Κώστας Φέρρης: Το Κέντρο Κινηματογράφου δεν είναι... ρεμπέτ ασκέρ
Κώστας Φέρρης: Το Κέντρο Κινηματογράφου δεν είναι... ρεμπέτ ασκέρ
Ποιο «Ρεμπέτικο», ο Φέρρης χορεύει rock ’n’ roll και μιλάει έξω από τα δόντια: εξηγεί, μιλώντας στον Δημήτρη Δανίκα, την απόφασή του να παραιτηθεί μαζί με άλλους πέντε από το Δ.Σ. του Κέντρου, κάνοντας λόγο για ρουσφέτια, λαδώματα, παιχνίδια εξουσίας, ποινικά αδικήματα και... σκελετούς στα ντουλάπια μιας ελληνικής Εβδομης Τέχνης που βουλιάζει στον βούρκο της διαφθοράς και της απαξίωσης
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Σκηνή πρώτη. Στα γραφεία του Κέντρου Κινηματογράφου. Εκεί όπου σκηνοθέτες και παραγωγοί καταθέτουν σενάρια και προτάσεις. Στη συνέχεια ξεροσταλιάζουν περιμένοντας εγκρίσεις και αποφάσεις από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Προφανώς για τα «φράγκα». Ετσι το λένε στη γλώσσα της (κινηματογραφικής) πιάτσας. Τα «φράγκα», λοιπόν, όσο πάνε και λιγοστεύουν. Κάποτε ήταν κάμποσα. Επί ημερών Μελίνας Μερκούρη. Στη συνέχεια όλο και λιγοστεύουν. Η πίτα μικραίνει, ο αριθμός των ενδιαφερόμενων αυξάνει. Τι να κάνουν; Από πού να τα βρουν; Ασε που εν Ελλάδι ισχύει η ρήση του αείμνηστου Γιάννη Τσαρούχη «είσαι ό,τι δηλώσεις». Τι είσαι, παιδί μου;
Σκηνοθέτης, μαμά!
Σε αυτή τη σκηνή κάποιος, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος (κυρίως πρωτοεμφανιζόμενοι), απευθυνόμενος σε κάποιο στέλεχος του Κέντρου λέει: «Εφερα την πρότασή μου» (εννοεί το σενάριό του). «Ωραία», απαντάει η στελεχάρα. «Παραγωγό έχεις;». Πριν προλάβει να λάβει απάντηση, η στελεχάρα τού λέει: «Μην ανησυχείς, θα σου βρω εγώ παραγωγό». Και συμπληρώνει: «Το έχεις κοστολογήσει;». «Το έχω». «Ε, από το κοστολόγιο να αφαιρέσεις ένα 10%». Ο ενδιαφερόμενος, ταραγμένος, ρωτάει αφελώς: «Μα γιατί;». Και η στελεχάρα τον αποστομώνει: «Επειδή έχω πολλά στόματα να ταΐσω».
Σκηνή δεύτερη. Συνηθισμένη. Σκηνοθέτης που έχει υποβάλει πρόταση και σενάριο μιλάει τηλεφωνικά με κάποιο μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου και του λέει: «Οπως ξέρεις, έχω καταθέσει πρόταση για χρηματοδότηση. Φίλοι είμαστε, σήμερα εσύ, αύριο εγώ, κάνε κάτι». Η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής τον διαβεβαιώνει: «Μην ανησυχείς, θα τους ψήσω» (εννοεί τα υπόλοιπα μέλη των επιτροπών).
ΜΗ ΜΙΛΑΣ!
Ολα αυτά είναι αποκυήματα της δικής μου νοσηρής φαντασίας; Τα ακούς σε κάθε παρέα σκηνοθετών, παραγωγών και τεχνικών. Αλλά τσιμουδιά. Οποιος τολμήσει, δημοσίως, να τα αποκαλύψει, θα βρεθεί έξω από το μαντρί. Τουτέστιν, έξω από χρηματοδοτήσεις. Δηλαδή, No Money, No Job, No Nothing!
Μιλώντας, τηλεφωνικά, με την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη διασταύρωσα την καταγγελία του Κώστα Φέρρη: «Είναι αλήθεια πως ογδόντα ονόματα, ογδόντα φάκελοι με ποινικά αδικήματα, θα καταλήξουν στον εισαγγελέα;». «Ναι, είναι αλήθεια», απαντάει. «Μα κάτι πρέπει να κάνετε, ο χρόνος και τα περιθώρια εξαντλούνται, οι παθογένειες πολλές, εδώ και δεκαετίες». Και αμέσως με διαβεβαιώνει: «Μέχρι το τέλος του χρόνου θα φέρω νέο νομοσχέδιο για τη λειτουργία του Κέντρου Κινηματογράφου». «Θα τα αλλάξετε όλα;». «Θα τα αλλάξω εκ βάθρων». «Να το γράψω;». «Να το γράψετε». Μακάρι να γίνει. Αν δεν σπάσεις αυγά, ομελέτα γιοκ.
Οταν διάβασα την πρόσφατη ανακοίνωση παραίτησης των έξι μελών και του προέδρου του Δ.Σ. του αμαρτωλού Κέντρου Κινηματογράφου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι «το Κέντρο όσο και να το πλένεις το σαπούνι σου χαλάς». Μετά σκέφτηκα να επικοινωνήσω με τον φίλο και συνάδελφο Πάνο Λουκάκο που εκτελούσε χρέη προέδρου μέχρι την περασμένη Δευτέρα. Πάει, παραιτήθηκε κι αυτός. Μετά άλλαξα γνώμη και το μυαλό μου καρφώθηκε στο όνομα Κώστας Φέρρης.
Για πολλούς λόγους. Οχι μόνο επειδή παραιτήθηκε κι αυτός, αλλά επειδή το όνομά του είναι εμβληματικό. Επειδή το «Ρεμπέτικο», με μουσική και τραγούδια Σταύρου Ξαρχάκου, είχε σκίσει, είχε γράψει χρυσή σελίδα, αλλά και επειδή λειτούργησε σαν προάγγελος της «Ευτυχίας».
Το χαρακτηριστικό του Κώστα Φέρρη είναι ο διπλός του εαυτός. Τη μια στιγμή εκρηκτικός, παρορμητικός, καταιγιστικός και απρόβλεπτος και την άλλη ήρεμος και συμφιλιωτικός. Κάποια στιγμή μού είπε: «Μα τι λέμε τόση ώρα; Εδώ η Ελλάδα χάνεται κι εμείς ασχολούμαστε με τις ταινιούλες μας».
Με τον Κώστα, λοιπόν, είχαμε σκοτωθεί στο παρελθόν. Δεν είναι κακό. Αντιθέτως. Οι διαμάχες, ιδιαιτέρως στον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, είναι ενίοτε δημιουργικές.
Ο Κώστας σήμερα είναι 85 ετών. Της γενιάς του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Από το τηλέφωνο η χροιά της φωνής του είναι νεανική. Περίπου σαν ενός τριαντάρη. Το μυαλό του, διαυγέστατο, ο διπλός χαρακτήρας του, αναλλοίωτος και η όρεξή του, ακόρεστη. Φανταστείτε πως ήδη έχει δύο σχέδια στα σκαριά. Το πρώτο με συνεργάτη τον Σταύρο Ξαρχάκο, το δεύτερο η «Οδύσσεια». Παραλλαγή «Οδύσσειας». Τα τελευταία χρόνια συγκατοικεί με τη σύντροφό του Θέσια Παναγιώτου. Μια εξαιρετική μουσικός που έκανε σπουδαία και αλησμόνητη καριέρα στην ΕΡΤ.
Σκηνοθέτης, μαμά!
Σε αυτή τη σκηνή κάποιος, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος (κυρίως πρωτοεμφανιζόμενοι), απευθυνόμενος σε κάποιο στέλεχος του Κέντρου λέει: «Εφερα την πρότασή μου» (εννοεί το σενάριό του). «Ωραία», απαντάει η στελεχάρα. «Παραγωγό έχεις;». Πριν προλάβει να λάβει απάντηση, η στελεχάρα τού λέει: «Μην ανησυχείς, θα σου βρω εγώ παραγωγό». Και συμπληρώνει: «Το έχεις κοστολογήσει;». «Το έχω». «Ε, από το κοστολόγιο να αφαιρέσεις ένα 10%». Ο ενδιαφερόμενος, ταραγμένος, ρωτάει αφελώς: «Μα γιατί;». Και η στελεχάρα τον αποστομώνει: «Επειδή έχω πολλά στόματα να ταΐσω».
Σκηνή δεύτερη. Συνηθισμένη. Σκηνοθέτης που έχει υποβάλει πρόταση και σενάριο μιλάει τηλεφωνικά με κάποιο μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου και του λέει: «Οπως ξέρεις, έχω καταθέσει πρόταση για χρηματοδότηση. Φίλοι είμαστε, σήμερα εσύ, αύριο εγώ, κάνε κάτι». Η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής τον διαβεβαιώνει: «Μην ανησυχείς, θα τους ψήσω» (εννοεί τα υπόλοιπα μέλη των επιτροπών).
ΜΗ ΜΙΛΑΣ!
Ολα αυτά είναι αποκυήματα της δικής μου νοσηρής φαντασίας; Τα ακούς σε κάθε παρέα σκηνοθετών, παραγωγών και τεχνικών. Αλλά τσιμουδιά. Οποιος τολμήσει, δημοσίως, να τα αποκαλύψει, θα βρεθεί έξω από το μαντρί. Τουτέστιν, έξω από χρηματοδοτήσεις. Δηλαδή, No Money, No Job, No Nothing!
Μιλώντας, τηλεφωνικά, με την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη διασταύρωσα την καταγγελία του Κώστα Φέρρη: «Είναι αλήθεια πως ογδόντα ονόματα, ογδόντα φάκελοι με ποινικά αδικήματα, θα καταλήξουν στον εισαγγελέα;». «Ναι, είναι αλήθεια», απαντάει. «Μα κάτι πρέπει να κάνετε, ο χρόνος και τα περιθώρια εξαντλούνται, οι παθογένειες πολλές, εδώ και δεκαετίες». Και αμέσως με διαβεβαιώνει: «Μέχρι το τέλος του χρόνου θα φέρω νέο νομοσχέδιο για τη λειτουργία του Κέντρου Κινηματογράφου». «Θα τα αλλάξετε όλα;». «Θα τα αλλάξω εκ βάθρων». «Να το γράψω;». «Να το γράψετε». Μακάρι να γίνει. Αν δεν σπάσεις αυγά, ομελέτα γιοκ.
Οταν διάβασα την πρόσφατη ανακοίνωση παραίτησης των έξι μελών και του προέδρου του Δ.Σ. του αμαρτωλού Κέντρου Κινηματογράφου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι «το Κέντρο όσο και να το πλένεις το σαπούνι σου χαλάς». Μετά σκέφτηκα να επικοινωνήσω με τον φίλο και συνάδελφο Πάνο Λουκάκο που εκτελούσε χρέη προέδρου μέχρι την περασμένη Δευτέρα. Πάει, παραιτήθηκε κι αυτός. Μετά άλλαξα γνώμη και το μυαλό μου καρφώθηκε στο όνομα Κώστας Φέρρης.
Για πολλούς λόγους. Οχι μόνο επειδή παραιτήθηκε κι αυτός, αλλά επειδή το όνομά του είναι εμβληματικό. Επειδή το «Ρεμπέτικο», με μουσική και τραγούδια Σταύρου Ξαρχάκου, είχε σκίσει, είχε γράψει χρυσή σελίδα, αλλά και επειδή λειτούργησε σαν προάγγελος της «Ευτυχίας».
Το χαρακτηριστικό του Κώστα Φέρρη είναι ο διπλός του εαυτός. Τη μια στιγμή εκρηκτικός, παρορμητικός, καταιγιστικός και απρόβλεπτος και την άλλη ήρεμος και συμφιλιωτικός. Κάποια στιγμή μού είπε: «Μα τι λέμε τόση ώρα; Εδώ η Ελλάδα χάνεται κι εμείς ασχολούμαστε με τις ταινιούλες μας».
Με τον Κώστα, λοιπόν, είχαμε σκοτωθεί στο παρελθόν. Δεν είναι κακό. Αντιθέτως. Οι διαμάχες, ιδιαιτέρως στον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, είναι ενίοτε δημιουργικές.
Ο Κώστας σήμερα είναι 85 ετών. Της γενιάς του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Από το τηλέφωνο η χροιά της φωνής του είναι νεανική. Περίπου σαν ενός τριαντάρη. Το μυαλό του, διαυγέστατο, ο διπλός χαρακτήρας του, αναλλοίωτος και η όρεξή του, ακόρεστη. Φανταστείτε πως ήδη έχει δύο σχέδια στα σκαριά. Το πρώτο με συνεργάτη τον Σταύρο Ξαρχάκο, το δεύτερο η «Οδύσσεια». Παραλλαγή «Οδύσσειας». Τα τελευταία χρόνια συγκατοικεί με τη σύντροφό του Θέσια Παναγιώτου. Μια εξαιρετική μουσικός που έκανε σπουδαία και αλησμόνητη καριέρα στην ΕΡΤ.
- Πόσες ταινίες έχεις σκηνοθετήσει; «Εννοείς μεγάλου μήκους, μυθοπλαστικές. Χωρίς να υπολογίζω τον “Ντελικανή” του 1962, που φέρεται να έχει σκηνοθετηθεί από τον Μανόλη Σκουλούδη. Ομως ήταν άσχετος. Εγώ ήμουν ο τεχνικός βοηθός στη σκηνοθεσία. Εγώ και ο Κώστας Καζάκος που είχε αναλάβει τη διεύθυνση και την καθοδήγηση των ηθοποιών. Αν σήμερα δεις την ταινία θα ανακαλύψεις κομμάτια και πλάνα από το “Ρεμπέτικο”. Αυτή η ιστορία είναι πασίγνωστη. Ολη η κινηματογραφική πιάτσα το ήξερε. Μάλιστα έγινε και δικαστήριο. Ακόμα πρέπει να σου πω ότι το μοντάζ το έκανα εγώ με σύμβουλο τον μακαρίτη τον Βασίλη Γεωργιάδη».
- Τελικά πόσες και ποιες είναι οι ταινίες σου; «Κατά χρονολογική σειρά: “Φόνισσα”, “Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο”, “Δύο φεγγάρια τον Αύγουστο”, “Ρεμπέτικο” και τελευταία η “Ω Βαβυλών”, γυρισμένη το 1988».
- Λένε πως ο «Εξόριστος στη Κεντρική λεωφόρο» φέρεται στους τίτλους να είναι του Νίκου Ζερβού, αλλά στην πραγματικότητα η σκηνοθεσία είναι του Κώστα Φέρρη. «Δεν είναι έτσι. Σίγουρα βοήθησα κι εγώ. Αλλωστε ήμουν βοηθός και πρωταγωνιστής στον “Εξόριστο”. Σίγουρα βοήθησε το γεγονός ότι ήξερα πώς να σταθώ και με ποιον φακό να φωτογραφηθώ. Σίγουρα η συμμετοχή μου εξυπηρέτησε το σενάριο. Από εκεί και πέρα είναι το ύφος του Ζερβού. Και η αισθητική του. Απλώς, ο Ζερβός είχε εξασφαλίσει έναν πολύ καλό βοηθό».
- Δηλαδή εσένα. «Ναι».
«ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ»
- Εχεις να κάνεις ταινία από το 1988. Ποιος ο λόγος; Μετάνιωσες; Αλλαξες επάγγελμα; «Οχι, τίποτε απ’ όλα αυτά. Απλώς το όνομά μου μπήκε σε μια αόρατη μαύρη λίστα. Μου απέρριψαν τέσσερις προτάσεις από το Κέντρο. Αν δεν είχα κάνει τηλεόραση και εκατοντάδες εκπομπές, αλλά και σειρές, όπως την “Ονείρου Ελλάς” με την ιστορία της μουσικής, βασισμένης στο ρεμπέτικο από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, θα είχα πεθάνει της πείνας. Εχω γράψει και βιβλία. Εκτός από το μυθιστόρημα “Ρεμπέτικο” έχω γράψει την “Αλχημεία του Σινεμά”, η οποία πραγματεύεται τη γενική θεωρία του σινεμά. Ενα βιβλίο που μεταφράζεται στα γαλλικά».
- Γιατί σε κόψανε; «Αλλοι λένε ότι μιλούσα άσχημα για το σύστημα. Εσύ ο ίδιος μάλιστα είχες γράψει ότι είχα τάσεις προς τα δεξιά. Μη χάνουμε το χιούμορ μας. Είχες γράψει ότι το σενάριό μου για τα “Δόντια της μυλόπετρας” είναι απολογία της Δεξιάς για την αντίσταση που δεν έκανε στη διάρκεια της Κατοχής. Εσένα διάβασε ο πρόεδρος του Κέντρου και με έκοψε».
- Με ανεβάζεις. Αστειεύομαι. Δεν έχω θέμα, καλά κάνεις και το αναφέρεις. Mea culpa. Να παραδεχόμαστε τα λάθη μας. Μια ταινία δεν την κόβεις λόγω ιδεολογικής διαφωνίας. Αυτό είναι φασισμός. Την κόβεις λόγω ανεπάρκειας. Ομως κι εσύ τώρα ήσουν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου Κινηματογράφου, δηλαδή βρέθηκες στην ίδια θέση με εκείνη των προηγούμενων που έκοβαν τα σενάριά σου. «Δεν είμαι νυν αλλά πρώην μέλος του Δ.Σ. Μόλις πριν από μέρες παραιτηθήκαμε όλοι μαζί με τον πρόεδρο του Κέντρου Πάνο Λουκάκο».
- Πώς έγινες μέλος του Δ.Σ.; «Δεν έχω ιδέα. Με κάλεσε η υπουργός, με ρώτησε τι φταίει για τα χάλια του Κέντρου Κινηματογράφου, της είπα ότι πρώτον φταίει ο νόμος που έχει πολλές τρύπες και επιτρέπει πολλές ατασθαλίες. Επίσης, ότι φταίνε οι άνθρωποι που όλα αυτά τα χρόνια τσακωνόντουσαν για την εξουσία. Και ότι φταίει η μεγάλη διάσπαση του χώρου, από τη μια η Εταιρεία Σκηνοθετών και από την άλλη η Ενωση Σκηνοθετών-Παραγωγών, στην οποία συμμετέχουν κάποιοι διαπλεκόμενοι με ιδιωτικά συμφέροντα και κάποιοι τυχάρπαστοι παραγωγοί».
- Ονόματα; «Κοίταξε, ας πούμε ο Π.Π. (σ.σ. μου είπε το όνομα, αλλά για ευνόητους λόγους δεν το αναφέρω). Ενας παραγωγός που έγινε εκ του μηδενός και που δεν έβαλε ποτέ φράγκο σε καμία ταινία».
- Μα τι λες τώρα! Ο Π.Π. ως παραγωγός έχει κάνει καλές ταινίες, μερικές μάλιστα ιδιαίτερες. «Μπορεί να έκανε μερικές, όμως έπαιρνε κεφάλαια από δω κι από κει. Ο μόνος που δεν πληρωνόταν ήταν ο σκηνοθέτης. Αλλά τι να πω για τον Δ. Σαμιώτη; Εξαιρετικός».
- Μετά τη συνάντηση με την υπουργό; «Μου ζήτησε να δώσω ονόματα για τη διοίκηση του Κέντρου και της έδωσα μια λίστα χωρίς το δικό μου όνομα. Δεν είχα όρεξη να μπλέξω. Υποπτεύομαι πως η υπόδειξη ήρθε από πάνω. Γιατί πριν από πολλά χρόνια η Ντόρα Μπακογιάννη, όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού, μου πρότεινε να γίνω σύμβουλος κινηματογράφου».
- Και; «Δεν πρόλαβα. Επεσε η κυβέρνηση, την έριξε ο Σαμαράς».
- Συγκροτήθηκε, λοιπόν, το Δ.Σ. με πρόεδρο τον Πάνο Λουκάκο και μέλη τη Χριστίνα Μανωλοπούλου, τον Κώστα Φέρρη, τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου, τη Χρυσάνθη Σωτηροπούλου, τον Νίκο Μεγγρέλη, τον Κωνσταντή Φραγκόπουλο.
ΣΚΕΛΕΤΟΙ ΣΤΑ ΝΤΟΥΛΑΠΙΑ
«Εκεί εφτά υπέροχοι άνθρωποι αποφάσιζαν ομόφωνα. Για όλα. Εκεί αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε σκελετούς στα ντουλάπια. Και ταυτόχρονα λαμβάναμε μηνύματα μιας εχθρότητας από διευθυντές των τμημάτων. Οπου καθένας εξ αυτών εισπράττει ως αμοιβή 2.500 τον μήνα. Πρέπει να σου πω ότι ο πρώην οικονομικός διευθυντής έχει πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα. Και όταν τον αντικαταστήσαμε άρχισε τον χαφιεδισμό, να παίρνει τηλέφωνο εφημερίδες, το υπουργείο και να διαδίδει πως το Δ.Σ. τα μαγειρεύει όλα. Μας τα είπε η ίδια η υπουργός».
- Δηλαδή; «Κανονικό μποϊκοτάζ από τους διευθυντές. Μας έφερναν τις παλιές προτάσεις τρεις-τρεις κάθε βδομάδα. Δεν μας έλεγαν πόσες είναι, τώρα τελευταία μας είπαν πως είναι 200. Και δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια ή όχι. Δεκάδες φίλοι μου με έπαιρναν τηλέφωνο και μου λέγανε πως οι προτάσεις τους εκκρεμούν από το 2014. Μεγάλο σκάνδαλο. Δεν λέω ονόματα για να μην εκθέσω τα παιδιά».
- Γι’ αυτό παραιτηθήκατε όλοι ομαδικά; «Για πολλούς λόγους. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Οταν ξαφνικά ξέσπασε ο κορωνοϊός, ξύπνησα μια νύχτα και πήρα τηλέφωνο, μεσάνυχτα, τον Λουκάκο και του είπα ότι αφού φέτος θα περισσέψουν λεφτά, να διαθέσουμε μερικά να βοηθήσουμε τους άνεργους σκηνοθέτες, τεχνικούς, ηθοποιούς, σεναριογράφους. Ολους αυτούς που έμειναν οι δουλειές τους στη μέση. Ρωτήσαμε τον Πολυχρονίδη, τον νομικό σύμβουλο του Κέντρου, μας είπε ότι δεν μπορούσαμε να το κάνουμε γιατί θα ήταν παράνομο. Τότε το υπουργείο μάς ετοίμασε ένα πρόγραμμα. Τυπικά ήταν παράνομο, αλλά, ομολογώ, ενισχυτικό. Οι επιτροπές κρίσεως που διαλέγουν τα σενάρια, δέκα χρόνια τώρα, είναι παράνομες. Μας το είπε το ίδιο το υπουργείο. Δεν είναι θεσμοθετημένες από τον νόμο. Επρεπε να περάσει νομοθετικό διάταγμα που να νομιμοποιεί τις επιτροπές».
- Ποιο ήταν το πρόγραμμα του υπουργείου Πολιτισμού προς ενίσχυση του κλάδου των κινηματογραφιστών; «Να επιλέξουμε άτομα από επαγγελματίες του χώρου που ξέρουν να διαβάζουν σενάρια, μαζί με έξι υπαλλήλους του Κέντρου. Ολοι αυτοί θα διάβαζαν και θα βαθμολογούσαν τα σενάρια από το μηδέν μέχρι το δέκα, τις προτάσεις για δημιουργία ταινιών μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Οι 100 επικρατέστεροι, από τις 1.250 προτάσεις που λάβαμε τελικά, θα εισπράττανε ως βοήθημα από 2.500 ευρώ και οι 50 καλύτεροι από αυτούς τους 100 θα έπαιρναν για την παραγωγή των ταινιών τους από 20.000 μέχρι 30.000 ευρώ».
- Στα αυτιά μου ακούγεται θετικό. «Είναι θετικό. Ομως είναι παράνομο να αναθέτεις σε υπαλλήλους του Κέντρου τέτοιους ρόλους. Τέλος πάντων. Μόλις ανακοινώθηκαν τα ονόματα άρχισαν οι επιθέσεις από τον πρόεδρο της Εταιρείας Σκηνοθετών. Ο ίδιος με πήρε τηλέφωνο και είπε πως είμαι “τσουτσέκι του Λουκάκου”. Εβρισε τον Λουκάκο και μάλιστα του είπε “άντε γα@@@@@”».
- Γιατί έβρισε; «Επειδή θέλει να γίνει γενικός διευθυντής του Κέντρου. Ηθελε να φάει τον Λουκάκο. Κάποτε ο υπουργός Πολιτισμού Τατούλης τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές».
- Για μια στιγμή. Είναι εκλεγμένος πρόεδρος του Σωματείου. Τα υπόλοιπα μέλη φαίνεται να συμφωνούν μαζί του. Αλλωστε ψηφίζεται από τους σκηνοθέτες που ανήκουν σε αυτή την εταιρεία. Ετσι δεν είναι; «Ετσι είναι. Ομως μας έβριζε χυδαία. Πήγαινε στη Νέα Δημοκρατία, παντού. Και διάφοροι συνάδελφοί μου, ευεργετηθέντες από μένα, άρχισαν τις συκοφαντίες».
- Ποιοι είναι αυτοί; «Θέλεις ονόματα; Θα σου πω. Η Λ.Β., η οποία με έβρισε στο τηλέφωνο. Ποια, αυτή που με έπιανε στα παρασκήνια και μου έλεγε: “Εχω μια πρόταση, μπορείς να την περάσεις;”».
- Με ποια κριτήρια αυτοί οι «αναγνώστες» σεναρίων βαθμολογούσαν τις προτάσεις; «Με διεθνή κριτήρια. Οπως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το πρώτο κριτήριο αφορά το έργο του σκηνοθέτη. To δεύτερο, την πρωτοτυπία του σεναρίου. Το τρίτο, την ποιότητα του σεναρίου. Και το τέταρτο, τη δυνατότητα πραγματοποίησης του έργου. Αν μπορεί να γίνει ταινία. Από το μηδέν μέχρι το άριστα δέκα».
- Επομένως, το υπουργείο Πολιτισμού πολύ σωστά αποφασίζει να ενισχύσει σκηνοθέτες, τεχνικούς, σεναριογράφους και ηθοποιούς του κινηματογράφου. Λόγω κορωνοϊού. Και ζητάει την τεχνογνωσία του Κέντρου. Να συγκροτήσει επιτροπές, να βαθμολογήσουν και να καταλήξουν.
ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ Vs ΠΡΟΚΡΙΘΕΝΤΩΝ
«Από δω αρχίζει το πρόβλημα. Οι βαθμολογίες των επαγγελματιών ήταν σοβαρές. Ομως των υπαλλήλων του Κέντρου ήταν τερατώδεις. Είτε λόγω διαπλοκής είτε από άγνοια. Παράδειγμα, η πρόταση του Θόδωρου του Μαραγκού (σ.σ.: σκηνοθέτης ταινιών όπως «Λάβετε θέσεις», «Μάθε παιδί μου γράμματα», παλιά καραβάνα). Η πρόταση του Θόδωρου βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση με 4 στα δέκα. Και την ίδια στιγμή άσχετοι που δεν είχαν σκηνοθετήσει τίποτα στη ζωή τους είχαν βαθμολογηθεί με 10. Απίστευτα πράγματα. Στο μεταξύ, μετά από εντολή του υπουργείου, έπρεπε εμείς μέσα σε οκτώ ώρες να καταλήξουμε και να αναβαθμολογήσουμε τις προτάσεις προς τα πάνω. Τελικά καταλήξαμε σε 119 προτάσεις».
- Δηλαδή 19 περισσότερες. Και; «Εκεί έγινε χαμός. Ο πρόεδρος της Εταιρείας επιτέθηκε με στόχο να ακυρωθεί ο διαγωνισμός. Εστειλε και εξώδικο. Τότε άρχισαν οι σκηνοθέτες να σκοτώνονται μεταξύ τους,. Αδικημένοι εναντίον προκριθέντων κα προκριθέντες εναντίον αδικημένων. Μπάχαλο. Αρχισαν μερικοί εντός του Κέντρου να λένε “εγώ δεν θα γίνω συνένοχος του μαγειρέματος”, όπως η Κ. και η Β. που έπαιρναν τηλέφωνο στο υπουργείο, σε σκηνοθέτες, σε εφημερίδες. Της κακομοίρας. Εκτός των άλλων, το Δ.Σ. της Εταιρείας Σκηνοθετών έκανε προσφυγή στην Επιτροπή Διαφάνειας».
- Μα γιατί έγινε αυτό; Αφού με τις τελικές προτάσεις επρόκειτο να βοηθηθούν αρκετοί επαγγελματίες του χώρου. «Προφανώς γιατί δεν περάσανε μερικοί φίλοι τους και επειδή ήθελαν να συκοφαντήσουν το Συμβούλιο. Στο μεταξύ η υπουργός μάς είπε να εκταμιεύσουμε τα λεφτά από το Κέντρο για τις προτάσεις των 119 και να δώσουμε τα λεφτά. Εμείς δεν τα είχαμε καν».
- Ναι, αλλά τα έστειλε τα λεφτά. «Ναι, τα έστειλε. Χτες, προχτές, την ημέρα που παραιτηθήκαμε. Της είπαμε πως αν επιμένει θα παραιτηθούμε. “Τι προτείνετε;” μας ρώτησε. Να ξαναπεράσουν οι αδικηθέντες από κανονικές επιτροπές, και να προκριθούν άλλοι 100 και το υπουργείο, εκτός από τα 2.800.000, τόσα νομίζω είναι, να διαθέσει άλλες 700.000 για τους υπόλοιπους εκατό».
- Μα γιατί όλο αυτό; «Για να είναι όλοι ευχαριστημένοι τελικά».
- Ααα έτσι. Με τα λεφτά των φορολογούμενων θέλατε να αγοράσετε την ηρεμία σας. «Την ηρεμία του κλάδου. Οι άνθρωποι υποφέρουν».
- Δηλαδή η γκρίνια έγινε για τη φασολάδα... «Ναι, έτσι είναι. Ντρέπομαι για τους συναδέλφους. Καταλαβαίνω την πείνα, τη φτώχεια, αλλά δεν είμαστε και ζήτουλες».
- Δεκαετίες τώρα το ίδιο πρόβλημα. Αυτό το ανεκδιήγητο αλισβερίσι. «Συνέχεια. Εχεις δίκιο. Κοντά σε όλα αυτά υπάρχουν 80 άτομα που κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα. Είτε από προηγούμενα Δ.Σ. είτε από υπαλλήλους, είτε από παραγωγούς, σκηνοθέτες και άλλους διαπλεκόμενους. Τα ονόματα είναι καταγεγραμμένα και οι φάκελοι βρίσκονται στο δικηγορικό γραφείο του Αγιοστρατίτη. Η υπουργός μάς ζήτησε να τους πάμε στον εισαγγελέα. Ογδόντα άτομα με ποινικά αδικήματα».
ΛΕΦΤΑ, ΠΑΡΕΕΣ, ΦΙΛΙΕΣ
- Τι είδους αδικήματα; «Χαριστικές ενισχύσεις, λεφτά που δεν έδωσε ποτέ το Κέντρο, διάφοροι παραγωγοί που δεν έχουν ακόμα δώσει πλήρη στοιχεία εξόδων, πού πήγαν τα λεφτά και άλλα τέτοια. Χρήματα, χρήματα χρήματα...».
- Χρήματα και παρέες, παρέες, παρέες. Τα πέντε «Φ». Φίλοι, φέρτε φίλους, να φάμε και να φύγουμε. «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλη ενοχή. Επρεπε να βάλει χέρι και δεν έκανε τίποτα. Ετσι άφησε να διαιωνίζεται η συναλλαγή».
- Μια και μιλάς για πολιτικούς, ποια η γνώμη σου για τον Κυριάκο; «Δεν ανακατεύομαι με τα πολιτικά. Λέω, όμως, το εξής: Σε μια εποχή που έχουμε κορωνοϊό, Ερντογάν, πλημμύρες και παγκόσμια κρίση, εμείς να ξυνόμαστε για τις ταινιούλες μας; Αν είναι δυνατόν! Τρελό! Η μεγαλύτερη βλακεία. Πάντως, αντικειμενικά, μέχρι στιγμής ναι, έχει κάνει καλή δουλειά. Το διαπιστώνω ως απλός πολίτης. Του πέσανε όλα μαζεμένα. Παρεμπιπτόντως, πρέπει να σου πω πως έχω δει τον φίλο μου τον Σαμαρά να τα κάνει μούσκεμα».
- Πότε αυτό; «Οταν έριξε εκείνο το μαύρο στην ΕΡΤ και τα τίναξε όλα στον αέρα. Ενα κανάλι που το σιχαινόταν όλη η Ελλάδα, ξαφνικά με το μαύρο το αγάπησε όλη η Ελλάδα. Μου είχε προτείνει να γίνω πρόεδρος της ΝΕΡΙΤ. Τα έκανε μούσκεμα».
ΟΛΑ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΛΥΜΕΝΑ
- Ποια η γνώμη σου για το ελληνικό σινεμά; «Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει παιδεία, περιέργεια, πρόσβαση σε ταλαντούχους. Ολα είναι διαλυμένα».
- Μα υπάρχει ο Γιώργος Λάνθιμος. «Ναι, αλλά για να επιβιώσει πήγε στο εξωτερικό. Εχει κι άλλους μικρούς Λάνθιμους, αλλά κανένα μέλλον στην Ελλάδα».
- Από το «Ρεμπέτικο» τι σου έμεινε μέσα σου; «Δεν πιστεύω πως έχω ταλέντο να είμαι αυθεντικός. Αυτή η αυθεντικότητα να αγγίζεις τους ανθρώπους πολύ βαθιά μέσα τους. Η λέξη “ταλέντο” είναι λέξη κατασκευασμένη. Υπάρχει αυθεντικότητα, υπάρχει ευαισθησία, υπάρχει γνώση της τεχνικής. Οι ταινίες είναι για να επικοινωνήσεις, όχι για να κοιμηθεί ο θεατής. Ολα τα άλλα είναι εγωισμοί. Για να μην παρεξηγηθώ, ο Αγγελόπουλος δεν αγνοούσε τον θεατή. Είχε πρόγραμμα στο μυαλό του, πρόγραμμα συγκεκριμένο. Ηταν ο καλύτερός μου φίλος. Ημαστε κάποτε μια παρέα που ξεκινήσαμε μαζί».
Ο τσακωμός με τον Ξαρχάκο
- Το «Ρεμπέτικο» ως επιρροή και μνήμη; «Να φανταστείς πως έχω πάρει μηνύματα ακόμα και από Μαρτινίκα, από Ιαπωνία, Νότια Αμερική, από παντού. Τέσσερις ταινίες από Τουρκία είναι εμπνευσμένες από το “Ρεμπέτικο”».
- Και ο Σταύρος Ξαρχάκος; «Αφού τσακωθήκαμε στην πρώτη φάση, μετά φιλιώσαμε».
- Γιατί; «Σαχλαμάρες. Ολοι τσακώνονται με όλους. Εγώ μαζί σου δεν τσακώθηκα;».
- Η μουσική ανέβασε την ταινία. «Ναι, αλλά εγώ τον επέλεξα. Αλλά δεν του δώσανε το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης».
- Αυτό τον καιρό τι κάνεις; Αναπολείς το παρελθόν; «Μα τι λες τώρα; Πρώτον, μιλάω με τον Ξαρχάκο».
- Για τη συνέχεια του «Ρεμπέτικου»; «Οχι φυσικά. Για να κάνουμε μαζί μια λαϊκή όπερα για το θέατρο. Το αυθεντικό λαϊκό θέατρο. Εγώ έχω τελειώσει το λιμπρέτο και τους στίχους με 25 άριες, δηλαδή τραγούδια. Καμία σχέση με ρεμπέτικο. Ελληνική μουσική».
- Ποιοι θα τραγουδάνε; «Θα το δούμε Υπάρχει περίπτωση να είναι της Λυρικής».
- Και ο τίτλος; «Δεν μπορώ να πω, θα με βρίσει ο Ξαρχάκος. Είναι πασίγνωστος τίτλος. Είναι από τον Μεσαίωνα, με τις σταυροφορίες».
- Οπως; «Ποιο ήταν το πιο δημοφιλές τραγούδι του Ξαρχάκου;».
- Ποιο; Ελα τώρα, πες μου, μη με κρατάς σε αγωνία.
ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
«Το “Ητανε μια φορά μάτια μου μια μικροπαντρεμένη” με τον Ξυλούρη, για ποιο έργο είχε γραφτεί; Για το σίριαλ “Οι έμποροι των εθνών” το 1973-74 σε δική μου σκηνοθεσία».
- Αυτός είναι ο τίτλος; «Ητανε μια φορά μάτια μου»; «Οχι. Ο τίτλος είναι “Οι έμποροι των εθνών”. Αντε σ’ το είπα. Θα με σκοτώσει ο Σταύρος. Και κάτι ακόμα: Ετοιμάζω μια παραλλαγή της Οδύσσειας του Ομήρου με μουσική Θέσιας Παναγιώτου. Η σημαντικότερη μουσικός, αλλά της κάνουν πόλεμο. Η σημαντικότερη που πέρασε από το ραδιόφωνο. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε πει ότι το έργο της Θέσιας είναι ό,τι καλύτερο έχει γίνει από καταβολής ελληνικής τηλεοράσεως». Αν μπορούσα και αν στη διάθεσή μου είχα όλη την εφημερίδα θα τον άφηνα να μιλάει με τις ώρες για όλα και για όλους. Ατελείωτος, ορμητικός, αιρετικός, ανατρεπτικός, εκρηκτικός. Η πιο εμπρηστική και ταυτόχρονη ήρεμη δύναμη του ελληνικού κινηματογράφου. Ποιο ρεμπέτικο; Ο Κώστας Φέρρης χορεύει ασταμάτητα rock and roll!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα