Κάτι παραπάνω από έναν μήνα και συγκεκριμένα 37 ημέρες διήρκεσε το θέατρο που έπαιζε ο 32χρονος πιλότος, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, που σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια την σύζυγο και μητέρα της 11 μηνών κόρης τους, Λυδίας, στην μεζονέτα τους στα
Γλυκά Νερά.
Η δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν στις 11 Μαΐου είχε συγκλονίσει το Πανελλήνιο από την πρώτη στιγμή, καθώς ακόμα και για τα δεδομένα διάρρηξης, όπως ήταν το σενάριο που είχε πλάσει ο 32χρονος και καθοδηγούσε την Αστυνομία, θεωρήθηκε ιδιαίτερα άγριο. Χαρακτηριστικό της βαναυσότητας δεν ήταν μόνο η δολοφονία μίας μητέρας μπροστά στο ίδιο της το παιδί αλλά και η δολοφονία του κουταβιού της οικογένειας το οποίο βρέθηκε κρεμασμένο από το λουρί του στην κουπαστή.
Όπως έλεγαν εκείνες της ημέρες στελέχη της Αστυνομίας, δεν είχε καταγραφεί ποτέ στα χρονικά στην Ελλάδα διάρρηξη μετά φόνου αλλά και δολοφονίας κατοικιδίου. Ωστόσο όπως φάνηκε τελικά όλα ήταν ένα καλοστημένο ψέμα το οποίο είχε πλάσει ο κατηγορούμενος πλέον Μπάμπης Αναγνωστόπουλος για να καλύψει την ειδεχθή πράξη του.
Τις πρώτες ημέρες μετά το έγκλημα ο
32χρονος πιλότος ήταν άκρως συνεργάσιμος με την Αστυνομία, με τους άνδρες του τμήματος ανθρωποκτονιών να «χτίζουν» μία ιδιαίτερα φιλική σχέση μαζί του, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του. Παρά τα πολλά κενά στις περιγραφές και τα ερωτήματα που προέκυπταν, ο Μπάμπης έδινε γλαφυρές περιγραφές για το πώς έγινε η υποτιθέμενη διάρρηξη.
Σύμφωνα με τα όσα είχε καταθέσει ο 32χρονος στην Αστυνομία, οι δράστες ήταν -υποτίθεται- τόσο στυγνοί και αδίστακτοι που φαίνεται να έστρεψαν το όπλο τους ακόμη και στο 11 μηνών μωρό προκειμένου να βρουν που είναι τα χρήματα και τα κοσμήματα του ζευγαριού. Η κίνηση αυτή ήταν και ο λόγος που, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος έλεγε, η μητέρα άρχισε να φωνάζει βοήθεια με αποτέλεσμα οι εγκληματίες να την δολοφονήσουν και συγκεκριμένα να την στραγγαλίσουν με το ρούχο της ή με ένα μαξιλάρι.
Οι ημέρες περνούσαν και η
Αστυνομία εξέταζε όλα τα ενδεχόμενα. Από την μία ερευνούσε ποια συμμορία ληστών διαρρηκτών θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρή για να προβεί σε μία τέτοια πράξη, «σκανάροντας», σύμφωνα πάντα με τα όσα έλεγε ο πιλότος, κάθε ύποπτο πρόσωπο που θα μπορούσε να έχει δυνητικά σχέσεις με τον υπόκοσμο. Από την άλλη ωστόσο η έρευνα, βήμα βήμα προχωρούσε με την ΕΛ.ΑΣ. να μελετά κάθε στοιχείο που προέκυπτε από την μεζονέτα στα Γλυκά Νερά.
Το «παραμύθι» του Μπάμπη έληξε μέσα σε ένα γραφείο στο Ανθρωποκτονιών στον 11ο όροφο της ΓΑΔΑ, παρουσία δύο ψυχολόγων (ενός άνδρα και μιας γυναίκας) στις 17 Ιουνίου. Είχε προηγηθεί η «κινηματογραφική» μετάβαση και μεταφορά του άρον άρον από την Αλόνησο στην Αθήνα. Οι αστυνομικοί, τους οποίους εμπιστευόταν τον είχαν πλησιάσει την ώρα του τρισαγίου το οποίο τελείτο στο νησί εις μνήμην της
20χρονης Καρολάιν που έχασε τόσο άδικα την ζωή της.
Ο ίδιος δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε και λίγο προτού τον πλησιάσουν οι αστυνομικοί για να τον μεταφέρουν, αυτός, άκρως υποκριτικά αγκάλιαζε και παρηγορούσε την μητέρα της συζύγου του την οποία είχε ο ίδιος δολοφονήσει.
Ο διάλογος ήταν δηλωτικός του τι θα ακολουθούσε. Σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψε η Δημοτική Σύμβουλος του νησιού, Χαρίκλεια Θεοδώρου, μιλώντας στον ΑΝΤ1, τον πλησίασαν ντόπιοι αστυνομικοί και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει γιατί υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη. «Τότε έβγαλε το κινητό του και του ζήτησαν να το κλείσει. Του είπαν να μην κάνει σκηνές λόγω της παρουσίας τηλεοπτικών συνεργείων και ότι έπρεπε να φύγουν διακριτικά για το δικό του καλό. Του είπαν ότι έχει συλληφθεί στο αεροδρόμιο ένας ύποπτος και έπρεπε να τον αναγνωρίσει» είπε χαρακτηριστικά.
Σημείωσε ότι στην αρχή δεν ήθελε να ακολουθήσει αλλά επέμεναν οι αστυνομικοί και έτσι αναχώρησαν μαζί. «Όταν ρώτησε η μητέρα της Καρολάιν της απάντησε ότι έπρεπε να αναγνωρίσει τον ύποπτο. Τότε αγκαλιάστηκαν και περιμέναμε πέντε λεπτά για να τελειώσει η συναισθηματική φόρτισή τους, που έκλαιγαν σφιχταγκαλιασμένοι» πρόσθεσε η κ. Θεοδώρου.
Πώς οδηγήθηκαν στον πιλότο