Πτυχιούχοι Πανεπιστημίων στα θρανία των ΙΕΚ για να αποκτήσουν δεξιότητες
Πτυχιούχοι Πανεπιστημίων στα θρανία των ΙΕΚ για να αποκτήσουν δεξιότητες
O ένας στους τέσσερις που γράφονται στα ΙΕΚ είναι κάτοχος πτυχίου ΑΕΙ, μεταπτυχιακού ή ακόμα και διδακτορικού - Στο επίκεντρο η αναβάθμιση της Επαγγελματικής Κατάρτισης - Άμεση η ανάγκη σύνδεσης της αγοράς με την τριτοβάθμια εκπαίδευση
Ενας στους τέσσερις σπουδαστές ΙΕΚ είναι απόφοιτος Πανεπιστημίου, ακόμα και κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού, καθώς χιλιάδες νέοι επιλέγουν να επιστρέψουν στα θρανία για να αποκτήσουν δεξιότητες που βρίσκονται πιο κοντά στις ανάγκες της οικονομίας και να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, αναδεικνύεται ότι στα τέλη της προηγούμενης ακαδημαϊκής χρονιάς το 9,9% των σπουδαστών σε ΙΕΚ ήταν πτυχιούχοι ΑΕΙ, το 9,2% πτυχιούχοι ΤΕΙ και το 4,8% είχε ήδη ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές ή ακόμα και διδακτορικό.
Τα υπουργεία Παιδείας και Εργασίας προχωρούν στην αναβάθμιση του επιπέδου της συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης στη χώρα, μέσω των δημόσιων και ιδιωτικών ΙΕΚ, αλλά βάζοντας στο ‘’παιχνίδι΄’ και τα Πανεπιστήμια που καλούνται να συμμετάσχουν με αντίστοιχα προγράμματα των ΚΕΚ και θα επιχορηγούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την κατάρτιση ανέργων. Στη Διακήρυξη του Οσναμπρουκ (Osnabrück Declaration), που προσυπέγραψαν οι αρμόδιοι υπουργοί Παιδείας των κρατών-μελών της Ε.Ε. το φθινόπωρο του 2020, αναφέρονται αναλυτικά οι φορείς που θα πρέπει να εμπλέκονται στην αναμόρφωση της ΕΕΚ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο να την καταστήσουν πρώτη επιλογή. Ωστόσο, στο εν λόγω κείμενο, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα Πανεπιστήμια, ως λειτουργικά τμήματα της αρχικής ή συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης.
Αντιθέτως, το βάρος δίδεται στους εκπροσώπους της αγοράς και στους υφιστάμενους φορείς ΕΕΚ με στόχο την ενίσχυση της ποιότητας της ΕΕΚ και τη διασύνδεσή της με την αγορά εργασίας, με κριτήριο ότι τα Πανεπιστήμια προσφέρουν ακαδημαϊκή εκπαίδευση και η ενασχόλησή τους με την συνεχιζόμενη ΕΕΚ θα απαιτούσε αναπροσαρμογή του ρόλου τους.
Κατάρτιση και Πανεπιστήμια: Το ελληνικό παράδοξο
Στην Ελλάδα η ετεροαπασχόληση και η απασχόληση σε θέσεις χαμηλότερων τυπικών προσόντων αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του υφιστάμενου μοντέλου απασχόλησης, αφού η χώρα εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά over-qualified εργαζομένων συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την παραδοσιακή τάση της ελληνικής οικογένειας να ωθεί τους νέους σε πανεπιστημιακές σπουδές, συνδέοντας την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών ως ισοδύναμο της επαγγελματικής αποκατάστασης.
Στη χώρα μας συνεχίζουμε να θεωρούμε πώς η πανεπιστημιακή εκπαίδευση συνδέεται άμεσα με καλύτερους όρους απασχόλησης, παρά το γεγονός ότι συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε. εμφανίζουμε τα χαμηλότερα ποσοστά σε όλους τους σχετικούς δείκτες.
Προσφάτως, και ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, σε δήλωσή του τόνισε την ανάγκη να ανέβει δραστικά το επίπεδο της κατάρτισης στη χώρα. Αυτή η αλλαγή φαίνεται να σχετίζεται με την ανάγκη αφενός των νέων να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας και αφετέρου των επιχειρήσεων να στελεχώσουν τις θέσεις εργασίας τους με ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει σύγχρονες δεξιότητες. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες προκλήσεις αναζητώντας άτομα καταρτισμένα που θα προσφέρουν άμεσα υψηλού επιπέδου εργασία.
Η κυβέρνηση προχωρά στην αναβάθμιση της ΕΕΚ με στόχο το άτομο να ενταχθεί στην αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις να διαθέτουν καλύτερο και παραγωγικότερο ανθρώπινο κεφάλαιο, προκειμένου να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας και να αποτελέσει πραγματικότητα η βιώσιμη ανάπτυξη. Το σκεπτικό είναι ότι η ΕΕΚ, σε μια κοινωνία δυναμική που εξελίσσεται, δεν είναι απαξιωμένη, αλλά το κλειδί εισόδου στην αγορά εργασίας, όμως ο ρόλος της δεν είναι να υποκαταστήσει τα πτυχία των ΑΕΙ, ούτε να βρεθεί σε ανταγωνισμό με αυτά, καθώς πρόκειται για συγκοινωνούσες λειτουργίες ενός συνολικού πλαισίου Εκπαίδευσης, όπου συνδέονται οι πρακτικές δεξιότητες με τη θεωρία. Αυτός ο συγκερασμός πρακτικών και θεωρητικών γνώσεων είναι το απαραίτητο εργαλείο που ζητεί η αγορά και μόνον η συνεργασία μεταξύ των φορέων ΕΕΚ και των Πανεπιστημίων θα τα προσφέρει.
Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται πως διευρύνεται περαιτέρω το ελληνικό παράδοξο, όπως υποστηρίζουν πανεπιστημιακοί, καθώς, όπως λένε, από τη μια υπάρχει η ευρύτερη πεποίθηση ότι τα Πανεπιστήμια δεν μπορούν να προσαρμοστούν εύκολα στις γρήγορες αλλαγές της αγοράς και στην ανάγκη για νέες δεξιότητες, και, από την άλλη, τους ζητείται να δημιουργήσουν άμεσα, ποιοτικά προγράμματα που θα καλύψουν τις απαιτήσεις της αγοράς, όταν ήδη σήμερα στα περισσότερα εκ των πανεπιστημίων υπολειτουργούν τα Γραφεία Σταδιοδρομίας.
Τα υπουργεία Παιδείας και Εργασίας προχωρούν στην αναβάθμιση του επιπέδου της συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης στη χώρα, μέσω των δημόσιων και ιδιωτικών ΙΕΚ, αλλά βάζοντας στο ‘’παιχνίδι΄’ και τα Πανεπιστήμια που καλούνται να συμμετάσχουν με αντίστοιχα προγράμματα των ΚΕΚ και θα επιχορηγούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την κατάρτιση ανέργων. Στη Διακήρυξη του Οσναμπρουκ (Osnabrück Declaration), που προσυπέγραψαν οι αρμόδιοι υπουργοί Παιδείας των κρατών-μελών της Ε.Ε. το φθινόπωρο του 2020, αναφέρονται αναλυτικά οι φορείς που θα πρέπει να εμπλέκονται στην αναμόρφωση της ΕΕΚ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο να την καταστήσουν πρώτη επιλογή. Ωστόσο, στο εν λόγω κείμενο, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα Πανεπιστήμια, ως λειτουργικά τμήματα της αρχικής ή συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης.
Αντιθέτως, το βάρος δίδεται στους εκπροσώπους της αγοράς και στους υφιστάμενους φορείς ΕΕΚ με στόχο την ενίσχυση της ποιότητας της ΕΕΚ και τη διασύνδεσή της με την αγορά εργασίας, με κριτήριο ότι τα Πανεπιστήμια προσφέρουν ακαδημαϊκή εκπαίδευση και η ενασχόλησή τους με την συνεχιζόμενη ΕΕΚ θα απαιτούσε αναπροσαρμογή του ρόλου τους.
Κατάρτιση και Πανεπιστήμια: Το ελληνικό παράδοξο
Στην Ελλάδα η ετεροαπασχόληση και η απασχόληση σε θέσεις χαμηλότερων τυπικών προσόντων αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του υφιστάμενου μοντέλου απασχόλησης, αφού η χώρα εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά over-qualified εργαζομένων συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την παραδοσιακή τάση της ελληνικής οικογένειας να ωθεί τους νέους σε πανεπιστημιακές σπουδές, συνδέοντας την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών ως ισοδύναμο της επαγγελματικής αποκατάστασης.
Στη χώρα μας συνεχίζουμε να θεωρούμε πώς η πανεπιστημιακή εκπαίδευση συνδέεται άμεσα με καλύτερους όρους απασχόλησης, παρά το γεγονός ότι συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε. εμφανίζουμε τα χαμηλότερα ποσοστά σε όλους τους σχετικούς δείκτες.
Προσφάτως, και ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, σε δήλωσή του τόνισε την ανάγκη να ανέβει δραστικά το επίπεδο της κατάρτισης στη χώρα. Αυτή η αλλαγή φαίνεται να σχετίζεται με την ανάγκη αφενός των νέων να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας και αφετέρου των επιχειρήσεων να στελεχώσουν τις θέσεις εργασίας τους με ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει σύγχρονες δεξιότητες. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες προκλήσεις αναζητώντας άτομα καταρτισμένα που θα προσφέρουν άμεσα υψηλού επιπέδου εργασία.
Η κυβέρνηση προχωρά στην αναβάθμιση της ΕΕΚ με στόχο το άτομο να ενταχθεί στην αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις να διαθέτουν καλύτερο και παραγωγικότερο ανθρώπινο κεφάλαιο, προκειμένου να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας και να αποτελέσει πραγματικότητα η βιώσιμη ανάπτυξη. Το σκεπτικό είναι ότι η ΕΕΚ, σε μια κοινωνία δυναμική που εξελίσσεται, δεν είναι απαξιωμένη, αλλά το κλειδί εισόδου στην αγορά εργασίας, όμως ο ρόλος της δεν είναι να υποκαταστήσει τα πτυχία των ΑΕΙ, ούτε να βρεθεί σε ανταγωνισμό με αυτά, καθώς πρόκειται για συγκοινωνούσες λειτουργίες ενός συνολικού πλαισίου Εκπαίδευσης, όπου συνδέονται οι πρακτικές δεξιότητες με τη θεωρία. Αυτός ο συγκερασμός πρακτικών και θεωρητικών γνώσεων είναι το απαραίτητο εργαλείο που ζητεί η αγορά και μόνον η συνεργασία μεταξύ των φορέων ΕΕΚ και των Πανεπιστημίων θα τα προσφέρει.
Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται πως διευρύνεται περαιτέρω το ελληνικό παράδοξο, όπως υποστηρίζουν πανεπιστημιακοί, καθώς, όπως λένε, από τη μια υπάρχει η ευρύτερη πεποίθηση ότι τα Πανεπιστήμια δεν μπορούν να προσαρμοστούν εύκολα στις γρήγορες αλλαγές της αγοράς και στην ανάγκη για νέες δεξιότητες, και, από την άλλη, τους ζητείται να δημιουργήσουν άμεσα, ποιοτικά προγράμματα που θα καλύψουν τις απαιτήσεις της αγοράς, όταν ήδη σήμερα στα περισσότερα εκ των πανεπιστημίων υπολειτουργούν τα Γραφεία Σταδιοδρομίας.
Πανεπιστημιακοί εκτιμούν ότι στην πράξη, μια τέτοια προσπάθεια διασύνδεσης θα έμενε μετέωρη, λόγω της δυσκολίας του συνεχούς διαλόγου των Πανεπιστημίων, που θα πρέπει να έχουν ως φορείς κατάρτισης πλέον, με τις επιχειρήσεις. Διατυπώνουν τον προβληματισμό τους πόσο συχνά θα μπορούν τα Πανεπιστήμια να ανανεώνουν τα προγράμματα της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης που θα προσφέρουν και εκφράζουν φόβους μήπως με τον τρόπο αυτό χάσουν τη βασική τους στόχευση, που είναι η παροχή αποτελεσματικής ακαδημαϊκής εκπαίδευσης τετραετούς διάρκειας.
Οπως θεωρούν, η ένταξη προγραμμάτων κατάρτισης στους πανεπιστημιακούς φορείς δεν αποτελεί τη λύση, αλλά ότι θα πρέπει να γίνει ένας πιο αρμονικό σχεδιασμό που να συνάδει με τις δεσμεύσεις της χώρας, όπως αυτές αποτυπώνονται στην Osnabrück Declaration 2020. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σύμφωνα με καθηγητές, θα είχε ισχυρό νόημα η ενίσχυση της χρηματοδότησης και η συνολική διεύρυνση του ρόλου και της δυναμικής των δημόσιων ΙΕΚ μέσω της αύξησης των διαθέσιμων θέσεων, της αναβάθμισης των προγραμμάτων σπουδών τους αλλά και της προσφοράς περισσότερων Ειδικοτήτων.
Ταυτόχρονα, για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική κατάρτιση προτείνεται η δημιουργία ενός νέου Μητρώου Φορέων ΕΕΚ με αυστηρά κριτήρια και κατηγοριοποίηση, σύμφωνα με τη γεωγραφική τους εμβέλεια, τη χρηματοοικονομική τους επάρκεια και τη δυνατότητα να προσφέρουν πραγματική διασύνδεση με την αγορά εργασίας, κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία
Τα μηχανογραφικά
Οι υποψήφιοι των Πανελλαδικών Εξετάσεων παράλληλα με το Μηχανογραφικό για την εισαγωγή στα ΑΕΙ θα κληθούν να συμπληρώσουν , εφόσον το επιθυμούν, κι ένα δεύτερο Μηχανογραφικό , με συγκεκριμένες ειδικότητες των ΙΕΚ.
Οπως θεωρούν, η ένταξη προγραμμάτων κατάρτισης στους πανεπιστημιακούς φορείς δεν αποτελεί τη λύση, αλλά ότι θα πρέπει να γίνει ένας πιο αρμονικό σχεδιασμό που να συνάδει με τις δεσμεύσεις της χώρας, όπως αυτές αποτυπώνονται στην Osnabrück Declaration 2020. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σύμφωνα με καθηγητές, θα είχε ισχυρό νόημα η ενίσχυση της χρηματοδότησης και η συνολική διεύρυνση του ρόλου και της δυναμικής των δημόσιων ΙΕΚ μέσω της αύξησης των διαθέσιμων θέσεων, της αναβάθμισης των προγραμμάτων σπουδών τους αλλά και της προσφοράς περισσότερων Ειδικοτήτων.
Ταυτόχρονα, για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική κατάρτιση προτείνεται η δημιουργία ενός νέου Μητρώου Φορέων ΕΕΚ με αυστηρά κριτήρια και κατηγοριοποίηση, σύμφωνα με τη γεωγραφική τους εμβέλεια, τη χρηματοοικονομική τους επάρκεια και τη δυνατότητα να προσφέρουν πραγματική διασύνδεση με την αγορά εργασίας, κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία
Τα μηχανογραφικά
Οι υποψήφιοι των Πανελλαδικών Εξετάσεων παράλληλα με το Μηχανογραφικό για την εισαγωγή στα ΑΕΙ θα κληθούν να συμπληρώσουν , εφόσον το επιθυμούν, κι ένα δεύτερο Μηχανογραφικό , με συγκεκριμένες ειδικότητες των ΙΕΚ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα