Σταύρος Δογιάκης: Ο «Κρητικός», το γελαστό παιδί που έψαχνε τον δρόμο του
Σταύρος Δογιάκης: Ο «Κρητικός», το γελαστό παιδί που έψαχνε τον δρόμο του
Εξωστρεφής, γλεντζές και φανατικός «γαύρος», ο τραγικός αυτόχειρας ήταν ο άνθρωπος που μαζί με τον αδελφό του Νίκο δημιούργησαν τη φημισμένη ταβέρνα «Κρητικός» που εξελίχθηκε σε πόλο έλξης των επωνύμων - Η πορεία προς την καταξίωση, το επαγγελματικό διαζύγιο και τα ερωτήματα για την αυτοκτονία που ζητούν απαντήσεις
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το τραγικό περιστατικό στην Κάντζα θυμίζει σενάριο ταινίας όπως ας πούμε το ιταλικό «Cronaca Familiare» (Το χρονικό μιας οικογένειας) του Βαλέριο Ζουρλίνι το 1962. Σε αυτή τη δραματική οικογενειακή περιπέτεια, πλημμυρισμένη από κατακλυσμιαία, αυθεντικά συναισθήματα, δύο αδέλφια, ο μεγάλος Ενρίκο και ο μικρός, εύθραυστος και αδύναμος Λορέντσο, πορεύονται τον γολγοθά τους παρέα με τη γιαγιά τους. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι που υποδύεται τον Ενρίκο, μια ανεξάντλητη δύναμη μόχθου και ατελείωτης προσπάθειας, είναι το μοναδικό στήριγμα, το καταφύγιο και η σωτηρία του μικρού Λορέντσο, που τον υποδύεται ο Ζακ Περέν.
Μία από τις διαφορές ανάμεσα στη σχέση των κινηματογραφικών ηρώων με τα δύο αδέλφια, τον μεγάλο Νίκο και τον μικρό Σταύρο Δογιάκη, είναι η γυναίκα ανάμεσά τους. Οχι η γιαγιά τους, αλλά η κυρα-Ελένη, η μητέρα τους. Ενα ταλαιπωρημένο πλάσμα από τον μόχθο, από τις ατελείωτες ώρες στην κουζίνα και από εγκεφαλικά.
Πάντα μαυροφορεμένη, πάντα με συγκρατημένο χαμόγελο αναμεμειγμένο με πόνο και πάντα τυλιγμένη και προστατευμένη από εκκωφαντική σιωπή.
Οταν δρασκέλιζα το κατώφλι της κουζίνας του «Κρητικού» η εικόνα ήταν πάντα ίδια. Η κυρα-Ελένη, μικροσκοπική και διακριτική, να καθαρίζει πατάτες, ντομάτες, κολοκυθάκια.
Θυμάμαι κάθε φορά που πήγαινα με το στομάχι να γουργουρίζει προκαταβολικά από ηδονή, δύο πράγματα επιθυμούσα. Τα φιλετάκια στην αρχή και στο τέλος τις τηγανίτες της κυρα-Ελένης. Ο Σταύρος συμπλήρωνε με σημασία «να φέρω και παϊδάκια;». Να φέρεις. Μα θα τα φάμε όλα; Στο τέλος γλείφαμε τα πιάτα.
Πριν ακόμα τελειώσει το γεύμα και πριν «κάτσουν» το σταμναγκάθι, οι ροδέλες κολοκυθάκια και οι πατάτες, με το βλέμμα μου αναζητούσα τον Σταύρο που πάντα κυκλοφορούσε από τραπέζι σε τραπέζι. Και όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν, με πλησίαζε και με εκείνο το αφοπλιστικό χαμόγελο μου έλεγε: «Τηγανίτες;». Κι εγώ του απαντούσα: «Μπαγάσα, επίτηδες το κάνεις, αφού ξέρεις».
Πάντα θυμάμαι αυτή τη σκηνή. Πάντα θα θυμάμαι όλες τις σκηνές. Και τώρα, μετά το τραγικό περιστατικό, μετά την αυτοκτονία, μετά τις σφαίρες στην καρδιά και στον κρόταφο ενός τόσο χαμογελαστού, τόσο μπριόζου αυτόχειρα, όταν η ίδια σκηνή μου ’ρχεται στη μνήμη, ρίγη συγκίνησης διαπερνούν όλο το κορμί μου.
Η «γειτονιά της Ειρήνης»
Το χρονικό της γνωριμίας με τα δύο αδέλφια άρχισε πριν από περίπου 15 χρόνια. Το θυμάμαι σαν να έγινε τώρα. Ηταν Ιούλιος. Ηταν «η γειτονιά της Ειρήνης» με τα μικρά, παραδοσιακά σπιτάκια του Αντώνη Μαύρου. Μια ονομασία αφιερωμένη στη μνήμη της μητέρας του Αντώναρου. Ετσι τον φώναζαν, έτσι κι εγώ τον φώναζα. Επειδή στην όψη με τα πυκνά μούσια και το παραδοσιακό ντύσιμο ήταν εμβληματικός και επιβλητικός. Επειδή ήταν αχόρταγος και ορμητικός. Και επειδή καμάρωνε για τα μικρά σπιτάκια του, εντελώς διαφορετικά απ’ οποιαδήποτε άλλη τουριστική κατασκευή σ’ αυτό το μικρό νησί. Ηταν τα Κουφονήσια. Και ήταν τα Κουφονήσια επειδή μόνο εκεί μπορείς να απαλλαγείς από τον θόρυβο των οχημάτων και την ταλαιπωρία της ασφάλτου. Ολα με τα πόδια. Εκεί, λοιπόν, πριν από δεκαπέντε χρόνια, τα Κουφονήσια, ο καλύτερος προορισμός μιας αυθεντικής, εναλλακτικής θερινής συνάντησης με τη θάλασσα και το απέραντο γαλάζιο.
Εκείνο το πρωινό, σε μια μικρή βεραντούλα, καθώς απολάμβανα τον καφέ μου σχεδιάζοντας πεζοπορία, μπάνιο και φαγητό, βλέπω μπροστά μου το πρόσωπο ενός άγνωστου να με κοιτάει και πριν μιλήσω, να μου λέει: «Ο Δημήτρης Δανίκας;». «Ναι», του είπα, «εσύ;». «Ο Νίκος Δογιάκης», μου απαντάει. Το όνομά του εντελώς άγνωστο. Δεν μου έλεγε τίποτα. Λίγο αργότερα έμαθα πολλά. Από τον Μπάμπη Ιωάννου, τον αρχιτέκτονα μιας περιζήτητης κατασκευαστικής φίρμας με τα αρχικά ISV. To «I» για το Ιωάννου, το «S» για τον Τάσο Σωτηρόπουλο και το «V» για τον Αλέξανδρο Βαν Γκίλντερ. Ο Μπάμπης η ζωντανή επιτομή του μινιναλισμού στον αιώνιο οικιστικό οργασμό μιας Ελλάδας που τα όνειρά της αρχίζουν από τα τούβλα και τελειώνουν στον τουρισμό.
Μία από τις διαφορές ανάμεσα στη σχέση των κινηματογραφικών ηρώων με τα δύο αδέλφια, τον μεγάλο Νίκο και τον μικρό Σταύρο Δογιάκη, είναι η γυναίκα ανάμεσά τους. Οχι η γιαγιά τους, αλλά η κυρα-Ελένη, η μητέρα τους. Ενα ταλαιπωρημένο πλάσμα από τον μόχθο, από τις ατελείωτες ώρες στην κουζίνα και από εγκεφαλικά.
Πάντα μαυροφορεμένη, πάντα με συγκρατημένο χαμόγελο αναμεμειγμένο με πόνο και πάντα τυλιγμένη και προστατευμένη από εκκωφαντική σιωπή.
Οταν δρασκέλιζα το κατώφλι της κουζίνας του «Κρητικού» η εικόνα ήταν πάντα ίδια. Η κυρα-Ελένη, μικροσκοπική και διακριτική, να καθαρίζει πατάτες, ντομάτες, κολοκυθάκια.
Θυμάμαι κάθε φορά που πήγαινα με το στομάχι να γουργουρίζει προκαταβολικά από ηδονή, δύο πράγματα επιθυμούσα. Τα φιλετάκια στην αρχή και στο τέλος τις τηγανίτες της κυρα-Ελένης. Ο Σταύρος συμπλήρωνε με σημασία «να φέρω και παϊδάκια;». Να φέρεις. Μα θα τα φάμε όλα; Στο τέλος γλείφαμε τα πιάτα.
Πριν ακόμα τελειώσει το γεύμα και πριν «κάτσουν» το σταμναγκάθι, οι ροδέλες κολοκυθάκια και οι πατάτες, με το βλέμμα μου αναζητούσα τον Σταύρο που πάντα κυκλοφορούσε από τραπέζι σε τραπέζι. Και όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν, με πλησίαζε και με εκείνο το αφοπλιστικό χαμόγελο μου έλεγε: «Τηγανίτες;». Κι εγώ του απαντούσα: «Μπαγάσα, επίτηδες το κάνεις, αφού ξέρεις».
Πάντα θυμάμαι αυτή τη σκηνή. Πάντα θα θυμάμαι όλες τις σκηνές. Και τώρα, μετά το τραγικό περιστατικό, μετά την αυτοκτονία, μετά τις σφαίρες στην καρδιά και στον κρόταφο ενός τόσο χαμογελαστού, τόσο μπριόζου αυτόχειρα, όταν η ίδια σκηνή μου ’ρχεται στη μνήμη, ρίγη συγκίνησης διαπερνούν όλο το κορμί μου.
Η «γειτονιά της Ειρήνης»
Το χρονικό της γνωριμίας με τα δύο αδέλφια άρχισε πριν από περίπου 15 χρόνια. Το θυμάμαι σαν να έγινε τώρα. Ηταν Ιούλιος. Ηταν «η γειτονιά της Ειρήνης» με τα μικρά, παραδοσιακά σπιτάκια του Αντώνη Μαύρου. Μια ονομασία αφιερωμένη στη μνήμη της μητέρας του Αντώναρου. Ετσι τον φώναζαν, έτσι κι εγώ τον φώναζα. Επειδή στην όψη με τα πυκνά μούσια και το παραδοσιακό ντύσιμο ήταν εμβληματικός και επιβλητικός. Επειδή ήταν αχόρταγος και ορμητικός. Και επειδή καμάρωνε για τα μικρά σπιτάκια του, εντελώς διαφορετικά απ’ οποιαδήποτε άλλη τουριστική κατασκευή σ’ αυτό το μικρό νησί. Ηταν τα Κουφονήσια. Και ήταν τα Κουφονήσια επειδή μόνο εκεί μπορείς να απαλλαγείς από τον θόρυβο των οχημάτων και την ταλαιπωρία της ασφάλτου. Ολα με τα πόδια. Εκεί, λοιπόν, πριν από δεκαπέντε χρόνια, τα Κουφονήσια, ο καλύτερος προορισμός μιας αυθεντικής, εναλλακτικής θερινής συνάντησης με τη θάλασσα και το απέραντο γαλάζιο.
Εκείνο το πρωινό, σε μια μικρή βεραντούλα, καθώς απολάμβανα τον καφέ μου σχεδιάζοντας πεζοπορία, μπάνιο και φαγητό, βλέπω μπροστά μου το πρόσωπο ενός άγνωστου να με κοιτάει και πριν μιλήσω, να μου λέει: «Ο Δημήτρης Δανίκας;». «Ναι», του είπα, «εσύ;». «Ο Νίκος Δογιάκης», μου απαντάει. Το όνομά του εντελώς άγνωστο. Δεν μου έλεγε τίποτα. Λίγο αργότερα έμαθα πολλά. Από τον Μπάμπη Ιωάννου, τον αρχιτέκτονα μιας περιζήτητης κατασκευαστικής φίρμας με τα αρχικά ISV. To «I» για το Ιωάννου, το «S» για τον Τάσο Σωτηρόπουλο και το «V» για τον Αλέξανδρο Βαν Γκίλντερ. Ο Μπάμπης η ζωντανή επιτομή του μινιναλισμού στον αιώνιο οικιστικό οργασμό μιας Ελλάδας που τα όνειρά της αρχίζουν από τα τούβλα και τελειώνουν στον τουρισμό.
Ο Μπάμπης, λοιπόν, λάτρης των εναλλακτικών προορισμών και μόνιμος επισκέπτης στη «γειτονιά της Ειρήνης», ήταν που επηρέασε τον Νίκο Δογιάκη να επισκεφθεί αυτόν τον μικρό παράδεισο. Ο κρίκος που τους ένωνε διά βίου ήταν η ταβέρνα «Κρητικός». Δεν γνωρίζω κανέναν άλλο που να διαθέτει τόση αθεράπευτη γαστρονομική περιέργεια. Κανέναν.
Ο Μπάμπης είναι ικανός, πράγμα που τον κάνει συχνά να διασχίζει τη μισή υδρόγειο με προορισμό κάποια κρυφή γωνιά απέραντης, πρωτότυπης, ιδιαίτερης απόλαυσης. Το φαγητό, τα πιάτα, οι ευφάνταστες συνταγές, το κρασί και όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι για εκείνον ό,τι για μένα ο κινηματογράφος και η μουσική. Και κάτι περισσότερο.
Οταν, λοιπόν, ο Μπάμπης σου λέει με σημασία «Κρητικός» και ξερό ψωμί, ε τότε θα είσαι τουλάχιστον ηλίθιος να μην ακολουθήσεις τη δική του συμβουλή. Ο Μπάμπης με την εξαιρετική και λεπτεπίλεπτη όσφρηση. Ο Μπάμπης με το βλέμμα να ακτινογραφεί κάθε πιάτο, κάθε σημείο του κρέατος και κάθε ουρά ψαριού. Απίστευτος.
Τόσο φανατικός λάτρης του «Κρητικού», που κάθε χρόνο εκεί γινόταν η κοπή της πίτας της εταιρείας του. Ασε το άλλο που μου είχε εκμυστηρευτεί ο Νίκος. Ο Μπάμπης επρόκειτο να αναλάβει την αναπαλαίωση και τον εκσυγχρονισμό της ταβέρνας. Ευτυχώς στο τέλος δεν έγινε. Και ευτυχώς επειδή έτσι παρέμεινε με την αυθεντική της όψη. Οπως περίπου τα δύο αδέλφια την κληρονόμησαν από τον πατέρα τους. Από την Κρήτη εκείνος, «Κρητικός» η ταβέρνα.
Στα χρόνια της πατρικής «εξουσίας» αυτή η γωνιά στην Κάντζα ήταν αποκλειστικό προνόμιο της γειτονιάς και των πέριξ. Οι δύο κληρονόμοι, χωρίς το παραμικρό ίχνος μετάλλαξης και αλλοίωσης προς την κουλτούρα και την κοσμική Αθήνα, κατάφεραν να τη μετατρέψουν σε έναν από τους πιο ισχυρούς πόλους έλξης κρεατικού προορισμού. Οταν κάποιος σε ρωτούσε «πού το καλύτερο κρέας;», τον κοιτούσες και απαντούσες με σημασία: «Μα πού ζεις, φυσικά ο “Κρητικός” στην Κάντζα». Μα να διανύσω τη μισή Αττική για να φάω κρέας; Ε, αν δεν το κάνεις, εσύ χάνεις!
Ο Σταύρος στη σάλα, ο Νίκος στην κουζίνα
Το μέρος περίπου προστατευμένο και «καλυμμένο» πάνω από ένα μικρό ύψωμα. Αν δεν γνωρίζεις τη διαδρομή μπορεί να το προσπεράσεις. Το οίκημα περιστοιχισμένο από μια μοσχοβολούσα αυλή. Ολα μα όλα ήταν εκεί. Τίποτα δεν έλειπε. Και πάντα γεμάτο.
Και όλοι με τα μαχαιροπίρουνα στα χέρια, σε αναμονή πότε θα πέσουν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος από πιατέλες, πιάτα και πιατάκια. Ολοι. Και οι γείτονες και οι «τουρίστες» των Αθηνών, συνήθως προερχόμενοι από το ρετιρέ επιχειρήσεων, βιομηχανιών, εφοπλιστικών ομίλων, δημοσιογραφικών ανησυχιών, καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και πολιτικών.
Ο «Κρητικός», η απόλυτη στιγμιαία συνύπαρξη των «κοινών θνητών» με τους επώνυμους των Αθηνών. Μέρος αταξικό. Το στομάχι τόπος ιερός.
Ο «Κρητικός» χωρισμένος στα δύο. Αφού δύο τα αδέλφια, δύο και οι γωνιές των αρμοδιοτήτων τους. Ο μεγάλος, ο Νίκος, στην κουζίνα. Ο μικρός, ο Σταύρος, στην υποδοχή, στο Reserve των τραπεζιών και στο σερβίρισμα. Ο Νίκος με τη βοήθεια της κυρα-Ελένης έφτιαχνε, ο Σταύρος μοίραζε. Και εκτός από πιάτα, μοίραζε χαμόγελα, ευαισθησία και εσωτερικότητα.
All is Lost
Δύο παιδιά από την ίδια μήτρα ολότελα διαφορετικά. Μα εντελώς διαφορετικά. Ρωτούσες: «Σταύρο, πού θα πας να “βοσκήσεις” το καλοκαίρι;». Και εκείνος με την πρώτη και αυθορμήτως απαντούσε: «Πού αλλού, στη Μύκονο φυσικά».
Οσο εσωστρεφής στο μαγαζί τόσο εξωστρεφής και γλεντζές σε όλα τα υπόλοιπα. Και φανατικός «γαύρος». Απίστευτο. Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος, όσο εξωστρεφής στην κουζίνα τόσο κλειστός σε όλα τ’ άλλα. Και πάντα εναλλακτικός. Σε όλα. Η σχέση μαζί τους μέχρι εκεί. Ελάχιστες κουβέντες για τα προσωπικά τους. Τι ξέρεις για τον Σταύρο; Ανύπαντρος. Τι ξέρεις για τον Νίκο; Ανύπαντρος. Τα δύο τρίτα της καθημερινότητάς τους ο «Κρητικός». Οι ανάσες τους, το είναι τους, τα κύτταρά τους, όλα εντοιχισμένα στους τοίχους μιας γωνιάς που χρόνια τώρα ήταν ταυτισμένη με άφθονη απόλαυση και ηδονή για τον οισοφάγο, αλλά στο τέλος κατέληξε πλαισιωμένη από σφαίρες και θάνατο. All is Lost. Η εικόνα πάντα ίδια. Στην πόρτα ο Σταύρος. Στην κουζίνα ο Νίκος. Ο Σταύρος περιποιημένος και χαμογελαστός. Ο Νίκος στην κουζίνα «μπαρουτοκαπνισμένος». Πάντα με ποδιά. Πάντα στο ψήσιμο. Πάντα ιδρωμένος. Πάντα «λερωμένος». Ο Σταύρος η βιτρίνα. Ο Νίκος το «μηχανοστάσιο». Και πάντα ο Σταύρος υπό τη σκιά του μεγάλου αδελφού του Νίκου.
Ο Νίκος έβρισκε τα κρέατα. Ο Νίκος γνώριζε την ποιότητα κάθε πλευράς κάθε ζώου. Ο Νίκος είχε εντοπίσει μικρές κτηνοτροφικές μονάδες στη Θράκη. Ο Νίκος πήγαινε κυνήγι στη Θράκη. Ο Νίκος επόπτευε τη διαδικασία παρασκευής κρασιού. Ο Μπάμπης Ιωάννου, άριστος στην οινογνωσία και την οινογευσία, μου έλεγε σε μια πρόσφατη τηλεφωνική μας επικοινωνία ότι στη Γαλλία το κρασί του «Κρητικού» θα κόστιζε τουλάχιστον 100 ευρώ.
Με σφαίρες γράφτηκε το τέλος
Ο επίλογος αυτού του χρονικού γράφτηκε κάπως έτσι. Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Αν και προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του. Αν και του έστειλα άφθονα μηνύματα προκειμένου να αποφύγω ανακρίβειες και να μην εξοκοίλω σε ευκολίες. Παρ’ όλα αυτά, η σιωπή του προς απάντησή μου. Λογικό, αναμενόμενο και αυτονόητο. Κάποιοι φίλοι του που επιθυμούν την ανωνυμία τους μου έλεγαν ότι την πρώτη ημέρα κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί του μόνο για ένα λεπτό. Ισως και λιγότερο. Οτι η φωνή του ήταν τσακισμένη. Οτι ο τόνος της φωνής του ήταν σαν αντίλαλος από τον τάφο του. Και ότι τα ελάχιστα λόγια του ήταν ακατανόητα.
Τέλος εποχής. Το βέβαιο είναι ότι τα δύο αδέλφια είχαν αποφασίσει να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους. Το βέβαιο είναι ότι ο Σταύρος είχε αποφασίσει να «δραπετεύσει» από την προστατευτική σκιά του μεγάλου αδελφού του. Το επίσης βέβαιο είναι ότι είχε ήδη εντοπίσει τη γωνιά της επόμενης δραστηριότητάς του. Και ότι το επαγγελματικό διαζύγιο ήταν μέσα του αποφασισμένο επειδή ο «Κρητικός» ήταν στοιχειωμένος από τον μεγάλο του αδελφό. Επιτέλους να κάνω κι εγώ κάτι αποκλειστικά δικό μου.
Αργά αποφάσισε την «ενηλικίωσή» του. Αυτό ακούω από τους φίλους του. Οπως επίσης ότι για τον Νίκο και τον «Κρητικό» μαζί με τις σφαίρες έπεσαν τίτλοι τέλους. Και πολλές απορίες, πολλά ερωτηματικά, πολλές σκέψεις, πολλές συμπτώσεις και πολλά κενά. Να τα αναπαραγάγω όλα αυτά; Ποτέ των ποτών. Τα αφήνω όλα στα χέρια της Αστυνομίας. Τι να γράψω δηλαδή; Αυτές τις μπούρδες που διακινούνται και που τελικά το μόνο που καταφέρνουν είναι να ασελγούν και να «κοπρίζουν» στο σάβανο και στον τάφο ενός ανθρώπου και στην ψυχή της μητέρας του και του αδελφού του;
Ενα πράγμα μόνο. Δυσδιάκριτη η απόσταση που χωρίζει την ευτυχία από τη δυστυχία, την επιτυχία από την αποτυχία και τη ζωή από τον θάνατο. Ολα τόσο καλά. Ολα τόσο τραγικά. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει το γελαστό παιδί!
Ειδήσεις σήμερα:
Έγκλημα στα Γλυκά Νερά: Με το μωρό στην αγκαλιά η μητέρα του Μπάμπη πάει να συναντήσει τη μητέρα της Καρολάιν
Καύσωνας στη showbiz: Ελληνίδες σελέμπριτις μόνο με τα μαγιό τους
EURO 2020 - Εθνική Ελβετίας: Μία «Βαβέλ» στους «8» - Αλβανοί, Νιγηριανοί, Καμερουνέζοι και Σενεγαλέζοι στο ρόστερ!
Ο Μπάμπης είναι ικανός, πράγμα που τον κάνει συχνά να διασχίζει τη μισή υδρόγειο με προορισμό κάποια κρυφή γωνιά απέραντης, πρωτότυπης, ιδιαίτερης απόλαυσης. Το φαγητό, τα πιάτα, οι ευφάνταστες συνταγές, το κρασί και όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι για εκείνον ό,τι για μένα ο κινηματογράφος και η μουσική. Και κάτι περισσότερο.
Οταν, λοιπόν, ο Μπάμπης σου λέει με σημασία «Κρητικός» και ξερό ψωμί, ε τότε θα είσαι τουλάχιστον ηλίθιος να μην ακολουθήσεις τη δική του συμβουλή. Ο Μπάμπης με την εξαιρετική και λεπτεπίλεπτη όσφρηση. Ο Μπάμπης με το βλέμμα να ακτινογραφεί κάθε πιάτο, κάθε σημείο του κρέατος και κάθε ουρά ψαριού. Απίστευτος.
Τόσο φανατικός λάτρης του «Κρητικού», που κάθε χρόνο εκεί γινόταν η κοπή της πίτας της εταιρείας του. Ασε το άλλο που μου είχε εκμυστηρευτεί ο Νίκος. Ο Μπάμπης επρόκειτο να αναλάβει την αναπαλαίωση και τον εκσυγχρονισμό της ταβέρνας. Ευτυχώς στο τέλος δεν έγινε. Και ευτυχώς επειδή έτσι παρέμεινε με την αυθεντική της όψη. Οπως περίπου τα δύο αδέλφια την κληρονόμησαν από τον πατέρα τους. Από την Κρήτη εκείνος, «Κρητικός» η ταβέρνα.
Στα χρόνια της πατρικής «εξουσίας» αυτή η γωνιά στην Κάντζα ήταν αποκλειστικό προνόμιο της γειτονιάς και των πέριξ. Οι δύο κληρονόμοι, χωρίς το παραμικρό ίχνος μετάλλαξης και αλλοίωσης προς την κουλτούρα και την κοσμική Αθήνα, κατάφεραν να τη μετατρέψουν σε έναν από τους πιο ισχυρούς πόλους έλξης κρεατικού προορισμού. Οταν κάποιος σε ρωτούσε «πού το καλύτερο κρέας;», τον κοιτούσες και απαντούσες με σημασία: «Μα πού ζεις, φυσικά ο “Κρητικός” στην Κάντζα». Μα να διανύσω τη μισή Αττική για να φάω κρέας; Ε, αν δεν το κάνεις, εσύ χάνεις!
Ο Σταύρος στη σάλα, ο Νίκος στην κουζίνα
Το μέρος περίπου προστατευμένο και «καλυμμένο» πάνω από ένα μικρό ύψωμα. Αν δεν γνωρίζεις τη διαδρομή μπορεί να το προσπεράσεις. Το οίκημα περιστοιχισμένο από μια μοσχοβολούσα αυλή. Ολα μα όλα ήταν εκεί. Τίποτα δεν έλειπε. Και πάντα γεμάτο.
Και όλοι με τα μαχαιροπίρουνα στα χέρια, σε αναμονή πότε θα πέσουν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος από πιατέλες, πιάτα και πιατάκια. Ολοι. Και οι γείτονες και οι «τουρίστες» των Αθηνών, συνήθως προερχόμενοι από το ρετιρέ επιχειρήσεων, βιομηχανιών, εφοπλιστικών ομίλων, δημοσιογραφικών ανησυχιών, καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και πολιτικών.
Ο «Κρητικός», η απόλυτη στιγμιαία συνύπαρξη των «κοινών θνητών» με τους επώνυμους των Αθηνών. Μέρος αταξικό. Το στομάχι τόπος ιερός.
Ο «Κρητικός» χωρισμένος στα δύο. Αφού δύο τα αδέλφια, δύο και οι γωνιές των αρμοδιοτήτων τους. Ο μεγάλος, ο Νίκος, στην κουζίνα. Ο μικρός, ο Σταύρος, στην υποδοχή, στο Reserve των τραπεζιών και στο σερβίρισμα. Ο Νίκος με τη βοήθεια της κυρα-Ελένης έφτιαχνε, ο Σταύρος μοίραζε. Και εκτός από πιάτα, μοίραζε χαμόγελα, ευαισθησία και εσωτερικότητα.
All is Lost
Δύο παιδιά από την ίδια μήτρα ολότελα διαφορετικά. Μα εντελώς διαφορετικά. Ρωτούσες: «Σταύρο, πού θα πας να “βοσκήσεις” το καλοκαίρι;». Και εκείνος με την πρώτη και αυθορμήτως απαντούσε: «Πού αλλού, στη Μύκονο φυσικά».
Οσο εσωστρεφής στο μαγαζί τόσο εξωστρεφής και γλεντζές σε όλα τα υπόλοιπα. Και φανατικός «γαύρος». Απίστευτο. Ο Νίκος, ο μεγαλύτερος, όσο εξωστρεφής στην κουζίνα τόσο κλειστός σε όλα τ’ άλλα. Και πάντα εναλλακτικός. Σε όλα. Η σχέση μαζί τους μέχρι εκεί. Ελάχιστες κουβέντες για τα προσωπικά τους. Τι ξέρεις για τον Σταύρο; Ανύπαντρος. Τι ξέρεις για τον Νίκο; Ανύπαντρος. Τα δύο τρίτα της καθημερινότητάς τους ο «Κρητικός». Οι ανάσες τους, το είναι τους, τα κύτταρά τους, όλα εντοιχισμένα στους τοίχους μιας γωνιάς που χρόνια τώρα ήταν ταυτισμένη με άφθονη απόλαυση και ηδονή για τον οισοφάγο, αλλά στο τέλος κατέληξε πλαισιωμένη από σφαίρες και θάνατο. All is Lost. Η εικόνα πάντα ίδια. Στην πόρτα ο Σταύρος. Στην κουζίνα ο Νίκος. Ο Σταύρος περιποιημένος και χαμογελαστός. Ο Νίκος στην κουζίνα «μπαρουτοκαπνισμένος». Πάντα με ποδιά. Πάντα στο ψήσιμο. Πάντα ιδρωμένος. Πάντα «λερωμένος». Ο Σταύρος η βιτρίνα. Ο Νίκος το «μηχανοστάσιο». Και πάντα ο Σταύρος υπό τη σκιά του μεγάλου αδελφού του Νίκου.
Ο Νίκος έβρισκε τα κρέατα. Ο Νίκος γνώριζε την ποιότητα κάθε πλευράς κάθε ζώου. Ο Νίκος είχε εντοπίσει μικρές κτηνοτροφικές μονάδες στη Θράκη. Ο Νίκος πήγαινε κυνήγι στη Θράκη. Ο Νίκος επόπτευε τη διαδικασία παρασκευής κρασιού. Ο Μπάμπης Ιωάννου, άριστος στην οινογνωσία και την οινογευσία, μου έλεγε σε μια πρόσφατη τηλεφωνική μας επικοινωνία ότι στη Γαλλία το κρασί του «Κρητικού» θα κόστιζε τουλάχιστον 100 ευρώ.
Με σφαίρες γράφτηκε το τέλος
Ο επίλογος αυτού του χρονικού γράφτηκε κάπως έτσι. Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Αν και προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του. Αν και του έστειλα άφθονα μηνύματα προκειμένου να αποφύγω ανακρίβειες και να μην εξοκοίλω σε ευκολίες. Παρ’ όλα αυτά, η σιωπή του προς απάντησή μου. Λογικό, αναμενόμενο και αυτονόητο. Κάποιοι φίλοι του που επιθυμούν την ανωνυμία τους μου έλεγαν ότι την πρώτη ημέρα κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί του μόνο για ένα λεπτό. Ισως και λιγότερο. Οτι η φωνή του ήταν τσακισμένη. Οτι ο τόνος της φωνής του ήταν σαν αντίλαλος από τον τάφο του. Και ότι τα ελάχιστα λόγια του ήταν ακατανόητα.
Τέλος εποχής. Το βέβαιο είναι ότι τα δύο αδέλφια είχαν αποφασίσει να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους. Το βέβαιο είναι ότι ο Σταύρος είχε αποφασίσει να «δραπετεύσει» από την προστατευτική σκιά του μεγάλου αδελφού του. Το επίσης βέβαιο είναι ότι είχε ήδη εντοπίσει τη γωνιά της επόμενης δραστηριότητάς του. Και ότι το επαγγελματικό διαζύγιο ήταν μέσα του αποφασισμένο επειδή ο «Κρητικός» ήταν στοιχειωμένος από τον μεγάλο του αδελφό. Επιτέλους να κάνω κι εγώ κάτι αποκλειστικά δικό μου.
Αργά αποφάσισε την «ενηλικίωσή» του. Αυτό ακούω από τους φίλους του. Οπως επίσης ότι για τον Νίκο και τον «Κρητικό» μαζί με τις σφαίρες έπεσαν τίτλοι τέλους. Και πολλές απορίες, πολλά ερωτηματικά, πολλές σκέψεις, πολλές συμπτώσεις και πολλά κενά. Να τα αναπαραγάγω όλα αυτά; Ποτέ των ποτών. Τα αφήνω όλα στα χέρια της Αστυνομίας. Τι να γράψω δηλαδή; Αυτές τις μπούρδες που διακινούνται και που τελικά το μόνο που καταφέρνουν είναι να ασελγούν και να «κοπρίζουν» στο σάβανο και στον τάφο ενός ανθρώπου και στην ψυχή της μητέρας του και του αδελφού του;
Ενα πράγμα μόνο. Δυσδιάκριτη η απόσταση που χωρίζει την ευτυχία από τη δυστυχία, την επιτυχία από την αποτυχία και τη ζωή από τον θάνατο. Ολα τόσο καλά. Ολα τόσο τραγικά. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει το γελαστό παιδί!
Ειδήσεις σήμερα:
Έγκλημα στα Γλυκά Νερά: Με το μωρό στην αγκαλιά η μητέρα του Μπάμπη πάει να συναντήσει τη μητέρα της Καρολάιν
Καύσωνας στη showbiz: Ελληνίδες σελέμπριτις μόνο με τα μαγιό τους
EURO 2020 - Εθνική Ελβετίας: Μία «Βαβέλ» στους «8» - Αλβανοί, Νιγηριανοί, Καμερουνέζοι και Σενεγαλέζοι στο ρόστερ!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα