Χριστίνα Μάνη, η ταλαντούχα μουσικός που θυμίζει Μπελούτσι
07.08.2024
07:48
Σπούδασε Υποκριτική σε δραματική σχολή περιωπής στο Λονδίνο, πήρε μια γερή γεύση από Χόλιγουντ αλλά δεν της άρεσε και τελικά αποφάσισε να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα: να συνθέτει τη δική της μουσική στο πιάνο
Η Χριστίνα Μάνη θυμίζει αμυδρά τη Μόνικα Μπελούτσι. Σίγουρα της το έχουν πει και ίσως έχει κολακευτεί, ίσως και πάλι όχι. Δεν την ενδιαφέρει να είναι η κόπια κανενός και σε τίποτα και είναι αποφασισμένη να χαράξει τον δικό της δρόμο στη μουσική. Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου σε ηλικία 4 ετών και τα συνέχισε μέχρι τα 17 της. Aρχισε να πειραματίζεται με τη σύνθεση λίγο αργότερα και στο μεσοδιάστημα πετάχτηκε μέχρι το Λονδίνο για να σπουδάσει Υποκριτική στη LAMDA (London Academy of Music & Dramatic Art) και να προσθέσει στο βιογραφικό της και ένα πτυχίο στα Media, Politics & Business.
Επειτα ο δρόμος της την έφερε μέχρι το Λος Αντζελες, όπου πήρε μια γεύση από Χόλιγουντ, ίσα-ίσα για να αποφασίσει ότι τελικά δεν την ενδιαφέρει να γίνει ηθοποιός. Η Χριστίνα επιθυμεί να γίνει γνωστή ως συνθέτρια στο πιάνο και να μας παρασύρει στους δικούς της ήχους, ένα μείγμα κλασικής μουσικής και ποπ, με beats και ορχηστρικό περιτύλιγμα. Κάτι δηλαδή σαν το ονειρικό «Crescent Heights», το πρώτο κομμάτι της που κυκλοφόρησε πρόσφατα συνοδεία βιντεοκλίπ, όπου εκείνη -πανέμορφη- παίζει πιάνο ενώ η αδελφή της -επαγγελματίας μπαλαρίνα- χορεύει. Οικογενειακή υπόθεση, όπως μου λέει και η Χριστίνα, που, παρεμπιπτόντως, είναι και φρέσκια μανούλα. Ναι, όλα τα καταφέρνει.
GALA: Πώς και ξεκίνησες μαθήματα πιάνου σε ηλικία 4 ετών;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΝΗ: Είχαμε ένα πιάνο-αντίκα στο σπίτι που το είχε αγοράσει ο πατέρας μου από τη Ρωσία. Εμένα πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Πήγαινα δίπλα του συνέχεια και ακουμπούσα τα πλήκτρα. Οπότε παρακάλεσα τη μαμά μου να ξεκινήσω μαθήματα. Το πρώτο μάθημα πιάνου θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη. Ηταν κάτι σαν μεταφυσική εμπειρία, κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις. Ενιωσα ότι αυτό ήταν για μένα και ότι αυτό έπρεπε να ακολουθήσω. Οχι επαγγελματικά απαραίτητα, αλλά ότι αυτό ήμουν εγώ. Εκανα λοιπόν μαθήματα μέχρι τα 17 μου και μετά συνέχισα πειραματιζόμενη. Δηλαδή είμαι αυτοδίδακτη στη σύνθεση.
G.: Πότε κατάλαβες ότι το έχεις με τη σύνθεση;
Χ.Μ.: Από το πρώτο μάθημα πιάνου. Αυτό που έκανα ήταν να αλλάζω λίγο τα κλασικά κομμάτια και κάθε φορά η δασκάλα μού έλεγε: «Μα είναι δυνατόν; Μια φορά να παίξουμε ένα κομμάτι και να μην το αλλάξεις λίγο;». Τους έδινα τη δική μου εκδοχή.
G.: Η υποκριτική πώς προέκυψε;
Χ.Μ.: Για μένα το θέατρο ήταν μια μορφή ψυχοθεραπείας. Γι’ αυτό πήγα στο Λονδίνο και σπούδασα κλασικό θέατρο στη LAMDA. Βέβαια όταν πήγα στο Λος Αντζελες και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει θέατρο εκεί, κατέληξα ότι δεν ήταν αυτό που με εξέφραζε και στράφηκα προς τη μουσική.
G.: Γιατί πήγες στο Λος Αντζελες;
Χ.Μ.: Γιατί είμαι ανήσυχο πνεύμα. (γελάει) Είπα στους γονείς μου ότι θα πάω για λίγα μαθήματα -και όντως αυτό ήταν το αρχικό μου πλάνο- και κατέληξα να μένω εκεί.
G.: Τι μαθήματα έκανες;
Χ.Μ.: Υποκριτικής και αργότερα μουσικής. Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή, αλλά δεν ένιωθα το ίδιο όταν πήγαινα στις οντισιόν. Δεν με συνέπαιρνε. Το θέατρο αγαπούσα, όχι τον κινηματογράφο.
G.: Επαιξες όμως σε κάποιες ταινίες.
Χ.Μ.: Εκανα ένα γρήγορο πέρασμα σε ανεξάρτητες ταινίες, σε κάποιες συμμετείχαν και γνωστοί ηθοποιοί (σ.σ.: όπως ο Εϊντριαν Μπρόντι και η Σάλμα Χάγιεκ, αλλά η Χριστίνα δεν αγαπά το name dropping). Δυο κουβέντες έλεγα μόνο σε μια-δυο σκηνές. Τα παράτησα πολύ γρήγορα.
G.: Γιατί; Τι δεν σου άρεσε;
Χ.Μ.: Πήγα στο Λος Αντζελες για να ψαχτώ. Ημουν πολύ μικρή, μόλις 20 χρόνων. Δεν ήξερα τι θέλω. Εγώ φανταζόμουν ότι θα πάω και θα κάνω θέατρο, όπως στο Λονδίνο όπου μου έδιναν να μελετήσω Σαίξπηρ. Αλλά εκεί ήταν το κέντρο του κινηματογράφου. Δεν μου άρεσαν και οι ρόλοι που μου έδιναν τότε. Ημουν πάντα η σέξι κοπέλα. Δεν μου έδινε κάτι αυτό, δεν με γέμιζε. Και κατέληξα ότι δεν με ενδιαφέρει να γίνω ηθοποιός. Δηλαδή και τώρα να έρχονταν και να μου έλεγαν «παίξε σε αυτή την τεράστια ταινία», θα έλεγα όχι.
G.: Πώς ήταν η ζωή στο Λος Αντζελες;
Χ.Μ.: Πέρασα καταπληκτικά, είδα τη ζωή από τη λαμπερή της όψη. Οι καλλιτέχνες ήταν ο περίγυρός μου. Εναν-δυο να γνωρίσεις, καταλήγεις να τους γνωρίσεις όλους και να μπεις στον κύκλο τους. Για κάποιον λόγο, μάλιστα, με συμπαθούσαν όλοι, ίσως γιατί ήμουν κοινωνική και εξωστρεφής. Εμοιαζα και εξωτική για τα αμερικανικά πρότυπα. Αλλά μου είχαν κολλήσει μια ταμπέλα και μου έδιναν ανούσιους ρόλους. Η ομορφιά μερικές φορές είναι εμπόδιο, γιατί στην υποκριτική εσύ είσαι το προϊόν, δηλαδή η εμφάνισή σου. Στη μουσική αντιθέτως είναι εκείνη το προϊόν. Οπότε έκανα τις οντισιόν μου, παρακολουθούσα τα μαθήματά μου, για να ζήσω ασχολούμουν με το real estate και όταν γύριζα σπίτι μελετούσα μουσική αδιάκοπα και έγραφα τα κομμάτια μου. Και τελικά με τράβηξε αυτό. Αρχισα να παίζω πιάνο στα ξενοδοχεία και τα bar-restaurants όπου πηγαίναμε, ακόμα και σε μεγάλα πάρτυ. Και εκεί όπου όλοι άκουγαν house μουσική και ήταν μέσα στην τρελή χαρά, μου ζητούσαν να παίξω κάτι στο πιάνο και όταν γύριζα το κεφάλι μου να τους κοιτάξω, εκείνοι έκλαιγαν συγκινημένοι. Με ρωτούσαν τι με ενέπνευσε και γιατί δεν ασχολούμαι με τη σύνθεση και γιατί δεν βγάζω τη μουσική μου προς τα έξω. Και αφού μου το είπαν αρκετές φορές, αποφάσισα να αρχίσω να γράφω τη μουσική μου σε στούντιο και να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό.
G.: Το πάλεψες πολύ για να κάνεις κάτι με τη μουσική σου;
Χ.Μ.: Αρχικά με είχε προσεγγίσει μια εταιρεία στην Αμερική και έβγαλα κάποια από τα κομμάτια μου, αλλά σόλο πιάνο. Δεν ήμουν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα και δεν αισθανόμουν ότι με εκφράζει. Στη συνέχεια γνώρισα εδώ τον Χρήστο Ξενάκη, ο οποίος είναι εκπληκτικός συνθέτης και πλέον παραγωγός μου και με τον οποίο βρήκαμε αυτό τον ήχο, δηλαδή το πάντρεμα της τονικής μουσικής με κλασικά και ποπ στοιχεία, beats και ορχήστρα. Αυτό είναι το όραμά μου, αυτό είναι το όνειρό μου, αυτός είναι ο ήχος μου. Θεωρώ ότι είναι κάτι καινούριο, καινοτόμο. Εχουμε ηχογραφήσει επτά κομμάτια στο Μέγαρο Μουσικής και τώρα δουλεύουμε την ενορχήστρωσή τους. Καθένα έχει διαφορετικά στοιχεία. Το επόμενο που θα βγάλω έχει φωνητικά και το μεθεπόμενο έχει house στοιχεία, είναι πιο χορευτικό.
G.: Ποια είναι η ιστορία πίσω από το πρώτο σου κομμάτι, το «Crescent Heights»;
Χ.Μ.: Crescent Heights σημαίνει τα ύψη της ημισελήνου. Είναι ένα ταξίδι στα συναισθήματα και τις εικόνες. Ομως αυτό το κομμάτι δεν ονομάζεται έτσι γι’ αυτό τον λόγο.
Η πραγματική ιστορία είναι ότι το έγραψα όταν έμενα στην οδό Crescent Heights Boulevard στο Λος Αντζελες, σε ένα πολύ παλιό κτίριο της δεκαετίας του ’20 που είχε υποστεί πολύ μικρή ανακαίνιση. Αυτό το περιβάλλον με ενέπνεε πάρα πολύ και εκεί είχα γράψει τα περισσότερα κομμάτια μου.
G.: Γενικά, τι σε εμπνέει;
Χ.Μ.: Οταν κάθομαι στο πιάνο είναι λες και ίπταμαι έξω από το σώμα μου και κοιτάζω τον εαυτό μου να παίζει. Οι μελωδίες μού βγαίνουν αυθόρμητα και ό,τι μου αρέσει το κρατάω. Είναι κάτι σαν meditation.
G.: Πώς νιώθεις κάθε φορά που συνθέτεις ένα κομμάτι;
Χ.Μ.: Αισθάνομαι κάτι μαγικό, σαν ολοκλήρωση. Είναι σαν να γεννάς ένα παιδί.
G.: Εχεις ήδη μία κόρη. Πόσο σε άλλαξε η μητρότητα;
Χ.Μ.: Με ωρίμασε συναισθηματικά. Και είμαι και χαζομαμά. Αν θεωρείς ότι εγώ είμαι όμορφη, η κόρη μου είναι δέκα φορές πιο όμορφη. Και τρελαίνεται με τη μουσική. Κλείνει τα δύο σε λίγες ημέρες και ήδη ξέρει να παίζει το ντο-ρε-μι. Ο σύζυγός μου δεν έχει καμία σχέση με τον χώρο, αλλά ξέρει να παίζει κιθάρα και ήταν σε ροκ μπάντα στο σχολείο.
G.: Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλεις να περάσεις μέσω της μουσικής σου;
Χ.Μ.: Κατ’ αρχάς, θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες συνθέτριες, το οποίο είναι φοβερό. Οπότε θέλω σίγουρα οι γυναίκες να βγουν προς τα έξω και, γιατί όχι, να κυριαρχήσουν. Ζούμε σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία γενικότερα, και ειδικά στον χώρο της μουσικής. Θέλω λοιπόν να σπάσω αυτά τα στερεότυπα και το κατεστημένο. Να καταρρίψω αυτό που λένε «αν είναι γυναίκα και έχει και παιδί, δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα». Βεβαίως και μπορεί. Η γυναίκα δεν έχει μόνο έναν ρόλο. Μπορεί να είναι και μητέρα και businesswoman και καλλιτέχνις και δημιουργός. Τα πάντα.
Επειτα ο δρόμος της την έφερε μέχρι το Λος Αντζελες, όπου πήρε μια γεύση από Χόλιγουντ, ίσα-ίσα για να αποφασίσει ότι τελικά δεν την ενδιαφέρει να γίνει ηθοποιός. Η Χριστίνα επιθυμεί να γίνει γνωστή ως συνθέτρια στο πιάνο και να μας παρασύρει στους δικούς της ήχους, ένα μείγμα κλασικής μουσικής και ποπ, με beats και ορχηστρικό περιτύλιγμα. Κάτι δηλαδή σαν το ονειρικό «Crescent Heights», το πρώτο κομμάτι της που κυκλοφόρησε πρόσφατα συνοδεία βιντεοκλίπ, όπου εκείνη -πανέμορφη- παίζει πιάνο ενώ η αδελφή της -επαγγελματίας μπαλαρίνα- χορεύει. Οικογενειακή υπόθεση, όπως μου λέει και η Χριστίνα, που, παρεμπιπτόντως, είναι και φρέσκια μανούλα. Ναι, όλα τα καταφέρνει.
GALA: Πώς και ξεκίνησες μαθήματα πιάνου σε ηλικία 4 ετών;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΝΗ: Είχαμε ένα πιάνο-αντίκα στο σπίτι που το είχε αγοράσει ο πατέρας μου από τη Ρωσία. Εμένα πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Πήγαινα δίπλα του συνέχεια και ακουμπούσα τα πλήκτρα. Οπότε παρακάλεσα τη μαμά μου να ξεκινήσω μαθήματα. Το πρώτο μάθημα πιάνου θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη. Ηταν κάτι σαν μεταφυσική εμπειρία, κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις. Ενιωσα ότι αυτό ήταν για μένα και ότι αυτό έπρεπε να ακολουθήσω. Οχι επαγγελματικά απαραίτητα, αλλά ότι αυτό ήμουν εγώ. Εκανα λοιπόν μαθήματα μέχρι τα 17 μου και μετά συνέχισα πειραματιζόμενη. Δηλαδή είμαι αυτοδίδακτη στη σύνθεση.
G.: Πότε κατάλαβες ότι το έχεις με τη σύνθεση;
Χ.Μ.: Από το πρώτο μάθημα πιάνου. Αυτό που έκανα ήταν να αλλάζω λίγο τα κλασικά κομμάτια και κάθε φορά η δασκάλα μού έλεγε: «Μα είναι δυνατόν; Μια φορά να παίξουμε ένα κομμάτι και να μην το αλλάξεις λίγο;». Τους έδινα τη δική μου εκδοχή.
G.: Η υποκριτική πώς προέκυψε;
Χ.Μ.: Για μένα το θέατρο ήταν μια μορφή ψυχοθεραπείας. Γι’ αυτό πήγα στο Λονδίνο και σπούδασα κλασικό θέατρο στη LAMDA. Βέβαια όταν πήγα στο Λος Αντζελες και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει θέατρο εκεί, κατέληξα ότι δεν ήταν αυτό που με εξέφραζε και στράφηκα προς τη μουσική.
G.: Γιατί πήγες στο Λος Αντζελες;
Χ.Μ.: Γιατί είμαι ανήσυχο πνεύμα. (γελάει) Είπα στους γονείς μου ότι θα πάω για λίγα μαθήματα -και όντως αυτό ήταν το αρχικό μου πλάνο- και κατέληξα να μένω εκεί.
G.: Τι μαθήματα έκανες;
Χ.Μ.: Υποκριτικής και αργότερα μουσικής. Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή, αλλά δεν ένιωθα το ίδιο όταν πήγαινα στις οντισιόν. Δεν με συνέπαιρνε. Το θέατρο αγαπούσα, όχι τον κινηματογράφο.
G.: Επαιξες όμως σε κάποιες ταινίες.
Χ.Μ.: Εκανα ένα γρήγορο πέρασμα σε ανεξάρτητες ταινίες, σε κάποιες συμμετείχαν και γνωστοί ηθοποιοί (σ.σ.: όπως ο Εϊντριαν Μπρόντι και η Σάλμα Χάγιεκ, αλλά η Χριστίνα δεν αγαπά το name dropping). Δυο κουβέντες έλεγα μόνο σε μια-δυο σκηνές. Τα παράτησα πολύ γρήγορα.
G.: Γιατί; Τι δεν σου άρεσε;
Χ.Μ.: Πήγα στο Λος Αντζελες για να ψαχτώ. Ημουν πολύ μικρή, μόλις 20 χρόνων. Δεν ήξερα τι θέλω. Εγώ φανταζόμουν ότι θα πάω και θα κάνω θέατρο, όπως στο Λονδίνο όπου μου έδιναν να μελετήσω Σαίξπηρ. Αλλά εκεί ήταν το κέντρο του κινηματογράφου. Δεν μου άρεσαν και οι ρόλοι που μου έδιναν τότε. Ημουν πάντα η σέξι κοπέλα. Δεν μου έδινε κάτι αυτό, δεν με γέμιζε. Και κατέληξα ότι δεν με ενδιαφέρει να γίνω ηθοποιός. Δηλαδή και τώρα να έρχονταν και να μου έλεγαν «παίξε σε αυτή την τεράστια ταινία», θα έλεγα όχι.
G.: Πώς ήταν η ζωή στο Λος Αντζελες;
Χ.Μ.: Πέρασα καταπληκτικά, είδα τη ζωή από τη λαμπερή της όψη. Οι καλλιτέχνες ήταν ο περίγυρός μου. Εναν-δυο να γνωρίσεις, καταλήγεις να τους γνωρίσεις όλους και να μπεις στον κύκλο τους. Για κάποιον λόγο, μάλιστα, με συμπαθούσαν όλοι, ίσως γιατί ήμουν κοινωνική και εξωστρεφής. Εμοιαζα και εξωτική για τα αμερικανικά πρότυπα. Αλλά μου είχαν κολλήσει μια ταμπέλα και μου έδιναν ανούσιους ρόλους. Η ομορφιά μερικές φορές είναι εμπόδιο, γιατί στην υποκριτική εσύ είσαι το προϊόν, δηλαδή η εμφάνισή σου. Στη μουσική αντιθέτως είναι εκείνη το προϊόν. Οπότε έκανα τις οντισιόν μου, παρακολουθούσα τα μαθήματά μου, για να ζήσω ασχολούμουν με το real estate και όταν γύριζα σπίτι μελετούσα μουσική αδιάκοπα και έγραφα τα κομμάτια μου. Και τελικά με τράβηξε αυτό. Αρχισα να παίζω πιάνο στα ξενοδοχεία και τα bar-restaurants όπου πηγαίναμε, ακόμα και σε μεγάλα πάρτυ. Και εκεί όπου όλοι άκουγαν house μουσική και ήταν μέσα στην τρελή χαρά, μου ζητούσαν να παίξω κάτι στο πιάνο και όταν γύριζα το κεφάλι μου να τους κοιτάξω, εκείνοι έκλαιγαν συγκινημένοι. Με ρωτούσαν τι με ενέπνευσε και γιατί δεν ασχολούμαι με τη σύνθεση και γιατί δεν βγάζω τη μουσική μου προς τα έξω. Και αφού μου το είπαν αρκετές φορές, αποφάσισα να αρχίσω να γράφω τη μουσική μου σε στούντιο και να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό.
G.: Το πάλεψες πολύ για να κάνεις κάτι με τη μουσική σου;
Χ.Μ.: Αρχικά με είχε προσεγγίσει μια εταιρεία στην Αμερική και έβγαλα κάποια από τα κομμάτια μου, αλλά σόλο πιάνο. Δεν ήμουν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα και δεν αισθανόμουν ότι με εκφράζει. Στη συνέχεια γνώρισα εδώ τον Χρήστο Ξενάκη, ο οποίος είναι εκπληκτικός συνθέτης και πλέον παραγωγός μου και με τον οποίο βρήκαμε αυτό τον ήχο, δηλαδή το πάντρεμα της τονικής μουσικής με κλασικά και ποπ στοιχεία, beats και ορχήστρα. Αυτό είναι το όραμά μου, αυτό είναι το όνειρό μου, αυτός είναι ο ήχος μου. Θεωρώ ότι είναι κάτι καινούριο, καινοτόμο. Εχουμε ηχογραφήσει επτά κομμάτια στο Μέγαρο Μουσικής και τώρα δουλεύουμε την ενορχήστρωσή τους. Καθένα έχει διαφορετικά στοιχεία. Το επόμενο που θα βγάλω έχει φωνητικά και το μεθεπόμενο έχει house στοιχεία, είναι πιο χορευτικό.
G.: Ποια είναι η ιστορία πίσω από το πρώτο σου κομμάτι, το «Crescent Heights»;
Χ.Μ.: Crescent Heights σημαίνει τα ύψη της ημισελήνου. Είναι ένα ταξίδι στα συναισθήματα και τις εικόνες. Ομως αυτό το κομμάτι δεν ονομάζεται έτσι γι’ αυτό τον λόγο.
Η πραγματική ιστορία είναι ότι το έγραψα όταν έμενα στην οδό Crescent Heights Boulevard στο Λος Αντζελες, σε ένα πολύ παλιό κτίριο της δεκαετίας του ’20 που είχε υποστεί πολύ μικρή ανακαίνιση. Αυτό το περιβάλλον με ενέπνεε πάρα πολύ και εκεί είχα γράψει τα περισσότερα κομμάτια μου.
G.: Γενικά, τι σε εμπνέει;
Χ.Μ.: Οταν κάθομαι στο πιάνο είναι λες και ίπταμαι έξω από το σώμα μου και κοιτάζω τον εαυτό μου να παίζει. Οι μελωδίες μού βγαίνουν αυθόρμητα και ό,τι μου αρέσει το κρατάω. Είναι κάτι σαν meditation.
G.: Πώς νιώθεις κάθε φορά που συνθέτεις ένα κομμάτι;
Χ.Μ.: Αισθάνομαι κάτι μαγικό, σαν ολοκλήρωση. Είναι σαν να γεννάς ένα παιδί.
G.: Εχεις ήδη μία κόρη. Πόσο σε άλλαξε η μητρότητα;
Χ.Μ.: Με ωρίμασε συναισθηματικά. Και είμαι και χαζομαμά. Αν θεωρείς ότι εγώ είμαι όμορφη, η κόρη μου είναι δέκα φορές πιο όμορφη. Και τρελαίνεται με τη μουσική. Κλείνει τα δύο σε λίγες ημέρες και ήδη ξέρει να παίζει το ντο-ρε-μι. Ο σύζυγός μου δεν έχει καμία σχέση με τον χώρο, αλλά ξέρει να παίζει κιθάρα και ήταν σε ροκ μπάντα στο σχολείο.
G.: Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλεις να περάσεις μέσω της μουσικής σου;
Χ.Μ.: Κατ’ αρχάς, θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες συνθέτριες, το οποίο είναι φοβερό. Οπότε θέλω σίγουρα οι γυναίκες να βγουν προς τα έξω και, γιατί όχι, να κυριαρχήσουν. Ζούμε σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία γενικότερα, και ειδικά στον χώρο της μουσικής. Θέλω λοιπόν να σπάσω αυτά τα στερεότυπα και το κατεστημένο. Να καταρρίψω αυτό που λένε «αν είναι γυναίκα και έχει και παιδί, δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα». Βεβαίως και μπορεί. Η γυναίκα δεν έχει μόνο έναν ρόλο. Μπορεί να είναι και μητέρα και businesswoman και καλλιτέχνις και δημιουργός. Τα πάντα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr