Ο Μανώλης Φάμελλος δίνει νέα ζωή σε παλιά αγαπημένα τραγούδια

«Με ελαφριά καρδιά», όπως είναι και ο τίτλος του άλμπουμ 

Ο Μανώλης Φάμελλος δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, εκτός ίσως από τον εαυτό του. Παρότι μετράει κάτι περισσότερο από τρεις δεκαετίες στον χώρο της μουσικής, γράφοντας και ερμηνεύοντας τα δικά του τραγούδια που χαίρουν σταθερά εκτίμησης και αναγνώρισης από το πιστό και πολυπληθές κοινό του, εκείνος, σεμνός, μετριόφρων και κυρίως τελειομανής, εξακολουθεί να θεωρεί ότι δεν έχει αρκετό ταλέντο. Αυτό δηλαδή που πίστευε και όταν πιτσιρικάς ακόμα σκάρωνε τους πρώτους του στίχους και τις πρώτες του μελωδίες σε μια κιθάρα δανεική, ακόμα κι όταν άρχισε να γνωρίζει τις πρώτες του επιτυχίες με τους Ποδηλάτες, πριν τελικά αποφασίσει να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Οπως γνωστά ήταν κάποτε και τα τραγούδια που διάλεξε να διασκευάσει για το νέο του άλμπουμ «Με ελαφριά καρδιά» (κυκλοφορεί από τη Minos-EMI).

GALA: Τι τραγούδια περιλαμβάνονται στο νέο σου άλμπουμ;
ΜΑΝΩΛΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ: Είναι τραγούδια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, κυρίως από την εποχή του Μεσοπολέμου, που στη συντριπτική τους πλειονότητα υπήρξαν επιτυχίες της εποχής τους, αλλά σιγά-σιγά τα κατάπιε η λήθη.

G.: Επομένως, ήθελες να τα διασώσεις;
Μ.Φ.: Το γιατί το έκανα όλο αυτό, για να σου δώσω μια πλήρη ομολογία, χρειάζομαι λίγο περισσότερο χρόνο για να το καταλάβω. Μου γεννήθηκε όμως ένας καημός μέσα μου ερχόμενος σε επαφή μαζί τους και αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν αυτά τα υπέροχα τραγούδια, που είναι και τόσο σημερινά, να έχουν διαγραφεί από το συλλογικό ασυνείδητο. Και αυτά ήταν λαϊκά τραγούδια της εποχής, δεν ήταν τραγούδια που παίζονταν σε κάποιους ακαδημαϊκούς κύκλους. Οι ερμηνευτές τους ήταν οι σταρ της εποχής. Μου γεννήθηκε λοιπόν ένας καημός και για τους ανθρώπους αυτούς που τους αισθάνομαι συναδέλφους μου. Πολλά από αυτά τα τραγούδια έχουν γνωρίσει αρκετές επανεκτελέσεις και κάθε εποχή έχει τη δική της ματιά. Δεν θέλησα, όμως, να αναπαραστήσω το παρελθόν, δεν είναι ένας δίσκος εποχής. Είναι η δική μου ματιά πάνω σε κάτι που υπήρχε τότε. Δεν ξέρω αν τα ανακαίνισα ή τα αναπαλαίωσα. Και δεν με ενδιέφερε και σε τελική ανάλυση. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να δονεί εμένα. Αυτό που κυκλοφόρησε τώρα είναι το πρώτο μέρος. Θα υπάρξει και δεύτερο που θα ακολουθήσει τον Οκτώβριο. Είναι έτοιμο και αυτό, αλλά καθυστερώ την κυκλοφορία του προς αποφυγή συνωστισμού.


«Νομίζω ότι υπάρχουν τραγουδια μου που δεν θα τα είχα κάνει αν δεν είχα ακούσει και αγαπήσει κάποια τραγούδια του μεσοπολέμου»

G.: Από πότε ακούς αυτά τα τραγούδια;
Μ.Φ.: Από την ηλικία των 25-26, όταν επέτρεψα στον εαυτό μου να μην είμαι τόσο σκληρός ροκάς, ανακάλυψα τον Αττίκ και άρχισα να εμβαθύνω. Αν και είχε γράψει πάρα πολλά τραγούδια, δεν είχαν ηχογραφηθεί όλα, οπότε το ρεπερτόριο που είχε φτάσει στα χέρια μου ήταν περιορισμένο. Γνώριζα λοιπόν τα τραγούδια του και σιγά-σιγά άρχισα να γνωρίζω και τα τραγούδια άλλων δημιουργών εκείνης της εποχής.

G.: Είχες επιρροές από αυτά τα ακούσματα;
Μ.Φ.: Ναι, βέβαια, έως έναν βαθμό. Νομίζω ότι υπάρχουν τραγούδια μου που δεν θα τα είχα κάνει αν δεν είχα ακούσει και αγαπήσει κάποια από εκείνη την εποχή. Η σχέση μου, λοιπόν, με αυτά τα ακούσματα ήταν σταθερή, αλλά δεν είχα τη δυνατότητα να ψάξω σε βάθος. Τα τελευταία πέντε χρόνια άρχισε να γίνεται πιο έντονη η ανάγκη μου. Αυτή είναι και η σχέση μου με τη μουσική γενικά. Ανακαλύπτω κάτι και θέλω να το εξαντλήσω, να μάθω τα πάντα γι’ αυτό. Θέλω να πνιγώ μέσα σε αυτό το υλικό.



G.: Αυτό σου συμβαίνει με όλα τα είδη της μουσικής;
Μ.Φ.: Ναι, αυτό μου είχε συμβεί και με το τάνγκο με τον Γκαρντέλ. Ηταν μια εποχή που δεν με απασχολούσε τίποτε άλλο, ήταν μόνο αυτό. Αλλά αυτό έχει συμβεί και με άλλα είδη μουσικής, ακόμα και με τα σύγχρονα.

G.: Υπάρχουν κάποια είδη που δεν αντέχεις;
Μ.Φ.: Υπάρχουν κάποια που μου φέρνουν μια μελαγχολία. Αλλά επειδή είμαι και μουσικός παραγωγός μπορώ να τους αφιερώσω μερικά δευτερόλεπτα ή και περισσότερο, για να τα ακούσω. Υπάρχουν δηλαδή μουσικές που με ενοχλούν, αλλά έχουν κάποια στοιχεία που έχουν ένα ενδιαφέρον. Οχι μόνο καθαρά τεχνικά, αλλά και ανθρωπολογικά, αν θέλεις. Δηλαδή με ενδιαφέρει να μάθω ποιος είναι ο στίχος σήμερα, πώς διατυπώνεται κάτι. Με ενδιαφέρει η θεματολογία. Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι ανιαρό και κάποιες φορές ενοχλητικό, αλλά έχω ανάγκη να παρατηρώ τι συμβαίνει.

G.: Πότε μπήκε η μουσική στη ζωή σου;
Μ.Φ.: Από τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι, η μητέρα μου ήταν του λαϊκού και του ελαφρού, αλλά δεν εκδηλωνόταν. Αρχισα να παίζω από μικρός έναν μπαγλαμά, μετά μπουζούκι. Δυσκολευόμουν να μπω σε ένα σύστημα, είχα μια τάση αυτοσχεδιασμού. Και παρόλο που ο αδερφός μου έπαιζε κιθάρα, για ένα διάστημα τα παρατήσαμε και οι δύο, κι έπειτα εγώ έκανα μια σχέση με την εγκαταλελειμμένη κιθάρα του αδερφού μου, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Αυτή η συγκεκριμένη κιθάρα, την οποία αγάπησα, αλλά της φέρθηκα και βάναυσα, ζει ακόμα. Σκέψου ότι έχω γράψει τα περισσότερα τραγούδια μου σε μια κιθάρα που δεν ήταν καν δικιά μου.

«Εχω γίνει πιο απαιτητικός και ψείρας με τον εαυτό μου και μπορεί να ψάχνω για εβδομάδες τη λέξη που λείπει»

G.: Στίχους πότε άρχισες να γράφεις;
Μ.Φ.: Σε αυτό είχα πάντα μια ευκολία. Τώρα, όμως, έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Εχω γίνει πιο απαιτητικός και ψείρας με τον εαυτό μου και μπορεί να ψάχνω εβδομάδες για να βρω τη λέξη που λείπει. Με τη σύνθεση, από την άλλη, χρειάζεσαι μια φλόγα, ένα προσάναμμα. Από κει και πέρα νομίζω πως με τα χρόνια αποκτάς μια ευχέρεια και αν μπορείς να αφήσεις τον λογισμό σου να τρέξει σε αυτό, γίνεται. Αυτό, όμως, άργησα να το ξεκλειδώσω. Εκανα πράγματα μουσικά, αλλά μου φαίνονταν ότι δεν ήταν πρωτογενή, ένιωθα ότι αντέγραφα κάτι, ότι δεν είχα βρει τη δική μου μουσική γλώσσα. Και εκ των υστέρων κατάλαβα ότι ασυνείδητα έπαιζα τραγούδια, σιγά-σιγά απομακρυνόμουν από την πρώτη τους μορφή και με ελαφριά καρδιά τα έκανα δικά μου.



G.: Αυτή είναι λοιπόν η εξήγηση του τίτλου του άλμπουμ σου.
Μ.Φ.: Το «με ελαφριά καρδιά» είναι ένα σύστημα που έχω αναπτύξει από τα χρόνια του σχολείου.

G.: Δεν ήθελες όμως να ασχοληθείς με τη μουσική από την αρχή, σωστά;
Μ.Φ.: Πίστευα ότι δεν είχα αρκετό ταλέντο για να το κάνω. Και ακόμα αυτό πιστεύω. (γελάει) Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα τραγούδια που κυκλοφόρησα τα είχα γράψει στις πρώτες τάξεις του Λυκείου. Δηλαδή το «Χαμογέλα», το «Θα ’θελα να ’μουν βασιλιάς», τα είχα γράψει στις πρώτες τους μορφές όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Και τον πρώτο μου δίσκο τον έγραψα στα 21. Ημουν μικρός τελικά, αλλά βιαζόμουν πολύ. Χρειαζόμουν χρόνο και δεν τον έδινα στον εαυτό μου.

G.: Πώς νιώθεις πια όταν ένα τραγούδι σου γνωρίζει ανταπόκριση;
Μ.Φ.: Είναι ένα πολύ ωραίο συναίσθημα, ιδίως όταν αφορά κάποια τραγούδια για τα οποία είχες αγωνία κατά πόσο θα καταφέρεις να επικοινωνηθεί αυτό που θέλεις να πεις. Αντιλαμβάνεσαι αν τα κατάφερες όταν ένα τραγούδι επιστρέφει σε σένα, γιατί είναι ένας ανοιχτός κώδικας, ανοιχτό λογισμικό και όπως εγώ προσθέτω στα τραγούδια, προσθέτει και ο ακροατής.

G.: Πώς προσθέτει ο ακροατής;
Μ.Φ.: Υπάρχουν πράγματα που εντοπίζουν και σου τα μεταφέρουν, τα οποία εσύ μπορεί να μην τα είχες προσέξει, να μην τους είχες δώσει την απαραίτητη βαρύτητα. Υπήρχαν, ας πούμε, πράγματα που τα έγραψα σε μια ροή του λόγου, που ένιωθα ότι ίσως να μη στηρίζονται αρκετά, αλλά τελικά κάποιος σού τα συνδέει με έναν τρόπο. Οταν ένα τραγούδι ζει μέσα από κάποιον άλλον αποκτάει και μια άλλη διάσταση.



Grooming: Amanda Vele. Βοηθός Styling: Ελένη Εξάρχου. Βοηθός Φωτογράφου: Μάριος Μπαμπούρης. Ευχαριστούμε το «Athens Capital Center Hotel - MGallery» (Ελευθερίου Βενιζέλου 4 και Κριεζώτου 2, Αθήνα, τηλ.: 214 4442000, achotel.gr), την κυρία Χόνδρου και τον κ. Καλογεράκο για τη φιλοξενία της φωτογράφησης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr