Λουκία Μιχαλοπούλου: «Το θέατρο δίνει νόημα στη ζωή μου»
28.09.2024
08:52
Η πρωταγωνίστρια της sold out παράστασης «Ικέτιδες» μιλά για την αρχαία τραγωδία που παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρη και για τον λόγο που η ίδια όργωσε φέτος την Ελλάδα ενώ δεν αγαπά τις περιοδείες
Οι Δαναΐδες ικέτιδες μιλούν για την αξία της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, είναι ένα μάθημα ήθους και υπεροχής του ελληνικού έναντι του βαρβαρικού τρόπου στη βίαια επιβολή της θέλησης του ισχυρού απέναντι στον ανίσχυρο.
Αγαπημένος μύθος στην αρχαιότητα, είναι μια τραγωδία του Αισχύλου που δεν παίζεται συχνά - ανέβηκε για πρώτη φορά το 1930 στις Δελφικές Εορτές του Αγγελου και της Εύας Σικελιανού και εντυπωσίασε. Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου στην Επίδαυρο, το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν και το Θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσιάζουν το εμβληματικό έργο που παραμένει επίκαιρο εκθέτοντας προκαταλήψεις για τη θέση της γυναίκας και τη μη ανοχή στη βία. «Δηλώνω τυχερή που βρίσκομαι σε μια δουλειά όπου μπορώ να εξερευνήσω συναισθηματικά τοπία που είναι παράξενα ασυνήθιστα», λέει η Λουκία Μιχαλοπούλου, πρωταγωνίστρια της επιτυχημένης παράστασης στον ρόλο της Αμυμώνης.
Με μεγάλες αντοχές σε ένα καυτό καλοκαίρι, συντελεστές, τεχνικοί και ηθοποιοί υπό την καθοδήγηση της σκηνοθέτριας Μαριάννας Κάλμπαρη υποστηρίζουν επί μήνες το έργο στην πανελλαδική του περιοδεία, στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, αυτή την περίοδο στην Αττική και μέχρι την ολοκλήρωση των παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη, στις 28 Σεπτεμβρίου. Η Λουκία, όμως, δεν είναι τύπος που αγαπά τις περιοδείες - ίσως επειδή βρέθηκε από πολύ μικρή να επισκέπτεται απανωτά 70 πόλεις στο πλαίσιο μίας, ίσως επειδή είναι τόσο γρήγορη η συνθήκη της προσαρμογής που δεν προλαβαίνεις καν να καταλάβεις πού είσαι και τι παίζεις. «Ο λόγος που το έκανα φέτος είναι για να τιμήσω το Θέατρο Τέχνης.
Είναι μια ρομαντική παρόρμηση για το Τέχνης που το αισθάνομαι σπίτι μου και που μου έκανε το δώρο να πρωτοπαίξω στην Επίδαυρο 19 χρόνων», λέει καθόλου τυχαία, αφού αμέσως μετά από εκείνη την εμφάνισή της τιμήθηκε με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», το 2011. «Αγαπώ πολύ όμως τους ανοιχτούς χώρους και κυρίως εκείνους που συντηρούνται με μεράκι. Στην Ανδρο, για παράδειγμα, με συγκίνησε η φροντίδα του θεάτρου όπου παίξαμε το καλοκαίρι (σ.σ.: Ανοιχτό Θέατρο Ανδρου), παρότι δεν επρόκειτο για κάποιον αρχαιολογικό χώρο. Εκεί ενίοτε δυσκολευόμαστε από την έλλειψη υποδομών».
Ενώ περιγράφει πόσο εξαντλητικό είναι να περιοδεύεις με έναν θίασο από πόλη σε πόλη, το πρόσωπό της φωτίζεται όταν αναφέρεται στη χαρά της ηθικής ανταμοιβής: «Είναι πολύ όμορφο να εισπράττεις τη λαχτάρα των ανθρώπων να δουν θέατρο, υπάρχει κάτι ακατέργαστο, χωρίς φίλτρα, αγνά καλοπροαίρετο. Μου θυμίζει τη σχέση μου με τη Ρώμη. Είναι τέτοια η λαχτάρα μου να τη δω, να την περπατήσω, που ακόμα και τα προβλήματά της τα προσπερνάω, δεν με πτοούν. Στις περιοδείες, πάντως, δεν είναι η κούραση που με ενοχλεί, όσο η αγωνία τού να είμαι καλά για να αποδώσω τα μέγιστα. Χρειάζεται απίστευτη πειθαρχία».
Οι πρώτες μας συναντήσεις ήταν στο Εθνικό και στο Κεφαλληνίας, όταν εκείνη είχε μόλις βραβευτεί και συγκλόνιζε στο σανίδι δίπλα σε σπουδαίες ηθοποιούς, αποδεικνύοντας το αστείρευτο ταλέντο της. Αποπνέοντας δύναμη και αισιοδοξία, σήμερα η Μιχαλοπούλου εξακολουθεί να πραγματώνει δυναμικά την ταυτότητά της.
Οσο για την εμπειρία της με τον ρόλο της Αμυμώνης που ενσαρκώνει στις «Ικέτιδες»: «Σε ένα κείμενο που έχει γραφτεί αιώνες πριν αλλά εξακολουθεί να είναι επίκαιρο εμπεριέχοντας θραύσματα αιωνιότητας και διαχρονικής αξίας, εγώ, εκπροσωπώντας την Αμυμώνη, πιστή καμικάζι, γήινη, αλλά και με κάπως μεταφυσικές ιδιότητες, κάτι σαν την Κασσάνδρα, προσεταιρίζομαι τα ερωτήματά της.
Με αγγίζει ιδιαίτερα ως χαρακτήρας. Τα ερωτήματα αυτά πραγματεύονται σημερινές καταστάσεις, αισθήματα, γεγονότα, και το κάθε πρόσωπο του έργου είναι σαν να εκπροσωπεί μια ολόκληρη τάση, ένα σύμπαν».
Στο αρχαίο δράμα έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία παραχώρησης ασύλου, από τον Πελασγό. Στη σημερινή κοινωνία ποιος το προσφέρει; «Το άσυλο καλούμαστε να το βρούμε μέσα μας, ο καθένας για τον εαυτό του, να γίνουμε παράδειγμα για τους άλλους. Για να προσφέρεις, θα πρέπει πρώτα να έχεις έρθει αντιμέτωπος με δικά σου θέματα σε έναν βαθμό. Δεν αισθάνομαι ότι ζω σε μια κοινωνία που μπορεί να με στηρίξει αν δεν της επιβεβαιώνω ή της υπενθυμίζω διαρκώς τη δύναμή μου. Πρέπει να είσαι χρήσιμος σε κάτι για κάποιους για να έχεις μια υποτυπώδη προστασία».
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες ανησυχίες της, εκείνες που μοιράζεται με τους συνομηλίκους της, είναι ότι ζούμε σε μια εποχή που καλλιεργεί τον φόβο, ορατό ή αόρατο. «Δεν του επιτρέπει να εκδηλωθεί, όμως εσύ καλείσαι συνέχεια να είσαι μάχιμος, δυνατός, σαν να σε κυνηγάει κάποιος, να προλάβεις κάτι που αγνοείς τη φύση του. Πρόκειται για μια εποχή τρελή, έντονη, αλλά ταυτόχρονα εντελώς νεκρή. Ο κορωνοϊός μάς διέλυσε - καμία άλλη ασθένεια, ούτε καν οι πολύ πιο σοβαρές, στην Ιστορία δεν προκάλεσαν τόσο μεγάλη κοινωνική κρίση.
Μένοντας σπίτι, βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι ρωγμές μας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αυθεντικότητα. Γίνονται προσπάθειες και κινήσεις σε θέματα περιβάλλοντος, διατροφής, δικαιωμάτων των ζώων, έχουμε την τύχη να ενημερωνόμαστε εκεί που σε άλλες εποχές υπήρξε παντελής άγνοια, σου δίνονται οι δυνατότητες να κάνεις το σωστό κι αυτό είναι σημαντικό».
Αντίθετα με την Αμυμώνη, η Λουκία δεν έχει την εμπειρία της πατριαρχίας ή της ανδρικής καταδυνάστευσης στο προσωπικό της βίωμα. Ο αείμνηστος πατέρας της Νίκος Μιχαλόπουλος, εκτός από επιτυχημένος επιχειρηματίας -ιδιοκτήτης της αλυσίδας καταστημάτων ανδρικής ένδυσης «Portobello»-, είχε μια σχέση ιδανική με το παιδί του.
Φρόντισε η κόρη του να καλλιεργηθεί, προτρέποντάς τη στην τέχνη, ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, τη μύησε στην ευλογία της δημιουργίας και πώς να την εντάσσει στην καθημερινότητά της. «Ολη η ζωή του υπήρξε ένα μάθημα προς μίμηση και αποφυγή ταυτόχρονα. Τη σχέση με τον πατέρα μου δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω πατρική, ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, ένας μέντορας για μένα. Οταν σε μια παράσταση αποκαλώ κάποιον “πατέρα”, νιώθω μια αλλόκοτη αμηχανία. Για μένα η λέξη αυτή έχει μνήμη, μια γλύκα, έναν σεβασμό, μια περίεργη θλίψη», ομολογεί.
Οταν μια θεατρική αποστολή ολοκληρώνεται, η Μιχαλοπούλου αρχίζει να φαντασιώνεται την επόμενη. «Παρότι η ζωή μου είναι στο θέατρο, δεν θα διάλεγα τη λέξη “απολαμβάνω” σε ό,τι αφορά τη σχέση μου μαζί του. Πρόκειται για μια καθημερινή δοκιμασία σε όλα τα επίπεδα, που μοιάζει όμως να δίνει νόημα στη ζωή μου - σαν να βρίσκω με αυτόν τον τρόπο τον πυρήνα μου. Παρακολουθούσα πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ με αστροναύτες και ένιωσα μια συγγένεια στη μεθοδολογία της προετοιμασίας για τη μεγάλη στιγμή, που όμως μπορεί και να μην έρθει και ποτέ», λέει για το επάγγελμά της.
Μοχθώντας ακατάπαυστα για το θέατρο, δοκιμάζεται σε νέους κώδικες με το λιγνό παρουσιαστικό της και το ηχόχρωμα της φωνής της να συνάδουν με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνει. Οπως της 20χρονης Γ στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» που σκηνοθετεί ο διάσημος Αμερικανός Μπομπ Γουίλσον και τον χειμώνα θα ανέβουν στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» στην Αθήνα και μετά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Εκτός σκηνής, τι συμβαίνει; «Με χαλαρώνουν ο χορός, η γυμναστική, οι βόλτες με έναν καφέ στο χέρι. Ξεκουράζομαι με την κίνηση, ενώ στη σκηνή επιλέγω περισσότερο την ακινησία - μου επιτρέπει να κάνω τις πιο βαθιές βουτιές», απαντά και με χαιρετά με το γλυκό χαμόγελο που δύσκολα ξεχνιέται ενώ ανοίγει τη πόρτα του ατμοσφαιρικού «Minu» για να βρεθεί στο πολύβουο σύμπαν του Ψυρρή.
Αγαπημένος μύθος στην αρχαιότητα, είναι μια τραγωδία του Αισχύλου που δεν παίζεται συχνά - ανέβηκε για πρώτη φορά το 1930 στις Δελφικές Εορτές του Αγγελου και της Εύας Σικελιανού και εντυπωσίασε. Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου στην Επίδαυρο, το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν και το Θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσιάζουν το εμβληματικό έργο που παραμένει επίκαιρο εκθέτοντας προκαταλήψεις για τη θέση της γυναίκας και τη μη ανοχή στη βία. «Δηλώνω τυχερή που βρίσκομαι σε μια δουλειά όπου μπορώ να εξερευνήσω συναισθηματικά τοπία που είναι παράξενα ασυνήθιστα», λέει η Λουκία Μιχαλοπούλου, πρωταγωνίστρια της επιτυχημένης παράστασης στον ρόλο της Αμυμώνης.
Με μεγάλες αντοχές σε ένα καυτό καλοκαίρι, συντελεστές, τεχνικοί και ηθοποιοί υπό την καθοδήγηση της σκηνοθέτριας Μαριάννας Κάλμπαρη υποστηρίζουν επί μήνες το έργο στην πανελλαδική του περιοδεία, στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, αυτή την περίοδο στην Αττική και μέχρι την ολοκλήρωση των παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη, στις 28 Σεπτεμβρίου. Η Λουκία, όμως, δεν είναι τύπος που αγαπά τις περιοδείες - ίσως επειδή βρέθηκε από πολύ μικρή να επισκέπτεται απανωτά 70 πόλεις στο πλαίσιο μίας, ίσως επειδή είναι τόσο γρήγορη η συνθήκη της προσαρμογής που δεν προλαβαίνεις καν να καταλάβεις πού είσαι και τι παίζεις. «Ο λόγος που το έκανα φέτος είναι για να τιμήσω το Θέατρο Τέχνης.
Είναι μια ρομαντική παρόρμηση για το Τέχνης που το αισθάνομαι σπίτι μου και που μου έκανε το δώρο να πρωτοπαίξω στην Επίδαυρο 19 χρόνων», λέει καθόλου τυχαία, αφού αμέσως μετά από εκείνη την εμφάνισή της τιμήθηκε με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», το 2011. «Αγαπώ πολύ όμως τους ανοιχτούς χώρους και κυρίως εκείνους που συντηρούνται με μεράκι. Στην Ανδρο, για παράδειγμα, με συγκίνησε η φροντίδα του θεάτρου όπου παίξαμε το καλοκαίρι (σ.σ.: Ανοιχτό Θέατρο Ανδρου), παρότι δεν επρόκειτο για κάποιον αρχαιολογικό χώρο. Εκεί ενίοτε δυσκολευόμαστε από την έλλειψη υποδομών».
Ενώ περιγράφει πόσο εξαντλητικό είναι να περιοδεύεις με έναν θίασο από πόλη σε πόλη, το πρόσωπό της φωτίζεται όταν αναφέρεται στη χαρά της ηθικής ανταμοιβής: «Είναι πολύ όμορφο να εισπράττεις τη λαχτάρα των ανθρώπων να δουν θέατρο, υπάρχει κάτι ακατέργαστο, χωρίς φίλτρα, αγνά καλοπροαίρετο. Μου θυμίζει τη σχέση μου με τη Ρώμη. Είναι τέτοια η λαχτάρα μου να τη δω, να την περπατήσω, που ακόμα και τα προβλήματά της τα προσπερνάω, δεν με πτοούν. Στις περιοδείες, πάντως, δεν είναι η κούραση που με ενοχλεί, όσο η αγωνία τού να είμαι καλά για να αποδώσω τα μέγιστα. Χρειάζεται απίστευτη πειθαρχία».
Οι πρώτες μας συναντήσεις ήταν στο Εθνικό και στο Κεφαλληνίας, όταν εκείνη είχε μόλις βραβευτεί και συγκλόνιζε στο σανίδι δίπλα σε σπουδαίες ηθοποιούς, αποδεικνύοντας το αστείρευτο ταλέντο της. Αποπνέοντας δύναμη και αισιοδοξία, σήμερα η Μιχαλοπούλου εξακολουθεί να πραγματώνει δυναμικά την ταυτότητά της.
Οσο για την εμπειρία της με τον ρόλο της Αμυμώνης που ενσαρκώνει στις «Ικέτιδες»: «Σε ένα κείμενο που έχει γραφτεί αιώνες πριν αλλά εξακολουθεί να είναι επίκαιρο εμπεριέχοντας θραύσματα αιωνιότητας και διαχρονικής αξίας, εγώ, εκπροσωπώντας την Αμυμώνη, πιστή καμικάζι, γήινη, αλλά και με κάπως μεταφυσικές ιδιότητες, κάτι σαν την Κασσάνδρα, προσεταιρίζομαι τα ερωτήματά της.
Με αγγίζει ιδιαίτερα ως χαρακτήρας. Τα ερωτήματα αυτά πραγματεύονται σημερινές καταστάσεις, αισθήματα, γεγονότα, και το κάθε πρόσωπο του έργου είναι σαν να εκπροσωπεί μια ολόκληρη τάση, ένα σύμπαν».
Στο αρχαίο δράμα έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία παραχώρησης ασύλου, από τον Πελασγό. Στη σημερινή κοινωνία ποιος το προσφέρει; «Το άσυλο καλούμαστε να το βρούμε μέσα μας, ο καθένας για τον εαυτό του, να γίνουμε παράδειγμα για τους άλλους. Για να προσφέρεις, θα πρέπει πρώτα να έχεις έρθει αντιμέτωπος με δικά σου θέματα σε έναν βαθμό. Δεν αισθάνομαι ότι ζω σε μια κοινωνία που μπορεί να με στηρίξει αν δεν της επιβεβαιώνω ή της υπενθυμίζω διαρκώς τη δύναμή μου. Πρέπει να είσαι χρήσιμος σε κάτι για κάποιους για να έχεις μια υποτυπώδη προστασία».
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες ανησυχίες της, εκείνες που μοιράζεται με τους συνομηλίκους της, είναι ότι ζούμε σε μια εποχή που καλλιεργεί τον φόβο, ορατό ή αόρατο. «Δεν του επιτρέπει να εκδηλωθεί, όμως εσύ καλείσαι συνέχεια να είσαι μάχιμος, δυνατός, σαν να σε κυνηγάει κάποιος, να προλάβεις κάτι που αγνοείς τη φύση του. Πρόκειται για μια εποχή τρελή, έντονη, αλλά ταυτόχρονα εντελώς νεκρή. Ο κορωνοϊός μάς διέλυσε - καμία άλλη ασθένεια, ούτε καν οι πολύ πιο σοβαρές, στην Ιστορία δεν προκάλεσαν τόσο μεγάλη κοινωνική κρίση.
Μένοντας σπίτι, βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι ρωγμές μας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αυθεντικότητα. Γίνονται προσπάθειες και κινήσεις σε θέματα περιβάλλοντος, διατροφής, δικαιωμάτων των ζώων, έχουμε την τύχη να ενημερωνόμαστε εκεί που σε άλλες εποχές υπήρξε παντελής άγνοια, σου δίνονται οι δυνατότητες να κάνεις το σωστό κι αυτό είναι σημαντικό».
Αντίθετα με την Αμυμώνη, η Λουκία δεν έχει την εμπειρία της πατριαρχίας ή της ανδρικής καταδυνάστευσης στο προσωπικό της βίωμα. Ο αείμνηστος πατέρας της Νίκος Μιχαλόπουλος, εκτός από επιτυχημένος επιχειρηματίας -ιδιοκτήτης της αλυσίδας καταστημάτων ανδρικής ένδυσης «Portobello»-, είχε μια σχέση ιδανική με το παιδί του.
Φρόντισε η κόρη του να καλλιεργηθεί, προτρέποντάς τη στην τέχνη, ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, τη μύησε στην ευλογία της δημιουργίας και πώς να την εντάσσει στην καθημερινότητά της. «Ολη η ζωή του υπήρξε ένα μάθημα προς μίμηση και αποφυγή ταυτόχρονα. Τη σχέση με τον πατέρα μου δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω πατρική, ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, ένας μέντορας για μένα. Οταν σε μια παράσταση αποκαλώ κάποιον “πατέρα”, νιώθω μια αλλόκοτη αμηχανία. Για μένα η λέξη αυτή έχει μνήμη, μια γλύκα, έναν σεβασμό, μια περίεργη θλίψη», ομολογεί.
Οταν μια θεατρική αποστολή ολοκληρώνεται, η Μιχαλοπούλου αρχίζει να φαντασιώνεται την επόμενη. «Παρότι η ζωή μου είναι στο θέατρο, δεν θα διάλεγα τη λέξη “απολαμβάνω” σε ό,τι αφορά τη σχέση μου μαζί του. Πρόκειται για μια καθημερινή δοκιμασία σε όλα τα επίπεδα, που μοιάζει όμως να δίνει νόημα στη ζωή μου - σαν να βρίσκω με αυτόν τον τρόπο τον πυρήνα μου. Παρακολουθούσα πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ με αστροναύτες και ένιωσα μια συγγένεια στη μεθοδολογία της προετοιμασίας για τη μεγάλη στιγμή, που όμως μπορεί και να μην έρθει και ποτέ», λέει για το επάγγελμά της.
Μοχθώντας ακατάπαυστα για το θέατρο, δοκιμάζεται σε νέους κώδικες με το λιγνό παρουσιαστικό της και το ηχόχρωμα της φωνής της να συνάδουν με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνει. Οπως της 20χρονης Γ στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» που σκηνοθετεί ο διάσημος Αμερικανός Μπομπ Γουίλσον και τον χειμώνα θα ανέβουν στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» στην Αθήνα και μετά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Εκτός σκηνής, τι συμβαίνει; «Με χαλαρώνουν ο χορός, η γυμναστική, οι βόλτες με έναν καφέ στο χέρι. Ξεκουράζομαι με την κίνηση, ενώ στη σκηνή επιλέγω περισσότερο την ακινησία - μου επιτρέπει να κάνω τις πιο βαθιές βουτιές», απαντά και με χαιρετά με το γλυκό χαμόγελο που δύσκολα ξεχνιέται ενώ ανοίγει τη πόρτα του ατμοσφαιρικού «Minu» για να βρεθεί στο πολύβουο σύμπαν του Ψυρρή.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr