικο. Λέω στον εαυτό μου, δεν υπάρχει περίπτωση να με τελειώσει αυτό, θα το τελειώσω εγώ. Με τα πολλά βρήκαμε με τη Μαρία, που ήδη σπούδαζε εκεί, έναν γιατρό που έκανε μια πολύ πρωτοποριακή τότε θεραπεία, με υπεριώδη ακτινοβολία. Είχα γίνει κατάμαυρη χειμωνιάτικα, οπότε όλοι με τρέλαιναν στις ερωτήσεις “γιατί είσαι μαύρη;”, “κάνεις σολάριουμ;”. Οπότε, πήγα και αγόρασα λευκά ρούχα για να κάνουν κοντράστ με το μαύρισμα, ξέρεις τώρα, ξανθιά, 47 κιλά, μέση δαχτυλίδι, ένα κουκλάκι.
Τους έλεγα λοιπόν ότι πάω για σκι. Δεν άφησα κανέναν να με σκέφτεται μειονεκτικά, με λύπηση. Δεν μου το επέτρεπα, οπότε δεν το επέτρεπα και σε κανέναν. Ούτε οι φίλες μου δεν το ήξεραν. Μόνο οι αδερφές μου και οι γονείς μας. Αυτό είναι το μεγάλο μάθημα. Στη ζωή παίρνουμε ό,τι θεωρούμε πως μας αξίζει. Αν πιστέψουμε ότι μας αξίζουν πολλά, θα τα πάρουμε. Το ίδιο ισχύει και με τα λίγα. Αυτό λέω και στα αγόρια μου, “αξίζετε τα πάντα”. Την ιστορία αυτή ευτυχώς την ξεπέρασα γρήγορα. Γιατί το πρόβλημα δεν το έβαλα μέσα μου αλλά απέναντί μου».
Στο Παρίσι βρέθηκε πρώτη φορά στα 12 χρόνια της. «Το ταξίδι ήταν δώρο από τους αγρότες γονείς μου, για να μείνω στον αδελφό του πατέρα μου, τον Κώστα Νικολάου, φοβερό μόδιστρο που έραβε όλα τα κασμίρ στον YSL, στον Dior και σε όλους τους μεγάλους οίκους. Οταν ξαναπήγα ως φοιτήτρια ανακάλυψα την έννοια της κουλτούρας του φαγητού με όλα αυτά τα υπέροχα μπιστρό παντού. Δούλευα παράλληλα στον θείο μου, έκανα το μεταπτυχιακό μου, πήγα και σε μια σχολή μόδας και μάζευα λεφτά για να γνωρίσω όλες τις έθνικ κουζίνες.
Μέχρι που δοκίμασα τη γαλλική και εντυπωσιάστηκα με τις σος. Μέσα σε 6 μήνες είχα διαβάσει τα πάντα για την ιστορία της. Αυτό ήταν, άρχισα να τελειώνω τη μία σχολή μαγειρικής μετά την άλλη και ξεκίνησα να δουλεύω στο εστιατόριο που είχε η Μαρία με τον σύζυγό της, τον Σήφη. Ηταν μια περίοδος τρέλας. Σπούδαζα δύο πράγματα ταυτόχρονα, δούλευα και συγχρόνως ήμουν έγκυος στον Γεώργιο. Η ζωή με πήγε από το ένα στο άλλο.
Στη συγγραφή βιβλίων, στα περιοδικά, στην τηλεόραση, στα μαθήματα μαγειρικής, στα φεστιβάλ, στα εστιατόρια, στη συμβουλευτική, στην προώθηση της ελληνικής κουζίνας, στο site. Ολα αυτά, πολλές φορές ταυτόχρονα. Και πάντα ένα ατελείωτο πηγαινέλα Αθήνα - Παρίσι. Αλλά έτσι είμαι εγώ. Δεν έχω όρια. Το μυαλό μου είναι ήδη στο επόμενο βιβλίο, για την Πελοπόννησο. Ολα γίνονται και όλα αλλάζουν και όλα είναι για όλους. Ενα μικρό μυαλό κάνει μικρές προβολές στο μέλλον. Το αντίθετο συμβαίνει με ένα μεγάλο. Οπότε, μόνο μεγάλες προβολές».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr