Κέρκυρα: Πώς αυτό το τέρας του Κάβου αποφυλακίστηκε 43 χρόνια νωρίτερα;
18.05.2020
07:39
Άφαντος ακόμα ο Δημήτρης Ασπιώτης - Πριν από 10 χρόνια διέπραξε τρεις βιασμούς μέσα σε ένα καλοκαίρι, καταδικάστηκε σε 53 χρόνια κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε το 2019 με τον νόμο Παρασκευόπουλου, πριν να διαπράξει έναν ακόμη βιασμό πριν από λίγες ημέρες
Οταν τη βρήκαν ήταν χτυπημένη. Προχωρούσε άτσαλα, σαν χαμένη, σε έναν μεγάλο, άδειο δρόμο. Βλέμμα κολλημένο, στόμα ανοιχτό σαν κραυγή, λέξεις μπλοκαρισμένες σε αναγκαστική παύση. Δεν είχε τι να πει. Ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο τζάμι του περιπολικού. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν…
Η ντροπή, τα πρωτοσέλιδα, ο φόβος της, η ανάσα του, το κλάμα της, η μανία του, οι αντιστάσεις της, η ορμή του, το σώμα της αποκομμένο από κάθε ίχνος θέλησης μέσα στο δικό του. Στην ίδια ακριβώς θέση που βρέθηκαν πριν από χρόνια κι άλλες γυναίκες. Το τέρας του Κάβου είχε επιστρέψει…
Πάνω στο γραφείο μια στοίβα από χαρτιά. Ρεπορτάζ για βιασμούς με πρωταγωνιστή «το τέρας της Κέρκυρας». Ξεφυλλίζω τον πόνο των θυμάτων. Ονόματα, ηλικίες, καταγωγή, το σημείο της κτηνωδίας, τις ώρες του μαρτυρίου, τις καλοκαιρινές διακοπές που μετατράπηκαν σε εφιαλτικούς χειμώνες. Δύσκολα μπορώ να αντικρίσω τα πρόσωπά τους, ακόμη δυσκολότερα να συγκεντρωθώ στη ροή των γεγονότων. Τι συνέβη; Πώς συνέβη; Γιατί συνέβη;
Μένω στο τελευταίο κοιτάζοντας μια φωτογραφία του. Η ματιά του εκπέμπει αθωότητα μαζί με τύψεις. Το βλέμμα του ανθρώπου που κάνει μεγάλο κακό χωρίς άλλο κίνητρο πέρα από το μίσος και την επιθυμία. Και μετά το μετανιώνει. Για λίγο… Μέχρι να το επαναλάβει ξανά. Αναρωτιέμαι. Πώς μεταλλάχτηκε από άνθρωπος σε δράκο, από παιδί σε κτήνος κι από πρόβατο, όπως λένε οι συγχωριανοί του, στον λύκο που περιγράφουν οι άτυχες αυτές γυναίκες; Ρωτάω. Ξανά και ξανά. Γνωστούς και χωριανούς του. Φίλους δεν είχε ποτέ, οικογένεια ούτε γι’ αστείο.
Πρώτη στάση στα Σπαρτερά. Σε ένα μικρό χωριό στα νότια της Λευκίμμης, λίγο έξω από τον Κάβο, εκεί όπου ο Δημήτρης Ασπιώτης γεννήθηκε πριν από 47 χρόνια. Ο κόσμος δεν τον αποκαλεί με το όνομά του παρά «βιαστή», «καθίκι» και «καμένο χαρτί». Πού και πού οι χαρακτηρισμοί τους μαλακώνουν. Πάντα όταν επιστρέφεις στο παρελθόν κάποιου οι μνήμες λειαίνουν την επιφάνεια ακόμη και της πιο κακοτράχαλης ύπαρξης.
Οχι για να δικαιολογήσουν το σήμερα, αλλά επειδή αυτό το σήμερα μπορεί και να ήταν διαφορετικό αν δεν υπήρχε εκείνο το χθες: «Τον Δημήτρη τον γνωρίζω από παιδί. Κι αυτόν και τους γονείς του και τα αδέλφια του κι αυτό που μπορώ να πω είναι πως η κόλαση μέσα στην οποία μεγάλωσε δύο πράγματα θα μπορούσε να τον κάνει: είτε πολύ άνθρωπο είτε πολύ κτήνος.
Δεν υπάρχει μεσοβέζικη εικόνα σε αυτές τις ζωές», μου λέει ένας άνδρας κρύβοντας το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του και συνεχίζει: «Ηταν έξι παιδιά. Τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Εξι παιδιά με δύο γονείς αλκοολικούς.
Θυμάμαι επιστρέφαμε από το σχολείο και βλέπαμε τον συγχωρεμένο τον πατέρα του να κοιμάται κάτω στον δρόμο τύφλα από το μεθύσι. Σπίτι δεν υπήρχε, παρά μόνο ένα καλύβι χωρίς πόρτες, παράθυρα, φως και νερό. Και τα έξι παιδιά κοιμόντουσαν σε ένα μονό κρεβάτι. Τα λεφτά από ένα επίδομα και από το μάζεμα των ελιών της εκκλησίας, η μάνα και ο πατέρας τα έτρωγαν όλα στο πιοτό.
Τα παιδιά πεινούσαν, τα τάιζε η γειτονιά, τα έντυνε η γειτονιά, τα μεγάλωσε όσο και όπως μπορούσε η γειτονιά. Κανένα τους δεν πήγε στο σχολείο, κανένα τους δεν ένιωσε ποτέ ένα χάδι. Το ξύλο που έτρωγαν δεν περιγράφεται, ούτε και τα βασανιστήρια.
Υπήρχαν φορές που οι γονείς αυτοί τα πετούσαν σε ένα πηγάδι προκειμένου να πάνε να πιουν στο καφενείο κάποιου γειτονικού χωριού, υπήρχαν αμέτρητες στιγμές που η λογική ξεπερνούσε ακόμη και την πιο σκληρή φαντασία. Δεν γνωρίζω άνθρωπο που να έχει ζήσει χειρότερα παιδικά χρόνια. Τα παιδιά με τα χρόνια σκλήρυναν, έγιναν σαν πέτρες. Θυμάμαι πιτσιρικάδες να λέμε “Κατεβαίνουν τα μπιλέλια!” - αυτό ήταν το παρατσούκλι τους- και να εξαφανιζόμαστε από τον φόβο. Τα κορίτσια πήραν άσχημο δρόμο, δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω, αλλά όταν ένα 10χρονο κοριτσάκι εξαφανίζεται μέσα σε ένα βράδυ τι μπορεί να απογίνει; Η Πρόνοια είχε ενημερωθεί πάρα πολλές φορές. Ερχoνταν, έκαναν συστάσεις και έφευγαν.
Αυτοί δεν ήταν δημόσιοι λειτουργοί, αλλά εγκληματίες. Ο Δημήτρης ήταν ένα πανέξυπνο παιδί, ένα παιδί που αν έβγαζε το σχολειό και μεγάλωνε σε κάποιο άλλο σπιτικό θα μπορούσε να έχει διαπρέψει. Hταν 14 ετών όταν μπήκε στην κουζίνα κάποιου χωριανού για να κλέψει ψωμί και τυρί επειδή πεινούσε. Τον έπιασαν, τον δίκασαν και αντί εκείνος ο δικαστής να ελέγξει την κατάσταση του ρακένδυτου αυτού παιδιού τον έστειλε στο αναμορφωτήριο.
Αυτή ήταν η αρχή του μεγάλου του κατήφορου. Εκεί μέσα έγινε χειρότερος. Οταν βγήκε δεν ήταν πλέον ο κλεφτράκος του ψωμοτυριού. Εκλεβε χρήματα και μηχανάκια, έπινε χάπια, κόκα και αλκοόλ, δεν είχε σχέση, δεν είχε φίλους, δεν είχε οικογένεια, δεν είχε κάτι να κερδίσει και κυρίως τίποτα να χάσει... Ηταν ήδη χαμένος».
Ο κλεφτράκος που έγινε βιαστής
Σταματάω να καταγράφω. Η επικεφαλίδα του τώρα σπρώχνει στο περιθώριο της σελίδας τον μικρό κλεφτράκο τού τότε αφήνοντας στο κέντρο της το αποκρουστικό ουσιαστικό «βιαστής». Σκέφτομαι πως ακόμη και αν ο Δημήτρης Ασπιώτης βίωσε την κόλαση, δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα να τη διαιωνίσει στις ζωές των άλλων. Οτι είναι πολλοί εκείνοι που έζησαν τα χειρότερα για να φτιάξουν τα καλύτερα. Και πως υπάρχουν άνθρωποι που βγήκαν από κολαστήρια για να συνθέσουν τον παράδεισο. Δικό τους ή των άλλων…
Δεύτερη στάση στον Κάβο Λευκίμμης. Εκεί όπου μέσα σε θαμνώδεις περιοχές ο Δημήτρης Ασπιώτης είχε βιάσει το καλοκαίρι του 2010 τρεις Βρετανίδες που είχαν έρθει στη χώρα μας για διακοπές. Η πρώτη ήταν μια 47χρονη γυναίκα που περπατούσε μόνη σε κάποια ερημική περιοχή του Ασπρόκαβου, η δεύτερη έκλεινε τα 23 της και η τρίτη, το τελευταίο θύμα του 37χρονου τότε «δράκου», μια 19χρονη.
Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών ο Ασπιώτης, υπό την απειλή μαχαιριού, τις χτύπησε, τις βίασε, τις έκλεψε και τις απείλησε πως αν μιλούσαν θα πέθαιναν. Ολες τους τον κατέδωσαν, μία από αυτές αναπαράγει μέχρι σήμερα το δράμα της για να γλιτώσει τον εαυτό της και άλλα υποψήφια θύματα από την τρέλα του Ασπιώτη. Το όνομά της, Κάιλι Μόργκαν και οι περιγραφές της κάτι παραπάνω από σοκαριστικές: «Το καλοκαίρι εκείνο μόλις είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο και εργαζόμουν ως υπάλληλος ταξιδιωτικού γραφείου.
Τη μέρα που μου επιτέθηκε έκανα έναν απογευματινό περίπατο κατά μήκος της παραλίας. Ο άνδρας αυτός με χτύπησε στο πρόσωπο με μπουνιές, με έσυρε από τα μαλλιά στο δάσος και με βίαζε για 15 ολόκληρες ώρες ξανά και ξανά.
Ολη αυτή την ώρα κρατούσε ένα μαχαίρι στον λαιμό μου και μου έλεγε σε σπαστά αγγλικά: “Δεν είναι και τόσο φοβερό. Δεν είμαι κακός άνθρωπος… Πες μου ότι σ’ αρέσει. Πες μου ότι είναι καλό. Αν δεν αντιστέκεσαι θα είναι καλύτερα”. Οταν τελείωσε το μαρτύριό μου, πήγα τρέχοντας στο Τμήμα και όταν οι αστυνομικοί μου έδειξαν μία φωτογραφία του τον αναγνώρισα αμέσως».
Στο ίδιο πρόσωπο αναγνώρισαν τον βασανιστή και βιαστή τους και οι δύο άλλες γυναίκες. Ο Ασπιώτης όμως ήταν άφαντος. Κανείς δεν μπορούσε να τον βρει ούτε στην καλύβα του αλλά ούτε και στο δάσος που εκτείνεται για πολλά χιλιόμετρα γύρω από αυτή.
Η ντροπή, τα πρωτοσέλιδα, ο φόβος της, η ανάσα του, το κλάμα της, η μανία του, οι αντιστάσεις της, η ορμή του, το σώμα της αποκομμένο από κάθε ίχνος θέλησης μέσα στο δικό του. Στην ίδια ακριβώς θέση που βρέθηκαν πριν από χρόνια κι άλλες γυναίκες. Το τέρας του Κάβου είχε επιστρέψει…
Πάνω στο γραφείο μια στοίβα από χαρτιά. Ρεπορτάζ για βιασμούς με πρωταγωνιστή «το τέρας της Κέρκυρας». Ξεφυλλίζω τον πόνο των θυμάτων. Ονόματα, ηλικίες, καταγωγή, το σημείο της κτηνωδίας, τις ώρες του μαρτυρίου, τις καλοκαιρινές διακοπές που μετατράπηκαν σε εφιαλτικούς χειμώνες. Δύσκολα μπορώ να αντικρίσω τα πρόσωπά τους, ακόμη δυσκολότερα να συγκεντρωθώ στη ροή των γεγονότων. Τι συνέβη; Πώς συνέβη; Γιατί συνέβη;
Μένω στο τελευταίο κοιτάζοντας μια φωτογραφία του. Η ματιά του εκπέμπει αθωότητα μαζί με τύψεις. Το βλέμμα του ανθρώπου που κάνει μεγάλο κακό χωρίς άλλο κίνητρο πέρα από το μίσος και την επιθυμία. Και μετά το μετανιώνει. Για λίγο… Μέχρι να το επαναλάβει ξανά. Αναρωτιέμαι. Πώς μεταλλάχτηκε από άνθρωπος σε δράκο, από παιδί σε κτήνος κι από πρόβατο, όπως λένε οι συγχωριανοί του, στον λύκο που περιγράφουν οι άτυχες αυτές γυναίκες; Ρωτάω. Ξανά και ξανά. Γνωστούς και χωριανούς του. Φίλους δεν είχε ποτέ, οικογένεια ούτε γι’ αστείο.
Πρώτη στάση στα Σπαρτερά. Σε ένα μικρό χωριό στα νότια της Λευκίμμης, λίγο έξω από τον Κάβο, εκεί όπου ο Δημήτρης Ασπιώτης γεννήθηκε πριν από 47 χρόνια. Ο κόσμος δεν τον αποκαλεί με το όνομά του παρά «βιαστή», «καθίκι» και «καμένο χαρτί». Πού και πού οι χαρακτηρισμοί τους μαλακώνουν. Πάντα όταν επιστρέφεις στο παρελθόν κάποιου οι μνήμες λειαίνουν την επιφάνεια ακόμη και της πιο κακοτράχαλης ύπαρξης.
Οχι για να δικαιολογήσουν το σήμερα, αλλά επειδή αυτό το σήμερα μπορεί και να ήταν διαφορετικό αν δεν υπήρχε εκείνο το χθες: «Τον Δημήτρη τον γνωρίζω από παιδί. Κι αυτόν και τους γονείς του και τα αδέλφια του κι αυτό που μπορώ να πω είναι πως η κόλαση μέσα στην οποία μεγάλωσε δύο πράγματα θα μπορούσε να τον κάνει: είτε πολύ άνθρωπο είτε πολύ κτήνος.
Δεν υπάρχει μεσοβέζικη εικόνα σε αυτές τις ζωές», μου λέει ένας άνδρας κρύβοντας το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του και συνεχίζει: «Ηταν έξι παιδιά. Τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Εξι παιδιά με δύο γονείς αλκοολικούς.
Θυμάμαι επιστρέφαμε από το σχολείο και βλέπαμε τον συγχωρεμένο τον πατέρα του να κοιμάται κάτω στον δρόμο τύφλα από το μεθύσι. Σπίτι δεν υπήρχε, παρά μόνο ένα καλύβι χωρίς πόρτες, παράθυρα, φως και νερό. Και τα έξι παιδιά κοιμόντουσαν σε ένα μονό κρεβάτι. Τα λεφτά από ένα επίδομα και από το μάζεμα των ελιών της εκκλησίας, η μάνα και ο πατέρας τα έτρωγαν όλα στο πιοτό.
Τα παιδιά πεινούσαν, τα τάιζε η γειτονιά, τα έντυνε η γειτονιά, τα μεγάλωσε όσο και όπως μπορούσε η γειτονιά. Κανένα τους δεν πήγε στο σχολείο, κανένα τους δεν ένιωσε ποτέ ένα χάδι. Το ξύλο που έτρωγαν δεν περιγράφεται, ούτε και τα βασανιστήρια.
Υπήρχαν φορές που οι γονείς αυτοί τα πετούσαν σε ένα πηγάδι προκειμένου να πάνε να πιουν στο καφενείο κάποιου γειτονικού χωριού, υπήρχαν αμέτρητες στιγμές που η λογική ξεπερνούσε ακόμη και την πιο σκληρή φαντασία. Δεν γνωρίζω άνθρωπο που να έχει ζήσει χειρότερα παιδικά χρόνια. Τα παιδιά με τα χρόνια σκλήρυναν, έγιναν σαν πέτρες. Θυμάμαι πιτσιρικάδες να λέμε “Κατεβαίνουν τα μπιλέλια!” - αυτό ήταν το παρατσούκλι τους- και να εξαφανιζόμαστε από τον φόβο. Τα κορίτσια πήραν άσχημο δρόμο, δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω, αλλά όταν ένα 10χρονο κοριτσάκι εξαφανίζεται μέσα σε ένα βράδυ τι μπορεί να απογίνει; Η Πρόνοια είχε ενημερωθεί πάρα πολλές φορές. Ερχoνταν, έκαναν συστάσεις και έφευγαν.
Αυτοί δεν ήταν δημόσιοι λειτουργοί, αλλά εγκληματίες. Ο Δημήτρης ήταν ένα πανέξυπνο παιδί, ένα παιδί που αν έβγαζε το σχολειό και μεγάλωνε σε κάποιο άλλο σπιτικό θα μπορούσε να έχει διαπρέψει. Hταν 14 ετών όταν μπήκε στην κουζίνα κάποιου χωριανού για να κλέψει ψωμί και τυρί επειδή πεινούσε. Τον έπιασαν, τον δίκασαν και αντί εκείνος ο δικαστής να ελέγξει την κατάσταση του ρακένδυτου αυτού παιδιού τον έστειλε στο αναμορφωτήριο.
Αυτή ήταν η αρχή του μεγάλου του κατήφορου. Εκεί μέσα έγινε χειρότερος. Οταν βγήκε δεν ήταν πλέον ο κλεφτράκος του ψωμοτυριού. Εκλεβε χρήματα και μηχανάκια, έπινε χάπια, κόκα και αλκοόλ, δεν είχε σχέση, δεν είχε φίλους, δεν είχε οικογένεια, δεν είχε κάτι να κερδίσει και κυρίως τίποτα να χάσει... Ηταν ήδη χαμένος».
Ο κλεφτράκος που έγινε βιαστής
Σταματάω να καταγράφω. Η επικεφαλίδα του τώρα σπρώχνει στο περιθώριο της σελίδας τον μικρό κλεφτράκο τού τότε αφήνοντας στο κέντρο της το αποκρουστικό ουσιαστικό «βιαστής». Σκέφτομαι πως ακόμη και αν ο Δημήτρης Ασπιώτης βίωσε την κόλαση, δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα να τη διαιωνίσει στις ζωές των άλλων. Οτι είναι πολλοί εκείνοι που έζησαν τα χειρότερα για να φτιάξουν τα καλύτερα. Και πως υπάρχουν άνθρωποι που βγήκαν από κολαστήρια για να συνθέσουν τον παράδεισο. Δικό τους ή των άλλων…
Δεύτερη στάση στον Κάβο Λευκίμμης. Εκεί όπου μέσα σε θαμνώδεις περιοχές ο Δημήτρης Ασπιώτης είχε βιάσει το καλοκαίρι του 2010 τρεις Βρετανίδες που είχαν έρθει στη χώρα μας για διακοπές. Η πρώτη ήταν μια 47χρονη γυναίκα που περπατούσε μόνη σε κάποια ερημική περιοχή του Ασπρόκαβου, η δεύτερη έκλεινε τα 23 της και η τρίτη, το τελευταίο θύμα του 37χρονου τότε «δράκου», μια 19χρονη.
Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών ο Ασπιώτης, υπό την απειλή μαχαιριού, τις χτύπησε, τις βίασε, τις έκλεψε και τις απείλησε πως αν μιλούσαν θα πέθαιναν. Ολες τους τον κατέδωσαν, μία από αυτές αναπαράγει μέχρι σήμερα το δράμα της για να γλιτώσει τον εαυτό της και άλλα υποψήφια θύματα από την τρέλα του Ασπιώτη. Το όνομά της, Κάιλι Μόργκαν και οι περιγραφές της κάτι παραπάνω από σοκαριστικές: «Το καλοκαίρι εκείνο μόλις είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο και εργαζόμουν ως υπάλληλος ταξιδιωτικού γραφείου.
Τη μέρα που μου επιτέθηκε έκανα έναν απογευματινό περίπατο κατά μήκος της παραλίας. Ο άνδρας αυτός με χτύπησε στο πρόσωπο με μπουνιές, με έσυρε από τα μαλλιά στο δάσος και με βίαζε για 15 ολόκληρες ώρες ξανά και ξανά.
Ολη αυτή την ώρα κρατούσε ένα μαχαίρι στον λαιμό μου και μου έλεγε σε σπαστά αγγλικά: “Δεν είναι και τόσο φοβερό. Δεν είμαι κακός άνθρωπος… Πες μου ότι σ’ αρέσει. Πες μου ότι είναι καλό. Αν δεν αντιστέκεσαι θα είναι καλύτερα”. Οταν τελείωσε το μαρτύριό μου, πήγα τρέχοντας στο Τμήμα και όταν οι αστυνομικοί μου έδειξαν μία φωτογραφία του τον αναγνώρισα αμέσως».
Στο ίδιο πρόσωπο αναγνώρισαν τον βασανιστή και βιαστή τους και οι δύο άλλες γυναίκες. Ο Ασπιώτης όμως ήταν άφαντος. Κανείς δεν μπορούσε να τον βρει ούτε στην καλύβα του αλλά ούτε και στο δάσος που εκτείνεται για πολλά χιλιόμετρα γύρω από αυτή.
Τελικά παραδόθηκε στις Αρχές το βράδυ της Τετάρτης 25 Αυγούστου του 2010, ομολογώντας τους δύο από τους τρεις βιασμούς. Την εποχή εκείνη γίνεται γνωστό ότι οι βάναυσες επιθέσεις σε βάρος των τριών γυναικών είχαν σημειωθεί μέσα σε μόλις ενάμιση μήνα (!) αφότου ο Ασπιώτης είχε αφεθεί ελεύθερος έχοντας εκτίσει τη μισή ποινή που του είχε επιβληθεί (6 χρόνια) για σεξουαλικές επιθέσεις σε άλλες Βρετανίδες τουρίστριες μεταξύ των ετών 1997 και 2005.
Την ημέρα της δίκης ο «δράκος του Κάβου» ικετεύει για επιείκεια λέγοντας: «Ημουν άσχημος, δεν με αγαπούσε κανείς, η οικογένειά μου κι εγώ ζούμε σαν ζώα. Δεν έχουμε πραγματικό σπίτι κι εγώ ο ίδιος απορρίφθηκα από την κοινωνία λόγω του παρελθόντος μου. Δεν έχω δουλειά και καμία ελπίδα να κάνω μια σωστή ζωή. Ξέρω ότι καμιά γυναίκα δεν θα με δεχτεί. Ετσι, ο βιασμός και η ληστεία ήταν η μόνη λύση που μου απόμεινε για να ικανοποιήσω τις βασικές μου ανάγκες».
Την ίδια στιγμή, ένα από τα αδέλφια του ουρλιάζει: «Δώστε μου ένα όπλο και θα τον πυροβολήσω εγώ ο ίδιος», ενώ λίγο αργότερα το δικαστήριο τον καταδικάζει σε κάθειρξη 52 ετών. Λίγους μήνες μετά την καταδίκη του Δημήτρη Ασπιώτη ο μεγαλύτερος αδελφός του, που ζει στην Αγγλία και είναι παντρεμένος με Βρετανίδα, φεύγει ξαφνικά από τη ζωή. Κάποιοι λένε ότι ηττήθηκε ύστερα από μια σύντομη μάχη με τον καρκίνο.
Κάποιοι άλλοι -και είναι πολλοί- πως έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του μην αντέχοντας τη ρετσινιά να είναι ο αδελφός ενός βιαστή. Οπως επισημαίνει κάποιος φίλος του, «ο Νίκος ήταν ο μόνος από τα παιδιά που μπόρεσε να φτιάξει σωστά τη ζωή του. Ισως επειδή όταν ήταν μικρός, κάποιος γνωστός ξενοδόχος της περιοχής τού είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο για να μένει μαζί με όλη του την αγάπη και τη φροντίδα. Φοβάμαι πως θα πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές στην Αγγλία μετά την αποκάλυψη της ταυτότητας του Δημήτρη. Δεν άντεξε τόσο εξευτελισμό και τέτοιο πόνο».
Ο Δημήτρης, πάλι, άντεξε και τον Νοέμβριο του 2017, χάρη στις διατάξεις του νόμου Παρασκευόπουλου, άρχισε να αναπνέει ξανά τον αέρα της ελευθερίας…
Η οργή των Βρετανών
Μετά την αποφυλάκισή του ο Ασπιώτης ποζάρει χαμογελώντας στον φωτογραφικό φακό έξω από κάποιο μπαράκι του Κάβου ενώ παραχωρεί συνεντεύξεις στον Τύπο και στην τηλεόραση υποστηρίζοντας πως έχει πια αλλάξει: «Δεν έχω πλέον σχέση με τα ναρκωτικά. Εκανα χρήση κοκαΐνης και έπαιρνα χάπια που με έκαναν να τρελαίνομαι. Διατηρώ σχέση με μια κοπέλα, μόνο εκείνη σκέφτομαι.
Αυτό που έκανα ήταν εγκληματικό, δεν είχα επίγνωση όταν το έκανα και αν συνέβαινε σε κάποιον δικό μου, θα σκότωνα. Σκέφτηκα πολλές φορές να αυτοκτονήσω και το ’ χω προσπαθήσει κάνα δυο φορές. Είμαι ένα πολύ καλό παιδί, πολύ πληγωμένο παιδί. Σήμερα θα ήθελα να έχω ένα σπιτάκι, τη δουλίτσα μου και την κοπέλα μου. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα έκανα ποτέ αυτό το πράγμα».
Οσοι τον γνωρίζουν λένε πως έχει αλλάξει, ότι τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν για εκείνον καλύτερα από όσο πίστευαν. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά κάποιος κάτοικος του Κάβου, «βλέπαμε ότι είχε κόψει τα ναρκωτικά και πως δεν έπινε όπως πριν. Δύσκολα τα έβγαζε πέρα, καθώς οι άνθρωποι φοβόντουσαν να τον πάρουν στη δούλεψή τους. Του έδιναν λεφτά για τον καφέ και τα τσιγάρα του και κάνα σάντουιτς, αλλά μέχρι εκεί. Είχε χτυπήσει πολλές πόρτες για δουλειά, ωστόσο δεν άνοιγε καμία. Ηταν στιγματισμένος».
Τα νέα της ελευθερίας του Ασπιώτη δεν αργούν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, φτάνοντας μέχρι το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Η Κάιλι Μόργκαν επικοινωνεί σοκαρισμένη με τον βουλευτή των Εργατικών του Σκάνθορπ Νικ Ντακίν διερωτώμενη: «Πώς αυτό το τέρας αποφυλακίστηκε 43 χρόνια νωρίτερα;». Μετά από παρέμβαση του Ντακίν, ο επικεφαλής της Βουλής των Κοινοτήτων Τζέικομπ Ρις-Μογκ δεσμεύεται ενώπιον του Βρετανικού Κοινοβουλίου να εγείρει το θέμα ζητώντας από τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, Ντόμινικ Ράαμπ, να παρέμβει στη σκανδαλώδη αποφυλάκιση του «Beast of Kavos».
Την ίδια ώρα χιλιάδες Βρετανοί υπογράφουν μία ηλεκτρονική αίτηση που καλούσε το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας τους να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα προκειμένου να στείλει τον Ασπιώτη πίσω στη φυλακή, ενώ η Κάιλι με δάκρυα στα μάτια κάνει την ακόλουθη δήλωση: «Οταν άκουσα ότι βγήκε από τη φυλακή έπαθα σοκ. Με έπιασαν τα κλάματα, ένιωσα ναυτία και αηδία. Νόμιζα πως θα σαπίσει μέσα σε ένα κελί, αλλά αυτός κυκλοφορεί ελεύθερος και πίνει τα ποτά του στον Κάβο. Θέλω να μάθω γιατί είναι έξω. Δεν πιστεύω ότι έχει αλλάξει. Ενα τέτοιο άτομο δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει. Φοβάμαι πραγματικά πως ό,τι έκανε σε μένα θα το κάνει και σε άλλες γυναίκες». Η Κάιλι Μόργκαν είχε δίκιο…
Στο ίδιο έργο θεατές
Παρά τις πολιτικές παρεμβάσεις και τα δάκρυα των θυμάτων του, ο Δημήτρης Ασπιώτης συνεχίζει να κυκλοφορεί ελεύθερος. Μοιάζει καλά. Δεν είναι. Μοιάζει ακίνδυνος. Ούτε αυτό είναι. Οταν η νεαρή φίλη του τον εγκαταλείπει πριν από λίγους μήνες, εκείνος καταρρέει βρίσκοντας διέξοδο στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Οι γνωστοί του τού λένε να συνέλθει, εκείνος ωστόσο δεν είναι σε θέση να σκεφτεί λογικά. «Ο χωρισμός αυτός τον ισοπέδωσε.
Ηταν η πρώτη και μοναδική σχέση της ζωής του. Οταν η κοπέλα τον άφησε, αλλού πατούσε κι αλλού βρισκόταν», λέει κάποιος γνωστός του και συνεχίζει: «Και σας ρωτώ. Οταν αποφυλακίζεις έναν άνθρωπο που έχει καταδικαστεί για σεξουαλικά εγκλήματα, δεν πρέπει να προνοήσεις και για την προστασία της κοινωνίας; Πού ήταν η Αστυνομία για να τον επιτηρεί;
Πού βρίσκονταν οι ψυχίατροι για να παρακολουθούν αν αυτός ο άνθρωπος λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή του; Γιατί δεν του φόρεσαν ένα βραχιολάκι ώστε να μπορεί να εντοπιστεί εύκολα αν κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο; Τίποτα. Καμία πρόβλεψη, καμία ασφάλεια. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα αγρίμι. Πώς αφήνεις ένα αγρίμι ελεύθερο χωρίς την παραμικρή επιτήρηση; Το πιθανότερο ήταν να γίνει κάποιο κακό, όπως και έγινε».
Είναι αρχές Μαΐου όταν γίνεται το κακό. Ο Δημήτρης Ασπιώτης κάνει στενή παρέα με ένα ζευγάρι Αλβανών που έχει πρόσφατα εγκατασταθεί λίγο έξω από τον Κάβο. Κάποιο βράδυ, πηγαίνει στο σπίτι του ζευγαριού «για να πιουν και να φτιαχτούν όλοι μαζί», όπως λέει πρόσωπο που γνωρίζει πράγματα και καταστάσεις, «Οταν βρίσκονταν αλλού, μέσα στις παραισθήσεις τους, ακούγεται ότι ο Ασπιώτης έριξε υπνωτικά χάπια στο ποτό του Αλβανού, εκείνος αποκοιμήθηκε κι έτσι πήρε την 34χρονη γυναίκα και εξαφανίστηκε.
Το κακό μόλις επαναλαμβανόταν». Την Παρασκευή 8 Μαΐου ο Αλβανός, ο οποίος σήμερα κρατείται για παράνομη είσοδο στη χώρα, καταγγέλλει στις Αρχές ότι η σύντροφός του αγνοείται επί δύο 24ωρα και μαζί με εκείνη ο «δράκος του Κάβου». Η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Κέρκυρας εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του Ασπιώτη αλλά και της αγνοούμενης γυναίκας παρότι, σύμφωνα με πληροφορίες, η ίδια είχε τηλεφωνήσει μία ημέρα νωρίτερα υποστηρίζοντας πως είναι καλά…
Το Σάββατο 9 Μαΐου η 34χρονη εντοπίζεται από περιπολικό να περπατά σαν χαμένη στον Αγιο Προκόπιο Λευκίμμης ενώ λίγο αργότερα καταθέτει ότι ο Ασπιώτης την κρατούσε σε μία καλύβα και τη βίαζε, ενώ την υποχρέωσε να επικοινωνήσει με τις Αρχές λέγοντας ότι είναι καλά. Μερικές ώρες μετά, τα ευρήματα του ιατροδικαστή επιβεβαίωσαν τον βιασμό, η γυναίκα νοσηλεύτηκε στη Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Κέρκυρας κι ένα ολόκληρο νησί βρίσκεται σήμερα επί ποδός αναζητώντας τον «δράκο του Κάβου» για ακόμη μία φορά.
Οπως υποστηρίζει πρόσωπο που γνωρίζει τον Ασπιώτη από τα παιδικά του χρόνια: «Δεν νομίζω ότι ο Δημήτρης έχει αυτοκτονήσει, όπως δεν πιστεύω πως θα τον βρουν αν ο ίδιος δεν το θελήσει. Ο άνθρωπος αυτός ξέρει τα βουνά της περιοχής τόσο καλά όσο εμείς το σπίτι μας. Εκεί μεγάλωσε. Με τα φίδια κοιμόταν, από τις γίδες έπινε γάλα, με ραπάνια και ωμά κουκιά μεγάλωσε. Τις προάλλες επικοινώνησε με έναν γνωστό και του είπε: “Δεν βγαίνω γιατί θα με χτυπήσουν”. Αυτό φοβάται. Ολα αυτά τα χρόνια έχει φάει τόσο ξύλο που δεν το χωράει ανθρώπινος νους. Κανείς δεν κατάλαβε ότι αυτό το ξύλο τον έκανε χειρότερο άνθρωπο. Αν είναι αργά; Λυπάμαι και φοβάμαι πως ναι».
Ειδήσεις σήμερα:
«Ναι» στις μεταρρυθμίσεις, «όχι» στον ανασχηματισμό από τον Μητσοτάκη
Στις 20 Μαΐου οι αποφάσεις για τα δημοτικά σχολεία
Σαρωτικό το τρίτο «κύμα» της κανονικότητας - Τι αλλάζει σε σχολεία, μετακινήσεις και εμπορικά κέντρα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr