Eίναι το οικονομικό δίχτυ που μας προστατεύει από τις πλημμύρες και τις φωτιές αλλά και ένας σημαντικός σύμμαχος για την προσαρμογή μας στις νέες κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Golden Nugget: Η χαρτοπαιχτική λέσχη στη Λάρισα που στα '80s τα εκατομμύρια άλλαζαν χέρια με ευκολία
Golden Nugget: Η χαρτοπαιχτική λέσχη στη Λάρισα που στα '80s τα εκατομμύρια άλλαζαν χέρια με ευκολία
Tην Πρωτοχρονιά του 1983 παίχτηκαν στο μαγαζί σχεδόν 80.000.000 δρχ.!
To Golden Nugget ήταν η χαρτοπαιχτική λέσχη στη Λάρισα που άφησε εποχή στα 80's. Κατά πάσα πιθανότητα πήρε το ονόμά της από το διάσημο ξενοδοχείο-καζίνο στο Λας Βέγκας. Το Golden Nugget στεγαζόταν στην πλατεία Ταχυδρομείου, ακριβώς απέναντι από το τότε κατάστημα στης Αγροτικής Τράπεζας.
Ο Θοδωρής Στρατάκος, ο ένας από τους δύο συνιδιοκτήτες, μιλώντας στο onlarissa.gr γύρισε το χρόνο πίσω και αναφέρθηκε στην ατμόσφαιρα της λέσχης και κυρίως στην ατμόσφαιρα της εποχής. Όπως λέει ο ίδιος εκείνη την εποχή «το χρήμα δεν χώραγε». «Δεν το πίστευα αυτό που συνέβαινε, ήταν ένα όνειρο. Tην Πρωτοχρονιά του 1983 παίχτηκαν στο μαγαζί σχεδόν 80.000.000 δρχ.!», επεσήμανε ακόμη.
«Ήταν ένα κομψοτέχνημα» λέει αναπολώντας ο Θοδωρής Στρατάκος και αρχίζοντας την περιγραφή λέει τα εξής: «Η πρόσοψη βαριά και ξύλινη με πολύχρωμα βιτρό παραθυράκια· μόλις περνούσες το χωλ της εισόδου έμπαινες στην κεντρική αίθουσα με το τεράστιο ξύλινο μπαρ και το μπορντό βελούδινο σαλόνι αναμονής. Πίσω από μια πόρτα σαλούν, υπήρχε ο κύριος χώρος με τα στρογγυλά ξύλινα τραπέζια με την πράσινη τσόχα και τα φωτιστικά οροφής πάνω από κάθε καρέ. Ο φωτισμός ήταν καθαρός και έπρεπε να υπάρχει ησυχία για να μην αποσπούνται όσοι έπαιζαν. Στο πατάρι, υπήρχε ακόμη ένα μικρό μπαρ και ένα ακόμη μπορντό βελούδινο σαλόνι· εκεί μπορούσες να παίξεις τάβλι ή σκάκι με τα σκαλιστά πιόνια από ελεφαντοστό· το τάβλι ήταν μέσα μια επιδαπέδια υδρόγειο σφαίρα που άνοιγε. Το λάτρευα αυτό το τάβλι, είναι το μοναδικό που λυπάμαι που δεν το πήρα όταν κλείσαμε… Στο πατάρι όμως γινόταν κυρίως τα πριβέ παιχνίδια και την περίοδο των Χριστουγέννων τα σεμεν ντε φερ. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν φωτογραφίες από τη λέσχη καθώς οι παίκτες δεν ήθελαν ποτέ να φωτογραφηθούν».
H ιστορία του Golden Nugget
«Καλοκαίρι του 1981, τρεις μήνες πριν τις εκλογές που κέρδισε ο Παπανδρέου, αγοράζω το 50% από το Golden Nugget που υπήρχε ήδη αλλά ήταν χρεοκοπημένο και κλειστό. Το είχε φτιάξει ο Θανάσης ο Δελιζόνας με άλλους δύο που αποχώρησαν και μείναμε οι δυο μας. Ο Δελιζόνας ήταν μανούλα στο να φτιάχνει μαγαζιά, στο να τα δουλεύει ήθελε βοήθεια… Πήρα πιστώσεις και εγγυήσεις εύκολα, ήμουν γνωστός τότε, η προηγούμενη επιχείρησή μου ήταν μια αντιπροσωπεία ζωοτροφών, η Βιοζωκάτ. Πληρώσαμε τους λογαριασμούς και τα χρέη, πήραμε κάποιες προμήθειες, λίγες καινούργιες τράπουλες και ανοίξαμε ένα μήνα πριν βγει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το ενοίκιο ήταν 120.000 δρχ», τονίζει αναφερόμενος στο πως απέκτησε τη χαρτοπαικτική λέσχη.
«Την πρώτη Πρωτοχρονιά έγινε χαμός· παίζανε πάνω από 200 άτομα ταυτόχρονα χαρτιά και ζάρια», θυμάται ο κ. Στρατάκος. «Για μας, η χριστουγεννιάτικη σεζόν ξεκινούσε από τις 20 Δεκεμβρίου και κρατούσε μέχρι μετά τα Φώτα. Αυτές τις μέρες γινόταν πανηγύρι! Την Πρωτοχρονιά του 1983 παίχτηκαν το βράδυ της Παραμονής σχεδόν 80.000.000 δρχ. Η Ελευθερία τότε είχε γράψει για 150 εκ. αλλά ήταν υπερβολή. Κάθε Παραμονή, παίζανε όλο το βράδυ, μέχρι την επόμενη μέρα και προς το μεσημέρι ερχόταν η ασφάλεια και τους έδιωχνε».
«Οι πελάτες του Golden Nugget ήταν η λεγόμενη καλή κοινωνία της Λάρισας. Γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, βουλευτές, αλλά και μεγαλοκτηματίες από τις γύρω περιοχές. Ερχόταν τα λεφτά από την Ευρώπη, τα έπαιρναν οι αγρότες απέναντι από την Αγροτική Τράπεζα και τα έπαιζαν στα ζάρια και μετά στα μπουζούκια. Ήταν μια εποχή που δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Τα λεφτά δεν τα υπολογίζαμε, πως να πω το για να το καταλάβεις… δεν χωρούσαν τα λεφτά. Ένιωθα ότι ζούσα ένα όνειρο. Τότε είχαμε τα πεντοχίλιαρα· τα κατοστάρικα και τα πενηντάρικα δεν τα υπολογίζαμε, τα δίναμε πουρμπουάρ. Κάθε βράδυ, αφού κλείναμε, κάναμε μία ώρα να τακτοποιήσουμε τα πεντοχίλιαρα και να τα στοιβάξουμε!», υποστηρίζει ο κ. Στρατάκος.
«Δεν ήξερα εγώ τη δουλειά από μέσα πριν… μόνο ως πελάτης που δυο φορές την εβδομάδα έπαιζα κανένα κουμκάν. Ειλικρινά ζαλίστηκα. Ήταν ένας θησαυρός, δεν έκανες τίποτα, καθόσουν και έπινες καφέ και έφευγες με πολλά λεφτά. Σκέψου, ότι και τα έξοδα ήταν πολύ λίγα, στην ουσία μόνο το ενοίκιο και οι λογαριασμοί· οι υπάλληλοι πληρώνονταν από τα πουρμπουάρ, καμιά φορά τα πουρμπουάρ έφταναν τα δικά μας έσοδα. Δεν υπήρχαν και φορολογικοί έλεγχοι, είχαμε και μια ανοχή από την αστυνομία· το κράτος μόλις είχε συγκροτηθεί τότε… Αυτό κράτησε μέχρι τέλος του 1987, μετά ατόνησε. Έγινε ο Σημίτης υπουργός Οικονομικών, έγινε το πρόγραμμα λιτότητας, η δίκη Παπανδρέου και Κοσκωτά… αυξήθηκαν οι έλεγχοι. Εκεί ατόνησε το πράγμα, άρχισαν να μειώνονται τα λεφτά και άρχισαν και οι τριβές μεταξύ μας. Έτσι, το 1988, το κλείσαμε το μαγαζί. Μετά από μας δεν υπήρξε άλλη χαρτοπαιχτική λέσχη στη Λάρισα, αυτού του βεληνεκούς…», αναφέρει ακόμη.
«Μια χρονιά μας κάναν έλεγχο από την Εφορία και προέκυψε να πληρώσουμε ένα αστρονομικό ποσό… Παίρνω ένα γνωστό μου επιχειρηματία και αναλαμβάνει να το κανονίσει. Πόσα θέλεις να δώσεις, με ρωτάει. Τίποτα, του λέω. Δεν γινόταν όμως και τελικά έδωσα σε δόσεις 1.500.000 δρχ. Οι τριακόσιες χιλιάδες πήγαν σε ένα προϊστάμενο και λύθηκε το θέμα. Έτσι γινόταν τότε τα πράγματα, και όλο αυτό ήταν εύκολο πολύ», συμπληρώνει στη συνέχεια.
Φέρνοντας στο μυαλό του ιστορίες από εκείνη την εποχή τονίζει πως «για να το καταλάβεις, ανοίγαμε τις καθημερινές στις 12:30 το μεσημέρι και στη μιάμιση υπήρχε στρωμένο καρέ. Ήταν ωραίοι τύποι οι πελάτες τότε, δεν άφηναν ποτέ χρέη σε μας. Πολλές φορές κάποιος που ξέμενε, ζητούσε από τον Γιάννη, τον ταμία μας, να πει στο Στρατάκο να του δανείσει 100.000 δρχ. Τις δίναμε, και την επόμενη μέρα το πρωί, ερχόταν και μας τα έφερνε όλα. Θυμήθηκα τώρα τον Αντρέα… ήταν μεγαλοαγρότης από τα Φάρσαλα. Ερχόταν, άφηνε το αυτοκίνητο απ' έξω από το μαγαζί -μια μερσεντές- και όταν έχανε, έλεγε «συγχωρείστε με για 10 λεπτά, επιστρέφω». Πήγαινε απέναντι στην Αγροτική Τράπεζα, σήκωνε 1.000.000 δρχ. και επέστρεφε…
Μια κυρία ενός μηχανικού – γιατί έρχονταν και πολλές γυναίκες, κυρίως για κουμκάν και κανένα σεμεν ντε φερ – έχανε μια μέρα και την ακούω να παρακαλάει τον ταμία να της δανείσει 100.000 δρχ. και να του δώσει ως ενέχυρο ότι ήθελε από τα κοσμήματά της. Δεν χρειάζεται της λέω κυρία μου να μας αφήσετε τίποτα… της τα έδωσα τα χρήματα και τελικά μέσα σε ένα δίωρο είχε χάσει τετρακόσιες χιλιάδες. Το ίδιο περίπου συνέβη και με ένα βουλευτή που έπαιζε συχνά και πάντα έχανε. Μια βραδιά ζήτησε δανεικά, του δώσαμε. Στις 3 με 4 τα ξημερώματα είχε μπροστά του ένα βουνό από χρήματα· σε μισή ώρα τα είχε χάσει πάλι όλα. Με τα ζάρια μέσα σε λίγα λεπτά τα χρήματα άλλαζαν χέρια.
Δολοφονικό ήταν και το σεμεν ντε φερ. Το διοργανώναμε κυρίως την περίοδο των Χριστουγέννων και παιζόταν πριβέ πάνω στο πατάρι. Είναι ένα παιχνίδι με δέκα τράπουλες που ανακατεύονται και μπαίναν όλες σε ένα ξύλινο κουτί. Μοιράζεται από ένα φύλλο στον κάθε παίχτη και ο στόχος είναι να κάνεις άθροισμα 9. Μέχρι να γίνει μια στροφή και να ξαναπαίξει ο πρώτος, χάνονταν περιουσίες. Ήταν όμως εθιστικό, γιατί δημιουργούσε μεγάλη αδρεναλίνη και το κυνηγούσαν πολλοί… Μετά, κάποια στιγμή άρχισαν να παίζουν «πλακάκια», ένα παιχνίδι που εφηύραν μόνοι τους κάποιοι έψαχναν τρόπους με παιχνίδια που να μην θέλουν πολύ χρόνο. Τόσο πολύ ήταν το πάθος τους, αλλά εδώ που τα λέμε, είναι και το χόμπι του Έλληνα να κάνει γρήγορα λεφτά».
Είδα πολλές τέτοιες ιστορίες και σιχάθηκα…
Ο Θοδωρής Στρατάκος, ο ένας από τους δύο συνιδιοκτήτες, μιλώντας στο onlarissa.gr γύρισε το χρόνο πίσω και αναφέρθηκε στην ατμόσφαιρα της λέσχης και κυρίως στην ατμόσφαιρα της εποχής. Όπως λέει ο ίδιος εκείνη την εποχή «το χρήμα δεν χώραγε». «Δεν το πίστευα αυτό που συνέβαινε, ήταν ένα όνειρο. Tην Πρωτοχρονιά του 1983 παίχτηκαν στο μαγαζί σχεδόν 80.000.000 δρχ.!», επεσήμανε ακόμη.
«Ήταν ένα κομψοτέχνημα» λέει αναπολώντας ο Θοδωρής Στρατάκος και αρχίζοντας την περιγραφή λέει τα εξής: «Η πρόσοψη βαριά και ξύλινη με πολύχρωμα βιτρό παραθυράκια· μόλις περνούσες το χωλ της εισόδου έμπαινες στην κεντρική αίθουσα με το τεράστιο ξύλινο μπαρ και το μπορντό βελούδινο σαλόνι αναμονής. Πίσω από μια πόρτα σαλούν, υπήρχε ο κύριος χώρος με τα στρογγυλά ξύλινα τραπέζια με την πράσινη τσόχα και τα φωτιστικά οροφής πάνω από κάθε καρέ. Ο φωτισμός ήταν καθαρός και έπρεπε να υπάρχει ησυχία για να μην αποσπούνται όσοι έπαιζαν. Στο πατάρι, υπήρχε ακόμη ένα μικρό μπαρ και ένα ακόμη μπορντό βελούδινο σαλόνι· εκεί μπορούσες να παίξεις τάβλι ή σκάκι με τα σκαλιστά πιόνια από ελεφαντοστό· το τάβλι ήταν μέσα μια επιδαπέδια υδρόγειο σφαίρα που άνοιγε. Το λάτρευα αυτό το τάβλι, είναι το μοναδικό που λυπάμαι που δεν το πήρα όταν κλείσαμε… Στο πατάρι όμως γινόταν κυρίως τα πριβέ παιχνίδια και την περίοδο των Χριστουγέννων τα σεμεν ντε φερ. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν φωτογραφίες από τη λέσχη καθώς οι παίκτες δεν ήθελαν ποτέ να φωτογραφηθούν».
H ιστορία του Golden Nugget
«Καλοκαίρι του 1981, τρεις μήνες πριν τις εκλογές που κέρδισε ο Παπανδρέου, αγοράζω το 50% από το Golden Nugget που υπήρχε ήδη αλλά ήταν χρεοκοπημένο και κλειστό. Το είχε φτιάξει ο Θανάσης ο Δελιζόνας με άλλους δύο που αποχώρησαν και μείναμε οι δυο μας. Ο Δελιζόνας ήταν μανούλα στο να φτιάχνει μαγαζιά, στο να τα δουλεύει ήθελε βοήθεια… Πήρα πιστώσεις και εγγυήσεις εύκολα, ήμουν γνωστός τότε, η προηγούμενη επιχείρησή μου ήταν μια αντιπροσωπεία ζωοτροφών, η Βιοζωκάτ. Πληρώσαμε τους λογαριασμούς και τα χρέη, πήραμε κάποιες προμήθειες, λίγες καινούργιες τράπουλες και ανοίξαμε ένα μήνα πριν βγει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το ενοίκιο ήταν 120.000 δρχ», τονίζει αναφερόμενος στο πως απέκτησε τη χαρτοπαικτική λέσχη.
«Την πρώτη Πρωτοχρονιά έγινε χαμός· παίζανε πάνω από 200 άτομα ταυτόχρονα χαρτιά και ζάρια», θυμάται ο κ. Στρατάκος. «Για μας, η χριστουγεννιάτικη σεζόν ξεκινούσε από τις 20 Δεκεμβρίου και κρατούσε μέχρι μετά τα Φώτα. Αυτές τις μέρες γινόταν πανηγύρι! Την Πρωτοχρονιά του 1983 παίχτηκαν το βράδυ της Παραμονής σχεδόν 80.000.000 δρχ. Η Ελευθερία τότε είχε γράψει για 150 εκ. αλλά ήταν υπερβολή. Κάθε Παραμονή, παίζανε όλο το βράδυ, μέχρι την επόμενη μέρα και προς το μεσημέρι ερχόταν η ασφάλεια και τους έδιωχνε».
«Οι πελάτες του Golden Nugget ήταν η λεγόμενη καλή κοινωνία της Λάρισας. Γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, βουλευτές, αλλά και μεγαλοκτηματίες από τις γύρω περιοχές. Ερχόταν τα λεφτά από την Ευρώπη, τα έπαιρναν οι αγρότες απέναντι από την Αγροτική Τράπεζα και τα έπαιζαν στα ζάρια και μετά στα μπουζούκια. Ήταν μια εποχή που δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Τα λεφτά δεν τα υπολογίζαμε, πως να πω το για να το καταλάβεις… δεν χωρούσαν τα λεφτά. Ένιωθα ότι ζούσα ένα όνειρο. Τότε είχαμε τα πεντοχίλιαρα· τα κατοστάρικα και τα πενηντάρικα δεν τα υπολογίζαμε, τα δίναμε πουρμπουάρ. Κάθε βράδυ, αφού κλείναμε, κάναμε μία ώρα να τακτοποιήσουμε τα πεντοχίλιαρα και να τα στοιβάξουμε!», υποστηρίζει ο κ. Στρατάκος.
«Δεν ήξερα εγώ τη δουλειά από μέσα πριν… μόνο ως πελάτης που δυο φορές την εβδομάδα έπαιζα κανένα κουμκάν. Ειλικρινά ζαλίστηκα. Ήταν ένας θησαυρός, δεν έκανες τίποτα, καθόσουν και έπινες καφέ και έφευγες με πολλά λεφτά. Σκέψου, ότι και τα έξοδα ήταν πολύ λίγα, στην ουσία μόνο το ενοίκιο και οι λογαριασμοί· οι υπάλληλοι πληρώνονταν από τα πουρμπουάρ, καμιά φορά τα πουρμπουάρ έφταναν τα δικά μας έσοδα. Δεν υπήρχαν και φορολογικοί έλεγχοι, είχαμε και μια ανοχή από την αστυνομία· το κράτος μόλις είχε συγκροτηθεί τότε… Αυτό κράτησε μέχρι τέλος του 1987, μετά ατόνησε. Έγινε ο Σημίτης υπουργός Οικονομικών, έγινε το πρόγραμμα λιτότητας, η δίκη Παπανδρέου και Κοσκωτά… αυξήθηκαν οι έλεγχοι. Εκεί ατόνησε το πράγμα, άρχισαν να μειώνονται τα λεφτά και άρχισαν και οι τριβές μεταξύ μας. Έτσι, το 1988, το κλείσαμε το μαγαζί. Μετά από μας δεν υπήρξε άλλη χαρτοπαιχτική λέσχη στη Λάρισα, αυτού του βεληνεκούς…», αναφέρει ακόμη.
«Μια χρονιά μας κάναν έλεγχο από την Εφορία και προέκυψε να πληρώσουμε ένα αστρονομικό ποσό… Παίρνω ένα γνωστό μου επιχειρηματία και αναλαμβάνει να το κανονίσει. Πόσα θέλεις να δώσεις, με ρωτάει. Τίποτα, του λέω. Δεν γινόταν όμως και τελικά έδωσα σε δόσεις 1.500.000 δρχ. Οι τριακόσιες χιλιάδες πήγαν σε ένα προϊστάμενο και λύθηκε το θέμα. Έτσι γινόταν τότε τα πράγματα, και όλο αυτό ήταν εύκολο πολύ», συμπληρώνει στη συνέχεια.
Φέρνοντας στο μυαλό του ιστορίες από εκείνη την εποχή τονίζει πως «για να το καταλάβεις, ανοίγαμε τις καθημερινές στις 12:30 το μεσημέρι και στη μιάμιση υπήρχε στρωμένο καρέ. Ήταν ωραίοι τύποι οι πελάτες τότε, δεν άφηναν ποτέ χρέη σε μας. Πολλές φορές κάποιος που ξέμενε, ζητούσε από τον Γιάννη, τον ταμία μας, να πει στο Στρατάκο να του δανείσει 100.000 δρχ. Τις δίναμε, και την επόμενη μέρα το πρωί, ερχόταν και μας τα έφερνε όλα. Θυμήθηκα τώρα τον Αντρέα… ήταν μεγαλοαγρότης από τα Φάρσαλα. Ερχόταν, άφηνε το αυτοκίνητο απ' έξω από το μαγαζί -μια μερσεντές- και όταν έχανε, έλεγε «συγχωρείστε με για 10 λεπτά, επιστρέφω». Πήγαινε απέναντι στην Αγροτική Τράπεζα, σήκωνε 1.000.000 δρχ. και επέστρεφε…
Μια κυρία ενός μηχανικού – γιατί έρχονταν και πολλές γυναίκες, κυρίως για κουμκάν και κανένα σεμεν ντε φερ – έχανε μια μέρα και την ακούω να παρακαλάει τον ταμία να της δανείσει 100.000 δρχ. και να του δώσει ως ενέχυρο ότι ήθελε από τα κοσμήματά της. Δεν χρειάζεται της λέω κυρία μου να μας αφήσετε τίποτα… της τα έδωσα τα χρήματα και τελικά μέσα σε ένα δίωρο είχε χάσει τετρακόσιες χιλιάδες. Το ίδιο περίπου συνέβη και με ένα βουλευτή που έπαιζε συχνά και πάντα έχανε. Μια βραδιά ζήτησε δανεικά, του δώσαμε. Στις 3 με 4 τα ξημερώματα είχε μπροστά του ένα βουνό από χρήματα· σε μισή ώρα τα είχε χάσει πάλι όλα. Με τα ζάρια μέσα σε λίγα λεπτά τα χρήματα άλλαζαν χέρια.
Δολοφονικό ήταν και το σεμεν ντε φερ. Το διοργανώναμε κυρίως την περίοδο των Χριστουγέννων και παιζόταν πριβέ πάνω στο πατάρι. Είναι ένα παιχνίδι με δέκα τράπουλες που ανακατεύονται και μπαίναν όλες σε ένα ξύλινο κουτί. Μοιράζεται από ένα φύλλο στον κάθε παίχτη και ο στόχος είναι να κάνεις άθροισμα 9. Μέχρι να γίνει μια στροφή και να ξαναπαίξει ο πρώτος, χάνονταν περιουσίες. Ήταν όμως εθιστικό, γιατί δημιουργούσε μεγάλη αδρεναλίνη και το κυνηγούσαν πολλοί… Μετά, κάποια στιγμή άρχισαν να παίζουν «πλακάκια», ένα παιχνίδι που εφηύραν μόνοι τους κάποιοι έψαχναν τρόπους με παιχνίδια που να μην θέλουν πολύ χρόνο. Τόσο πολύ ήταν το πάθος τους, αλλά εδώ που τα λέμε, είναι και το χόμπι του Έλληνα να κάνει γρήγορα λεφτά».
Είδα πολλές τέτοιες ιστορίες και σιχάθηκα…
«Μια Κυριακή ξημερώματα, σε ένα από τα διαμερίσματα που νοικιάζαμε για τα παράνομα παιχνίδια – ερχόταν κόσμος και από Βόλο, Κατερίνη και αλλού – η κατάσταση ήταν υποτονική και πήγαινε προς διάλυση. Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει από Παρασκευή βράδυ και έφτασε συνεχόμενα Κυριακή ξημερώματα. Χτυπάει τότε το κουδούνι ένα γιατρός, του λέω θα το διαλύσουμε σε λίγο, δεν έχει νόημα, αλλά εκείνος επέμενε… Έχω λεφτά πάνω μου, άσε με ανέβω, μου λέει. Σε δύο με τρεις ώρες έχασε 8,5 εκ. δρχ. Τη Δευτέρα θα άφηνε σε μένα στο μαγαζί τα χρήματα που χρωστούσε στον νικητή. Τα έφερε όντως πρωί πρωί της Δευτέρας σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και με παρακάλεσε να μεταφέρω στον άλλο το μήνυμα ότι θα έπρεπε να τα μετρήσει πριν τα παραλάβει. Όταν ήρθε ο νικητής, μετρούσε τα χρήματα για δύο ώρες· του τα ‘χε βάλει στη σακούλα χύμα για να τον παιδέψει…Έρχονταν και οι τραγουδίστριες από το Ρίο, που τον αγαπούσαν τον τζόγο, αλλά έπαιζαν πάντα συντηρητικά. Θαμώνας ήταν η Πόλυ Πάνου τότε και μια σύντροφος του Χιώτη… Έτσι ήμασταν και μεις υποχρεωμένοι. Κλείναμε στις δύο περίπου τις καθημερινές και στις 3 ήμασταν στο Ρίο με σαμπάνιες και πρώτο τραπέζι πίστα. Ερχόταν πάντα και η γυναίκα μου!», λέει ακόμη.
Δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή
«Είδα πολλά και άσχημα. Ένας δικηγόρος αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του για να ξεχρεώσει. Άλλωστε, όλα αυτά για μένα ήταν ξένα· πριν ήμουν σε Τεχνική Εταιρία την ΚΤΕ, ήταν η μία από τις τρεις τότε και πάντα με μια δεμένη οικογένεια. Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη· για άλλους πανηγύρι και άλλους θρήνος… ήταν πολύ μεγάλες οι εντάσεις. Για τους περισσότερους ήταν τέτοιο το πάθος που γινόταν δηλητήριο. Υπάρχει ένα ανέκδοτο για έναν ιδιοκτήτη καζίνο στο Μαϊάμι… του τηλεφωνεί κάποια στιγμή πανικόβλητος ένας υπάλληλος και του λέει: καταστρεφόμαστε… υπάρχει τύπος που έχει κλείσει 5 τραπέζια και συνεχίζει. Είναι όρθιος ή καθιστός;, τον ρωτά. Κάθεται του λέει. Ε, τότε μην ανησυχείς· όποιος κάθεται στην καρέκλα στο τέλος πάντα χάνει! Έτσι είναι στο τέλος όλοι χάνουν. Ευτυχώς, που έχει περάσει αυτή η εποχή και τα νέα παιδιά απαλλαχτήκανε από αυτό το καταστροφικό παιχνίδι», καταλήγει ο κ. Στρατάκος.
Πηγή: onlarissa.gr
Ειδήσεις σήμερα:
Αδιανόητο: Έβγαζε κρυφά τα βράδια τις δόσεις του εμβολίου για τον κορωνοϊό από το ψυγείο για να χαλάσουν!
Δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή
«Είδα πολλά και άσχημα. Ένας δικηγόρος αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του για να ξεχρεώσει. Άλλωστε, όλα αυτά για μένα ήταν ξένα· πριν ήμουν σε Τεχνική Εταιρία την ΚΤΕ, ήταν η μία από τις τρεις τότε και πάντα με μια δεμένη οικογένεια. Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη· για άλλους πανηγύρι και άλλους θρήνος… ήταν πολύ μεγάλες οι εντάσεις. Για τους περισσότερους ήταν τέτοιο το πάθος που γινόταν δηλητήριο. Υπάρχει ένα ανέκδοτο για έναν ιδιοκτήτη καζίνο στο Μαϊάμι… του τηλεφωνεί κάποια στιγμή πανικόβλητος ένας υπάλληλος και του λέει: καταστρεφόμαστε… υπάρχει τύπος που έχει κλείσει 5 τραπέζια και συνεχίζει. Είναι όρθιος ή καθιστός;, τον ρωτά. Κάθεται του λέει. Ε, τότε μην ανησυχείς· όποιος κάθεται στην καρέκλα στο τέλος πάντα χάνει! Έτσι είναι στο τέλος όλοι χάνουν. Ευτυχώς, που έχει περάσει αυτή η εποχή και τα νέα παιδιά απαλλαχτήκανε από αυτό το καταστροφικό παιχνίδι», καταλήγει ο κ. Στρατάκος.
Πηγή: onlarissa.gr
Ειδήσεις σήμερα:
Αδιανόητο: Έβγαζε κρυφά τα βράδια τις δόσεις του εμβολίου για τον κορωνοϊό από το ψυγείο για να χαλάσουν!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα