Δήμος Μούτσης: Αντιμέτωπος με «κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα»

Χρόνια μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης έρχεται στο προσκήνιο μετά τη σοκαριστική καταγγελία της τραγουδίστριας Λυδίας Σέρβου εναντίον του για σεξουαλική παρενόχληση όταν η ίδια ήταν μόλις 15 ετών

Ενα βράδυ του 1967 ο Μάνος Χατζιδάκις κάθεται, με ανδρική συντροφιά, στο μόνιμα ρεζερβέ για εκείνον τραπέζι του «Μαγεμένου Αυλού», του θρυλικού εστιατορίου στο Παγκράτι που ήταν το αγαπημένο του στέκι. Οσοι κοιτούν προς το μέρος του αναγνωρίζουν αμέσως τον σπουδαίο ποιητή και στενό φίλο του συνθέτη Νίκο Γκάτσο. Υπάρχει όμως ανάμεσά τους κι ένας ακόμη νεαρός, εμφανίσιμος, με πυκνά μαύρα μαλλιά και μεγάλα μπλε μάτια. Είναι ο Δήμος Μούτσης και εκείνο το βράδυ ξεκινά το επίσημο ταξίδι του στον μαγικό κόσμο της ελληνικής μουσικής τον οποίο ο ίδιος έμελλε να κάνει πλουσιότερο με τα υπέροχα τραγούδια του αλλά και με τις πρωτοποριακές μουσικές επιλογές του, κερδίζοντας δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους Ελληνες δημιουργούς.

Ποιος να περίμενε ότι τόσα χρόνια μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση θα επανερχόταν στην επικαιρότητα, στο πλαίσιο του μπαράζ καταγγελιών, των τελευταίων ημερών, για απρεπείς συμπεριφορές πολύ γνωστών ονομάτων του εγχώριου καλλιτεχνικού γίγνεσθαι. Η ανάρτηση της ερμηνεύτριας Λυδίας Σέρβου στο Facebook για έναν πολύ γνωστό μουσικοσυνθέτη από τον οποίο είχε δεχτεί σεξουαλική επίθεση το 1992, όταν εκείνη ήταν 15 ετών, άναψε φωτιές. Το γεγονός όμως ότι δεν τον κατονόμαζε οδήγησε σε σειρά λανθασμένων συνειρμών και υποθέσεων που στοχοποιούσαν, αδίκως, διάφορα πρόσωπα. Λίγες ημέρες μετά η ερμηνεύτρια αποκάλυψε δημόσια ότι ο πρωταγωνιστής εκείνης της τραυματικής για την ίδια εμπειρίας είναι ο 82χρονος σήμερα Δήμος Μούτσης. Ο ίδιος επιλέγοντας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να «μη λέει κουβέντα» διεμήνυσε μέσω του δικηγόρου του ότι οι απαντήσεις θα δοθούν όπου και όπως νομικά προβλέπεται.


Δείτε το βίντεο:  Συγκλονίζει η Λυδία Σέρβου για την τραυματική εμπειρία με τον Δήμο Μούτση στα 15 της




Ευθύς και τραχύς

Οσοι, εξάλλου, τον έχουν συναναστραφεί γνωρίζουν καλά ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ουδέποτε του άρεσε να μιλά δημόσια. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι ο αριθμός των συνεντεύξεων που έχει δώσει κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του είναι αντιστρόφως ανάλογος με αυτόν των μεγάλων επιτυχιών και μουσικών επιτευγμάτων του. Προσωπικότητα με έμφυτο μουσικό ταλέντο και ταυτόχρονα ιδιόρρυθμος και εκρηκτικός, δεν προσπάθησε ποτέ να υποδυθεί έναν συμβατικό ρόλο που να τον καθιστούσε ενδεχομένως πιο προσιτό και συμπαθή στους πολλούς.

Ευθύς, τραχύς και πρωτόγονος, όπως ο ήχος του Μάρκου Βαμβακάρη που τόσο τον γοήτευε, περπατούσε πάντα, τόσο στη μουσική όσο και στη ζωή, πάνω στο μοναχικό μονοπάτι που ίδιος είχε χαράξει από πολύ νωρίς, κι ας τον οδηγούσε ενίοτε σε προσωπικά ή μουσικά αδιέξοδα, κι ας του στερούσε την απόλαυση ακόμη και των δικών του κατορθωμάτων.

«Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια και αναλογίζομαι το τι έκανα, δεν είμαι και πολύ ευχαριστημένος. Το ότι μπορεί να έγραψα πέντε τραγούδια καλύτερα ίσως από κάποιον άλλον δεν είναι τίποτα για μένα και τον χαρακτήρα μου… Εκεί που άλλοι στέκονται σε μένα και λένε “μπράβο”, μέσα μου πάντα λέω: Δεν είναι αυτό, κάτι άλλο έπρεπε», παραδεχόταν με περισσή ειλικρίνεια πριν από λίγα χρόνια σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, αποκαλύπτοντας τη μεγάλη αυστηρότητα με την οποία πάντα έκρινε τους άλλους, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Τη διαρκή και αγιάτρευτη αυτή αίσθηση του ανικανοποίητου την κληρονόμησε, απ’ ό,τι φαίνεται, από τη μητέρα του, μια γυναίκα εξαιρετικά φειδωλή στον ενθουσιασμό και τις επιβραβεύσεις. «Η μάνα μου δεν ήταν ευχαριστημένη με τίποτα. Ηταν από τους ανθρώπους που σου απαντούσαν στα πάντα με τη φράση “Ε, και;”» έλεγε και εκτιμούσε αυτοψυχαναλυόμενος: «Αυτή η συμπεριφορά της δεν ξέρω αν με επηρέασε. Δεν ξέρω, αν κι εγώ μένω ανικανοποίητος συχνά. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι είμαι ένας ψυχοπαθητικός άνθρωπος που βαριέται εύκολα. Οι φιλίες δεν μου κρατάνε πολύ. Φεύγω. Δεν γίνεται να προχωράμε οι ίδιοι άνθρωποι για μια ζωή αγκαλιασμένοι. Θα προχωράμε, αλλά όχι αγκαλιασμένοι!».





Με τους στίχους του Γκάτσου

Κι όμως, όσον αφορά τουλάχιστον την καλλιτεχνική του διαδρομή, έχει αδικήσει τον εαυτό του. Γιατί αντισυμβατικά μεν, εξαιρετικά προοδευτικά και έντεχνα δε κατάφερε να γεννήσει όχι μόνο κάποια από τα πλέον αγαπημένα και διαχρονικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, αλλά και να ανοίξει παράλληλα νέους, ρηξικέλευθους καλλιτεχνικούς δρόμους παντρεύοντας τη μουσική με την ποίηση και τον λαϊκό ήχο με τον ηλεκτρονικό και δημιουργώντας αξιοζήλευτες προτάσεις που άλλαξαν ριζικά το εγχώριο μουσικό τοπίο.

Ολα αυτά υπήρξαν καλλιτεχνικά επιτεύγματα του φτωχού παιδιού από τον Πειραιά, που ορφάνεψε νωρίς από πατέρα και μόλις στα 7 του χρόνια, απαίτησε από τη μάνα του να τον πάει να μάθει να παίζει βιολί, χωρίς καν να ξέρει αν του αρέσει το συγκεκριμένο μουσικό όργανο. Κάπως έτσι γνώρισε τον γοητευτικό κόσμο της συμφωνικής μουσικής, από τον οποίο μπορεί σύντομα να ξεστράτισε λόγω του νεαρού της ηλικίας του, δεν έπαψε ωστόσο ποτέ να τον θαυμάζει απεριόριστα ως ύψιστη μορφή μουσικής τέχνης. Μετά το πρώτο εκείνο ραντεβού του στο Παγκράτι με τον Νίκο Γκάτσο, ο οποίος θα αποδειχτεί ο πιο φωτεινός φάρος της ζωής και της δημιουργίας του, εντάσσεται, επισήμως πλέον, στους κόλπους της έντεχνης λαϊκής ελληνικής μουσικής.

«Με τον Γκάτσο δέθηκα πολύ, σαν να έβλεπα την ίδια μου τη μούρη απέναντί μου»
, έχει παραδεχτεί ο ίδιος, κι ας γνώριζε ότι έδινε πάντα τον ανθό της στιχουργικής του στον Χατζιδάκι. Ηταν, ωστόσο, ο άνθρωπος που κατάφερε να δώσει πειστική απάντηση στη μεγαλύτερη έως τότε καλλιτεχνική του αναζήτηση διαβεβαιώνοντάς τον πως ένας κλασικός συνθέτης και ένας ρεμπέτης μπορούν να έχουν την ίδια ποιοτική αξία.

Εχοντας πλέον απενοχοποιηθεί καλλιτεχνικά μέσω αυτής της διαβεβαίωσης, εισβάλλει δυναμικά στον χώρο της ελληνικής δισκογραφίας και σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Με την ποιητική ορμή των στίχων του Γκάτσου, κατά κύριο λόγο, και τη δική του απελευθερωμένη πλέον μουσική έμπνευση συστήνεται μέσα από υπέροχα τραγούδια. Ανάμεσά τους τα «Βρέχει ο Θεός», «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Σ’ έβλεπα στα μάτια», αλλά και τα ελαφρώς μεταγενέστερα «Στην Ελευσίνα μια φορά», «Αυτά τα χέρια», «Αύριο πάλι», «Μ’ ένα παράπονο» κ.ά., που απογειώθηκαν από τις ερμηνείες κορυφαίων τραγουδιστών, μεταξύ των οποίων ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Σταμάτης Κόκοτας, αλλά και νεότερες φωνές του πενταγράμμου όπως ο Μανώλης Μητσιάς και η Δήμητρα Γαλάνη.



«Άγιος Φεβρουάριος»

Παρ’ όλα αυτά, κομβικό σημείο θα αποδειχτεί για τη διαδρομή του το 1971, όταν ηχογραφεί τον ιστορικό δίσκο «Αγιος Φεβρουάριος» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, με τις αποκαλυπτικές, σχεδόν βυζαντινής προέλευσης ερμηνείες του νεαρού τότε Δημήτρη Μητροπάνου, που χρειάστηκε τη μεσολάβηση του Γιώργου Κατσαρού για να πάρει άδεια από τον Στρατό, και τη συμμετοχή της Πετρής Σαλπέα. Με ήχο ιδιότυπο και στίχο πρωτοποριακό για την εποχή, η δουλειά αυτή δεν είχε εξαρχής καθολική αποδοχή, όπως της άξιζε. Χρειάστηκε χρόνος αλλά και η σύνδεση ενός από τα τραγούδια της, του θρυλικού «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», με το περιβόητο φονικό του Νίκου Κοεμτζή για την… τιμή ενός ζεϊμπέκικου, προκειμένου να καθιερωθεί ως ένας από τους πλέον εμβληματικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας.

Η πρώτη αυτή αμιγώς λαϊκή περίοδος του συνθέτη ολοκληρώνεται με μερικούς ακόμη επιτυχημένους δίσκους, με κορυφαίο την «Τετραλογία» του 1975, που περιλαμβάνει μελοποιημένα ποιήματα των Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη, Κώστα Καρυωτάκη και Γιάννη Ρίτσου, αμπαλαρισμένα εξαιρετικά τολμηρά και ανεπάντεχα με τον ήχο του συνθεσάιζερ και ερμηνευμένα από τον Μανώλη Μητσιά και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Αλκηστη Πρωτοψάλτη.

Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο Μούτσης δεν έχει τις καλύτερες αναμνήσεις από εκείνη τη χρυσή δεκαετία των μεγάλων λαϊκών επιτυχιών του, η οποία, ούτε τον ικανοποιούσε λόγω του εργοστασιακού τρόπου μουσικής παραγωγής των δισκογραφικών εταιρειών, ούτε εξαργυρώθηκε σε υψηλά κέρδη για τον ίδιο, όπως θα περίμενε κανείς. «Δεν θέλω να θυμάμαι εκείνη την κατάσταση του “δούλου”, που του έδιναν ένα χαρτί και του έλεγαν: “Φέρε αύριο πέντε τραγούδια”. Καλύτερα να μην ξαναρχόταν αυτή η εποχή. Καλύτερα σήμερα η σιωπή μου παρά εκείνη η φρίκη που δεν μπορούσα να επιλέξω μέσα σε εκείνη τη φάμπρικα-εταιρεία όπου δούλευα», δήλωνε πριν από λίγα χρόνια ο ίδιος αναφερόμενος στην εποχή της συνεργασίας του με την Columbia.

Ηταν πλέον σίγουρος ότι δεν διέθετε εκείνη τη στόφα του συνθέτη που αρκείται στην παραγωγή καλών αλλά παρόμοιων μεταξύ τους επιτυχιών-κλώνων. Το μυαλό του και η ψυχή του είχαν ανάγκη από κάτι νέο, διαφορετικό. Κάποια στιγμή, μάλιστα, στα τέλη του ’70, νιώθει τόσο εγκλωβισμένος και μπουχτισμένος που σκέφτεται πολύ σοβαρά να αποσυρθεί. Αυτό που επί της ουσίας τον πείθει να παραμείνει καλλιτεχνικά ενεργός είναι οι σύνθετοι, δυσνόητοι, αλλά κατά βάθος αποκαλυπτικοί στίχοι του Κώστα Τριπολίτη, που νιώθει να του ανοίγουν τις πόρτες ενός άλλου, τελείως διαφορετικού μουσικού κόσμου. Η λάμψη στα μάτια του επανέρχεται, το μυαλό του ξαναμπαίνει σε εγρήγορση και μέσα σε μόλις μία εβδομάδα ολοκληρώνει το «Φράγμα», τον δίσκο από τον οποίο ξεπήδησε το εμβληματικό «Δεν λες κουβέντα» και σηματοδοτεί τη συνάντησή του με τη σπουδαία Σωτηρία Μπέλλου, χωρίς τη φωνή της οποίας ο ίδιος ορκίζεται πως δεν επρόκειτο ποτέ να το κυκλοφορήσει.
Στις καταγγελίες της Λυδίας Σέρβου ο 82χρονος σήμερα συνθέτης προτίμησε τη σιωπή και διεμήνυσε μέσω του δικηγόρου του ότι οι απαντήσεις θα δοθούν όπου και όπως νομικά προβλέπεται

Νέος κύκλος

Κάπου εκεί ολοκληρώνεται η εποχή της συνεργασίας του με τους ερμηνευτές και ξεκινά ένας νέος κύκλος, καθαρά προσωπικός πλέον, με τον ίδιο να γράφει και να ερμηνεύει τα τραγούδια του. Και σε αυτό τον διπλό ρόλο ανταποκρίνεται επάξια αποδεικνύοντας ότι ένας ολοκληρωμένος δημιουργός μπορεί να σταθεί ως μονάδα πάνω σε μια σκηνή και να μεταμορφωθεί σε ιδανικό υπερασπιστή των μουσικών δημιουργημάτων του. Εμφανίζεται σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας και τραγουδά παλιά αλλά και νέα πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια του, όπως το πρωτοποριακό «Γουώκμαν» και το σουρεαλιστικό «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει», σχεδόν πάντα με τα μάτια κλειστά, για να μπορεί να ταξιδεύει στον δικό του ιδανικό κόσμο!

Το καλοκαίρι του 1999 όσοι είχαν την τύχη να είναι αυτόπτες μάρτυρες της συγκινητικής επανένωσής του με τον Δημήτρη Μητροπάνο, τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη στη σκηνή του Ηρωδείου, συνειδητοποίησαν πόσο μεγάλος δημιουργός είναι ο Μούτσης, παρά τις ιδιαιτερότητές του και την αδυναμία του να ενταχθεί αρμονικά στο λεγόμενο «σύστημα του ελληνικού τραγουδιού». Τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια ο Δήμος Μούτσης ζει σε ένα σπίτι που έφτιαξε ο ίδιος στο Ηράκλειο Αττικής μαζί με τη σύντροφο και φύλακα άγγελό του, τη Δήμητρα. Παιδιά δεν απέκτησε. Μέχρι σήμερα όμως φροντίζει να βρίσκει τρόπους να κρατά το μυαλό του σε εγρήγορση, να μαθαίνει καινούρια πράγματα και να ανανεώνεται είτε διαβάζοντας, είτε σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ακόμη και μαγειρεύοντας.

Και όπως έχει εξομολογηθεί: «Ψάχνεται ο άνθρωπος. Και δεν κινδυνεύεις να χαθείς αν έχεις μέσα σου μια σταθερή. Οπως το ποίημα του Καβάφη για τον Μύρη, που ήταν πρώτος σε όλα, στις διασκεδάσεις και στα άσεμνα ξενύχτια, όταν όμως κάποιος από την παρέα πρότεινε να κάνουν σπονδές στον πανωραίο Απόλλωνα, ο Μύρης έστρεψε αλλού το βλέμμα του και είπε “τη εξαιρέσει εμού”. Δηλαδή όλα θα τα ακούσεις, όλα θα τα χαρείς, στο τέλος όμως αυτό που είσαι θα διαλέξεις. Γιατί αν σου λείψουν όλα, μισερός θα είσαι. Θα μου πεις, εμείς μισεροί είμαστε; Πολύ παιδευτήκαμε όμως για να μην είμαστε. Απόδειξη ότι προσωπικά έφαγα μια ζωή για κάτι που μπορεί και να μην το είχα επιλέξει».


Ειδήσεις σήμερα: 

Ηράκλειο Κρήτης: Σπείρα με πλούσιο… βιογραφικό έκλεψε κομμωτήρια και μίνι μάρκετ

Ο Νετανιάχου παρουσίασε στον Μητσοτάκη το φάρμακο που ετοιμάζει το Ισραήλ κατά του κορωνοϊού

Ισραήλ: «Ανεμβολίαστοι πάνω από το 97% των πρόσφατων θανάτων λόγω Covid» λέει ο Νετανιάχου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr