Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Χάρης Γαλανός: «Elysee», το Ελληνικό Big Βen του Λονδίνου
Χάρης Γαλανός: «Elysee», το Ελληνικό Big Βen του Λονδίνου
Το μπουζουξίδικο-θρύλος του Λονδίνου που... ολημερίς το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν από την ξεσαλωμένη enfant gate των εφοπλιστών και τους νεαρούς γαλαζοαίματους που έμπαιναν μέσα με τον κωδικό μ@λ@κ@ς» για να διαλύσουν βάσει τιμοκαταλόγου καθρέφτες, πολυελαίους, ακόμη και... είδη υγιεινής, και να προσκυνήσουν τον Ελληνα «Μαρκήσιο Ντε Σαντ της Nύχτας» Χάρη Γαλανό, την ψυχή του «Elysee», που «έφυγε» χτυπημένος από τον κορωνοϊό
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Aμερικής 17, Κολωνάκι, ώρα 1 τα μεσάνυχτα, λίγο μετά το 2010. Στο μυθιστορηματικό σαλόνι του πιάνο-μπαρ «Gallery» ένα συνονθύλευμα αστών και λούμπεν διασκεδάζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Οι μελωδίες του Χατζιδάκι διαδέχονται τους ύμνους του Τσιτσάνη, ύστερα Θεοδωράκης και Σπανός και πιο μετά Μπέλου και Τόλης. «Είσαι η κιβωτός της καλής μουσικής, αγόρι μου», φωνάζει κάποιος θαμώνας μαζί με την παραγγελιά «Πες πως είναι ένα σπίτι».
Η «κιβωτός της καλής μουσικής» που ακούει στο όνομα Χάρης Γαλανός κόβει το τραγούδι με ένα «καλώς το φιλαράκι μου», η παραγγελιά εκτελείται, το κέφι ανάβει σαν φωτιά «που ζεματάει όπως η καψούρα». Ξάφνου, η πόρτα ανοίγει και ένας από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της Ελλάδας, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, ρωτά τον ιδιοκτήτη Χάρη Μπούζο: «Ποιο είναι το τραπέζι που έχει κρατήσει ο Χάρης στο όνομά μου;». Ο Μπούζος παγώνει. Ποιο τραπέζι; Δεν υπάρχει καμία κράτηση στο όνομά του και στο μαγαζί δεν πέφτει καρφίτσα. Ο Γαλανός κατευθύνεται προς την πλευρά του εφοπλιστή και με ένα «Μ@λ@κα, σε ξέχασα, αλλά δεν τα βαρέθηκες τα τραπέζια; Ελα να δεις πώς είναι στο όρθιο», τον βάζει μαζί με τη σύζυγό του μέσα στο μπαρ, όρθιους σε μια γωνία.
Ο «ξεχασμένος» εφοπλιστής ανοίγει δύο σαμπάνιες, ρίχνει όλα τα λουλούδια, κερνάει όλους τους πελάτες και όταν το μαγαζί αδειάζει κάθεται μαζί με τον Χάρη και τραγουδούν a cappella μέχρι το πρωί… Εκείνο το βράδυ δεν είναι ένας κολοσσός της ναυτιλίας αλλά το παιδί που «σπούδασε» κάποτε ο Χαρούλης στο «Elysee» του Λονδίνου. Αυτή είναι μία από τις πολλές ιστορίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο βασιλιάς της ελληνικής διασκέδασης στη βρετανική πρωτεύουσα, Χάρης Γαλανός, ο τραγουδιστής που έφυγε το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου χτυπημένος από τον κορωνοϊό.
Από την Κω στο Λονδίνο
Δεκαετία ’60. Ενας πιτσιρικάς από τον Πειραιά με μαλλί μέχρι την πλάτη, φουλ ερωτευμένος με την κιθάρα του, φτιάχνει με κάτι «φιλαράκια» ένα ροκ γκρουπ, τους Sicilian Vespers. Το όνομά του Χάρης Γαλανός, το όνειρό του «να γίνω φιλαράκι με τον κόσμο και να τραγουδάμε παρέα καλή μουσική». Γύρω στο ’70, ο Γιώργος Κατσαρός διακρίνει πως ο Χαρούλης μπορεί να κάνει και τα δύο εξίσου καλά, του παίρνει την κιθάρα από τα χέρια και τον ανεβάζει στα «Αστέρια» της Γλυφάδας.
Από τη χλιδή της high society που σχηματίζει ουρές έξω από το ιστορικό κέντρο της παραλιακής, ο Χαρούλης επιβιβάζεται στο λεωφορείο της ποιότητας του Τσιτσάνη, στέκει στο πλάι του άρχοντα Τόλη Βοσκόπουλου και μερικά χρόνια αργότερα βγάζει εισιτήριο για το βροχερό Λονδίνο - μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε καν πού πέφτει. Ο ίδιος βρίσκεται στην Κω όταν η Ρένα Βλαχοπούλου του τηλεφωνεί λέγοντάς του: «Πού είσαι; Τι κάνεις; Θέλεις να πας στο Λονδίνο που μια φίλη μου έχει ένα καλό πιάνο-μπαρ και μαζεύεται όλη η ναυτιλία; Αντε, να κάνεις τα ψώνια σου, να δεις και το Λονδίνο». Ο Χάρης θέλει και το φθινόπωρο του 1982 εγκαινιάζει το «Cosmopolitan» πρόγραμμά του μπροστά σε γραβατωμένους 50άρηδες που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουν συνηθίσει να διασκεδάζουν το δείπνο και τη νοσταλγία για τη μαμά Ελλάδα με μελωδίες του στυλ «Μίλησέ μου, μίλησέ μου, δεν σε φίλησα ποτέ μου».
Ο Χάρης βαριέται, μονολογεί: «Τι ήρθα να κάνω εδώ; Εγώ, ένα τρελοκομείο που δεν μπορώ να κάτσω σε καρέκλα, τι δουλειά έχω εδώ μέσα;», και αποφασίζει να τα φέρει όλα τούμπα. Χαμηλώνει τα φώτα, λέει Πάριο, Μαρινέλλα και Αλεξίου κρατώντας για ώρα τα μάτια κλειστά, επινοεί και εκτελεί το ποτ πουρί και γυρίζει το πρόγραμμα σε φουλ λαϊκό μέσα από τραγούδια που έγραψαν και άφησαν Ιστορία. Τα αφεντικά του μαγαζιού τρελαίνονται: «Ρε συ, τι είναι αυτά που κάνεις; Εδώ έχουμε άλλο κόσμο! Θα μας κλείσεις!».
Κάνουν λάθος. Ο Χάρης έχει μόλις ανοίξει το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής διασκέδασης του Λονδίνου, κάτι που πιάνουν στον αέρα οι ιδιοκτήτες του «Elysee» προτείνοντάς του τη μεγαλύτερη μεταγραφή της ζωής του, μαζί με πολλά λεφτά και την υπόσχεση «Ελα σε εμάς και κάνε ό,τι γουστάρεις». Ο Χάρης δεν έχει βρει απλώς ένα μαγαζί για να δουλέψει όπως θέλει, αλλά ένα σπίτι για να ζήσει όπως αγαπά... Ενα βράδυ μπαίνουν στο «Elysee» δύο φοιτητές που δεν γουστάρουν τα μπαράκια και θέλουν να ακούσουν πενιές. Είναι ο Γιάννης Κοντέλης και ο Βασίλης Καρακουλάκης. Το επόμενο πρωί, η «βρώμα» ότι στο «στο “Elysee” είναι ένας παλαβιάρης που κάνει χαμό» ταξιδεύει σε κάθε φοιτητικό στόμα και μέσα σε διάστημα-αστραπή όλοι ξενυχτούν δίπλα στον «Μαρκήσιο Ντε Σαντ της νύχτας».
«Στο “Elysee” σπουδάσαμε… γυψοτεχνική»
Γιώργος Παύλου, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Βασίλης και Γιάννης Πατέρας, Πόλυς Χατζηιωάννου, Γιώργος Μαργαρώνης, Γιάννης Κοτζιάς, Κωστής Φραγκούλης, Δημήτρης Μίχαλος και Νίκος Πανταζόπουλος αποτέλεσαν τον πρώτο σκληρό πυρήνα -ακολούθησαν δύο ακόμη γενιές Ελλήνων φοιτητών- μιας διασκέδασης που άφησε εποχή.«Το “Elysee” δεν ήταν απλώς ένα κέντρο. Hταν το δεύτερο σπίτι μας. Η πατρίδα μας. Και ο Χάρης δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής.
Η «κιβωτός της καλής μουσικής» που ακούει στο όνομα Χάρης Γαλανός κόβει το τραγούδι με ένα «καλώς το φιλαράκι μου», η παραγγελιά εκτελείται, το κέφι ανάβει σαν φωτιά «που ζεματάει όπως η καψούρα». Ξάφνου, η πόρτα ανοίγει και ένας από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της Ελλάδας, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, ρωτά τον ιδιοκτήτη Χάρη Μπούζο: «Ποιο είναι το τραπέζι που έχει κρατήσει ο Χάρης στο όνομά μου;». Ο Μπούζος παγώνει. Ποιο τραπέζι; Δεν υπάρχει καμία κράτηση στο όνομά του και στο μαγαζί δεν πέφτει καρφίτσα. Ο Γαλανός κατευθύνεται προς την πλευρά του εφοπλιστή και με ένα «Μ@λ@κα, σε ξέχασα, αλλά δεν τα βαρέθηκες τα τραπέζια; Ελα να δεις πώς είναι στο όρθιο», τον βάζει μαζί με τη σύζυγό του μέσα στο μπαρ, όρθιους σε μια γωνία.
Ο «ξεχασμένος» εφοπλιστής ανοίγει δύο σαμπάνιες, ρίχνει όλα τα λουλούδια, κερνάει όλους τους πελάτες και όταν το μαγαζί αδειάζει κάθεται μαζί με τον Χάρη και τραγουδούν a cappella μέχρι το πρωί… Εκείνο το βράδυ δεν είναι ένας κολοσσός της ναυτιλίας αλλά το παιδί που «σπούδασε» κάποτε ο Χαρούλης στο «Elysee» του Λονδίνου. Αυτή είναι μία από τις πολλές ιστορίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο βασιλιάς της ελληνικής διασκέδασης στη βρετανική πρωτεύουσα, Χάρης Γαλανός, ο τραγουδιστής που έφυγε το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου χτυπημένος από τον κορωνοϊό.
Από την Κω στο Λονδίνο
Δεκαετία ’60. Ενας πιτσιρικάς από τον Πειραιά με μαλλί μέχρι την πλάτη, φουλ ερωτευμένος με την κιθάρα του, φτιάχνει με κάτι «φιλαράκια» ένα ροκ γκρουπ, τους Sicilian Vespers. Το όνομά του Χάρης Γαλανός, το όνειρό του «να γίνω φιλαράκι με τον κόσμο και να τραγουδάμε παρέα καλή μουσική». Γύρω στο ’70, ο Γιώργος Κατσαρός διακρίνει πως ο Χαρούλης μπορεί να κάνει και τα δύο εξίσου καλά, του παίρνει την κιθάρα από τα χέρια και τον ανεβάζει στα «Αστέρια» της Γλυφάδας.
Από τη χλιδή της high society που σχηματίζει ουρές έξω από το ιστορικό κέντρο της παραλιακής, ο Χαρούλης επιβιβάζεται στο λεωφορείο της ποιότητας του Τσιτσάνη, στέκει στο πλάι του άρχοντα Τόλη Βοσκόπουλου και μερικά χρόνια αργότερα βγάζει εισιτήριο για το βροχερό Λονδίνο - μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε καν πού πέφτει. Ο ίδιος βρίσκεται στην Κω όταν η Ρένα Βλαχοπούλου του τηλεφωνεί λέγοντάς του: «Πού είσαι; Τι κάνεις; Θέλεις να πας στο Λονδίνο που μια φίλη μου έχει ένα καλό πιάνο-μπαρ και μαζεύεται όλη η ναυτιλία; Αντε, να κάνεις τα ψώνια σου, να δεις και το Λονδίνο». Ο Χάρης θέλει και το φθινόπωρο του 1982 εγκαινιάζει το «Cosmopolitan» πρόγραμμά του μπροστά σε γραβατωμένους 50άρηδες που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουν συνηθίσει να διασκεδάζουν το δείπνο και τη νοσταλγία για τη μαμά Ελλάδα με μελωδίες του στυλ «Μίλησέ μου, μίλησέ μου, δεν σε φίλησα ποτέ μου».
Ο Χάρης βαριέται, μονολογεί: «Τι ήρθα να κάνω εδώ; Εγώ, ένα τρελοκομείο που δεν μπορώ να κάτσω σε καρέκλα, τι δουλειά έχω εδώ μέσα;», και αποφασίζει να τα φέρει όλα τούμπα. Χαμηλώνει τα φώτα, λέει Πάριο, Μαρινέλλα και Αλεξίου κρατώντας για ώρα τα μάτια κλειστά, επινοεί και εκτελεί το ποτ πουρί και γυρίζει το πρόγραμμα σε φουλ λαϊκό μέσα από τραγούδια που έγραψαν και άφησαν Ιστορία. Τα αφεντικά του μαγαζιού τρελαίνονται: «Ρε συ, τι είναι αυτά που κάνεις; Εδώ έχουμε άλλο κόσμο! Θα μας κλείσεις!».
Κάνουν λάθος. Ο Χάρης έχει μόλις ανοίξει το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής διασκέδασης του Λονδίνου, κάτι που πιάνουν στον αέρα οι ιδιοκτήτες του «Elysee» προτείνοντάς του τη μεγαλύτερη μεταγραφή της ζωής του, μαζί με πολλά λεφτά και την υπόσχεση «Ελα σε εμάς και κάνε ό,τι γουστάρεις». Ο Χάρης δεν έχει βρει απλώς ένα μαγαζί για να δουλέψει όπως θέλει, αλλά ένα σπίτι για να ζήσει όπως αγαπά... Ενα βράδυ μπαίνουν στο «Elysee» δύο φοιτητές που δεν γουστάρουν τα μπαράκια και θέλουν να ακούσουν πενιές. Είναι ο Γιάννης Κοντέλης και ο Βασίλης Καρακουλάκης. Το επόμενο πρωί, η «βρώμα» ότι στο «στο “Elysee” είναι ένας παλαβιάρης που κάνει χαμό» ταξιδεύει σε κάθε φοιτητικό στόμα και μέσα σε διάστημα-αστραπή όλοι ξενυχτούν δίπλα στον «Μαρκήσιο Ντε Σαντ της νύχτας».
«Στο “Elysee” σπουδάσαμε… γυψοτεχνική»
Γιώργος Παύλου, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Βασίλης και Γιάννης Πατέρας, Πόλυς Χατζηιωάννου, Γιώργος Μαργαρώνης, Γιάννης Κοτζιάς, Κωστής Φραγκούλης, Δημήτρης Μίχαλος και Νίκος Πανταζόπουλος αποτέλεσαν τον πρώτο σκληρό πυρήνα -ακολούθησαν δύο ακόμη γενιές Ελλήνων φοιτητών- μιας διασκέδασης που άφησε εποχή.«Το “Elysee” δεν ήταν απλώς ένα κέντρο. Hταν το δεύτερο σπίτι μας. Η πατρίδα μας. Και ο Χάρης δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής.
Ηταν ο φίλος μας, ο πατέρας μας, ο αδελφός μας. Μας ήξερε όλους με τα μικρά μας ονόματα, ποιος ερωτεύτηκε ποια, πώς πάμε με τις σπουδές, τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε, τι μας αρέσει και τι όχι. Θυμάμαι πως όταν έρχονταν για σπουδές στο Λονδίνο τα μικρότερα αδέλφια μας δεν τα πηγαίναμε να τους δείξουμε τα αξιοθέατα της πόλης αλλά να τους συστήσουμε τον Χάρη. Για εμάς ήταν σημαντικότερος από το Big Ben, τέτοια τρέλα είχαμε γι' αυτόν. Τι γινόταν στο μαγαζί; Το έλα να δεις! Θυμάμαι τον μακαρίτη τον Γιάννη τον Πατέρα, μεγάλος γλεντζές, να βάζει τον Χάρη να του τραγουδάει εκατό φορές μέσα σε ένα βράδυ το “Γιε μου” του Κόκοτα γιατί είχε χάσει τον πατέρα του όταν ήταν μικρός.
Θυμάμαι τον Χάρη να ισορροπεί πάνω σε βουνά από πιάτα, τα αληθινά, “όχι τα πούστικα”, όπως έλεγε, να στηρίζεται με το ένα χέρι στο ταβάνι, κι εμάς από κάτω να παραληρούμε με Τσιτσάνη, Χιώτη και Ζαμπέτα. Οι περισσότεροι δεν τη γνωρίζαμε αυτή τη μουσική, ο Χάρης μάς έμαθε τα μεγάλα ελληνικά τραγούδια και γι’ αυτό του οφείλουμε ένα κομμάτι του πλούτου μας. Θυμάμαι τις ατέλειωτες κόντρες μας με τους Κύπριους του Λονδίνου που κατέληγαν σε ομηρικούς καβγάδες, μας πέταγαν έξω από το μαγαζί κι ύστερα μπαίναμε πάλι και καθόμασταν όλοι μαζί σαν μια παρέα. Αυτό υπήρξαμε στην πραγματικότητα. Μια μεγάλη παρέα που άφησε εποχή .
Οι “καταστροφές” στο μαγαζί δεν περιγράφονται με λόγια. Αν δεν τις έχεις δει, δεν μπορείς να τις καταλάβεις. Πίσω από την ορχήστρα υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης. Ενα βράδυ λοιπόν καταφέραμε και σπάσαμε ακόμη κι αυτό τον καθρέφτη! Μετά από αυτό το μαγαζί πρόσθεσε και ειδική ταρίφα στον κατάλογο, του στυλ “Σπάσιμο καθρέφτη: τόσες λίρες”, “Σπάσιμο πολυελαίου: Τόσες λίρες”... Κάθε φορά το μαγαζί γκρεμιζόταν, φτιαχνόταν και την επομένη πάλι τα ίδια… Και ο Χάρης εκεί. Χαμογελαστός και ατάραχος, να λέει απ’ το μικρόφωνο “Σπάστε ό,τι θέλετε, αρκεί να το πληρώσετε” και στο καπάκι να τραγουδά: “Δεν έχω να σου δώσω παλάτια και λεφτά, εσύ αν έχεις πλούτη εγώ έχω μπαμπά...”. Κάπως έτσι, στα πανεπιστήμια της Αγγλίας σπουδάσαμε Οικονομικά και στο “Elysee” την τέχνη της... γυψοτεχνικής!»
«Elysee» όπως... Βιετνάμ
Στα πόδια του Χάρη έσπασαν 7 εκατομμύρια πιάτα και από τα χείλη του κρεμάστηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο φοιτητές, παρέα με πρίγκιπες, βασιλιάδες, σεΐχηδες, πρωθυπουργούς, εφοπλιστές και επιχειρηματίες. Κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει με μία μόνο λέξη ούτε το «Elysee», αλλά ούτε και τον Χάρη.
Το πρώτο, την εποχή εκείνη, ήταν κάτι ανάμεσα σε μπουζούκια και πιάνο-μπαρ όπου οι φοιτητές πήγαιναν ακόμη και με τη πιτζάμα τους (!) για να «ξεσκάσουμε από το διάβασμα Χαρούλη». Ο δεύτερος, όπως λένε σήμερα οι «φοιτητές» του, υπήρξε και φίλος και πατέρας και αδελφός και «ένα ολόκληρο κομμάτι από εμάς».
Ολοι καθόντουσαν στα τραπέζια τους και ταυτόχρονα όλοι ήταν μια παρέα. Γουλανδρής, Τσάκος, Πορφυράτος, Πολέμης, Φαφαλιοί, Λεμοί, να διασκεδάζουν χωρίς όρια και μέχρι το ξημέρωμα οι μισοί του νούμερο τρία (τραπεζιού) να έχουν πάει στο δώδεκα και οι άλλοι του πέντε στο οκτώ, κι όταν ερχόταν ο λογαριασμός να μην υπάρχει κανείς στο τραπέζι...
Στις αξέχαστες βραδιές συγκαταλέγεται εκείνη όπου ένας Κύπριος -τότε φοιτητής και νυν μεγάλος επιχειρηματίας- ανέβηκε στον πολυέλαιο του μαγαζιού και προσγειώθηκε μαζί του στο έδαφος κάνοντάς τον θρύψαλα, καθώς και το stag party του Φαφαλιού, όπου οι φίλοι του δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Οπως είχε πει κάποτε γελώντας ο Χάρης: «Σε κάποια στιγμή, ο Μπλούης ο Διακάκης, διάσημος για τις πλάκες του, βγήκε έξω όπου γίνονταν έργα του δήμου και επέστρεψε με ένα κομπρεσέρ με το οποίο ξήλωσε την πίστα.
Το μαγαζί την επόμενη μέρα άνοιξε πάντως κανονικά». Πάνω στο τσακίρ κέφι κάποιος έφτασε στο σημείο να σπάσει ακόμη και τα είδη υγιεινής του μαγαζιού, ενώ θρυλικό θεωρείται και το bachelor party του πρίγκιπα Παύλου, όπου ο οικοδεσπότης είχε κλείσει όλο το μαγαζί. Οπως είχε εξομολογηθεί σχετικά ο Χάρης: «Είναι το βράδυ το οποίο δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω... Είχαν κλείσει όλο το μαγαζί κι απέξω στον δρόμο επικρατούσε χαμός. Βατραχάνθρωποι, Ναυτικό, Αεροπορία, ο κάθε πρίγκιπας είχε και 40 δικούς του ανθρώπους. Θυμάμαι, ήθελαν να φέρουν και κάποιες χορεύτριες να χορέψουν εκείνο το βράδυ και γυρνάει και λέει ο Φελίπε της Ισπανίας: “Αν αυτές κάτσουν εδώ, εγώ θα φύγω! Δεν θα γίνω βούκινο στη Μαδρίτη”.
Η μεγαλύτερη πλάκα όμως ήταν που ένας από την παρέα είχε φτιάξει έναν μυστικό κωδικό για να λένε στην είσοδο οι καλεσμένοι και να μπαίνουν μέσα. Ποια ελληνική λέξη γνωρίζει όλος ο πλανήτης; Οποιος έφτανε στην πόρτα, λοιπόν, έλεγε: “Πρίγκιπας τάδε... μ@λάκ@ς", και έμπαινε. Ηταν μέσα στο μαγαζί 45 αγόρια, όλοι πρίγκιπες, αξύριστοι με ένα τζιν, εγώ και μία τραγουδίστρια... Τι έγινε εκείνο το βράδυ; Και τι δεν έγινε... Πέταγαν την κοπέλα στο ταβάνι, ούρλιαζαν, έσπασαν το μαγαζί, δεν έμεινε καρέκλα! Απίστευτο βράδυ, από τα πιο ονειρεμένα της ζωής μου». Σε όλο αυτό το όνειρο, όμως, βασικός πρωταγωνιστής ήταν o ένας και μοναδικός Χάρης Γαλανός.
Ο τύπος που τραγουδούσε non stop -πολλές φορές ακόμη και με κράνος στο κεφάλι (!)- ντοπάροντας την υψηλή κοινωνία με στίχους της εργατιάς. Του άρεσε να ανεβάζει στα τραπέζια τις «χοντρές για να βγάζουν τη λάμψη που έχουν στο πρόσωπό τους», να σταματά το πρόγραμμα εκεί που τραγουδούσε αφήνοντας τους πάντες στο κενό, εκείνοι να ρωτούν «Τι έγινε; Κόπηκε το ρεύμα;» κι αυτός να τους απαντά: «Σας βαρέθηκα! Κάντε ό,τι θέλετε. Μιλήστε, ανάψτε τσιγάρο, δεν με νοιάζει». Λάτρευε να πλάθει ποτ πουρί, να παραφράζει τους στίχους των τραγουδιών («Τα ωραιότερα θα σου ’χω αγορασμένα, μαργαριτάρια στην Bond Street που ’ναι κρυμμένα...»), να κόβει το πρόγραμμα με φράσεις του στυλ «Για να ανταλλάξετε τηλέφωνα» και να κάνει κάθε βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, την Percy Street το πιο δυνατό, ελληνικής προέλευσης, πυροτέχνημα που είχε αντικρίσει ποτέ η μητρόπολη της Ευρώπης…
Ακόμη και πολιτικές ιστορίες γράφτηκαν μέσα στο «Elysee». Την εποχή του Χέρφιλντ ο Μιχάλης Ζιάγκας, εξ απορρήτων του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν η υγεία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ εξελισσόταν καλά βρήκε την ευκαιρία ένα βράδυ να ξεδώσει. Χορεύοντας πάνω στην πίστα ένα ζεϊμπέκικο έπιανε με το χέρι του τα... ευαίσθητα αντρικά του σημεία και φώναζε “πόσο μεγάλα τα έχω” , ενώ βάραγε παλαμάκια γνωστός Ελληνας δημοσιογράφος του Λονδίνου.
Δεν τον ξέχασαν ποτέ
Οταν έκλεισε 25 χρόνια απόλυτης επιτυχίας στο Λονδίνο, ο Χάρης επέστρεψε στην Ελλάδα, στο «Elysee Athens», στον χώρο του παλιού «Wild Rose» στην Πανεπιστημίου, μετά από κάλεσμα κάποιου αγαπημένου του «φοιτητή». Στη συνέχεια έκανε ένα πέρασμα από ένα μαγαζί στην Τσακάλωφ και συνέχισε να σκορπά κέφι για επτά χρόνια στο «Gallery Club» μέχρι που έκλεισε το 2017. «DeCounti», «Mayor» και «Elliot» ήταν οι τελευταίοι του σταθμοί. Σε όλα αυτά τα μαγαζιά, όλα σχεδόν τα «παιδιά» του Λονδίνου και νυν τρανοί επιχειρηματίες και εφοπλιστές έδωσαν το «παρών», με κάποιους από αυτούς μάλιστα να δοκιμάζουν χαράματα με τον Χάρη τα αγαπημένα του φαγητά, ρεβίθια και φασόλια.
«"Ελα να σου μάθω να τρως, ρε φιλαράκι, που από τις αστακομαρονάδες έχεις χάσει τη γεύση σου και δεν θυμάσαι τι σημαίνει καλό φαγητό”, έλεγε γελώντας», θυμάται σήμερα κάποιος επιχειρηματίας και συνεχίζει: «Ποτέ δεν ζήτησε κάτι από όλους εμάς και ουδέποτε εκμεταλλεύτηκε κάποια γνωριμία του έστω και για την παραμικρή χάρη. Στα χρόνια της κρίσης του λέγαμε “Χαρούλη, ό,τι θες είμαι εδώ”, κι εκείνος απαντούσε:“Την αγάπη σου, φιλαράκι μου”.
Νομίζω ότι την περισσότερη αγάπη από όλους την είχε στον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Με τον Δημήτρη ήταν αχώριστοι, τα καλοκαίρια ο Χάρης τα περνούσε πάντα στη Σχοινούσα. Δεν ήταν φίλοι, αλλά αδέλφια. Από κει και ύστερα, ο Χαρούλης ήταν πάντα επίτιμος καλεσμένος στα πάρτι μας, στους γάμους των παιδιών μας, στα βαφτίσια των εγγονών μας, όπου μπορείτε να φανταστείτε. Με ελικόπτερα τον φέρναμε, αρκεί να ήταν δίπλα στις χαρές μας...
Και τι δεν θα έδινα να γυρνούσα ένα βράδυ σε εκείνα τα χρόνια του Λονδίνου. Με τον Χάρη στην πίστα, εμάς φοιτητές, την ταραμοσαλάτα με πιτούλα στο τραπέζι και τις ουισκάρες να τελειώνουν σε χρόνο μηδέν. Να μας τραγουδάει το “Θα ζήσω ελεύθερο πουλί” και το “Πλουσιόπαιδο”, να φωνάζει “Σπάστα εκεί κάτω... Χειροβομβίδα κάντο το μαγαζί”, να φεύγουν καρέκλες και τραπέζια στον αέρα και να κλείνει το πρόγραμμα με το ανεπανάληπτο “Το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο όπως τα όνειρα που έκανα παιδί, το άλλο τ’ άλογο να είναι μαύρο, και πες στον χάροντα να πάει να γ@μ@θεί”»...
Θυμάμαι τον Χάρη να ισορροπεί πάνω σε βουνά από πιάτα, τα αληθινά, “όχι τα πούστικα”, όπως έλεγε, να στηρίζεται με το ένα χέρι στο ταβάνι, κι εμάς από κάτω να παραληρούμε με Τσιτσάνη, Χιώτη και Ζαμπέτα. Οι περισσότεροι δεν τη γνωρίζαμε αυτή τη μουσική, ο Χάρης μάς έμαθε τα μεγάλα ελληνικά τραγούδια και γι’ αυτό του οφείλουμε ένα κομμάτι του πλούτου μας. Θυμάμαι τις ατέλειωτες κόντρες μας με τους Κύπριους του Λονδίνου που κατέληγαν σε ομηρικούς καβγάδες, μας πέταγαν έξω από το μαγαζί κι ύστερα μπαίναμε πάλι και καθόμασταν όλοι μαζί σαν μια παρέα. Αυτό υπήρξαμε στην πραγματικότητα. Μια μεγάλη παρέα που άφησε εποχή .
Οι “καταστροφές” στο μαγαζί δεν περιγράφονται με λόγια. Αν δεν τις έχεις δει, δεν μπορείς να τις καταλάβεις. Πίσω από την ορχήστρα υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης. Ενα βράδυ λοιπόν καταφέραμε και σπάσαμε ακόμη κι αυτό τον καθρέφτη! Μετά από αυτό το μαγαζί πρόσθεσε και ειδική ταρίφα στον κατάλογο, του στυλ “Σπάσιμο καθρέφτη: τόσες λίρες”, “Σπάσιμο πολυελαίου: Τόσες λίρες”... Κάθε φορά το μαγαζί γκρεμιζόταν, φτιαχνόταν και την επομένη πάλι τα ίδια… Και ο Χάρης εκεί. Χαμογελαστός και ατάραχος, να λέει απ’ το μικρόφωνο “Σπάστε ό,τι θέλετε, αρκεί να το πληρώσετε” και στο καπάκι να τραγουδά: “Δεν έχω να σου δώσω παλάτια και λεφτά, εσύ αν έχεις πλούτη εγώ έχω μπαμπά...”. Κάπως έτσι, στα πανεπιστήμια της Αγγλίας σπουδάσαμε Οικονομικά και στο “Elysee” την τέχνη της... γυψοτεχνικής!»
«Elysee» όπως... Βιετνάμ
Στα πόδια του Χάρη έσπασαν 7 εκατομμύρια πιάτα και από τα χείλη του κρεμάστηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο φοιτητές, παρέα με πρίγκιπες, βασιλιάδες, σεΐχηδες, πρωθυπουργούς, εφοπλιστές και επιχειρηματίες. Κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει με μία μόνο λέξη ούτε το «Elysee», αλλά ούτε και τον Χάρη.
Το πρώτο, την εποχή εκείνη, ήταν κάτι ανάμεσα σε μπουζούκια και πιάνο-μπαρ όπου οι φοιτητές πήγαιναν ακόμη και με τη πιτζάμα τους (!) για να «ξεσκάσουμε από το διάβασμα Χαρούλη». Ο δεύτερος, όπως λένε σήμερα οι «φοιτητές» του, υπήρξε και φίλος και πατέρας και αδελφός και «ένα ολόκληρο κομμάτι από εμάς».
Ολοι καθόντουσαν στα τραπέζια τους και ταυτόχρονα όλοι ήταν μια παρέα. Γουλανδρής, Τσάκος, Πορφυράτος, Πολέμης, Φαφαλιοί, Λεμοί, να διασκεδάζουν χωρίς όρια και μέχρι το ξημέρωμα οι μισοί του νούμερο τρία (τραπεζιού) να έχουν πάει στο δώδεκα και οι άλλοι του πέντε στο οκτώ, κι όταν ερχόταν ο λογαριασμός να μην υπάρχει κανείς στο τραπέζι...
Στις αξέχαστες βραδιές συγκαταλέγεται εκείνη όπου ένας Κύπριος -τότε φοιτητής και νυν μεγάλος επιχειρηματίας- ανέβηκε στον πολυέλαιο του μαγαζιού και προσγειώθηκε μαζί του στο έδαφος κάνοντάς τον θρύψαλα, καθώς και το stag party του Φαφαλιού, όπου οι φίλοι του δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Οπως είχε πει κάποτε γελώντας ο Χάρης: «Σε κάποια στιγμή, ο Μπλούης ο Διακάκης, διάσημος για τις πλάκες του, βγήκε έξω όπου γίνονταν έργα του δήμου και επέστρεψε με ένα κομπρεσέρ με το οποίο ξήλωσε την πίστα.
Το μαγαζί την επόμενη μέρα άνοιξε πάντως κανονικά». Πάνω στο τσακίρ κέφι κάποιος έφτασε στο σημείο να σπάσει ακόμη και τα είδη υγιεινής του μαγαζιού, ενώ θρυλικό θεωρείται και το bachelor party του πρίγκιπα Παύλου, όπου ο οικοδεσπότης είχε κλείσει όλο το μαγαζί. Οπως είχε εξομολογηθεί σχετικά ο Χάρης: «Είναι το βράδυ το οποίο δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω... Είχαν κλείσει όλο το μαγαζί κι απέξω στον δρόμο επικρατούσε χαμός. Βατραχάνθρωποι, Ναυτικό, Αεροπορία, ο κάθε πρίγκιπας είχε και 40 δικούς του ανθρώπους. Θυμάμαι, ήθελαν να φέρουν και κάποιες χορεύτριες να χορέψουν εκείνο το βράδυ και γυρνάει και λέει ο Φελίπε της Ισπανίας: “Αν αυτές κάτσουν εδώ, εγώ θα φύγω! Δεν θα γίνω βούκινο στη Μαδρίτη”.
Η μεγαλύτερη πλάκα όμως ήταν που ένας από την παρέα είχε φτιάξει έναν μυστικό κωδικό για να λένε στην είσοδο οι καλεσμένοι και να μπαίνουν μέσα. Ποια ελληνική λέξη γνωρίζει όλος ο πλανήτης; Οποιος έφτανε στην πόρτα, λοιπόν, έλεγε: “Πρίγκιπας τάδε... μ@λάκ@ς", και έμπαινε. Ηταν μέσα στο μαγαζί 45 αγόρια, όλοι πρίγκιπες, αξύριστοι με ένα τζιν, εγώ και μία τραγουδίστρια... Τι έγινε εκείνο το βράδυ; Και τι δεν έγινε... Πέταγαν την κοπέλα στο ταβάνι, ούρλιαζαν, έσπασαν το μαγαζί, δεν έμεινε καρέκλα! Απίστευτο βράδυ, από τα πιο ονειρεμένα της ζωής μου». Σε όλο αυτό το όνειρο, όμως, βασικός πρωταγωνιστής ήταν o ένας και μοναδικός Χάρης Γαλανός.
Ο τύπος που τραγουδούσε non stop -πολλές φορές ακόμη και με κράνος στο κεφάλι (!)- ντοπάροντας την υψηλή κοινωνία με στίχους της εργατιάς. Του άρεσε να ανεβάζει στα τραπέζια τις «χοντρές για να βγάζουν τη λάμψη που έχουν στο πρόσωπό τους», να σταματά το πρόγραμμα εκεί που τραγουδούσε αφήνοντας τους πάντες στο κενό, εκείνοι να ρωτούν «Τι έγινε; Κόπηκε το ρεύμα;» κι αυτός να τους απαντά: «Σας βαρέθηκα! Κάντε ό,τι θέλετε. Μιλήστε, ανάψτε τσιγάρο, δεν με νοιάζει». Λάτρευε να πλάθει ποτ πουρί, να παραφράζει τους στίχους των τραγουδιών («Τα ωραιότερα θα σου ’χω αγορασμένα, μαργαριτάρια στην Bond Street που ’ναι κρυμμένα...»), να κόβει το πρόγραμμα με φράσεις του στυλ «Για να ανταλλάξετε τηλέφωνα» και να κάνει κάθε βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, την Percy Street το πιο δυνατό, ελληνικής προέλευσης, πυροτέχνημα που είχε αντικρίσει ποτέ η μητρόπολη της Ευρώπης…
Ακόμη και πολιτικές ιστορίες γράφτηκαν μέσα στο «Elysee». Την εποχή του Χέρφιλντ ο Μιχάλης Ζιάγκας, εξ απορρήτων του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν η υγεία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ εξελισσόταν καλά βρήκε την ευκαιρία ένα βράδυ να ξεδώσει. Χορεύοντας πάνω στην πίστα ένα ζεϊμπέκικο έπιανε με το χέρι του τα... ευαίσθητα αντρικά του σημεία και φώναζε “πόσο μεγάλα τα έχω” , ενώ βάραγε παλαμάκια γνωστός Ελληνας δημοσιογράφος του Λονδίνου.
Δεν τον ξέχασαν ποτέ
Οταν έκλεισε 25 χρόνια απόλυτης επιτυχίας στο Λονδίνο, ο Χάρης επέστρεψε στην Ελλάδα, στο «Elysee Athens», στον χώρο του παλιού «Wild Rose» στην Πανεπιστημίου, μετά από κάλεσμα κάποιου αγαπημένου του «φοιτητή». Στη συνέχεια έκανε ένα πέρασμα από ένα μαγαζί στην Τσακάλωφ και συνέχισε να σκορπά κέφι για επτά χρόνια στο «Gallery Club» μέχρι που έκλεισε το 2017. «DeCounti», «Mayor» και «Elliot» ήταν οι τελευταίοι του σταθμοί. Σε όλα αυτά τα μαγαζιά, όλα σχεδόν τα «παιδιά» του Λονδίνου και νυν τρανοί επιχειρηματίες και εφοπλιστές έδωσαν το «παρών», με κάποιους από αυτούς μάλιστα να δοκιμάζουν χαράματα με τον Χάρη τα αγαπημένα του φαγητά, ρεβίθια και φασόλια.
«"Ελα να σου μάθω να τρως, ρε φιλαράκι, που από τις αστακομαρονάδες έχεις χάσει τη γεύση σου και δεν θυμάσαι τι σημαίνει καλό φαγητό”, έλεγε γελώντας», θυμάται σήμερα κάποιος επιχειρηματίας και συνεχίζει: «Ποτέ δεν ζήτησε κάτι από όλους εμάς και ουδέποτε εκμεταλλεύτηκε κάποια γνωριμία του έστω και για την παραμικρή χάρη. Στα χρόνια της κρίσης του λέγαμε “Χαρούλη, ό,τι θες είμαι εδώ”, κι εκείνος απαντούσε:“Την αγάπη σου, φιλαράκι μου”.
Νομίζω ότι την περισσότερη αγάπη από όλους την είχε στον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Με τον Δημήτρη ήταν αχώριστοι, τα καλοκαίρια ο Χάρης τα περνούσε πάντα στη Σχοινούσα. Δεν ήταν φίλοι, αλλά αδέλφια. Από κει και ύστερα, ο Χαρούλης ήταν πάντα επίτιμος καλεσμένος στα πάρτι μας, στους γάμους των παιδιών μας, στα βαφτίσια των εγγονών μας, όπου μπορείτε να φανταστείτε. Με ελικόπτερα τον φέρναμε, αρκεί να ήταν δίπλα στις χαρές μας...
Και τι δεν θα έδινα να γυρνούσα ένα βράδυ σε εκείνα τα χρόνια του Λονδίνου. Με τον Χάρη στην πίστα, εμάς φοιτητές, την ταραμοσαλάτα με πιτούλα στο τραπέζι και τις ουισκάρες να τελειώνουν σε χρόνο μηδέν. Να μας τραγουδάει το “Θα ζήσω ελεύθερο πουλί” και το “Πλουσιόπαιδο”, να φωνάζει “Σπάστα εκεί κάτω... Χειροβομβίδα κάντο το μαγαζί”, να φεύγουν καρέκλες και τραπέζια στον αέρα και να κλείνει το πρόγραμμα με το ανεπανάληπτο “Το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο όπως τα όνειρα που έκανα παιδί, το άλλο τ’ άλογο να είναι μαύρο, και πες στον χάροντα να πάει να γ@μ@θεί”»...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα