30 χρόνια μετά το σεισμό του ’78 είναι ασφαλής η Θεσσαλονίκη;
Ξυπνούν οι μνήμες σήμερα από τον σεισμό των 6,5 Ρίχτερ στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Ιουνίου 1978, που στοίχισε τη ζωή σε 49 ανθρώπους. Δυστυχώς, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στην εφαρμογή των σχεδίων ετοιμότητας και στον έλεγχο αξιοπιστίας των κτιρίων. Το ενεργό ρήγμα της Βόλβης που προκάλεσε τότε τον φόβο και τον πανικό στους Θεσσαλονικείς, τριάντα χρόνια μετά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν εμπνέει ανησυχία. Την ώρα που η πιθανότητα πρόκλησης ενός νέου σεισμού από το ρήγμα της Β
Ξυπνούν οι μνήμες σήμερα από τον σεισμό των 6,5 Ρίχτερ στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Ιουνίου 1978, που στοίχισε τη ζωή σε 49 ανθρώπους. Δυστυχώς, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στην εφαρμογή των σχεδίων ετοιμότητας και στον έλεγχο αξιοπιστίας των κτιρίων. Το ενεργό ρήγμα της Βόλβης που προκάλεσε τότε τον φόβο και τον πανικό στους Θεσσαλονικείς, τριάντα χρόνια μετά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν εμπνέει ανησυχία. Την ώρα που η πιθανότητα πρόκλησης ενός νέου σεισμού από το ρήγμα της Βόλβης είναι μηδαμινή, με βάση τις εκτιμήσεις σεισμολόγων, θεωρητικά σενάρια προβλέπουν έναν πιθανό σεισμό από ενεργά ρήγματα που βρίσκονται τουλάχιστον 30 χλμ. μακριά από το πολεοδομικό συγκρότημα. Ο σεισμός του 1978, που συνέβη για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας σε μεγάλο αστικό κέντρο, αποτέλεσε αφετηρία για την αλλαγή της αντισεισμικής προστασίας στη χώρα μας.
«Η πρόοδος στον παραπάνω τοµέα στην Ελλάδα κατά τα τελευταία 30 χρόνια έχει κάνει τεράστια βήµατα, γεγονός που αποδεικνύεται από τον τρόπο αντίδρασης του κράτους έπειτα από κάθε μεγάλο σεισµό», αναφέρει ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Πενέλης. Τα 6,5 Ρίχτερ εκείνο το βράδυ κατέστρεψαν ή προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στο ένα τέταρτο των οικοδομών της πόλης. Οι καταστροφικές συνέπειες του σεισμού αποτέλεσαν τη βάση για να δημιουργηθεί ένα νέο πλέγμα αντισεισμικής προστασίας στην Ελλάδα. «Μεταξύ άλλων, δημιουργήθηκε το δίκτυο σεισμογράφων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η ανάπτυξη της έρευνας πάνω στην πρόγνωση των σεισμών στο Εργαστήριο Γεωφυσικής του ΑΠΘ», τόνισε ο Βασίλειος Παπαζάχος, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ. Παρά τις ριζικές αλλαγές στην αντισεισμική προστασία της χώρας, το σύστημα αντισεισμικής θωράκισης της Θεσσαλονίκης εξακολουθεί να παρουσιάζει αδυναμίες. Αλυτο παραμένει το μεγάλο ζήτημα της σεισμικής θωράκισης των παλαιών κτιρίων που κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Το 40% των κτιρίων του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Οικοδομές αυτής της περιόδου έχουν χτιστεί κυρίως στο κέντρο της πόλης και στην παραλία, σε χαλαρά εδάφη και πρέπει να αντιμετωπιστούν με ειδικό τρόπο. Προβλήματα στην αντισεισμική θωράκιση της πόλης παρουσιάζονται, σύμφωνα με τους ειδικούς, στις ελλείψεις μικροεπεμβάσεων σε στηθαία, μαρκίζες, γλάστρες και καμινάδες, στον περιορισμένο ποιοτικό έλεγχο των μελετών και των κατασκευών των ιδιωτικών έργων και των κτιρίων.
Οι ομότιμοι καθηγητές του ΑΠΘ, σεισμολόγος Βασίλης Παπαζάχος, πολιτικών μηχανικών Γιώργος Πενέλης και ο καθηγητής του τμήματος Γεωλογίας Δημοσθένης Μουντράκης, που πήραν μέρος τότε στις επιτροπές αντιμετώπισης των συνεπειών του σεισμού, προχωρούν σε έναν απολογισμό του τι ακολούθησε από τότε μέχρι σήμερα, τόσο στην εξέλιξη της επιστήμης όσο και στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των καταστροφών από τους σεισμούς. Οι εισηγήσεις των καθηγητών παρουσιάζονται στην εκδήλωση του ΑΠΘ «30 χρόνια μετά τον σεισμό της Θεσσαλονίκης», η οποία πραγματοποιείται σήμερα στη Θεσσαλονίκη στην αίθουσα τελετών του παλιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr