Ανδρέας Μικρούτσικος: «Τα media είναι αδηφάγα, έτσι με ρούφηξαν κι εμένα!»
23.11.2020
11:58
Μιλάει στον Δημήτρη Δανίκα πρώτη φορά για τη συμμετοχή του στην εξέγερση των φοιτητών το 1973 - Μιλά για τη σχέση του με τον αδελφό του, για την άνοδο και την πτώση του σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, αλλά και για την επάνοδό του στην TV μέσω του Big Brother
H ευφυΐα του. Το χάρισμά του. Ο ηρωισμός του. Η παρανομία του. Η άνοδός του. Η μουσική του. Ο θρίαμβός του. Ο παράδεισός του. Το συναίσθημά του. Οι σχέσεις του. Η απιστία του. Η απελπισία του. Η κόλασή του. Η εξιλέωσή του. Η λύτρωσή του. Αλλά και το Πολυτεχνείο του. Οι στίχοι του. Οι γυναίκες του. Η ταπείνωσή του. Ο μεγάλος αδελφός του. Ο προστάτης του. Ο «πατέρας» του. Η ταραχή του. Ο Θάνος του. Και η επιστροφή του. Τώρα η επικαιρότητα πάλι δική του.
Αλλά και επειδή (αυτό συναισθηματικό και δικό μου) ο Ανδρέας Μικρούτσικος είχε δημοσίως πει πως ένας από τους ελάχιστους, πλην του αδελφού του Θάνου, που τον σκέφτηκαν και τον πήραν τηλέφωνο να τον βοηθήσουν στις δύσκολες, αφόρητες στιγμές του ήταν ο Θέμος Αναστασιάδης. «Θα τον θυμάμαι πάντα στη ζωή μου».
Σκηνή 1
Με σημάδευε η κάννη του τανκ
Ο λόγος του αυθόρμητος. Ποτάμι η συνέντευξή του. Από την καρδιά του. Καταιγιστικός. Δεν τον προλάβαινα. Ούτε τα «μηχανήματα» μπορούσαν. Αντιθέτως αγκομαχούσαν. Τα λυπήθηκα. Η κουβέντα άρχισε από τα κάτω προς τα πάνω. Για προζέσταμα τον ρώτησα:
- Μαθηματικός; «Ναι, φυσικά».
- Μα τόσο ευφυής που είσαι, και το εννοώ, πώς δεν βρέθηκες στο ΜΙΤ να κάνεις καριέρα ερευνητή Τεχνητής Νοημοσύνης; «Ελα ντε. Είχα στείλει τα χαρτιά μου στο Πανεπιστήμιο της Ινδιανάπολης αλλά έπεσα πάνω στο τέλος της δικτατορίας και οι χουντικοί δεν μου έδιναν διαβατήριο. Η “έμπνευση” εκείνης της εποχής μού πήρε την ευκαιρία μιας πανεπιστημιακής καριέρας. Ημουν αποκλεισμένος στην Ελλάδα. Ετσι, συνέχισα να ακολουθώ το δίπολο μουσική - πολιτική δράση».
- Μη μου πεις ότι βρέθηκες στο Πολυτεχνείο και μάλιστα όλες τις ημέρες... «Ναι, ήμουν εκεί».
- Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει τη δική σου μαρτυρία. «Πρώτη φορά τα λέω όλα αυτά δημοσίως».
- Ησουν εκεί όλες τις ημέρες; «Ολες τις ημέρες. Και την τελευταία, τότε που μπουκάρισαν τα τανκς. Εκείνη τη στιγμή βρέθηκα μπροστά στην Αρχιτεκτονική κάτω στις σκάλες. Οπως έβλεπα το τανκ, η κάννη του πυροβόλου του μας κοίταζε και μας στόχευε στο δόξα πατρί. Σε αυτό το σημείο βρέθηκα μαζί με τη Μαρία Δημητριάδη και τον αδελφό μου τον Θάνο. Και μάλιστα θυμάμαι σαν τώρα ότι εγώ ήμουν στη μέση, με τον Θάνο στα δεξιά μου και τη Μαίρη στ’ αριστερά μου. Ολοι μαζί φωνάζαμε “είστε αδέρφια μας!”. Το φωνάζαμε για να τους δημιουργήσουμε πρόβλημα, για να μην επιτεθούν. Το ίδιο σύνθημα έλεγε και ο Δημήτρης Παπαχρήστου από το ραδιόφωνο».
- Αυτό το σύνθημα ήταν δικής σας έμπνευσης εκείνης της στιγμής; «Οχι! Στην αρχή το είπε αυθόρμητα μια μερίδα που ήταν στην πύλη κοντά στους φαντάρους. Τι λέω τώρα, τόσο κοντά όσο περίπου μισό μέτρο. Η τελευταία κουβέντα που είπαμε εμείς οι δύο πριν από την τελική επίθεση. Θυμάμαι σαν τώρα τον Θάνο να γυρίζει και να μου λέει “από τα αδέρφια μας θα το βρούμε”».
- Πανικός και τρόμος. «Με το που μπουκάρουν μέσα, πιάνω από το χέρι τη Μαρία και αρχίζουμε να τρέχουμε ενστικτωδώς. Ολες οι αντιδράσεις μας ήταν αυθόρμητες. Το σκηνικό ήταν εφιαλτικό. Ο χώρος σκοτεινιασμένος από πηχτό καπνό. Και με τον φόβο μη μας έρθει καμιά οβίδα στο κεφάλι κρυφτήκαμε κάτω από σκάλες. Στη συνέχεια κατεβήκαμε δέκα μέτρα πιο κάτω σ’ ένα χώρο που μπορεί να είχε αποθήκες. Ετσι βρεθήκαμε σαν πιασμένοι μέσα στη φάκα. Μόνο ένα λεπτό μείναμε εκεί. Δίπλα μου η Μαρία δεν σκεφτόταν, τα είχε χαμένα. Εγώ θυμάμαι της είπα “κινδυνεύουμε από στιγμή σε στιγμή να μας δουν και να μας πυροβολήσουν από πάνω”. Το σημείο εκείνο είχε σχάρες και σε βλέπανε. Οπως έβλεπες κι εσύ. “Πάμε να φύγουμε”, της λέω. Είμαστε σαν τα ποντίκια στη φάκα. Ετσι ανεβήκαμε πάνω».
Σκηνή 2
Αν νιώσω κάψιμο θα είναι σφαίρα
- Και σας πιάσανε. «Περίμενε να σου πω. Οταν ανεβήκαμε πάνω είδαμε στρατό παραταγμένο σε απόσταση πέντε μέτρα ο ένας από τον άλλο φαντάρο. Ολοι με το όπλο στο χέρι. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά και πήραμε τον δρόμο προς την έξοδο. Δηλαδή προς την κεντρική είσοδο, εκεί που ήταν πατημένη μια Mercedes από το γνωστό τανκ. Οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι οι φαντάροι έβγαζαν άναρθρες βάρβαρες κραυγές. Ελεγες τώρα ήρθε η ώρα μου, τώρα ήρθε η ώρα μου. Και καθώς περπατούσα με τα χέρια σηκωμένα περίμενα να νιώσω κάψιμο στην πλάτη. Ετσι θα καταλάβαινα πως έχω πυροβοληθεί. Μέσα σ’ αυτό τον πανικό άκουγες φαντάρους να ουρλιάζουν “Προχώρα, θα σε πυροβολήσω!” και άλλα τέτοια. Εκείνη τη στιγμή που προχωρούσαμε ακούω από κάποιον φαντάρο να λέει την εξής μαγική κουβέντα: “Γρήγορα, παιδιά, έρχεται η Αστυνομία!”. Για μένα η Αστυνομία ήταν η ελπίδα. Πρώτον γιατί σαν φοιτητής είχα φάει ξύλο από τους μπάτσους, αλλά δεν με είχαν σκοτώσει. Και δεύτερον επειδή καταλάβαινα πως με τον Στρατό θα είχα κακά μπλεξίματα. Το δίλημμα ήταν “ξύλο η νεκρός”. Προτίμησα το ασφαλίτικο ξύλο. Εκείνη τη στιγμή μού φάνηκε γλυκό».
- Υπήρξε λοιπόν έστω και ένας φαντάρος σωστός. «Ο ένας στους δέκα. Ούτε. Οι άλλοι αφρίζανε. Μόλις βγαίνουμε από την πόρτα, βλέπουμε διατεταγμένους φαντάρους. Απέναντι η οδός Πολυτεχνείου, πλημμυρισμένη από τα γνώριμα πηλήκια αστυνομικών. Προτιμώ λοιπόν να συλληφθώ και να φάω ξύλο παρά να βρεθώ νεκρός από σφαίρα φαντάρου. Η Μαρία παραπαίει. Εγώ να την κρατάω. Με το που μπαίνουμε στην οδό Πολυτεχνείου αρχίζει να πέφτει το ξύλο της αρκούδας. Βαράγανε όπου βρίσκανε. Οταν έβαλα τα χέρια μου να προφυλάξω το κεφάλι μου μού σπάσανε τον καρπό του αριστερού χεριού. Μου κάνανε καρούμπαλα στο κεφάλι και με τα κλομπ με δέρνανε σε όλο το κορμί. Η Μαίρη χωμένη στην αγκαλιά μου έφαγε αρκετές. Και επειδή βαράγανε κι άλλους αλλά και επειδή αυτοί με το ξύλο θα μας αφήνανε στον τόπο, την τραβάμε κατά την Πατησίων. Εκεί ένας φαντάρος τής ρίχνει με τον υποκόπανο στα πλευρά, η Μαίρη πέφτει χάμω κι εγώ βλέπω ξαφνικά την μπότα του κοντά στο κεφάλι της. Τρελάθηκα. Θα της θρυμματίσει το κρανίο. Την τραβούσα, αλλά εκείνη είχε λιποθυμήσει. Τότε της έδωσα μερικά χαστουκάκια και έτσι μπήκαμε στην οδό Στουρνάρη».
Αλλά και επειδή (αυτό συναισθηματικό και δικό μου) ο Ανδρέας Μικρούτσικος είχε δημοσίως πει πως ένας από τους ελάχιστους, πλην του αδελφού του Θάνου, που τον σκέφτηκαν και τον πήραν τηλέφωνο να τον βοηθήσουν στις δύσκολες, αφόρητες στιγμές του ήταν ο Θέμος Αναστασιάδης. «Θα τον θυμάμαι πάντα στη ζωή μου».
Σκηνή 1
Με σημάδευε η κάννη του τανκ
Ο λόγος του αυθόρμητος. Ποτάμι η συνέντευξή του. Από την καρδιά του. Καταιγιστικός. Δεν τον προλάβαινα. Ούτε τα «μηχανήματα» μπορούσαν. Αντιθέτως αγκομαχούσαν. Τα λυπήθηκα. Η κουβέντα άρχισε από τα κάτω προς τα πάνω. Για προζέσταμα τον ρώτησα:
- Μαθηματικός; «Ναι, φυσικά».
- Μα τόσο ευφυής που είσαι, και το εννοώ, πώς δεν βρέθηκες στο ΜΙΤ να κάνεις καριέρα ερευνητή Τεχνητής Νοημοσύνης; «Ελα ντε. Είχα στείλει τα χαρτιά μου στο Πανεπιστήμιο της Ινδιανάπολης αλλά έπεσα πάνω στο τέλος της δικτατορίας και οι χουντικοί δεν μου έδιναν διαβατήριο. Η “έμπνευση” εκείνης της εποχής μού πήρε την ευκαιρία μιας πανεπιστημιακής καριέρας. Ημουν αποκλεισμένος στην Ελλάδα. Ετσι, συνέχισα να ακολουθώ το δίπολο μουσική - πολιτική δράση».
- Μη μου πεις ότι βρέθηκες στο Πολυτεχνείο και μάλιστα όλες τις ημέρες... «Ναι, ήμουν εκεί».
- Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει τη δική σου μαρτυρία. «Πρώτη φορά τα λέω όλα αυτά δημοσίως».
- Ησουν εκεί όλες τις ημέρες; «Ολες τις ημέρες. Και την τελευταία, τότε που μπουκάρισαν τα τανκς. Εκείνη τη στιγμή βρέθηκα μπροστά στην Αρχιτεκτονική κάτω στις σκάλες. Οπως έβλεπα το τανκ, η κάννη του πυροβόλου του μας κοίταζε και μας στόχευε στο δόξα πατρί. Σε αυτό το σημείο βρέθηκα μαζί με τη Μαρία Δημητριάδη και τον αδελφό μου τον Θάνο. Και μάλιστα θυμάμαι σαν τώρα ότι εγώ ήμουν στη μέση, με τον Θάνο στα δεξιά μου και τη Μαίρη στ’ αριστερά μου. Ολοι μαζί φωνάζαμε “είστε αδέρφια μας!”. Το φωνάζαμε για να τους δημιουργήσουμε πρόβλημα, για να μην επιτεθούν. Το ίδιο σύνθημα έλεγε και ο Δημήτρης Παπαχρήστου από το ραδιόφωνο».
- Αυτό το σύνθημα ήταν δικής σας έμπνευσης εκείνης της στιγμής; «Οχι! Στην αρχή το είπε αυθόρμητα μια μερίδα που ήταν στην πύλη κοντά στους φαντάρους. Τι λέω τώρα, τόσο κοντά όσο περίπου μισό μέτρο. Η τελευταία κουβέντα που είπαμε εμείς οι δύο πριν από την τελική επίθεση. Θυμάμαι σαν τώρα τον Θάνο να γυρίζει και να μου λέει “από τα αδέρφια μας θα το βρούμε”».
- Πανικός και τρόμος. «Με το που μπουκάρουν μέσα, πιάνω από το χέρι τη Μαρία και αρχίζουμε να τρέχουμε ενστικτωδώς. Ολες οι αντιδράσεις μας ήταν αυθόρμητες. Το σκηνικό ήταν εφιαλτικό. Ο χώρος σκοτεινιασμένος από πηχτό καπνό. Και με τον φόβο μη μας έρθει καμιά οβίδα στο κεφάλι κρυφτήκαμε κάτω από σκάλες. Στη συνέχεια κατεβήκαμε δέκα μέτρα πιο κάτω σ’ ένα χώρο που μπορεί να είχε αποθήκες. Ετσι βρεθήκαμε σαν πιασμένοι μέσα στη φάκα. Μόνο ένα λεπτό μείναμε εκεί. Δίπλα μου η Μαρία δεν σκεφτόταν, τα είχε χαμένα. Εγώ θυμάμαι της είπα “κινδυνεύουμε από στιγμή σε στιγμή να μας δουν και να μας πυροβολήσουν από πάνω”. Το σημείο εκείνο είχε σχάρες και σε βλέπανε. Οπως έβλεπες κι εσύ. “Πάμε να φύγουμε”, της λέω. Είμαστε σαν τα ποντίκια στη φάκα. Ετσι ανεβήκαμε πάνω».
Σκηνή 2
Αν νιώσω κάψιμο θα είναι σφαίρα
- Και σας πιάσανε. «Περίμενε να σου πω. Οταν ανεβήκαμε πάνω είδαμε στρατό παραταγμένο σε απόσταση πέντε μέτρα ο ένας από τον άλλο φαντάρο. Ολοι με το όπλο στο χέρι. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά και πήραμε τον δρόμο προς την έξοδο. Δηλαδή προς την κεντρική είσοδο, εκεί που ήταν πατημένη μια Mercedes από το γνωστό τανκ. Οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι οι φαντάροι έβγαζαν άναρθρες βάρβαρες κραυγές. Ελεγες τώρα ήρθε η ώρα μου, τώρα ήρθε η ώρα μου. Και καθώς περπατούσα με τα χέρια σηκωμένα περίμενα να νιώσω κάψιμο στην πλάτη. Ετσι θα καταλάβαινα πως έχω πυροβοληθεί. Μέσα σ’ αυτό τον πανικό άκουγες φαντάρους να ουρλιάζουν “Προχώρα, θα σε πυροβολήσω!” και άλλα τέτοια. Εκείνη τη στιγμή που προχωρούσαμε ακούω από κάποιον φαντάρο να λέει την εξής μαγική κουβέντα: “Γρήγορα, παιδιά, έρχεται η Αστυνομία!”. Για μένα η Αστυνομία ήταν η ελπίδα. Πρώτον γιατί σαν φοιτητής είχα φάει ξύλο από τους μπάτσους, αλλά δεν με είχαν σκοτώσει. Και δεύτερον επειδή καταλάβαινα πως με τον Στρατό θα είχα κακά μπλεξίματα. Το δίλημμα ήταν “ξύλο η νεκρός”. Προτίμησα το ασφαλίτικο ξύλο. Εκείνη τη στιγμή μού φάνηκε γλυκό».
- Υπήρξε λοιπόν έστω και ένας φαντάρος σωστός. «Ο ένας στους δέκα. Ούτε. Οι άλλοι αφρίζανε. Μόλις βγαίνουμε από την πόρτα, βλέπουμε διατεταγμένους φαντάρους. Απέναντι η οδός Πολυτεχνείου, πλημμυρισμένη από τα γνώριμα πηλήκια αστυνομικών. Προτιμώ λοιπόν να συλληφθώ και να φάω ξύλο παρά να βρεθώ νεκρός από σφαίρα φαντάρου. Η Μαρία παραπαίει. Εγώ να την κρατάω. Με το που μπαίνουμε στην οδό Πολυτεχνείου αρχίζει να πέφτει το ξύλο της αρκούδας. Βαράγανε όπου βρίσκανε. Οταν έβαλα τα χέρια μου να προφυλάξω το κεφάλι μου μού σπάσανε τον καρπό του αριστερού χεριού. Μου κάνανε καρούμπαλα στο κεφάλι και με τα κλομπ με δέρνανε σε όλο το κορμί. Η Μαίρη χωμένη στην αγκαλιά μου έφαγε αρκετές. Και επειδή βαράγανε κι άλλους αλλά και επειδή αυτοί με το ξύλο θα μας αφήνανε στον τόπο, την τραβάμε κατά την Πατησίων. Εκεί ένας φαντάρος τής ρίχνει με τον υποκόπανο στα πλευρά, η Μαίρη πέφτει χάμω κι εγώ βλέπω ξαφνικά την μπότα του κοντά στο κεφάλι της. Τρελάθηκα. Θα της θρυμματίσει το κρανίο. Την τραβούσα, αλλά εκείνη είχε λιποθυμήσει. Τότε της έδωσα μερικά χαστουκάκια και έτσι μπήκαμε στην οδό Στουρνάρη».
- Και φυσικά παντού αστυνομικοί. «Τα παιδιά του Πολυτεχνείου έβγαιναν, έτρωγαν το ξύλο της αρκούδας, παντού βαβούρα και πανικός. Μοναδική ελπίδα μια οικοδομή που φτιαχνόταν εκείνα τα χρόνια. Ετσι, με χίλιους τρόπους κατεβήκαμε στο υπόγειο και λουφάξαμε. Και δεν μπήκε κανένας. Μείναμε εκεί μέχρι να χαράξει. Οταν χάραξε και ακούσαμε φωνές, φασαρίες και κορναρίσματα αυτοκινήτων, αποφασίσαμε να βγούμε. Γύρω υπήρχαν στοιχεία κάποιας κανονικότητας. Στα δέκα μέτρα είδα αστυνομικό. Πιο πέρα, κι άλλος αστυνομικός. Ξαφνικά, σαν από ταινία, φρενάρει μπροστά μας ένα ταξί. Απίστευτο. Και τότε ανοίγει η πόρτα και ένας άγνωστος καλός σαραντάρης, ο πελάτης, μας λέει: “Μπείτε, μπείτε μέσα!”. Θυμάμαι πως είχε μαζί του και μια τσάντα Samsonite. Την ανοίγει, βγάζει το “Βήμα” και διαβάζει πως υπήρχαν δύο νεκροί».
- Μου περιγράφεις σκηνές από θρίλερ φαντασίας. «Ακου παρακάτω. Τότε γυρίζει και λέει του ταξιτζή: “Φύγε, φύγε!”. Και μόλις περνάμε την Πατησίων, βλέπουμε ένα τοπίο μπαρουτοκαπνισμένο. Πεδίο μάχης. Και πηγαίνουμε προς 3η Σεπτεμβρίου, πέφτουμε πάνω σε λεωφορεία που ήταν τοποθετημένα σαν οδοφράγματα. Οταν αφήσαμε τον τύπο σκέφτηκα να πάμε στο νοσοκομείο. Ομως μετάνιωσα. Θα μας μπαγλαρώνανε. Οχι, θα πηγαίναμε στη μάνα μας. Εκεί έμαθα ότι ο Θάνος δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Αποκαμωμένος μετά το ξενύχτι δύο ημερών πήγα να κοιμηθώ και κατά τις 11 μας ξύπνησαν. Μάλιστα από το ξύλο δεν μπορούσα να κουνήσω το κορμί μου. “Σηκωθείτε, κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος”. Κάπου έπρεπε να κρυφτούμε. Είχαμε φάκελο. Θα μας έπιαναν».
Σκηνή 3
Άντε γ..@@@, φύγε
- Στο Πολυτεχνείο από την αρχή παρέα με τον Θάνο; «Μαζί από την αρχή. Η Μαρία ήρθε λίγο αργότερα να μας βρει. Διαόλου κάλτσα αυτό το σπάνιο πλάσμα. Θυμάμαι ότι κοιμόμουν σε κάτι τραπέζια που αργότερα έγιναν χειρουργικά τραπέζια. Και με το που ανοίγω τα μάτια, βλέπω τη Μαίρη να με κοιτάει. Εκείνη την ημέρα ήρθαν κάποιοι της συντονιστικής επιτροπής και επειδή ήξεραν πως και οι τρεις μας είχαμε σχέση με τη μουσική, ζήτησαν να κάνουμε συναυλία. Τρεις γεμάτες από κόσμο συναυλίες. Ο Θάνος στο πιάνο και η Μαίρη να τραγουδάει ηρωικά του Θεοδωράκη».
- Ο Θάνος είχε συλληφθεί; «Ναι, τον πήγανε στην Ασφάλεια. Ημασταν φακελωμένοι. Οσοι ήταν προς σύλληψη τους πήγαιναν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Αλλά το πρόσταγμα το είχε ο Στρατός, όχι η Ασφάλεια. Εξ ου και η εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, που έγινε σε μια αίθουσα Χαϊδαρίου. Από τους συλληφθέντες, αυτοί που είχαν βεβαρυμένο φάκελο πήγαιναν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ για ανακρίσεις και βασανισμούς. Μέχρι τότε τις συλλήψεις τις έκαναν οι βασανιστές της Ασφάλειας. Αλλά με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιωαννίδη το γενικό πρόσταγμα το είχε ο Στρατός. Το ξεσκαρτάρισμα ποιος θα μείνει ποιος θα φύγει έγινε στην Ασφάλεια. Αν δεν είχες φάκελο σου λέγανε “άντε γαμήσου, φύγε”. Δεν ήθελαν να στείλουν σε δίκη τρεις χιλιάδες αλλά πενήντα, άντε εκατό».
- Και τότε πώς γλιτώσατε; «Από έναν ανεγκέφαλο μικροβασανιστή, όχι από τις βεντέτες. Κάποιον που όταν τον βλέπαμε σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως στην κηδεία του Παπανδρέου, του κάναμε πλάκα. “Εσύ είσαι ο καλύτερος”, του λέγαμε. “Αμα τελειώσουνε όλα αυτά θα πούμε τα καλύτερα για σένα”. Τέτοια χαριτωμένα. Είχε χαμηλό IQ. Αυτός λοιπόν στο άκουσμα του ονόματος Μικρούτσικος πετάχτηκε και είπε: “Να φύγει, είναι καλός άνθρωπος”. Μα εδώ το χαρτί λέει πως είναι επικίνδυνος! “Ασ’ το, τον ξέρω αυτόν”. Στο μεταξύ, στα διάφορα σπίτια της οικογένειας και συγγενών μας χτυπούσαν τα κουδούνια και έλεγαν στη μάνα μου: “Ψάχνουμε τον γιο σας”».
- Ετσι μπήκες στην παρανομία. «Μπορεί και δυο-τρεις μήνες. Σκάσαμε μύτη με διακριτικότητα».
- Πού μένατε; «Μας έκρυβαν άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας. Μερικοί ήταν οικογενειακοί φίλοι του πατέρα μου. Δεν ήταν πως κυνηγάγανε μόνο εμάς, κυνηγούσαν τη μισή Νεολαία».
- Εσένα σε πιάσανε; «Οχι, δεν με πιάσανε, με ψάχνανε. Αλλά δεν γνώριζαν τη σχέση μου με το Πολυτεχνείο. Εμένα με είχαν πιάσει στο παρελθόν. Ημουν μαθηματικός και τα προεδρεία αποτελούνταν από εγκάθετους της χούντας. Τότε οργανώσαμε μια κινητοποίηση και ζητούσαμε στη σχολή των Μαθηματικών να γίνουν κανονικές εκλογές. Οσοι βάλαμε υπογραφές φακελωθήκαμε. Ετσι κι αλλιώς η οικογένειά μου ως αριστερή ήταν φακελωμένη. Εκεί, λοιπόν, λόγω εγκάθετων στα προεδρεία των σχολών, ήρθαν και μας συλλάβανε. Στις 6 το πρωί - και σε βεβαιώ δεν ήταν ο γαλατάς. Ηταν ο Γκραβαρίτης, μία από τις πρώτες βεντέτες των βασανιστών. Εκπαιδευμένος στην Ισπανία. Από τις 9 το βράδυ άρχιζε ο βασανισμός. Επειδή ένας από την ομάδα, δεν θέλω να πω το όνομά του, απ’ αυτούς που βάλαμε υπογραφές, έσπασε και τα είπε όλα. Εγώ τους έλεγα άλλα αντί άλλων».
Σκηνή 4
Ηρωίδα η Ιωάννα Καρυστιάνη
- Oπως; «Θα σου πω ένα ευτράπελο. Για να καταλάβεις επίπεδο βασανιστών. Επειδή εκείνη την εποχή παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα και επειδή είχα δει στην “Αλκυονίδα” μια ταινία του Ούγγρου σκηνοθέτη Μίκλος Γιάντσο, όπου κάθε σκηνή διαρκούσε ώρες με πλάνα να σκίζουν και να κατατροπώνουν τον Αγγελόπουλο, ο Γκραβαρίτης στην ανάκριση με επιμονή με ρωτούσε ποιος είναι αυτός ο Μίκλος Γιάντσο. Και δώσ’ του “τι σχέση έχεις εσύ με τον Μίκλος Γιάντσο”. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα ο βλάκας. Το μόνο που ήξερε να κάνει καλά ήταν να δίνει ξύλο και να βασανίζει».
- Ησουν οργανωμένος σε αριστερίστικη παράταξη; «Ας πούμε Εξω Αριστερά. Αλλά δεν ήμασταν σε οργανωμένη ομάδα. Εκείνη την εποχή άρχισαν να στήνονται αυτές οι ομάδες».
- Είναι αλήθεια αυτό που λέγεται, ότι το ΚΚΕ διαφωνούσε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου; «Οχι, εναντίον δεν ήταν. Το ΚΚΕ εσωτερικού έλεγε πως ο Μαρκεζίνης όπου να ’ναι θα μας νομιμοποιήσει. Η ΚΝΕ είχε πρόβλημα επειδή δεν μπορούσε να καθοδηγήσει και να ελέγξει την κατάσταση. Το ΚΚΕ ήταν αρκετά κριτικό απέναντι σε όλο αυτό το πράγμα μπας και ξεστρατίσει από τον στόχο του. Ηθελε να το καθοδηγήσει. Ας πούμε, είχαν γίνει μάχες για το το ποιος θα γινόταν εκφωνητής του ραδιοφώνου. Είναι αλήθεια ότι υπήρχε ένα ανταγωνιστικό κλίμα ανάμεσα στις ομάδες. Στο μεταξύ, παιδιά από τον “Ρήγα Φεραίο” διακινούσαν πληροφορίες ότι ο Μαρκεζίνης θα μιλήσει και θα κηρύξει εκλογές».
- Ακραίος ανταγωνισμός; «Βεβαίως. Ας πούμε την ώρα που επρόκειτο να μιλήσει κάποιος από τον ραδιοφωνικό σταθμό πίσω πέφτανε μπινελίκια. Ο Παπαχρήστος ήταν δικός μας. Η Μαρία η Δαμανάκη ήταν του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήμασταν επιφυλακτικοί απέναντι στο άλλον. Στις συνεδριάσεις της Συντονιστικής υπήρχε ακραίος ανταγωνισμός. Ομως στις μεταδόσεις υπήρχε σύμπνοια και ομόνοια».
- Θυμάσαι κάποιο πρόσωπο που να σου έκανε εντύπωση και να χαράχτηκε στη μνήμη σου; «Φυσικά. Η Ιωάννα Καρυστιάνη. Ηρωική φιγούρα. Αν και αδύνατη, κυκλοφορούσε διαρκώς μ’ ένα αμπέχονο 45 κιλών. Η Ιωάννα απτόητη όταν μπήκε το τανκ. Κυκλοφορούσε ανάμεσά μας και διαρκώς έλεγε: “Παιδιά, μην ανησυχείτε, όπου να ’ναι θα ’ρθει ο Ερυθρός Σταυρός”. Μέχρι την τελευταία στιγμή έδινε τα πάντα για τους πάντες. Ηρωική μορφή. Κάθε φορά που τη βλέπω αμέσως μου ’ρχεται στο μυαλό η εικόνα της στο Πολυτεχνείο. Η ψυχούλα του λόχου».
Για μια στιγμή παύση κλάσματος υπο-δευτερολέπτου. «Τα γεγονότα σ’ τα λέω όπως ακριβώς τα έζησα. Δεν έχω αλλάξει τίποτα. Σαν να τα βλέπω από βίντεο μπροστά μου. Θυμάμαι ακόμα και την ομίχλη από τον καπνό. Ενώ έξω η μέρα είναι ηλιόλουστη, εγώ στο μυαλό μου βλέπω ομίχλη και καπνό. Τόσο ζωντανή είναι η μνήμη μου».
Σκηνή 5
Ο «πατέρας» μου ο Θάνος
- Ενας χρόνος χωρίς Θάνο... «Καταρχήν αδερφός. Σπουδαίος αδερφός. Πίστεψέ με, δεν μεγεθύνω, ούτε υπερβάλλω για τον ρόλο του αδερφού μου. Μου είναι αδύνατον να το κάνω αυτό. Ηταν ο τρόπος του ο μοναδικός και ο αναντικατάστατος. Πάντα σαν να κρατούσε ένα πατρικό μπαστούνι. Και πάντα ήξερε να αλλάζει, να προσαρμόζει τον ρόλο του σε σχέση με τις εποχές. Ο δικός μου άνθρωπος. Αγαπώ και τους γονείς μου. Αλίμονο. Αλλά οι γονείς “φεύγουν” ή φεύγουν. Ο ομφάλιος λώρος κόβεται. Μένει η αγάπη. Ο Θάνος όλες αυτές τις ιδιότητες, όλα τα συναισθήματα, όλες τις ευαισθησίες τις εξέλιξε και τις ανέπτυξε. Οταν “έφυγε” έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου».
Πήρε βαθιά ανάσα και σαν χείμαρρος ξεχύθηκε. Με τσακισμένη φωνή. «Κι αυτή η απώλεια είναι ανοικονόμητη και για μένα αλλά και για την κοινωνία μας. Μεγάλη χασούρα. Μεγάλη απώλεια. Δεν το λέω με το τετριμμένο στυλ όταν για κάποιον καλλιτέχνη λέμε “τώρα χωρίς αυτόν η μουσική έγινε πιο φτωχή”. Ο Θάνος ήταν υπόδειγμα συνέπειας. Ταυτόχρονα ανθρώπινος και άτεγκτος. Αμετακίνητος στις αρχές του. Δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο, να δώσει γην και ύδωρ. Να προσκυνήσει. Υπήρξε συνεργάτης και υπουργός του Παπανδρέου. Συνεργάστηκε με τον Χρήστο Λαμπράκη για το Μέγαρο της Μουσικής. Κι όμως, όποιος ήταν κοντά του είχε καταλάβει την αδιαπραγμάτευτη συνέπειά του. Ηταν Ροβεσπιέρος. Αυστηρός και δίκαιος. Τέτοια μοντέλα ανθρώπινων χαρακτήρων δεν υπάρχουν πια. Εχω συναντήσει αρκετές γνωστές προσωπικότητες. Αλλά εντάξει, η περίπτωση του αδερφού μου είναι σπάνια. Αν με ρωτούσες να σου πω μια άλλη αντίστοιχη τέτοια προσωπικότητα που με έχει εντυπωσιάσει θα σου έλεγα Μάνος Χατζιδάκις. Τον θεωρώ μοναδικό ως πρωτογενή φυσιογνωμία. Υποτίθεται πως ήταν Νέα Δημοκρατία, αλλά με εκείνα τα καθημερινά ραδιοφωνικά χρονογραφήματά του όλοι οι δεξιοί τον έτρεμαν. Ο Μάνος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ενας από τους πιο επιφανείς άντρες που έχω γνωρίσει. Το άντρες σε παρακαλώ να το γράψεις με κεφαλαία. ΑΝΤΡΕΣ. Και πού ’σαι. Ολα αυτά που λέω για τον Μάνο τα ξέρω από πρώτο χέρι επειδή είχα συνεργαστεί μαζί του».
Σκηνή 6
Θα σε λέω μάνα, όχι μπεμπέκα
- Θυμάμαι μερικές σκηνές απίστευτης, ανατριχιαστικής προστατευτικής τρυφερότητας ανάμεσά σας. «Για να καταλάβεις πόσο προστατευτικός ήταν μαζί μου, θα σου διηγηθώ τις πρώτες μου εντυπώσεις. Προερχόμαστε από μια αστική οικογένεια της Πάτρας με οικονομική επιφάνεια. Οταν λοιπόν γεννήθηκα στο σπίτι από τη μαμή, έτσι γινόταν τότε στις καλές, αστικές οικογένειες, ο Θάνος ανοίγει την πόρτα και λέει στη μητέρα μας “μπεμπέκα”, έτσι τη φώναζε, “από τώρα και στο εξής θα σταματήσω να σε λέω μπεμπέκα και θα σε λέω ‘"μαμά” για τον μικρό. Φαντάσου ένα παιδί μόλις 5 ετών να σκέφτεται έτσι το νεογέννητο αδερφάκι του. Τα μεσημέρια η μάνα μου προσπαθούσε να μου επιβάλει να κοιμηθώ με το ζόρι. Συνηθισμένες καταστάσεις. Επειδή ήμουν βλέφαρο ανύστακτο και δεν ήθελα να κοιμάμαι, ο Θάνος είχε επινοήσει το εξής παιχνίδι αποκλειστικά για μένα. Τοποθετούσε δύο τέρματα κάτω στο πάτωμα με έντεκα μολύβια πράσινα και μπλε. Αφαιρούσε το ασημόχαρτο από το πακέτο τσιγάρων του μπαμπά, έφτιαχνε μια μικρή ασημένια μπαλίτσα, παράτασσε τις δύο ομάδες με τα μολύβια και ξεκινούσε να παίζει μπάλα με γρήγορες κινήσεις. Οπως γρήγορα μετακινούσε τους παίκτες της δικής του ομάδας, το ίδιο γρήγορα το έκανε και για τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά κατέβαινε στο γήπεδο με αλλιώτικο συστηματάκι. Να δίνει πάσες, να κουνάει, να κάνει σέντρα σουτ γκολ. Και ταυτόχρονα να περιγράφει τα ονόματα των παικτών. Τύφλα να ’χει ο Διακογιάννης. Και ζούσα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα καλύτερο από τους πραγματικούς. Και πάντα με συναρπαστική εξέλιξη για να υπάρχει αγωνία. Επειδή είμαι βάζελος δεν σήμαινε πως ο ΠΑΟ από την αρχή θα κατατρόπωνε τους πάντες. Αλλά φυσικά στο τέλος θριάμβευε η ομαδάρα μας. Και αυτό το έκανε για να μη στεναχωρηθεί ο μικρός αδερφός του. Εστηνε ολόκληρα πράγματα για τον μικρό του αδερφό».
- Τι να σου πω; Μοιάζει με μελόδραμα αληθινό. «Εγώ ήμουν αδύνατος και καθόλου αθλητικός. Ο Θάνος τότε ήταν κι αυτός αδύνατος, αλλά ταχύς γρήγορος, αθλητικός. Με τις ταχύτητές του είχε αναδειχθεί πρωταθλητής στους γύρους της πλατείας Ολγας. Τους κέρδιζε όλους. Εγώ ανύπαρκτος δρομέας. Αυτό δεν του άρεσε και αποφάσισε να με γυμνάσει. Ετσι πήρε στρώμα και το έβαλε στον διάδρομο. Και μου είπε: “Αυτό που βλέπεις δεν είναι στρώμα, είναι σκάμμα που και εσύ θα παίρνεις φόρα και όταν θα πηδάς στο ύψος θα πέφτεις στο στρώμα για μη χτυπήσεις”. Μετά πήρε ένα σπάγκο και άρχισε την προπόνηση».
- Μπαγάσα, αυτές οι σκηνές μού θυμίζουν παλιά συγκινητική ιταλική ταινία με αδέρφια τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τον Ζακ Περέν. «Περίμενε τη συνέχεια. Ελα, μου έλεγε, να πηδήξεις 50 πόντους. Εγώ περνούσα τους 50 πόντους. Μετά μου μιλούσε για τον παλμό Μπρούμελ και τον παλμό Τζόνσον. Και αφού έκανα σειρά προπονήσεων με το στρώμα και το σχοινί, στο τέλος μού έφερνε να φάω φουντούκια για υγιεινή διατροφή, όπως αρμόζει σε έναν αθλητή. Ενας αδερφός επινοητικός προσηλωμένος στη διαπαιδαγώγηση του αδερφού του. Και αυτό που έκανε τότε συνέχισε να το κάνει μέχρι το τέλος. Για άλλα θέματα, γιατί είχε αλλάξει το ρεπερτόριο της ζωής μου. Αν κάτι μου συνέβαινε δεν ανησυχούσα. Υπήρχε ο Θάνος. Δεν με έπιανε πανικός γιατί ο Θάνος ήταν ο φύλακας άγγελός μου».
Σκηνή 7
Τα είχα όλα μετά ούτε ένα ευρώ
- Το ρεπερτόριο λοιπόν. Το δικό σου. Πολλά προβλήματα, μα πάρα πολλά. Κάποια στιγμή είχες εξαφανιστεί από προσώπου γης. «Προβλήματα όλων των ειδών. Κοινωνικά, ψυχολογικά, οικονομικά, υπαρξιακά. Αλλά ποτέ δεν έφτασα σε αδιέξοδο. Πάντα υπήρχε ο Θάνος. Αθόρυβα. Διακριτικά. Και όταν κάποιος πήγαινε να του πει κάτι, εκείνος δεν δεχόταν κουβέντα. Και όταν εγώ τον ρωτούσα, εκείνος μου έλεγε: “Αν μου συνέβαινε εμένα δεν θα έκανες το ίδιο; Ναι; Ε, άντε χέσε με”».
- Πόσο δύσκολα; «Απίστευτα δύσκολες στιγμές. Σε μια ζωή που είχα τα πάντα, στο τέλος κατέληξα να μη έχω ούτε ένα ευρώ. Αλλά είχα τον Θάνο. Αλλά το δικό μου προσωπικό στυλ ήταν και είναι να μην το βάζωκάτω. Να μη με καταβάλουν. Ολοι μου λέγανε: “Αντρέα, έχεις κατάθλιψη”. Αλλά να ξέρεις, είναι έτσι η κατασκευή μου που δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να πάθει κατάθλιψη».
- Οπως τα ακούω, το πρώτο μέρος της κουβέντας μας για το Πολυτεχνείο είναι κεφάλαιο ηρωικό. Το δεύτερο συναισθηματικό. Κλαις. Αν έχεις ίχνη ευαισθησίας. «Από εκεί λοιπόν που είχα τα πάντα, μετά τίποτα. Από δύο κακές κινήσεις που έμπλεξα. Οπου κάποιος, δεν λέω το όνομά του, μου πρότεινε να κάνω κινήσεις επαγγελματικές, από ένα πρότζεκτ. Ετσι εγώ έβαλα τα πάντα κι αυτοί ενώ μου είχαν υποσχεθεί και τους πίστεψα, τραβήχτηκαν πίσω. Με αποτέλεσμα να χάσω όλη μου την περιουσία».
- Τώρα κατάλαβα τα αίτια της εξαφάνισής σου. «Ημουν κλεισμένος στο σπίτι. Εβγαινα, αλλά δεν πήγαινα με τις παρέες μου, να μην τους στεναχωρήσω. Ολο αυτό το σκηνικό επί δύο χρόνια. Και όλους αυτούς τους μήνες και τις ημέρες διάφοροι να βαράνε τα κουδούνια της πόρτας και του τηλεφώνου. Να αφήνουν χαρτιά με χρέη πολλά. Ετσι τα έχασα όλα. Οικόπεδα, μετρητά, ακίνητα, όλες τις τραπεζικές καταθέσεις. Ολα. Δεν μου έμεινε ούτε ένα ευρώ. Και ερχόταν ο Θάνος και ζούσα».
- Μα πώς σου ήρθε και έκανες τέτοιο πράγμα; Πώς τους εμπιστεύτηκες; «Ηρθε ένας φίλος και μου λέει “έλα να βοηθήσεις”».
- Εσύ, ένας τόσο προικισμένος! Μπας και από την αυτοπεποίθησή σου και την εμπιστοσύνη στην ευφυΐα σου πίστεψες πως μπορούσες να τα κάνεις όλα; «Διαφωνώ κάθετα πως είχα μια αλαζονεία. Ούτε με τη δύναμη που μου έδωσε η αναγνωρισιμότητά μου. Σκέψου μόνο πως επί 20 χρόνια είχα καταρρίψει κάθε ρεκόρ τηλεθέασης. Αυτό και μόνο σου δίνει μια αίσθηση εξουσίας. Κι όμως, τα νούμερα ποτέ δεν μέτρησαν μέσα μου. Στο στούντιο πάντα έμπαινα με ενσυναίσθηση και καθόλου με υπεροψία. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να είχα μια κάποια υπεροψία. Πού όμως; Σε κάτι που μοιάζει να είναι αδύνατο και ακατόρθωτο. Ομως έλεγα “εγώ μπορώ να το κάνω”. Να το τολμήσω. Εκεί και μόνο εκεί υπήρξε δόση υπεροψίας. Πουθενά αλλού. Το αντιμετώπιζα σαν στοίχημα. Περισσότερο ήμουν εθισμένος σε ένα είδος στοιχηματισμού παρά σαν υπερόπτης που όλους τους κοιτάει αφ’ υψηλού».
Σκηνή 8
Οι ημέρες ραδιοφώνου
- Το πιο εντυπωσιακό με σένα, και μάλιστα με τις αγωνιστικές, μορφωτικές και καλλιτεχνικές περγαμηνές που έχεις, είναι ότι αντί να ακολουθήσεις το μονοπάτι της τέχνης, της μουσικής, γλίστρησες στην τηλεόραση των ριάλιτι. «Υπάρχει εξήγηση. Παρασύρθηκα από κάποιες συγκυρίες πραγμάτων και γεγονότων. Εκεί λοιπόν που ήμουν αφοσιωμένος στη μουσική, και μάλιστα με πλατινένιο δίσκο και με σχέδια, άρχισαν να με γοητεύουν οι μέρες ραδιοφώνου. Το βρήκα άκρως γοητευτικό το παιχνίδι με το ραδιόφωνο. Θυμάσαι τότε που από το μονόχνοτο κρατικό Δεύτερο και Τρίτο Πρόγραμμα περάσαμε στον 9,84 και στα ιδιωτικά ραδιόφωνα; Ετσι μπήκα στον Top FM».
- Στην αρχή. «Ετσι άρχισε μια νέα περιπέτεια. Με μια μουσική εκπομπή. Και ήμουν τόσο μα τόσο γοητευμένος με τη ραδιοφωνική παραγωγή. Με την επικοινωνία. Επικοινωνία είχα και στο “Αχ Μαρία”. Αλλά να βγαίνεις στο ραδιόφωνο και να σ’ ακούει κάποιος στο Αγρίνιο, ε, αυτό είναι άλλο πράγμα. Σκέτη μαγεία. Εκείνες οι εκπομπές ήταν της συζήτησης, της πλάκας, αλλά και της σοβαρής αντιπαράθεσης. Οι εκπομπές μας με τη Σοφία Βόσσου είχαν τέτοια επιτυχία τότε στον Sky που φτάναμε να πιάνουμε νούμερα γύρω στο 30% όταν ο μέσος όρος των άλλων εκπομπών ήταν 5%-6%. Εμείς κάναμε 30%. Φαντάσου πως έξω από τα στούντιο του Κοσκωτά στην Παλλήνη μάς περίμεναν χίλιοι θαυμαστές να μας αποθεώσουν. Ακόμα και τώρα συναντάω ανθρώπους που θυμούνται εκείνα τα μεγαλεία. Κάναμε εκπομπές και δύο οικοδομικά τετράγωνα γέμιζαν από κόσμο».
- Κάπως έτσι άρχισε η άνοδος που στο τέλος κατέληξε σε κάθοδο. «Οταν ο Αλαφούζος αγόρασε τον Sky με φωνάζει και μου λέει: “Εχεις δει τις ακροαματικότητές σου; Η επένδυσή μου έχει νόημα επειδή είσαι εσύ”. Μου είχε φερθεί καταπληκτικά. Και στη συνέχεια ήρθαν από το MEGA και μου ζήτησαν να πάω εκεί. Και πάλι εκεί επαναλαμβάνεται η ίδια επιτυχία. Κι εγώ κέρδιζα και κέρδιζα. Και δημιουργώ ένα τέτοιο πρωινό που κανείς άλλος δεν είχε ισοδύναμο με το δικό μου. Και κέρδιζα».
Σκηνή 9
Τα ΜΜΕ με ρούφηξαν
- Για το κέρδος λοιπόν. «Οχι, δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Μόνο μια φορά θα μου αρκούσε να κερδίσω. Αλλά δεν χόρταιναν οι άλλοι. Αμα με πιάσεις στο φιλότιμο, αν μου φερθείς τρυφερά και γλυκά, αν μου πεις “έλα, Αντρίκο, να το κάνουμε αυτό”, ε, τότε υποχωρώ. Γίνομαι χαλί να με πατήσεις. Είναι ελάττωμα. Δεν βάζω σε προτεραιότητα τα δικά μου “θέλω”. Αυτό το ελάττωμα ίσως είναι η πιο αναπτυγμένη μορφή εγωισμού. Να κάνω εκπομπές όχι για μένα, αλλά για τους άλλους. Να αποδεικνύω έτσι ότι είμαι υπεράνω. Μπορεί μέσα μου να συνέβαινε κάτι τέτοιο».
- Από καλοσύνη και τρυφερότητα προς τους άλλους... «Ετσι την πάτησα. Και εγκατέλειψα μια σειρά από πράγματα. Και οι δυνάμεις μου είναι πεπερασμένες. Και τα ΜΜΕ είναι αδηφάγα, είναι παμφάγα. Οταν βλέπουν να αποδίδεις θα σε ρουφήξουν. Και με ρούφηξαν. Το σύνδρομο του καλού παιδιού. Είμαι από τις πιο καθαρές περιπτώσεις, τους πιο τίμιους. Κανέναν δεν βίασα. Αν μιλήσεις με όλους όσους συνεργάστηκα κανείς δεν θα σου πει πως τον είχα παίξει στα ζάρια. Ρώτα τους».
- Δεν έχεις μετανιώσει; «Θα μπορούσα να είχα κάνει τα μισά. Αλλά ποτέ δεν πέταξα την μπάλα στην εξέδρα. Ποτέ δεν το έκανα για το προσωπικό μου τουπέ. Τελικά θα σου πω το συμπέρασμά μου. Δεν μετανιώνω που μετανιώνω».
- Ούτε για τα προσωπικά σου; «Εγώ πέρασα καλά. Το συναίσθημα το έβγαλα. Και το διαμέτρημά μου το ανέδειξα. Αν κάποια σύντροφός μου, γιατί έχω κάνει τρεις γάμους, με τη Μαρία, τη Φωτεινή, τη γυμνάστρια στο MEGA, και με τη Δήμητρα, αλλά και άλλες πολλές σχέσεις, αν κάποια λοιπόν δεν ήρθε στο ύψος αυτών των περιστάσεων ένα είναι σίγουρο: δεν φταίει εκείνη. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου. Εγώ που εξιδανίκευα μια γυναίκα που ήθελα να είμαι δίπλα της. Αν είσαι τσιμπημένος μπορεί να τοποθετήσεις στις φωνητικές της χορδές ό,τι εσύ θέλεις. Να πιστεύεις ό,τι πιστεύει εσένα. Να παίρνεις τις απαντήσεις που θέλεις να ακούσεις. Να μεταφράζεις τις σιωπές της με δική σου μετάφραση. Και μάλιστα με μετάφραση που δεν σε γοητεύει. Γι’ αυτή τη μυθοπλασία που έχω φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια το φταίξιμο είναι δικό μου».
- Δεν πιστεύεις ότι παρά τις τόσες πολλές σχέσεις, ακόμα και τις πιο σύντομες, τις πιο μακροχρόνιες, αν όλες αυτές τις εμπειρίες τις στύψεις, τελικά μόνο ένα όνομα θα έχει χαράξει ανεξίτηλα την καρδιά σου; Ποιο το όνομα που σε έχει χαράξει; Ενα, μόνο ένα! «Εγώ πιστεύω στις σημαντικές περιόδους της ζωής μου. Θα μείνουν όλα τα πρόσωπα. Αλλά θα μείνουν σαν απωθημένο. Βέβαια ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής σου ένα πρόσωπο θα μείνει. Δηλαδή “φεύγοντας” με το όνομα μιας γυναίκας θα συνοδεύσεις τον τελευταίο αναστεναγμό σου».
- Ποιο όνομα; «Αλλοι έχουν το όνομα, άλλοι τη χάρη. Είμαι υπέρ των αποκαλύψεων, αλλά αυτό το όνομα ακουμπάει δυο-τρεις άλλους, δεν μπορώ να το αποκαλύψω. Δεν μ’ αρέσει να καταστρέφω τις ζωές των άλλων».
Σκηνή 10
Κάνω πολύ σωστά το «Big Brother»
- Και κάτι τελευταίο. Η σημερινή σου πεμπτουσία. Αντί η επιστροφή σου να ταυτιστεί με κάτι πιο ποιοτικό, εσύ πάλι με «Big Brother». «Εγώ πρώτος έκανα το “Big Brother” το 2001 στον ΑΝΤ1. Στον τελικό εκείνου του “Big Brother” πιάσαμε τηλεθέαση ρεκόρ 84%!».
- Ομολογώ πως εγώ δεν το βλέπω, το βαριέμαι αφόρητα. «Επομένως, στο πρόσωπο του Δημήτρη Δανίκα χαιρετίζω ένα ένδοξο 16%. Αυτό αν το αναλύσεις, τα έχει όλα. Μπαίνω στο Google να αγοράσω κάτι. Σε τρία δευτερόλεπτα μου έρχονται άπειρες διαφημίσεις παρεμφερών αντικειμένων με αυτό που ήθελα να αγοράσω. Ψωνίζω κάτι με την πιστωτική μου κάρτα. Κάποιος Big Brother γνωρίζει τι έχω ψωνίσει και τι έχω ξοδέψει με την πιστωτική μου κάρτα. Σου στέλνω SMS, γνωρίζουν πότε το έστειλα, τι σου έγραψα, τι μου απάντησες. Συμβαίνει κάτι κάτω από το σπίτι μου, το βλέπουν δέκα κάμερες που, αν χρειαστεί, τις έχουν στη διάθεσή τους».
- Εννοείς τον πραγματικό και αόρατο Big Brother. «Ακριβώς. Παρακολουθούν τη ζωή μας σχεδόν σε όλες τις δραστηριότητές μας. Και ενώ τα ανεχόμαστε όλα αυτά, να μην πω ότι τα έχουμε ξεχάσει και αδιαφορούμε για τη δράση αυτού του άκρως επικίνδυνου Big Brother, εμάς μας πειράζει που 20 ενήλικες έχουν κλειστεί σε έναν χώρο με πλήρη γνώση ότι τους παρακολουθούμε και με τη δυνατότητα ενός εκάστου όποτε και όποια ώρα επιθυμεί να αποχωρήσει, γκρινιάζουμε και σχολιάζουμε αυτό το reality show. Το θέμα για μένα δεν είναι ότι παρακολουθούμε αυτούς τους 20 ενήλικες. Το πραγματικό θέμα είναι αν σε αυτό το ιδιότυπο τηλεοπτικό πείραμα, αυτοί που έχουν μπει για να τους δούμε συγκροτούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας. Δεν μας πειράζει αυτό που γίνεται στη ζωή του καθενός και μας πειράζει αυτό που γίνεται σε αυτό το παιχνίδι και μάλιστα οικειοθελώς. Αν το "Big Brother" έχει βάλει μέσα άτομα τόσο ιδιότυπα που δεν αντιπροσωπεύουν κοινωνικές ομάδες τότε είναι σκουπίδι. Αν όμως αντιπροσωπεύουν πραγματικές κοινωνικές ομάδες, τότε έχει νόημα. Με την προϋπόθεση να το κάνεις σωστά. Ε, λοιπόν, Δημήτρη μου, εγώ το κάνω πολύ σωστά».
Ειδήσεις σήμερα:
Στο 70% η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Οξφόρδης
Νοσοκομείο εκστρατείας στη Θεσσαλονίκη: Είχε χρησιμοποιηθεί στο Αφγανιστάν!
Κωστίδης για τη μάχη του με κορωνοϊό: «Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο πολύ- Πνιγόμουν»
- Μου περιγράφεις σκηνές από θρίλερ φαντασίας. «Ακου παρακάτω. Τότε γυρίζει και λέει του ταξιτζή: “Φύγε, φύγε!”. Και μόλις περνάμε την Πατησίων, βλέπουμε ένα τοπίο μπαρουτοκαπνισμένο. Πεδίο μάχης. Και πηγαίνουμε προς 3η Σεπτεμβρίου, πέφτουμε πάνω σε λεωφορεία που ήταν τοποθετημένα σαν οδοφράγματα. Οταν αφήσαμε τον τύπο σκέφτηκα να πάμε στο νοσοκομείο. Ομως μετάνιωσα. Θα μας μπαγλαρώνανε. Οχι, θα πηγαίναμε στη μάνα μας. Εκεί έμαθα ότι ο Θάνος δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Αποκαμωμένος μετά το ξενύχτι δύο ημερών πήγα να κοιμηθώ και κατά τις 11 μας ξύπνησαν. Μάλιστα από το ξύλο δεν μπορούσα να κουνήσω το κορμί μου. “Σηκωθείτε, κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος”. Κάπου έπρεπε να κρυφτούμε. Είχαμε φάκελο. Θα μας έπιαναν».
Σκηνή 3
Άντε γ..@@@, φύγε
- Στο Πολυτεχνείο από την αρχή παρέα με τον Θάνο; «Μαζί από την αρχή. Η Μαρία ήρθε λίγο αργότερα να μας βρει. Διαόλου κάλτσα αυτό το σπάνιο πλάσμα. Θυμάμαι ότι κοιμόμουν σε κάτι τραπέζια που αργότερα έγιναν χειρουργικά τραπέζια. Και με το που ανοίγω τα μάτια, βλέπω τη Μαίρη να με κοιτάει. Εκείνη την ημέρα ήρθαν κάποιοι της συντονιστικής επιτροπής και επειδή ήξεραν πως και οι τρεις μας είχαμε σχέση με τη μουσική, ζήτησαν να κάνουμε συναυλία. Τρεις γεμάτες από κόσμο συναυλίες. Ο Θάνος στο πιάνο και η Μαίρη να τραγουδάει ηρωικά του Θεοδωράκη».
- Ο Θάνος είχε συλληφθεί; «Ναι, τον πήγανε στην Ασφάλεια. Ημασταν φακελωμένοι. Οσοι ήταν προς σύλληψη τους πήγαιναν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Αλλά το πρόσταγμα το είχε ο Στρατός, όχι η Ασφάλεια. Εξ ου και η εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, που έγινε σε μια αίθουσα Χαϊδαρίου. Από τους συλληφθέντες, αυτοί που είχαν βεβαρυμένο φάκελο πήγαιναν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ για ανακρίσεις και βασανισμούς. Μέχρι τότε τις συλλήψεις τις έκαναν οι βασανιστές της Ασφάλειας. Αλλά με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιωαννίδη το γενικό πρόσταγμα το είχε ο Στρατός. Το ξεσκαρτάρισμα ποιος θα μείνει ποιος θα φύγει έγινε στην Ασφάλεια. Αν δεν είχες φάκελο σου λέγανε “άντε γαμήσου, φύγε”. Δεν ήθελαν να στείλουν σε δίκη τρεις χιλιάδες αλλά πενήντα, άντε εκατό».
- Και τότε πώς γλιτώσατε; «Από έναν ανεγκέφαλο μικροβασανιστή, όχι από τις βεντέτες. Κάποιον που όταν τον βλέπαμε σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως στην κηδεία του Παπανδρέου, του κάναμε πλάκα. “Εσύ είσαι ο καλύτερος”, του λέγαμε. “Αμα τελειώσουνε όλα αυτά θα πούμε τα καλύτερα για σένα”. Τέτοια χαριτωμένα. Είχε χαμηλό IQ. Αυτός λοιπόν στο άκουσμα του ονόματος Μικρούτσικος πετάχτηκε και είπε: “Να φύγει, είναι καλός άνθρωπος”. Μα εδώ το χαρτί λέει πως είναι επικίνδυνος! “Ασ’ το, τον ξέρω αυτόν”. Στο μεταξύ, στα διάφορα σπίτια της οικογένειας και συγγενών μας χτυπούσαν τα κουδούνια και έλεγαν στη μάνα μου: “Ψάχνουμε τον γιο σας”».
- Ετσι μπήκες στην παρανομία. «Μπορεί και δυο-τρεις μήνες. Σκάσαμε μύτη με διακριτικότητα».
- Πού μένατε; «Μας έκρυβαν άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας. Μερικοί ήταν οικογενειακοί φίλοι του πατέρα μου. Δεν ήταν πως κυνηγάγανε μόνο εμάς, κυνηγούσαν τη μισή Νεολαία».
- Εσένα σε πιάσανε; «Οχι, δεν με πιάσανε, με ψάχνανε. Αλλά δεν γνώριζαν τη σχέση μου με το Πολυτεχνείο. Εμένα με είχαν πιάσει στο παρελθόν. Ημουν μαθηματικός και τα προεδρεία αποτελούνταν από εγκάθετους της χούντας. Τότε οργανώσαμε μια κινητοποίηση και ζητούσαμε στη σχολή των Μαθηματικών να γίνουν κανονικές εκλογές. Οσοι βάλαμε υπογραφές φακελωθήκαμε. Ετσι κι αλλιώς η οικογένειά μου ως αριστερή ήταν φακελωμένη. Εκεί, λοιπόν, λόγω εγκάθετων στα προεδρεία των σχολών, ήρθαν και μας συλλάβανε. Στις 6 το πρωί - και σε βεβαιώ δεν ήταν ο γαλατάς. Ηταν ο Γκραβαρίτης, μία από τις πρώτες βεντέτες των βασανιστών. Εκπαιδευμένος στην Ισπανία. Από τις 9 το βράδυ άρχιζε ο βασανισμός. Επειδή ένας από την ομάδα, δεν θέλω να πω το όνομά του, απ’ αυτούς που βάλαμε υπογραφές, έσπασε και τα είπε όλα. Εγώ τους έλεγα άλλα αντί άλλων».
Σκηνή 4
Ηρωίδα η Ιωάννα Καρυστιάνη
- Oπως; «Θα σου πω ένα ευτράπελο. Για να καταλάβεις επίπεδο βασανιστών. Επειδή εκείνη την εποχή παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα και επειδή είχα δει στην “Αλκυονίδα” μια ταινία του Ούγγρου σκηνοθέτη Μίκλος Γιάντσο, όπου κάθε σκηνή διαρκούσε ώρες με πλάνα να σκίζουν και να κατατροπώνουν τον Αγγελόπουλο, ο Γκραβαρίτης στην ανάκριση με επιμονή με ρωτούσε ποιος είναι αυτός ο Μίκλος Γιάντσο. Και δώσ’ του “τι σχέση έχεις εσύ με τον Μίκλος Γιάντσο”. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα ο βλάκας. Το μόνο που ήξερε να κάνει καλά ήταν να δίνει ξύλο και να βασανίζει».
- Ησουν οργανωμένος σε αριστερίστικη παράταξη; «Ας πούμε Εξω Αριστερά. Αλλά δεν ήμασταν σε οργανωμένη ομάδα. Εκείνη την εποχή άρχισαν να στήνονται αυτές οι ομάδες».
- Είναι αλήθεια αυτό που λέγεται, ότι το ΚΚΕ διαφωνούσε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου; «Οχι, εναντίον δεν ήταν. Το ΚΚΕ εσωτερικού έλεγε πως ο Μαρκεζίνης όπου να ’ναι θα μας νομιμοποιήσει. Η ΚΝΕ είχε πρόβλημα επειδή δεν μπορούσε να καθοδηγήσει και να ελέγξει την κατάσταση. Το ΚΚΕ ήταν αρκετά κριτικό απέναντι σε όλο αυτό το πράγμα μπας και ξεστρατίσει από τον στόχο του. Ηθελε να το καθοδηγήσει. Ας πούμε, είχαν γίνει μάχες για το το ποιος θα γινόταν εκφωνητής του ραδιοφώνου. Είναι αλήθεια ότι υπήρχε ένα ανταγωνιστικό κλίμα ανάμεσα στις ομάδες. Στο μεταξύ, παιδιά από τον “Ρήγα Φεραίο” διακινούσαν πληροφορίες ότι ο Μαρκεζίνης θα μιλήσει και θα κηρύξει εκλογές».
- Ακραίος ανταγωνισμός; «Βεβαίως. Ας πούμε την ώρα που επρόκειτο να μιλήσει κάποιος από τον ραδιοφωνικό σταθμό πίσω πέφτανε μπινελίκια. Ο Παπαχρήστος ήταν δικός μας. Η Μαρία η Δαμανάκη ήταν του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήμασταν επιφυλακτικοί απέναντι στο άλλον. Στις συνεδριάσεις της Συντονιστικής υπήρχε ακραίος ανταγωνισμός. Ομως στις μεταδόσεις υπήρχε σύμπνοια και ομόνοια».
- Θυμάσαι κάποιο πρόσωπο που να σου έκανε εντύπωση και να χαράχτηκε στη μνήμη σου; «Φυσικά. Η Ιωάννα Καρυστιάνη. Ηρωική φιγούρα. Αν και αδύνατη, κυκλοφορούσε διαρκώς μ’ ένα αμπέχονο 45 κιλών. Η Ιωάννα απτόητη όταν μπήκε το τανκ. Κυκλοφορούσε ανάμεσά μας και διαρκώς έλεγε: “Παιδιά, μην ανησυχείτε, όπου να ’ναι θα ’ρθει ο Ερυθρός Σταυρός”. Μέχρι την τελευταία στιγμή έδινε τα πάντα για τους πάντες. Ηρωική μορφή. Κάθε φορά που τη βλέπω αμέσως μου ’ρχεται στο μυαλό η εικόνα της στο Πολυτεχνείο. Η ψυχούλα του λόχου».
Για μια στιγμή παύση κλάσματος υπο-δευτερολέπτου. «Τα γεγονότα σ’ τα λέω όπως ακριβώς τα έζησα. Δεν έχω αλλάξει τίποτα. Σαν να τα βλέπω από βίντεο μπροστά μου. Θυμάμαι ακόμα και την ομίχλη από τον καπνό. Ενώ έξω η μέρα είναι ηλιόλουστη, εγώ στο μυαλό μου βλέπω ομίχλη και καπνό. Τόσο ζωντανή είναι η μνήμη μου».
Σκηνή 5
Ο «πατέρας» μου ο Θάνος
- Ενας χρόνος χωρίς Θάνο... «Καταρχήν αδερφός. Σπουδαίος αδερφός. Πίστεψέ με, δεν μεγεθύνω, ούτε υπερβάλλω για τον ρόλο του αδερφού μου. Μου είναι αδύνατον να το κάνω αυτό. Ηταν ο τρόπος του ο μοναδικός και ο αναντικατάστατος. Πάντα σαν να κρατούσε ένα πατρικό μπαστούνι. Και πάντα ήξερε να αλλάζει, να προσαρμόζει τον ρόλο του σε σχέση με τις εποχές. Ο δικός μου άνθρωπος. Αγαπώ και τους γονείς μου. Αλίμονο. Αλλά οι γονείς “φεύγουν” ή φεύγουν. Ο ομφάλιος λώρος κόβεται. Μένει η αγάπη. Ο Θάνος όλες αυτές τις ιδιότητες, όλα τα συναισθήματα, όλες τις ευαισθησίες τις εξέλιξε και τις ανέπτυξε. Οταν “έφυγε” έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου».
Πήρε βαθιά ανάσα και σαν χείμαρρος ξεχύθηκε. Με τσακισμένη φωνή. «Κι αυτή η απώλεια είναι ανοικονόμητη και για μένα αλλά και για την κοινωνία μας. Μεγάλη χασούρα. Μεγάλη απώλεια. Δεν το λέω με το τετριμμένο στυλ όταν για κάποιον καλλιτέχνη λέμε “τώρα χωρίς αυτόν η μουσική έγινε πιο φτωχή”. Ο Θάνος ήταν υπόδειγμα συνέπειας. Ταυτόχρονα ανθρώπινος και άτεγκτος. Αμετακίνητος στις αρχές του. Δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο, να δώσει γην και ύδωρ. Να προσκυνήσει. Υπήρξε συνεργάτης και υπουργός του Παπανδρέου. Συνεργάστηκε με τον Χρήστο Λαμπράκη για το Μέγαρο της Μουσικής. Κι όμως, όποιος ήταν κοντά του είχε καταλάβει την αδιαπραγμάτευτη συνέπειά του. Ηταν Ροβεσπιέρος. Αυστηρός και δίκαιος. Τέτοια μοντέλα ανθρώπινων χαρακτήρων δεν υπάρχουν πια. Εχω συναντήσει αρκετές γνωστές προσωπικότητες. Αλλά εντάξει, η περίπτωση του αδερφού μου είναι σπάνια. Αν με ρωτούσες να σου πω μια άλλη αντίστοιχη τέτοια προσωπικότητα που με έχει εντυπωσιάσει θα σου έλεγα Μάνος Χατζιδάκις. Τον θεωρώ μοναδικό ως πρωτογενή φυσιογνωμία. Υποτίθεται πως ήταν Νέα Δημοκρατία, αλλά με εκείνα τα καθημερινά ραδιοφωνικά χρονογραφήματά του όλοι οι δεξιοί τον έτρεμαν. Ο Μάνος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ενας από τους πιο επιφανείς άντρες που έχω γνωρίσει. Το άντρες σε παρακαλώ να το γράψεις με κεφαλαία. ΑΝΤΡΕΣ. Και πού ’σαι. Ολα αυτά που λέω για τον Μάνο τα ξέρω από πρώτο χέρι επειδή είχα συνεργαστεί μαζί του».
Σκηνή 6
Θα σε λέω μάνα, όχι μπεμπέκα
- Θυμάμαι μερικές σκηνές απίστευτης, ανατριχιαστικής προστατευτικής τρυφερότητας ανάμεσά σας. «Για να καταλάβεις πόσο προστατευτικός ήταν μαζί μου, θα σου διηγηθώ τις πρώτες μου εντυπώσεις. Προερχόμαστε από μια αστική οικογένεια της Πάτρας με οικονομική επιφάνεια. Οταν λοιπόν γεννήθηκα στο σπίτι από τη μαμή, έτσι γινόταν τότε στις καλές, αστικές οικογένειες, ο Θάνος ανοίγει την πόρτα και λέει στη μητέρα μας “μπεμπέκα”, έτσι τη φώναζε, “από τώρα και στο εξής θα σταματήσω να σε λέω μπεμπέκα και θα σε λέω ‘"μαμά” για τον μικρό. Φαντάσου ένα παιδί μόλις 5 ετών να σκέφτεται έτσι το νεογέννητο αδερφάκι του. Τα μεσημέρια η μάνα μου προσπαθούσε να μου επιβάλει να κοιμηθώ με το ζόρι. Συνηθισμένες καταστάσεις. Επειδή ήμουν βλέφαρο ανύστακτο και δεν ήθελα να κοιμάμαι, ο Θάνος είχε επινοήσει το εξής παιχνίδι αποκλειστικά για μένα. Τοποθετούσε δύο τέρματα κάτω στο πάτωμα με έντεκα μολύβια πράσινα και μπλε. Αφαιρούσε το ασημόχαρτο από το πακέτο τσιγάρων του μπαμπά, έφτιαχνε μια μικρή ασημένια μπαλίτσα, παράτασσε τις δύο ομάδες με τα μολύβια και ξεκινούσε να παίζει μπάλα με γρήγορες κινήσεις. Οπως γρήγορα μετακινούσε τους παίκτες της δικής του ομάδας, το ίδιο γρήγορα το έκανε και για τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά κατέβαινε στο γήπεδο με αλλιώτικο συστηματάκι. Να δίνει πάσες, να κουνάει, να κάνει σέντρα σουτ γκολ. Και ταυτόχρονα να περιγράφει τα ονόματα των παικτών. Τύφλα να ’χει ο Διακογιάννης. Και ζούσα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα καλύτερο από τους πραγματικούς. Και πάντα με συναρπαστική εξέλιξη για να υπάρχει αγωνία. Επειδή είμαι βάζελος δεν σήμαινε πως ο ΠΑΟ από την αρχή θα κατατρόπωνε τους πάντες. Αλλά φυσικά στο τέλος θριάμβευε η ομαδάρα μας. Και αυτό το έκανε για να μη στεναχωρηθεί ο μικρός αδερφός του. Εστηνε ολόκληρα πράγματα για τον μικρό του αδερφό».
- Τι να σου πω; Μοιάζει με μελόδραμα αληθινό. «Εγώ ήμουν αδύνατος και καθόλου αθλητικός. Ο Θάνος τότε ήταν κι αυτός αδύνατος, αλλά ταχύς γρήγορος, αθλητικός. Με τις ταχύτητές του είχε αναδειχθεί πρωταθλητής στους γύρους της πλατείας Ολγας. Τους κέρδιζε όλους. Εγώ ανύπαρκτος δρομέας. Αυτό δεν του άρεσε και αποφάσισε να με γυμνάσει. Ετσι πήρε στρώμα και το έβαλε στον διάδρομο. Και μου είπε: “Αυτό που βλέπεις δεν είναι στρώμα, είναι σκάμμα που και εσύ θα παίρνεις φόρα και όταν θα πηδάς στο ύψος θα πέφτεις στο στρώμα για μη χτυπήσεις”. Μετά πήρε ένα σπάγκο και άρχισε την προπόνηση».
- Μπαγάσα, αυτές οι σκηνές μού θυμίζουν παλιά συγκινητική ιταλική ταινία με αδέρφια τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τον Ζακ Περέν. «Περίμενε τη συνέχεια. Ελα, μου έλεγε, να πηδήξεις 50 πόντους. Εγώ περνούσα τους 50 πόντους. Μετά μου μιλούσε για τον παλμό Μπρούμελ και τον παλμό Τζόνσον. Και αφού έκανα σειρά προπονήσεων με το στρώμα και το σχοινί, στο τέλος μού έφερνε να φάω φουντούκια για υγιεινή διατροφή, όπως αρμόζει σε έναν αθλητή. Ενας αδερφός επινοητικός προσηλωμένος στη διαπαιδαγώγηση του αδερφού του. Και αυτό που έκανε τότε συνέχισε να το κάνει μέχρι το τέλος. Για άλλα θέματα, γιατί είχε αλλάξει το ρεπερτόριο της ζωής μου. Αν κάτι μου συνέβαινε δεν ανησυχούσα. Υπήρχε ο Θάνος. Δεν με έπιανε πανικός γιατί ο Θάνος ήταν ο φύλακας άγγελός μου».
Σκηνή 7
Τα είχα όλα μετά ούτε ένα ευρώ
- Το ρεπερτόριο λοιπόν. Το δικό σου. Πολλά προβλήματα, μα πάρα πολλά. Κάποια στιγμή είχες εξαφανιστεί από προσώπου γης. «Προβλήματα όλων των ειδών. Κοινωνικά, ψυχολογικά, οικονομικά, υπαρξιακά. Αλλά ποτέ δεν έφτασα σε αδιέξοδο. Πάντα υπήρχε ο Θάνος. Αθόρυβα. Διακριτικά. Και όταν κάποιος πήγαινε να του πει κάτι, εκείνος δεν δεχόταν κουβέντα. Και όταν εγώ τον ρωτούσα, εκείνος μου έλεγε: “Αν μου συνέβαινε εμένα δεν θα έκανες το ίδιο; Ναι; Ε, άντε χέσε με”».
- Πόσο δύσκολα; «Απίστευτα δύσκολες στιγμές. Σε μια ζωή που είχα τα πάντα, στο τέλος κατέληξα να μη έχω ούτε ένα ευρώ. Αλλά είχα τον Θάνο. Αλλά το δικό μου προσωπικό στυλ ήταν και είναι να μην το βάζωκάτω. Να μη με καταβάλουν. Ολοι μου λέγανε: “Αντρέα, έχεις κατάθλιψη”. Αλλά να ξέρεις, είναι έτσι η κατασκευή μου που δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να πάθει κατάθλιψη».
- Οπως τα ακούω, το πρώτο μέρος της κουβέντας μας για το Πολυτεχνείο είναι κεφάλαιο ηρωικό. Το δεύτερο συναισθηματικό. Κλαις. Αν έχεις ίχνη ευαισθησίας. «Από εκεί λοιπόν που είχα τα πάντα, μετά τίποτα. Από δύο κακές κινήσεις που έμπλεξα. Οπου κάποιος, δεν λέω το όνομά του, μου πρότεινε να κάνω κινήσεις επαγγελματικές, από ένα πρότζεκτ. Ετσι εγώ έβαλα τα πάντα κι αυτοί ενώ μου είχαν υποσχεθεί και τους πίστεψα, τραβήχτηκαν πίσω. Με αποτέλεσμα να χάσω όλη μου την περιουσία».
- Τώρα κατάλαβα τα αίτια της εξαφάνισής σου. «Ημουν κλεισμένος στο σπίτι. Εβγαινα, αλλά δεν πήγαινα με τις παρέες μου, να μην τους στεναχωρήσω. Ολο αυτό το σκηνικό επί δύο χρόνια. Και όλους αυτούς τους μήνες και τις ημέρες διάφοροι να βαράνε τα κουδούνια της πόρτας και του τηλεφώνου. Να αφήνουν χαρτιά με χρέη πολλά. Ετσι τα έχασα όλα. Οικόπεδα, μετρητά, ακίνητα, όλες τις τραπεζικές καταθέσεις. Ολα. Δεν μου έμεινε ούτε ένα ευρώ. Και ερχόταν ο Θάνος και ζούσα».
- Μα πώς σου ήρθε και έκανες τέτοιο πράγμα; Πώς τους εμπιστεύτηκες; «Ηρθε ένας φίλος και μου λέει “έλα να βοηθήσεις”».
- Εσύ, ένας τόσο προικισμένος! Μπας και από την αυτοπεποίθησή σου και την εμπιστοσύνη στην ευφυΐα σου πίστεψες πως μπορούσες να τα κάνεις όλα; «Διαφωνώ κάθετα πως είχα μια αλαζονεία. Ούτε με τη δύναμη που μου έδωσε η αναγνωρισιμότητά μου. Σκέψου μόνο πως επί 20 χρόνια είχα καταρρίψει κάθε ρεκόρ τηλεθέασης. Αυτό και μόνο σου δίνει μια αίσθηση εξουσίας. Κι όμως, τα νούμερα ποτέ δεν μέτρησαν μέσα μου. Στο στούντιο πάντα έμπαινα με ενσυναίσθηση και καθόλου με υπεροψία. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να είχα μια κάποια υπεροψία. Πού όμως; Σε κάτι που μοιάζει να είναι αδύνατο και ακατόρθωτο. Ομως έλεγα “εγώ μπορώ να το κάνω”. Να το τολμήσω. Εκεί και μόνο εκεί υπήρξε δόση υπεροψίας. Πουθενά αλλού. Το αντιμετώπιζα σαν στοίχημα. Περισσότερο ήμουν εθισμένος σε ένα είδος στοιχηματισμού παρά σαν υπερόπτης που όλους τους κοιτάει αφ’ υψηλού».
Σκηνή 8
Οι ημέρες ραδιοφώνου
- Το πιο εντυπωσιακό με σένα, και μάλιστα με τις αγωνιστικές, μορφωτικές και καλλιτεχνικές περγαμηνές που έχεις, είναι ότι αντί να ακολουθήσεις το μονοπάτι της τέχνης, της μουσικής, γλίστρησες στην τηλεόραση των ριάλιτι. «Υπάρχει εξήγηση. Παρασύρθηκα από κάποιες συγκυρίες πραγμάτων και γεγονότων. Εκεί λοιπόν που ήμουν αφοσιωμένος στη μουσική, και μάλιστα με πλατινένιο δίσκο και με σχέδια, άρχισαν να με γοητεύουν οι μέρες ραδιοφώνου. Το βρήκα άκρως γοητευτικό το παιχνίδι με το ραδιόφωνο. Θυμάσαι τότε που από το μονόχνοτο κρατικό Δεύτερο και Τρίτο Πρόγραμμα περάσαμε στον 9,84 και στα ιδιωτικά ραδιόφωνα; Ετσι μπήκα στον Top FM».
- Στην αρχή. «Ετσι άρχισε μια νέα περιπέτεια. Με μια μουσική εκπομπή. Και ήμουν τόσο μα τόσο γοητευμένος με τη ραδιοφωνική παραγωγή. Με την επικοινωνία. Επικοινωνία είχα και στο “Αχ Μαρία”. Αλλά να βγαίνεις στο ραδιόφωνο και να σ’ ακούει κάποιος στο Αγρίνιο, ε, αυτό είναι άλλο πράγμα. Σκέτη μαγεία. Εκείνες οι εκπομπές ήταν της συζήτησης, της πλάκας, αλλά και της σοβαρής αντιπαράθεσης. Οι εκπομπές μας με τη Σοφία Βόσσου είχαν τέτοια επιτυχία τότε στον Sky που φτάναμε να πιάνουμε νούμερα γύρω στο 30% όταν ο μέσος όρος των άλλων εκπομπών ήταν 5%-6%. Εμείς κάναμε 30%. Φαντάσου πως έξω από τα στούντιο του Κοσκωτά στην Παλλήνη μάς περίμεναν χίλιοι θαυμαστές να μας αποθεώσουν. Ακόμα και τώρα συναντάω ανθρώπους που θυμούνται εκείνα τα μεγαλεία. Κάναμε εκπομπές και δύο οικοδομικά τετράγωνα γέμιζαν από κόσμο».
- Κάπως έτσι άρχισε η άνοδος που στο τέλος κατέληξε σε κάθοδο. «Οταν ο Αλαφούζος αγόρασε τον Sky με φωνάζει και μου λέει: “Εχεις δει τις ακροαματικότητές σου; Η επένδυσή μου έχει νόημα επειδή είσαι εσύ”. Μου είχε φερθεί καταπληκτικά. Και στη συνέχεια ήρθαν από το MEGA και μου ζήτησαν να πάω εκεί. Και πάλι εκεί επαναλαμβάνεται η ίδια επιτυχία. Κι εγώ κέρδιζα και κέρδιζα. Και δημιουργώ ένα τέτοιο πρωινό που κανείς άλλος δεν είχε ισοδύναμο με το δικό μου. Και κέρδιζα».
Σκηνή 9
Τα ΜΜΕ με ρούφηξαν
- Για το κέρδος λοιπόν. «Οχι, δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Μόνο μια φορά θα μου αρκούσε να κερδίσω. Αλλά δεν χόρταιναν οι άλλοι. Αμα με πιάσεις στο φιλότιμο, αν μου φερθείς τρυφερά και γλυκά, αν μου πεις “έλα, Αντρίκο, να το κάνουμε αυτό”, ε, τότε υποχωρώ. Γίνομαι χαλί να με πατήσεις. Είναι ελάττωμα. Δεν βάζω σε προτεραιότητα τα δικά μου “θέλω”. Αυτό το ελάττωμα ίσως είναι η πιο αναπτυγμένη μορφή εγωισμού. Να κάνω εκπομπές όχι για μένα, αλλά για τους άλλους. Να αποδεικνύω έτσι ότι είμαι υπεράνω. Μπορεί μέσα μου να συνέβαινε κάτι τέτοιο».
- Από καλοσύνη και τρυφερότητα προς τους άλλους... «Ετσι την πάτησα. Και εγκατέλειψα μια σειρά από πράγματα. Και οι δυνάμεις μου είναι πεπερασμένες. Και τα ΜΜΕ είναι αδηφάγα, είναι παμφάγα. Οταν βλέπουν να αποδίδεις θα σε ρουφήξουν. Και με ρούφηξαν. Το σύνδρομο του καλού παιδιού. Είμαι από τις πιο καθαρές περιπτώσεις, τους πιο τίμιους. Κανέναν δεν βίασα. Αν μιλήσεις με όλους όσους συνεργάστηκα κανείς δεν θα σου πει πως τον είχα παίξει στα ζάρια. Ρώτα τους».
- Δεν έχεις μετανιώσει; «Θα μπορούσα να είχα κάνει τα μισά. Αλλά ποτέ δεν πέταξα την μπάλα στην εξέδρα. Ποτέ δεν το έκανα για το προσωπικό μου τουπέ. Τελικά θα σου πω το συμπέρασμά μου. Δεν μετανιώνω που μετανιώνω».
- Ούτε για τα προσωπικά σου; «Εγώ πέρασα καλά. Το συναίσθημα το έβγαλα. Και το διαμέτρημά μου το ανέδειξα. Αν κάποια σύντροφός μου, γιατί έχω κάνει τρεις γάμους, με τη Μαρία, τη Φωτεινή, τη γυμνάστρια στο MEGA, και με τη Δήμητρα, αλλά και άλλες πολλές σχέσεις, αν κάποια λοιπόν δεν ήρθε στο ύψος αυτών των περιστάσεων ένα είναι σίγουρο: δεν φταίει εκείνη. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου. Εγώ που εξιδανίκευα μια γυναίκα που ήθελα να είμαι δίπλα της. Αν είσαι τσιμπημένος μπορεί να τοποθετήσεις στις φωνητικές της χορδές ό,τι εσύ θέλεις. Να πιστεύεις ό,τι πιστεύει εσένα. Να παίρνεις τις απαντήσεις που θέλεις να ακούσεις. Να μεταφράζεις τις σιωπές της με δική σου μετάφραση. Και μάλιστα με μετάφραση που δεν σε γοητεύει. Γι’ αυτή τη μυθοπλασία που έχω φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια το φταίξιμο είναι δικό μου».
- Δεν πιστεύεις ότι παρά τις τόσες πολλές σχέσεις, ακόμα και τις πιο σύντομες, τις πιο μακροχρόνιες, αν όλες αυτές τις εμπειρίες τις στύψεις, τελικά μόνο ένα όνομα θα έχει χαράξει ανεξίτηλα την καρδιά σου; Ποιο το όνομα που σε έχει χαράξει; Ενα, μόνο ένα! «Εγώ πιστεύω στις σημαντικές περιόδους της ζωής μου. Θα μείνουν όλα τα πρόσωπα. Αλλά θα μείνουν σαν απωθημένο. Βέβαια ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής σου ένα πρόσωπο θα μείνει. Δηλαδή “φεύγοντας” με το όνομα μιας γυναίκας θα συνοδεύσεις τον τελευταίο αναστεναγμό σου».
- Ποιο όνομα; «Αλλοι έχουν το όνομα, άλλοι τη χάρη. Είμαι υπέρ των αποκαλύψεων, αλλά αυτό το όνομα ακουμπάει δυο-τρεις άλλους, δεν μπορώ να το αποκαλύψω. Δεν μ’ αρέσει να καταστρέφω τις ζωές των άλλων».
Σκηνή 10
Κάνω πολύ σωστά το «Big Brother»
- Και κάτι τελευταίο. Η σημερινή σου πεμπτουσία. Αντί η επιστροφή σου να ταυτιστεί με κάτι πιο ποιοτικό, εσύ πάλι με «Big Brother». «Εγώ πρώτος έκανα το “Big Brother” το 2001 στον ΑΝΤ1. Στον τελικό εκείνου του “Big Brother” πιάσαμε τηλεθέαση ρεκόρ 84%!».
- Ομολογώ πως εγώ δεν το βλέπω, το βαριέμαι αφόρητα. «Επομένως, στο πρόσωπο του Δημήτρη Δανίκα χαιρετίζω ένα ένδοξο 16%. Αυτό αν το αναλύσεις, τα έχει όλα. Μπαίνω στο Google να αγοράσω κάτι. Σε τρία δευτερόλεπτα μου έρχονται άπειρες διαφημίσεις παρεμφερών αντικειμένων με αυτό που ήθελα να αγοράσω. Ψωνίζω κάτι με την πιστωτική μου κάρτα. Κάποιος Big Brother γνωρίζει τι έχω ψωνίσει και τι έχω ξοδέψει με την πιστωτική μου κάρτα. Σου στέλνω SMS, γνωρίζουν πότε το έστειλα, τι σου έγραψα, τι μου απάντησες. Συμβαίνει κάτι κάτω από το σπίτι μου, το βλέπουν δέκα κάμερες που, αν χρειαστεί, τις έχουν στη διάθεσή τους».
- Εννοείς τον πραγματικό και αόρατο Big Brother. «Ακριβώς. Παρακολουθούν τη ζωή μας σχεδόν σε όλες τις δραστηριότητές μας. Και ενώ τα ανεχόμαστε όλα αυτά, να μην πω ότι τα έχουμε ξεχάσει και αδιαφορούμε για τη δράση αυτού του άκρως επικίνδυνου Big Brother, εμάς μας πειράζει που 20 ενήλικες έχουν κλειστεί σε έναν χώρο με πλήρη γνώση ότι τους παρακολουθούμε και με τη δυνατότητα ενός εκάστου όποτε και όποια ώρα επιθυμεί να αποχωρήσει, γκρινιάζουμε και σχολιάζουμε αυτό το reality show. Το θέμα για μένα δεν είναι ότι παρακολουθούμε αυτούς τους 20 ενήλικες. Το πραγματικό θέμα είναι αν σε αυτό το ιδιότυπο τηλεοπτικό πείραμα, αυτοί που έχουν μπει για να τους δούμε συγκροτούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας. Δεν μας πειράζει αυτό που γίνεται στη ζωή του καθενός και μας πειράζει αυτό που γίνεται σε αυτό το παιχνίδι και μάλιστα οικειοθελώς. Αν το "Big Brother" έχει βάλει μέσα άτομα τόσο ιδιότυπα που δεν αντιπροσωπεύουν κοινωνικές ομάδες τότε είναι σκουπίδι. Αν όμως αντιπροσωπεύουν πραγματικές κοινωνικές ομάδες, τότε έχει νόημα. Με την προϋπόθεση να το κάνεις σωστά. Ε, λοιπόν, Δημήτρη μου, εγώ το κάνω πολύ σωστά».
Ειδήσεις σήμερα:
Στο 70% η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Οξφόρδης
Νοσοκομείο εκστρατείας στη Θεσσαλονίκη: Είχε χρησιμοποιηθεί στο Αφγανιστάν!
Κωστίδης για τη μάχη του με κορωνοϊό: «Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο πολύ- Πνιγόμουν»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr