Kάτια Γκουλιώνη: Το νέο πρόσωπο της «Ευτυχίας»
08.01.2020
20:45
Η Κάτια Γκουλιώνη είναι η ηθοποιός που στην ταινία «Ευτυχία» ενσαρκώνει την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε νεαρή ηλικία, προτού αναλάβει τον ρόλο η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Ο επαγγελματικός της δρόμος είναι ήδη μακρύς τόσο στο θεατρικό σανίδι όσο και μπροστά στον κινηματογραφικό φακό, με projects που θα χαρακτηρίζαμε ερμηνευτικά στρυφνά. Παρά την εμφανή κλίση και το ταλέντο της δεν επαναπαύεται σε αυτά για να δει το αποτέλεσμα που επιθυμεί στην οθόνη. Το 2018 με την ταινία «Πολυξένη» απέσπασε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ πριν από τρία χρόνια για τις ανάγκες της ταινίας «Ακίνητο ποτάμι» βυθίστηκε οικειοθελώς μέσα στον πάγο μιας λίμνης στη Λετονία και έζησε αποσπασματικά στη Σιβηρία για δύο χρόνια. Η ωριμότητα, το πείσμα, η συνέπεια, η επιμονή, αλλά και η ποιητικότητα με τα οποία προσεγγίζει τους ρόλους της είναι εντυπωσιακά. Ξεκινήσαμε την κουβέντα μας αναλύοντας τα ποιήματα της Αχμάτοβα με τα οποία επιχείρησε να καταλάβει τον ψυχισμό του ρόλου της Αννας στην πολικού ψύχους Ρωσία. Στο τραπέζι όπου καθόμασταν στο «Tazza, all-day bistro & wine bar», της οδού Πετράκη, θαυμαστές της πλησίαζαν συνεχώς για να της σφίξουν με ενθουσιασμό το χέρι και να τη συγχαρούν για την ερμηνεία της. Κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης, πολλοί ήταν και αυτοί που τραβούσαν ενσταντανέ με το κινητό τους.
«Κάτια, δεν ενοχλείσαι; Εχουμε γίνει θέαμα», ήταν η πρώτη ερώτησή μου. Με τη μαγκιά που τη χαρακτηρίζει απάντησε: «Σιγά το Χόλιγουντ!» και συνέχισε: «Η “Ευτυχία” με συνεπήρε από την πρώτη στιγμή διαβάζοντας το σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Το βρήκα τόσο άψογο που δεν θέλησα να αλλάξω τίποτα. Με πλημμύρισε μια εσωτερική χαρά. Συνειδητοποίησα ότι δεν γράφονται πολύ συχνά τέτοια σενάρια. Ψάχνοντας πληροφορίες γι’ αυτήν, βρήκα την προσωπικότητά της ακόμα πιο συγκλονιστική. Κάθε φορά η προετοιμασία για την προσέγγιση ενός χαρακτήρα είναι μια αργή, αγχωτική διαδικασία. Με την “Ευτυχία” ένιωσα πολύ γρήγορα την ηρωίδα και σχεδόν με συνεπήρε ο ρυθμός και η ενέργειά της. Η ελευθερία με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή της με έκανε να τη βλέπω μπροστά μου, να μου τη μεταδίδει απλόχερα παίρνοντάς μου το άγχος και να το μετατρέπει σε ζωή, κίνηση, δοτικότητα, αγάπη. Η ταινία ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα αφενός λόγω του επαγγελματισμού της εταιρείας παραγωγής, αφετέρου λόγω του ότι όλοι οι συντελεστές, ως και ο τελευταίος φροντιστής, την αγκάλιασαν και τη μετέτρεψαν σε προσωπικό project. Αλλά αν δεν ήταν ο Αγγελος Φραντζής, ο οποίος δημιουργεί κάθε φορά ένα σύμπαν με υπευθυνότητα και φροντίδα για όλες τις ειδικότητες και ανάγει την εργασία σε συνδημιουργία, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν ίδια η “Ευτυχία”. Προσωπικά νιώθω μεγάλη ασφάλεια να αφεθώ, να προτείνω και να εμβαθύνω στον ψυχισμό των πρωταγωνιστριών μου κάτω από τις οδηγίες του. Από το “Μέσα στο Δάσος” μέχρι το “Ακίνητο Ποτάμι” και από το “Σύμπτωμα” μέχρι την “Ευτυχία” έχουμε διανύσει μαζί διαδρομές δύσκολες και πολυπρισματικές. Οσον άφορα την εμπορικότητα, δεν βάζω ταμπέλες, με ενδιαφέρουν περισσότερο οι συνεργασίες, τα σχήματα. Δεν είναι σόλο ενός ηθοποιού οι ταινίες, είναι αφελής όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο. Μια σκηνή είναι αποτέλεσμα πολλών ειδικοτήτων, που η μία αγκαλιάζει την άλλη και έτσι χαιρόμαστε όλοι μαζί όταν την έχουμε».
Συγκριτικά με τις προηγούμενες ταινίες της θα έλεγε ότι η τωρινή είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «εμπορική»; «Ναι, αλλά η αρτιότητά της ξεπερνά τον όρο “εμπορική”. Και όπως η Ευτυχία δεν έμπαινε σε κανένα κουστούμι, έτσι και η ταινία δεν κατηγοριοποιείται».
Μιλάμε για την παρουσία της στο σανίδι ή στη μεγάλη οθόνη. Εχει τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων ή είναι κάτι το έμφυτο που λειτουργεί ως αντανακλαστικό; «Δεν με τσέκαρα στο μόνιτορ για καιρό λόγω φοβίας, είχα μια αντίσταση στο πώς φαίνονται τα μάτια μου, τα χέρια μου... Σήμερα, αν και το ξεπέρασα, δεν μπορώ να το κρίνω, περισσότερο ακουμπάω στις αντιδράσεις που δεν μπορείς να τις ονοματίσεις, στον πειραματισμό». Για τη σπάνια καθαρότητα της φωνής της αποκαλύπτει ότι δεν έχει κάποια τεχνική: «Ο τρόπος που χρησιμοποιώ τη φωνή μου είναι ανάλογα με το πόσο καλά νιώθω στην ψυχή μου, δεν απαγγέλλω, ούτε επαναλαμβάνω κάποια ατάκα ωσότου τελειοποιηθεί». Από πού αντλεί την έμπνευσή της, τι λειτουργεί για την ίδια ως πηγή ερεθισμάτων; «Εκτός του να βλέπω ταινίες, αγαπημένη μου συνήθεια είναι οι βόλτες στις λαϊκές αγορές, όπως στην Αθηνάς όπου μπορείς να παρακολουθήσεις εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Με γοητεύει η ποικιλία στη σωματικότητα, το ότι μπερδεύονται οι κοινωνικές τάξεις σε μια ενσωματωμένη χορογραφία». Πώς προετοιμάζεται όταν παίρνει στα χέρια της ένα σενάριο, πώς διακρίνει τις κομβικές στιγμές της πλοκής; «Πηγαίνω στις σκηνές όπου δεν δίνονται στοιχεία, στις σιωπές, προσπαθώ να φανταστώ την ηρωίδα, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να κοιτάξει κάποιον που περνάει από δίπλα της. Στη Σιβηρία δοκίμασα 25 διαφορετικά περπατήματα από τα 80 μέσα στο χιόνι». Πώς αντιμετώπισε τον ρόλο της Ευτυχίας που είναι υπαρκτό πρόσωπο και ως εκ τούτου γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία από τον βίο της; «Προσπάθησα να καταλάβω την κρυψώνα της, πώς πετούσε τα βάρη της και έβγαινε έξω ηρωίδα να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τη ζωή χωρίς να κοιτάξει ποτέ πίσω. Τις πληγές της τις έκανε παράσημα. Η φαντασίωσή μου ήταν ότι υπήρχε ένα πατάρι που ανέβαινε σαν τον κλέφτη και παρατούσε τον μπόγο που την έκανε να χάνει το παιδί μέσα της. Εκλεινε την πόρτα και κατέβαινε τρέχοντας για να βγει ξανά στη ζωή. Η Πάτι Σμιθ ήταν βασική αναφορά στην Παπαγιαννοπούλου που έπλασα. Η ακαταστασία, το χάος, η αποσυμπίεση να γράψει κάτι σκίζοντας το χαρτί από τα τσιγάρα της και φυσικά η τρυφερότητα που είχαν και οι δυο τους απέναντι στους συντρόφους τους».
Oταν στην κουβέντα μας αναφέρεται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, σπεύδει να προσθέσει: «Την αγάπησα, κάναμε πολλές πρόβες μαζί μπαίνοντας η μία στον ρόλο της άλλης, αλλάζαμε ηλικίες, αυτοσχεδιάζαμε, για να αποκτήσουν οι Ευτυχίες μας κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Τη θαυμάζω ακόμα πιο πολύ τώρα. Είναι δοτική, ακέραιη, ανθρώπινη, συνεπής. Αν και δασκάλα, μετά από τόση εμπειρία, μπορεί να επιλέξει να γίνει άνετα μαθήτρια».
«Κάτια, δεν ενοχλείσαι; Εχουμε γίνει θέαμα», ήταν η πρώτη ερώτησή μου. Με τη μαγκιά που τη χαρακτηρίζει απάντησε: «Σιγά το Χόλιγουντ!» και συνέχισε: «Η “Ευτυχία” με συνεπήρε από την πρώτη στιγμή διαβάζοντας το σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Το βρήκα τόσο άψογο που δεν θέλησα να αλλάξω τίποτα. Με πλημμύρισε μια εσωτερική χαρά. Συνειδητοποίησα ότι δεν γράφονται πολύ συχνά τέτοια σενάρια. Ψάχνοντας πληροφορίες γι’ αυτήν, βρήκα την προσωπικότητά της ακόμα πιο συγκλονιστική. Κάθε φορά η προετοιμασία για την προσέγγιση ενός χαρακτήρα είναι μια αργή, αγχωτική διαδικασία. Με την “Ευτυχία” ένιωσα πολύ γρήγορα την ηρωίδα και σχεδόν με συνεπήρε ο ρυθμός και η ενέργειά της. Η ελευθερία με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή της με έκανε να τη βλέπω μπροστά μου, να μου τη μεταδίδει απλόχερα παίρνοντάς μου το άγχος και να το μετατρέπει σε ζωή, κίνηση, δοτικότητα, αγάπη. Η ταινία ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα αφενός λόγω του επαγγελματισμού της εταιρείας παραγωγής, αφετέρου λόγω του ότι όλοι οι συντελεστές, ως και ο τελευταίος φροντιστής, την αγκάλιασαν και τη μετέτρεψαν σε προσωπικό project. Αλλά αν δεν ήταν ο Αγγελος Φραντζής, ο οποίος δημιουργεί κάθε φορά ένα σύμπαν με υπευθυνότητα και φροντίδα για όλες τις ειδικότητες και ανάγει την εργασία σε συνδημιουργία, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν ίδια η “Ευτυχία”. Προσωπικά νιώθω μεγάλη ασφάλεια να αφεθώ, να προτείνω και να εμβαθύνω στον ψυχισμό των πρωταγωνιστριών μου κάτω από τις οδηγίες του. Από το “Μέσα στο Δάσος” μέχρι το “Ακίνητο Ποτάμι” και από το “Σύμπτωμα” μέχρι την “Ευτυχία” έχουμε διανύσει μαζί διαδρομές δύσκολες και πολυπρισματικές. Οσον άφορα την εμπορικότητα, δεν βάζω ταμπέλες, με ενδιαφέρουν περισσότερο οι συνεργασίες, τα σχήματα. Δεν είναι σόλο ενός ηθοποιού οι ταινίες, είναι αφελής όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο. Μια σκηνή είναι αποτέλεσμα πολλών ειδικοτήτων, που η μία αγκαλιάζει την άλλη και έτσι χαιρόμαστε όλοι μαζί όταν την έχουμε».
Συγκριτικά με τις προηγούμενες ταινίες της θα έλεγε ότι η τωρινή είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «εμπορική»; «Ναι, αλλά η αρτιότητά της ξεπερνά τον όρο “εμπορική”. Και όπως η Ευτυχία δεν έμπαινε σε κανένα κουστούμι, έτσι και η ταινία δεν κατηγοριοποιείται».
Μιλάμε για την παρουσία της στο σανίδι ή στη μεγάλη οθόνη. Εχει τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων ή είναι κάτι το έμφυτο που λειτουργεί ως αντανακλαστικό; «Δεν με τσέκαρα στο μόνιτορ για καιρό λόγω φοβίας, είχα μια αντίσταση στο πώς φαίνονται τα μάτια μου, τα χέρια μου... Σήμερα, αν και το ξεπέρασα, δεν μπορώ να το κρίνω, περισσότερο ακουμπάω στις αντιδράσεις που δεν μπορείς να τις ονοματίσεις, στον πειραματισμό». Για τη σπάνια καθαρότητα της φωνής της αποκαλύπτει ότι δεν έχει κάποια τεχνική: «Ο τρόπος που χρησιμοποιώ τη φωνή μου είναι ανάλογα με το πόσο καλά νιώθω στην ψυχή μου, δεν απαγγέλλω, ούτε επαναλαμβάνω κάποια ατάκα ωσότου τελειοποιηθεί». Από πού αντλεί την έμπνευσή της, τι λειτουργεί για την ίδια ως πηγή ερεθισμάτων; «Εκτός του να βλέπω ταινίες, αγαπημένη μου συνήθεια είναι οι βόλτες στις λαϊκές αγορές, όπως στην Αθηνάς όπου μπορείς να παρακολουθήσεις εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Με γοητεύει η ποικιλία στη σωματικότητα, το ότι μπερδεύονται οι κοινωνικές τάξεις σε μια ενσωματωμένη χορογραφία». Πώς προετοιμάζεται όταν παίρνει στα χέρια της ένα σενάριο, πώς διακρίνει τις κομβικές στιγμές της πλοκής; «Πηγαίνω στις σκηνές όπου δεν δίνονται στοιχεία, στις σιωπές, προσπαθώ να φανταστώ την ηρωίδα, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να κοιτάξει κάποιον που περνάει από δίπλα της. Στη Σιβηρία δοκίμασα 25 διαφορετικά περπατήματα από τα 80 μέσα στο χιόνι». Πώς αντιμετώπισε τον ρόλο της Ευτυχίας που είναι υπαρκτό πρόσωπο και ως εκ τούτου γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία από τον βίο της; «Προσπάθησα να καταλάβω την κρυψώνα της, πώς πετούσε τα βάρη της και έβγαινε έξω ηρωίδα να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τη ζωή χωρίς να κοιτάξει ποτέ πίσω. Τις πληγές της τις έκανε παράσημα. Η φαντασίωσή μου ήταν ότι υπήρχε ένα πατάρι που ανέβαινε σαν τον κλέφτη και παρατούσε τον μπόγο που την έκανε να χάνει το παιδί μέσα της. Εκλεινε την πόρτα και κατέβαινε τρέχοντας για να βγει ξανά στη ζωή. Η Πάτι Σμιθ ήταν βασική αναφορά στην Παπαγιαννοπούλου που έπλασα. Η ακαταστασία, το χάος, η αποσυμπίεση να γράψει κάτι σκίζοντας το χαρτί από τα τσιγάρα της και φυσικά η τρυφερότητα που είχαν και οι δυο τους απέναντι στους συντρόφους τους».
Oταν στην κουβέντα μας αναφέρεται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, σπεύδει να προσθέσει: «Την αγάπησα, κάναμε πολλές πρόβες μαζί μπαίνοντας η μία στον ρόλο της άλλης, αλλάζαμε ηλικίες, αυτοσχεδιάζαμε, για να αποκτήσουν οι Ευτυχίες μας κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Τη θαυμάζω ακόμα πιο πολύ τώρα. Είναι δοτική, ακέραιη, ανθρώπινη, συνεπής. Αν και δασκάλα, μετά από τόση εμπειρία, μπορεί να επιλέξει να γίνει άνετα μαθήτρια».
Αν μπορούσε να επιλέξει το χρονικό πλαίσιο μιας δουλειάς της, μέσα από την Ελληνική Ιστορία, ποια περίοδο θα διάλεγε; «Τα Δεκεμβριανά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όλα αυτά με πληγώνουν. Σήμερα έχουμε τις δομές για τους μετανάστες όπου συμβαίνουν μύρια δυσάρεστα τα οποία δεν τα μαθαίνουμε γιατί αποσιωπούνται. Εχουμε συνηθίσει την τραγωδία με την επανάληψη της Ιστορίας. Προσωπικά, αισθάνομαι αγκυλωμένη. Αν έκανα μια πράξη ακτιβισμού, θα ήταν να ασκήσω πίεση στη ροή των ειδήσεων για να μαθευτεί η αλήθεια. Μπορεί κάποια στιγμή να χρειαστεί να απολογηθούμε για τη σιωπηρή μας στάση, όταν η Ιστορία αρχίσει να μετράει τις απώλειες. Προσπαθώ να διευρύνω την αντίληψή μου, να ακούω, να αφουγκράζομαι, να παρατηρώ ανθρώπινες συμπεριφορές. Επιδιώκω να βρίσκομαι με αυτούς που αγαπιόμαστε γιατί η ανταλλαγή συναισθημάτων με κάνει σοφότερη και πιο ανταποδοτική».
Στη διαπίστωση ότι η εργασία του ηθοποιού δύσκολα βρίσκει ικανοποιητικό οικονομικό αντίκρισμα συμφωνεί, αλλά αποδέχεται συνειδητά τη συνθήκη: «Το βλέπεις από την αρχή, αλλά εγώ επιλέγω να μείνω εκεί όπου όπου εξελίσσομαι. Είναι πιο έξυπνο να συμφιλιωθώ νωρίτερα παρά να νιώθω ανικανοποίητη. Νιώθω τυχερή που δουλεύω, πιστεύω πολύ στην εργασία. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου σε όλες τις ταινίες είναι ένα σπάνιο κομμάτι πραγματικής ζωής με συναδέλφους που έχουμε μείνει μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα σαν να είμαστε οικογένεια. Αυτό ισορροπεί οποιαδήποτε απώλεια». Εύκολα αντιληπτό γίνεται επίσης ότι η δουλειά του ηθοποιού για την Κάτια δεν έχει μόνο τη διάσταση του βιοποριστικού επαγγέλματος, αλλά καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Κάνει παρέες εκτός καλλιτεχνικού κυκλώματος; «Δεν έχει τύχει ποτέ να έχω φίλους από τον επιχειρηματικό κλάδο, δεν ξέρω γιατί». Με ποιον σκηνοθέτη που πέρασε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου θα ήθελε να είχε δουλέψει; «Με τον Νικολαΐδη, γιατί σκηνοθετούσε τις γυναίκες της διπλανής πόρτας με παράλογο τρόπο. Το ίδιο κάνει και ο Αλμοδόβαρ ή ο Ζουλάφσκι. Θαυμάζω την οπτική τους, τη λατρεία με την οποία αντιμετωπίζουν τη γυναίκα».
Ο μεθοδικός τρόπος με τον οποίο μελετά τους ρόλους της και η προσπάθεια να βρει την κινητήριο δύναμη για κάθε έναν από αυτούς είναι ενδεικτικά του δυναμισμού της. Πού τον οφείλει όμως; «Στη μητέρα μου. Πάντοτε με έκανε να αισθάνομαι καλά που γεννήθηκα κορίτσι και μου πρόσφερε μια πολύ χαρούμενη παιδική ηλικία. Στο σπίτι έπαιζαν δύο ραδιόφωνα με μουσική από το Δεύτερο και το Τρίτο Πρόγραμμα. Είναι η αγαπημένη μου συνήθεια και σήμερα. Ακούω μουσική από το ραδιόφωνο, κι ας με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου. Ο επόμενος ρόλος είναι πάλι κινηματογραφικός. Θα ενσαρκώσω μια δυναμική γυναίκα που δεν θέλει να απελευθερωθεί από τις εμμονές της». Οσο για το πώς θα τη βρει η πρώτη μέρα του 2020; «Ξενυχτισμένη με τον αγαπημένο μου γάτο Πούπσι να νιαουρίζει για να τον ταΐσω, ενώ στο ράδιο θα ακούγεται η “Μελωδία της Ευτυχίας”».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr