Βασίλης Σπανούλης - The legend: Οι μεγάλοι σταθμοί στην πορεία του Kill Bill
05.07.2021
22:43
Η λαμπρή ιστορία του Λαρισαίου γκαρντ που έγινε είδωλο ακόμη και για τον Κόμπε Μπράιαντ «σκοτώνοντας» την dream team των Αμερικανών το 2006, αλλά αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του όχι γιατί το επέλεξε, αλλά λόγω του τραυματισμού που του (και μας) στέρησε μία τελευταία παράσταση με την επίσημη αγαπημένη
«Spanoulis out»... Η αποχώρηση από την ενεργό δράση του τελευταίου ίσως ζωντανού θρύλου του ελληνικού μπάσκετ προκάλεσε αίσθηση ανάλογη με τη μεγαλειώδη, σχεδόν μυθική καριέρα που είχε ο Βασίλης Σπανούλης, από τα 7 του χρόνια, που έπιασε την πορτοκαλί μπάλα, έως τα 39 του που είπε το οριστικό αντίο στα παρκέ. Και προκάλεσε αίσθηση αντίστοιχη με την αποχώρηση του αλησμόνητου Κόμπε Μπράιαντ -δικό του το «Mamba out»- ο οποίος είχε πει πως όταν προετοιμαζόταν για την εθνική του ομάδα μελετούσε πώς παίζουν παίκτες όπως ο Σπανούλης (και ο Διαμαντίδης). «Ορισμένοι μάλιστα με ρωτούσαν: Μα τι κάνεις εκεί; Τους απαντούσα ότι μελετάω τον Σπανούλη. Και θυμάμαι να μου λένε: “Ποιος είναι ο Σπανούλης;”. “Αυτός που θα σας σκοτώσει”, τους έλεγα». Και τους σκότωσε (τους Αμερικανούς) στη Σαϊτάμα το 2006, εκεί που ο Λαρισαίος γκαρντ συστήθηκε για τα καλά στο παγκόσμιο μπάσκετ σοκάροντας τους πάντες και ανοίγοντας τις πόρτες για το NBA, ασχέτως του πώς εξελίχθηκε η σύντομη περιπέτειά του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Η αγάπη για το άθλημα ενώνει τους ανθρώπους, αλλά μερικές στιγμές, όταν αποχωρούν μεγάλοι και εμβληματικοί παίκτες, αυτό το κοινό βίωμα γίνεται ακόμα πιο έντονο, έστω και αν αφήνει μια γλυκιά πληγή, γεμάτη νοσταλγία και μια αίσθηση δυσαναπλήρωτου κενού. Κάπως έτσι ένιωσαν όχι μόνο οι οπαδοί του Ολυμπιακού, αλλά και όλοι οι υγιείς μπασκετόφιλοι με το κλείσιμο της καριέρας του Βασίλη Σπανούλη.
Το μόνο δυσάρεστο με τη στιγμή και τον τρόπο της αποχώρησης ήταν το ότι ο «V-Span» δεν έφυγε μέσα σε ένα γεμάτο γήπεδο, να τον αποθεώνουν διά ζώσης συμπαίκτες και αντίπαλοι, φίλοι και άγνωστοι, οπαδοί όλων των ομάδων, όπως έγινε αυτές τις ημέρες εκτός παρκέ με συγκινητικές δηλώσεις και αναρτήσεις-ύμνους. Ενας ύπουλος τραυματισμός στη γάμπα, του (και μας) στέρησε μια τελευταία παράσταση με την Εθνική. Ο Ρικ Πιτίνο τον ήθελε μαζί του στο Προολυμπιακό του Καναδά και ο Σπανούλης, έξι χρόνια μετά την αποχώρησή του από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, είχε αποδεχθεί τη μεγάλη πρόκληση να βοηθήσει την ομάδα να επανέλθει στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η αναγνώριση ήταν καθολική και ξεπέρασε τα όποια όρια, οπαδικά ή και γεωγραφικά. Από τον επίσημο Παναθηναϊκό, με τον οποίο υπήρχε μια «ψύχρα» εξαιτίας της αποχώρησής του το 2010 για τον Ολυμπιακό, έως κάθε έκφραση του ελληνικού μπάσκετ και από κορυφαίους Ελληνες αθλητές -με πρώτο τον πιο καθοριστικό συμπαίκτη/αντίπαλό του, τον Δημήτρη Διαμαντίδη- μέχρι αστέρες του ΝΒΑ. «Ο Σπανούλης είναι το είδωλό μου απ’ όταν ήμουν μικρός. Στεναχωρήθηκα με την απόφασή του να αποσυρθεί. Είναι ο λόγος που φοράω το νούμερο 7 στη φανέλα. Φέτος δεν μπορούσα να έχω το 7 γιατί ήταν πιασμένο, επομένως πήρα το 77. Ηταν πολύ σημαντικός παίκτης για μένα», ανέφερε ο σούπερ σταρ των Ντάλας Μάβερικς Λούκα Ντόντσιτς.
Oικογενειάρχης με έξι παιδιά
Για τον νεαρό Σλοβένο και χιλιάδες άλλους νεαρούς ο «μίστερ 7» αποτελεί όντως ίνδαλμα και παράδειγμα, αλλά εκείνος δεν αλλάζει με τίποτα τη λατρεία που βλέπει στα πρόσωπα των έξι παιδιών του και της συζύγου του Ολυμπίας Χοψονίδου. Ο Βασίλης Σπανούλης μόνο... μόνος δεν θα είναι τώρα που σταμάτησε το (επαγγελματικό) μπάσκετ και έως ότου βρει τον νέο του δρόμο στο άθλημα - διότι όλοι όσοι τον γνωρίζουν στοιχηματίζουν ότι θα παραμείνει πιστός στην «πορτοκαλί θεά», από κάποιο άλλο πόστο. Ο Λαρισαίος άσος δεν υπήρξε μόνο ένας πληρέστατος και πολυτάλαντος γκαρντ, αλλά και ένας άνθρωπος που όχι μόνο δεν έβαλε στην άκρη την προσωπική του ζωή, αλλά δημιούργησε μια πολυμελή και ευτυχισμένη οικογένεια. Στα 26 του χρόνια γνώρισε, τόσο τυχαία όσο και καρμικά, τη γυναίκα της ζωής του, την τότε άρτι στεφθείσα Σταρ Ελλάς 25χρονη Ολυμπία. Ηταν στη Μύκονο τον Ιούνιο του 2008, όταν η ντρίμπλα (σταυρωτή, ραχιαία, ποιος ξέρει...) από τη μοίρα άλλαξε για πάντα το σύστημα της ζωής του Βασίλη.
Παρότι αρραβωνιασμένος τότε με τον παιδικό του έρωτα από τη Λάρισα, ήταν αδύνατο να αντισταθεί, όποιο σύστημα άμυνας και αν ήθελε να παίξει - ούτε καν σύνθετη ζώνη με προσαρμογές, που λένε, δεν θα ήταν αρκετή. Ακριβώς τρία χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2011 είχαν αποκτήσει ήδη το πρώτο τους παιδί και έχοντάς το αγκαλιά βρίσκονταν στην εκκλησία για τα τυπικά του θρησκευτικού γάμου - ο πολιτικός είχε γίνει δύο χρόνια πριν. Μαζί ξεκίνησαν μία ζωή σαν παραμύθι - τόσο απίστευτη είναι όλη αυτή η διαδρομή των 13 χρόνων. Εξι παιδιά -τρία αγόρια και τρία κορίτσια-, με την Ολυμπία να αφιερώνεται ολόψυχα στην οικογένεια, ακολουθώντας τον Βασίλη ακόμα και εγκυμονούσα στο εξωτερικό, όταν επρόκειτο για κορυφαίες στιγμές όπως το Final Four της Ευρωλίγκας το 2015, εκεί που την «ερωτεύτηκε» η κάμερα του σκηνοθέτη της διοργάνωσης και την αποθέωσε τηλεοπτικά.
«Είναι αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας. Η Ολυμπία είναι ο έρωτας της ζωής μου, είναι το άλλο μου μισό, η γυναίκα που καλύπτει τις αδυναμίες μου, η σύντροφός μου, το πρόσωπο με το οποίο μοιράζομαι όμορφες και άσχημες στιγμές», έλεγε ο Σπανούλης όταν κατάφερνε να ολοκληρώνει φράσεις και δεν του κοβόταν η ανάσα, σκεφτόμενος τη θυελλώδη σχέση που τον συντάραξε και εξακολουθεί να τον σκλαβώνει. «Είδα την Ολυμπία, “τα είδα όλα”, την είδα και με μαγιό κιόλας, κι έτσι ξεκίνησε το νταραβέρι», ομολογούσε σε πλήρη αδυναμία, σαν να παραδεχόταν ότι ο έρωτας τον έκανε... poster dunk στο καλάθι μπροστά του με μπασκετικούς όρους, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση με την καλή έννοια! Εκεί που παραδίδεται κανονικά και πέφτει στα πατώματα σαν τον Μάικλ Τζόρνταν όταν δέχθηκε την crossover ντρίμπλα από τον Αλαν Αϊβερσον, είναι με τα έξι παιδιά του. Βέβαια με τη γέννηση του έκτου, το ξεκαθάρισε: «Εκτο. Οι κόρες και οι γιοι μας είναι 3-3. Ισοπαλία, το λήγουμε. Σταματάμε. Ούτε παράταση, ούτε τίποτα. Τώρα από μακριά, σε διαφορετικά δωμάτια. Μας αρέσουν τα παιδιά, η μεγάλη οικογένεια».
Το μόνο δυσάρεστο με τη στιγμή και τον τρόπο της αποχώρησης ήταν το ότι ο «V-Span» δεν έφυγε μέσα σε ένα γεμάτο γήπεδο, να τον αποθεώνουν διά ζώσης συμπαίκτες και αντίπαλοι, φίλοι και άγνωστοι, οπαδοί όλων των ομάδων, όπως έγινε αυτές τις ημέρες εκτός παρκέ με συγκινητικές δηλώσεις και αναρτήσεις-ύμνους. Ενας ύπουλος τραυματισμός στη γάμπα, του (και μας) στέρησε μια τελευταία παράσταση με την Εθνική. Ο Ρικ Πιτίνο τον ήθελε μαζί του στο Προολυμπιακό του Καναδά και ο Σπανούλης, έξι χρόνια μετά την αποχώρησή του από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, είχε αποδεχθεί τη μεγάλη πρόκληση να βοηθήσει την ομάδα να επανέλθει στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η αναγνώριση ήταν καθολική και ξεπέρασε τα όποια όρια, οπαδικά ή και γεωγραφικά. Από τον επίσημο Παναθηναϊκό, με τον οποίο υπήρχε μια «ψύχρα» εξαιτίας της αποχώρησής του το 2010 για τον Ολυμπιακό, έως κάθε έκφραση του ελληνικού μπάσκετ και από κορυφαίους Ελληνες αθλητές -με πρώτο τον πιο καθοριστικό συμπαίκτη/αντίπαλό του, τον Δημήτρη Διαμαντίδη- μέχρι αστέρες του ΝΒΑ. «Ο Σπανούλης είναι το είδωλό μου απ’ όταν ήμουν μικρός. Στεναχωρήθηκα με την απόφασή του να αποσυρθεί. Είναι ο λόγος που φοράω το νούμερο 7 στη φανέλα. Φέτος δεν μπορούσα να έχω το 7 γιατί ήταν πιασμένο, επομένως πήρα το 77. Ηταν πολύ σημαντικός παίκτης για μένα», ανέφερε ο σούπερ σταρ των Ντάλας Μάβερικς Λούκα Ντόντσιτς.
Oικογενειάρχης με έξι παιδιά
Για τον νεαρό Σλοβένο και χιλιάδες άλλους νεαρούς ο «μίστερ 7» αποτελεί όντως ίνδαλμα και παράδειγμα, αλλά εκείνος δεν αλλάζει με τίποτα τη λατρεία που βλέπει στα πρόσωπα των έξι παιδιών του και της συζύγου του Ολυμπίας Χοψονίδου. Ο Βασίλης Σπανούλης μόνο... μόνος δεν θα είναι τώρα που σταμάτησε το (επαγγελματικό) μπάσκετ και έως ότου βρει τον νέο του δρόμο στο άθλημα - διότι όλοι όσοι τον γνωρίζουν στοιχηματίζουν ότι θα παραμείνει πιστός στην «πορτοκαλί θεά», από κάποιο άλλο πόστο. Ο Λαρισαίος άσος δεν υπήρξε μόνο ένας πληρέστατος και πολυτάλαντος γκαρντ, αλλά και ένας άνθρωπος που όχι μόνο δεν έβαλε στην άκρη την προσωπική του ζωή, αλλά δημιούργησε μια πολυμελή και ευτυχισμένη οικογένεια. Στα 26 του χρόνια γνώρισε, τόσο τυχαία όσο και καρμικά, τη γυναίκα της ζωής του, την τότε άρτι στεφθείσα Σταρ Ελλάς 25χρονη Ολυμπία. Ηταν στη Μύκονο τον Ιούνιο του 2008, όταν η ντρίμπλα (σταυρωτή, ραχιαία, ποιος ξέρει...) από τη μοίρα άλλαξε για πάντα το σύστημα της ζωής του Βασίλη.
Παρότι αρραβωνιασμένος τότε με τον παιδικό του έρωτα από τη Λάρισα, ήταν αδύνατο να αντισταθεί, όποιο σύστημα άμυνας και αν ήθελε να παίξει - ούτε καν σύνθετη ζώνη με προσαρμογές, που λένε, δεν θα ήταν αρκετή. Ακριβώς τρία χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2011 είχαν αποκτήσει ήδη το πρώτο τους παιδί και έχοντάς το αγκαλιά βρίσκονταν στην εκκλησία για τα τυπικά του θρησκευτικού γάμου - ο πολιτικός είχε γίνει δύο χρόνια πριν. Μαζί ξεκίνησαν μία ζωή σαν παραμύθι - τόσο απίστευτη είναι όλη αυτή η διαδρομή των 13 χρόνων. Εξι παιδιά -τρία αγόρια και τρία κορίτσια-, με την Ολυμπία να αφιερώνεται ολόψυχα στην οικογένεια, ακολουθώντας τον Βασίλη ακόμα και εγκυμονούσα στο εξωτερικό, όταν επρόκειτο για κορυφαίες στιγμές όπως το Final Four της Ευρωλίγκας το 2015, εκεί που την «ερωτεύτηκε» η κάμερα του σκηνοθέτη της διοργάνωσης και την αποθέωσε τηλεοπτικά.
«Είναι αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας. Η Ολυμπία είναι ο έρωτας της ζωής μου, είναι το άλλο μου μισό, η γυναίκα που καλύπτει τις αδυναμίες μου, η σύντροφός μου, το πρόσωπο με το οποίο μοιράζομαι όμορφες και άσχημες στιγμές», έλεγε ο Σπανούλης όταν κατάφερνε να ολοκληρώνει φράσεις και δεν του κοβόταν η ανάσα, σκεφτόμενος τη θυελλώδη σχέση που τον συντάραξε και εξακολουθεί να τον σκλαβώνει. «Είδα την Ολυμπία, “τα είδα όλα”, την είδα και με μαγιό κιόλας, κι έτσι ξεκίνησε το νταραβέρι», ομολογούσε σε πλήρη αδυναμία, σαν να παραδεχόταν ότι ο έρωτας τον έκανε... poster dunk στο καλάθι μπροστά του με μπασκετικούς όρους, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση με την καλή έννοια! Εκεί που παραδίδεται κανονικά και πέφτει στα πατώματα σαν τον Μάικλ Τζόρνταν όταν δέχθηκε την crossover ντρίμπλα από τον Αλαν Αϊβερσον, είναι με τα έξι παιδιά του. Βέβαια με τη γέννηση του έκτου, το ξεκαθάρισε: «Εκτο. Οι κόρες και οι γιοι μας είναι 3-3. Ισοπαλία, το λήγουμε. Σταματάμε. Ούτε παράταση, ούτε τίποτα. Τώρα από μακριά, σε διαφορετικά δωμάτια. Μας αρέσουν τα παιδιά, η μεγάλη οικογένεια».
Η Ολυμπία βέβαια, που δεν χάνει ευκαιρία να τον τρολάρει, έλεγε την ίδια ώρα, απαντώντας στην ερώτηση για το ενδεχόμενο έβδομης εγκυμοσύνης, «θα χαιρόμουν!», διευκρινίζοντας, για να μην προκαλέσει στον Βασίλη κάνα εγκεφαλικό, «δεν λέω όμως ότι πηγαίνω για το 7ο»!
Οπως και να ’χει, η αγάπη του ζευγαριού για τα πολλά παιδιά θεωρείται παροιμιώδης και προς επίρρωση αυτού είναι και η στενή σχέση που έχουν με το ζεύγος Νίκου Ζήση και Φανής Σκούφη. Φίλοι από τα μικράτα τους, καθότι συμπαίκτες στις μικρές εθνικές ομάδες, οι δύο ντελικάτοι γκαρντ έγιναν και κουμπάροι στην πορεία (ο Βασίλης πάντρεψε τον Νίκο και βάφτισε το πρώτο του παιδί), έχοντας ανάμεσα στα κοινά τους σημεία και την πολυτεκνία: οι Ζήσηδες έχουν τέσσερα παιδιά και είναι καθηλωτική η φωτογραφία που έβγαλαν οι δύο οικογένειες σε ολομέλεια μέσα στη θάλασσα, κατά τις πρόσφατες διακοπές τους στην Κρήτη. «Μια εικόνα... χίλια παιδιά», έγραψε, έχοντας... λιώσει, η Ολυμπία! Σημειωτέον ότι την αποχώρησή του από την ενεργό δράση ανακοίνωσε δύο μέρες μετά τον Σπανούλη και ο σπουδαίος Ζήσης, ο οποίος έκανε εντυπωσιακή καριέρα σε μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους, αλλά και ως εμβληματικός ηγέτης της ΑΕΚ στην εγχώρια παρουσία του.
Γούρια και γκάζια
Αν υπάρχει ένας μπασκετάνθρωπος μετά τον Γιάννη Ιωαννίδη, που μπορεί να τον συναγωνιστεί στις προλήψεις, αυτός είναι μακράν ο Βασίλης Σπανούλης. Οι συμπαίκτες, οι προπονητές και οι άνθρωποι των συλλόγων στους οποίους έπαιξε μπάσκετ ο V-Span, τον θυμούνται να κρατάει τα γούρια σε βαθμό εκνευριστικό. Για παράδειγμα, ακολουθούσε μανιακά μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία - πώς κάνει για παράδειγμα ο Ράφα Ναδάλ με τις κινήσεις αλά τρικ πριν σερβίρει; Ε, κάπως έτσι!
Ο Σπανούλης έκανε πάντα ακριβώς τα ίδια πράγματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προφανώς όταν διαπίστωνε ότι αυτά... λειτουργούσαν και απέδιδαν στους αγώνες! Μία από τις συνήθειές του ήταν να περνάει πριν από κάθε προπόνηση από τις τέσσερις γωνίες του γηπέδου, να δένει τα κορδόνια του με τον ίδιο τρόπο και γενικά να ακολουθεί μια πολύ συγκεκριμένη ρουτίνα. Αυτά ήταν τα γούρια του και ίσως τον βοηθούσαν ψυχολογικά - άβυσσος η ψυχή του (κάθε) ανθρώπου.
Αναμφίβολα όμως εκείνο που έκανε τον Βασίλη σπουδαίο μπασκετμπολίστα και θρύλο του αθλήματος ήταν η αδιανόητα σκληρή δουλειά που έχει ρίξει στα παρκέ, ο καλώς εννοούμενος εγωισμός του και η ισχυρή προσωπικότητά του. Εχουν να το λένε στον Ολυμπιακό οι παλαιότεροι: την εποχή που πήγε ο Λαρισαίος γκαρντ στην ομάδα το 2010, ο σύλλογος είχε εντός του παρκέ μια νοοτροπία «σορολόπ». Περίπου όσα πάνε κι όσα έρθουν, καθότι η κυριαρχία του Παναθηναϊκού και του Ζέλικο Ομπράντοβιτς είχαν διοχετεύσει στην ομάδα μια αδιόρατη αίσθηση ηττοπάθειας, μια ακατανίκητη ροπή στην παραίτηση. Με το που πάτησε το πόδι του ο Σπανούλης στον Πειραιά, όλα άλλαξαν. Πήγαινε πάντα πρώτος στο γήπεδο -και μάλιστα όσο νωρίς χρειαζόταν για να το πετύχει αυτό- και έφευγε πάντα τελευταίος.
Τα γκάζια με τον Βασίλη στην προπόνηση ήταν πάντα στα κόκκινα και ενώ βοηθούσε πάντα τους συμπαίκτες του, δεν ανεχόταν την παραμικρή «λούφα»! Ασφαλώς ουδείς τολμούσε να ξεφύγει από το πλαίσιο αυτό όταν έβλεπε τον σούπερ σταρ της ομάδας να ιδρώνει περισσότερο απ’ όλους, πόσο μάλλον που έδινε και το παράδειγμα με κάθε ευκαιρία, ακόμα και στις διατροφικές συνήθειες. Ανθρωποι που θυμούνται ιστορίες έχουν να λένε για την περίφημη στιχομυθία του Βασίλη με τον Γιώργο Πρίντεζη σε ένα... παγωτατζίδικο.
Σε μία ανάπαυλα λοιπόν των προπονήσεων, οι παίκτες είχαν καθίσει για ένα παγωτό. «Θηρία» όλοι τους, δεν μπορούσαν να αρκεστούν σε ένα και οι περισσότεροι πήραν και δεύτερο. Μόλις ο Πρίντεζης είδε έκπληκτος τον Σπανούλη να παίρνει κι εκείνος δεύτερο, μην πιστεύοντας τη... διολίσθηση του αρχηγού του, του το επισήμανε, με αποτέλεσμα ο Βασίλης να... συνέλθει, να απαρνηθεί τη γοητεία της γευστικής απόλαυσης και να το πετάξει σχεδόν άθικτο!
Το κυριότερο, όμως, που έκανε τον Σπανούλη να ξεχωρίζει ήταν ότι ήθελε πάντα τη νίκη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν δεχόταν με τίποτα τον ρόλο του κομπάρσου, έστω και του κομπάρσου πολυτελείας. Προπονητής που είχε λάβει μέρος στο Μαθητικό Πρωτάθλημα το 2000 στην Κύπρο, όπου ο 18χρονος τότε μαθητής της Γ’ Λυκείου Βασίλης συμμετείχε με το σχολείο του από τη Λάρισα, θυμάται ότι μόλις ηττήθηκε στον πρώτο αγώνα από το Αθλητικό Σχολείο Πειραιά (του Κώστα Καϊμακόγλου), κλείστηκε στο δωμάτιό του για τρεις μέρες, παρότι ο ίδιος έβαλε 45 πόντους και είχε κερδίσει ατομικά τις εντυπώσεις.
Η αναφυλαξία για τους πάγκους
Ο αγωνιστικός εγωισμός του Βασίλη Σπανούλη ήταν αυτός που τον οδήγησε στην κορυφή, αλλά και σε ορισμένες αμφιλεγόμενες, με τα μέτρα εκείνων των καιρών, αποφάσεις. Ουσιαστικά δύο ήταν οι επιλογές που έχουν προκαλέσει τις μεγαλύτερες συζητήσεις διαχρονικά, αν και εκ του αποτελέσματος ο V-Span δικαιώθηκε. Η πρώτη χρονολογικά ήταν η απόφασή του να φύγει από το NBA όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα απ’ όσο φάνταζαν.
Ηταν το καλοκαίρι του 2007, όταν αρνήθηκε την πρόσκληση του σπουδαίου Πόποβιτς, ο οποίος τον ήθελε διακαώς στο Σαν Αντόνιο για να χτίσει την κυριαρχία των Σπερς - το πέτυχε με άλλους μη Αμερικανούς, όπως τον Τόνι Πάρκερ και τον Μανού Τζινόμπιλι. Ο Βασίλης είχε πάει έναν χρόνο νωρίτερα στο κορυφαίο πρωτάθλημα, ως παίκτης των Ρόκετς και αφού στο μεταξύ είχε διαλύσει την εθνική ομάδα των ΗΠΑ (με 22 πόντους - ακούγεται ωραίο έτσι!) στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ στη Σαϊτάμα, στην πρώτη συγκλονιστική εμφάνισή του με τα χρώματα της επίσημης αγαπημένης των Ελλήνων. Στο Χιούστον όμως αντιλήφθηκε ότι άλλα είχε συμφωνήσει με τους διοικούντες για τον ρόλο του και άλλα σχέδια είχε καταστρώσει -χωρίς αυτόν στο ροτέισον- ο προπονητής Τζεφ Βαν Γκάντι. Υπέμενε μέχρι τέλους τη δοκιμασία εκείνης της χρονιάς, αλλά την απόφασή του την είχε λάβει από νωρίς: θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Και μάλιστα στον Παναθηναϊκό, στον οποίο ήταν τη σεζόν 2005-2006, με τους Γιαννακόπουλους τότε να ανταποκρίνονται με χαρά στο αίτημα της μητέρας του Βασίλη να τον φέρουν πίσω με οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά τι θα μπορούσε να κάνει ο Σπανούλης στο NBA, αλλά σίγουρα μια εκτίμηση ότι στα χέρια του Πόποβιτς θα διέπρεπε επιτρέπεται και ίσως είναι λογικό να την κάνει.
Η δεύτερη κίνηση, που τάραξε τα μπασκετικά πράγματα τόσο της χώρας όσο και της Ευρώπης, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν η απόφασή του να κατηφορίσει το 2010 από τον πανίσχυρο Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, που αναζητούσε έναν σύγχρονο Μωυσή να τον καθοδηγήσει. Δεν ήταν τα χρήματά το κύριο κίνητρό του. Αν ήταν αυτά, θα έμενε στο NBA, όπου τα συμβόλαια είναι άλλου επιπέδου ή στον Παναθηναϊκό, όπου οι Γιαννακόπουλοι δεν υπολόγιζαν ποτέ το οικονομικό αν επρόκειτο να κρατήσουν κορυφαίους άσους ή «δικά τους παιδιά».
Ο Σπανούλης ήθελε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και στον Παναθηναϊκό των πολλών εκτυφλωτικών αστέρων κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο. Ακόμα και ο απίθανος Σαρούνας Γιασικεβίτσιους δεχόταν να έρχεται από τον πάγκο, αλλά ο Βασίλης όχι. Το μέγεθός του δεν χωρούσε στο κοστούμι του έκτου παίκτη και η φιλοδοξία του απαιτούσε μια μεγαλύτερη πρόκληση, από την «ασφάλεια μιας καθιερωμένης δυναστείας». Πήρε μεγάλο ρίσκο τότε και αμφισβητήθηκε από τους παλιούς του φαν, αλλά δεν μπορούσε να πάει αντίθετα στη φύση του. Και δικαιώθηκε, αφού στο Λιμάνι κατάφερε να κερδίσει δύο Ευρωλίγκες (2011, 2012) να πάει σε Final Four, να πάρει πρωταθλήματα με δική του σφραγίδα (όπως το 2016), αλλά και να αναδειχθεί στον κορυφαίο στην Iστορία της Eυρωλίγκας σε πόντους και ασίστ, αλλά και με ανάλογες επιδόσεις στο Ελληνικό Πρωτάθλημα.
Κλείνει ένας κύκλος
Αν εξαιρέσει κανείς τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος έχει τη δική του ξεχωριστή πορεία μακριά όμως από το εγχώριο μπάσκετ συλλογικού επιπέδου, ο Βασίλης Σπανούλης είναι ο τελευταίος των ελληνικών θρύλων της «πορτοκαλί θεάς». Παρότι το μέγεθος του ταλέντου του δεν ήταν ευδιάκριτο από πολύ νωρίς ή δεν εκτιμήθηκε δεόντως, εξ ου και δεν έπαιξε καν στην Εθνική Παίδων και μπήκε σχετικά αργά στην Εφήβων, ο Λαρισαίος γκαρντ είχε θεαματική εξέλιξη.
Αρχικά στην περιοχή του με την ομάδα του Γυμναστικού Λάρισας και στη συνέχεια με το Μαρούσι, όπου με την καθοδήγηση του Παναγιώτη Γιαννάκη αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή. Ο Γιαννάκης ήταν ο πρώτος μεγάλος προπονητής που τον πίστεψε και δεν δίστασε να τον πάρει, ως 22χρονο φερέλπιδα τότε, στην Εθνική για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 και το 2005 για το Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, όπου βοήθησε σημαντικά στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου.
Το ξεπέταγμα ήρθε με τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς την περίοδο 2005-2006 και φυσικά με το Μουντομπάσκετ του 2006. Η κατάκτηση της Ευρωλίγκας με τον Παναθηναϊκό το 2009, την κορυφαία ίσως ομάδα όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, ήταν ένα κορυφαίο δείγμα της αξίας του, καθώς υπήρξε πρωταγωνιστής στην Ο2 Arena του Βερολίνου, κόντρα σε Ολυμπιακό και ΤΣΣΚΑ - αναδείχθηκε MVP του Final Four, διάκριση που πέτυχε ακόμα δύο φορές αργότερα. Το 2009 οδήγησε την Eθνική στην τελευταία της μεγάλη διάκριση, με την τρίτη θέση στην Πολωνία, κερδίζοντας και προσωπική αναγνώριση, καθώς μπήκε στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης.
Ο Σπανούλης ήταν ένα εκρηκτικό μείγμα παίκτη, με ηγετικές ικανότητες, οργανωτική αρτιότητα και εκτελεστική δεινότητα. Παίζοντας εξίσου καλά στις θέσεις 1 και 2, μπορούσε να ισοπεδώσει οποιονδήποτε αντίπαλο με κάθε δυνατό τρόπο. Αρνούνταν να δεχθεί ότι κάποιο παιχνίδι ήταν χαμένο, έβγαινε μπροστά στα δύσκολα, έπαιζε ομαδικά όταν έπρεπε και αναλάμβανε απαιτητικά κάθε σουτ όταν η μπάλα έκαιγε - φυσικά πάντα ήθελε το τελευταίο σουτ να είναι δικό του. Το εντυπωσιακό είναι ότι σε μια εποχή όπου το ελληνικό μπάσκετ είχε δύο δίμετρους γκαρντ, τον Θοδωρή Παπαλουκά και τον Διαμαντίδη, με εξίσου ηγετικά χαρακτηριστικά και δυσθεώρητο ταλέντο, ο εκρηκτικός και πεισματάρης Σπανούλης κατάφερε να συμπεριλαμβάνεται μαζί τους, και φυσικά με τους Νίκο Γκάλη και Παναγιώτη Γιαννάκη, στην πεντάδα των κορυφαίων γκαρντ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Οπως και να ’χει, η αγάπη του ζευγαριού για τα πολλά παιδιά θεωρείται παροιμιώδης και προς επίρρωση αυτού είναι και η στενή σχέση που έχουν με το ζεύγος Νίκου Ζήση και Φανής Σκούφη. Φίλοι από τα μικράτα τους, καθότι συμπαίκτες στις μικρές εθνικές ομάδες, οι δύο ντελικάτοι γκαρντ έγιναν και κουμπάροι στην πορεία (ο Βασίλης πάντρεψε τον Νίκο και βάφτισε το πρώτο του παιδί), έχοντας ανάμεσα στα κοινά τους σημεία και την πολυτεκνία: οι Ζήσηδες έχουν τέσσερα παιδιά και είναι καθηλωτική η φωτογραφία που έβγαλαν οι δύο οικογένειες σε ολομέλεια μέσα στη θάλασσα, κατά τις πρόσφατες διακοπές τους στην Κρήτη. «Μια εικόνα... χίλια παιδιά», έγραψε, έχοντας... λιώσει, η Ολυμπία! Σημειωτέον ότι την αποχώρησή του από την ενεργό δράση ανακοίνωσε δύο μέρες μετά τον Σπανούλη και ο σπουδαίος Ζήσης, ο οποίος έκανε εντυπωσιακή καριέρα σε μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους, αλλά και ως εμβληματικός ηγέτης της ΑΕΚ στην εγχώρια παρουσία του.
Γούρια και γκάζια
Αν υπάρχει ένας μπασκετάνθρωπος μετά τον Γιάννη Ιωαννίδη, που μπορεί να τον συναγωνιστεί στις προλήψεις, αυτός είναι μακράν ο Βασίλης Σπανούλης. Οι συμπαίκτες, οι προπονητές και οι άνθρωποι των συλλόγων στους οποίους έπαιξε μπάσκετ ο V-Span, τον θυμούνται να κρατάει τα γούρια σε βαθμό εκνευριστικό. Για παράδειγμα, ακολουθούσε μανιακά μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία - πώς κάνει για παράδειγμα ο Ράφα Ναδάλ με τις κινήσεις αλά τρικ πριν σερβίρει; Ε, κάπως έτσι!
Ο Σπανούλης έκανε πάντα ακριβώς τα ίδια πράγματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προφανώς όταν διαπίστωνε ότι αυτά... λειτουργούσαν και απέδιδαν στους αγώνες! Μία από τις συνήθειές του ήταν να περνάει πριν από κάθε προπόνηση από τις τέσσερις γωνίες του γηπέδου, να δένει τα κορδόνια του με τον ίδιο τρόπο και γενικά να ακολουθεί μια πολύ συγκεκριμένη ρουτίνα. Αυτά ήταν τα γούρια του και ίσως τον βοηθούσαν ψυχολογικά - άβυσσος η ψυχή του (κάθε) ανθρώπου.
Αναμφίβολα όμως εκείνο που έκανε τον Βασίλη σπουδαίο μπασκετμπολίστα και θρύλο του αθλήματος ήταν η αδιανόητα σκληρή δουλειά που έχει ρίξει στα παρκέ, ο καλώς εννοούμενος εγωισμός του και η ισχυρή προσωπικότητά του. Εχουν να το λένε στον Ολυμπιακό οι παλαιότεροι: την εποχή που πήγε ο Λαρισαίος γκαρντ στην ομάδα το 2010, ο σύλλογος είχε εντός του παρκέ μια νοοτροπία «σορολόπ». Περίπου όσα πάνε κι όσα έρθουν, καθότι η κυριαρχία του Παναθηναϊκού και του Ζέλικο Ομπράντοβιτς είχαν διοχετεύσει στην ομάδα μια αδιόρατη αίσθηση ηττοπάθειας, μια ακατανίκητη ροπή στην παραίτηση. Με το που πάτησε το πόδι του ο Σπανούλης στον Πειραιά, όλα άλλαξαν. Πήγαινε πάντα πρώτος στο γήπεδο -και μάλιστα όσο νωρίς χρειαζόταν για να το πετύχει αυτό- και έφευγε πάντα τελευταίος.
Τα γκάζια με τον Βασίλη στην προπόνηση ήταν πάντα στα κόκκινα και ενώ βοηθούσε πάντα τους συμπαίκτες του, δεν ανεχόταν την παραμικρή «λούφα»! Ασφαλώς ουδείς τολμούσε να ξεφύγει από το πλαίσιο αυτό όταν έβλεπε τον σούπερ σταρ της ομάδας να ιδρώνει περισσότερο απ’ όλους, πόσο μάλλον που έδινε και το παράδειγμα με κάθε ευκαιρία, ακόμα και στις διατροφικές συνήθειες. Ανθρωποι που θυμούνται ιστορίες έχουν να λένε για την περίφημη στιχομυθία του Βασίλη με τον Γιώργο Πρίντεζη σε ένα... παγωτατζίδικο.
Σε μία ανάπαυλα λοιπόν των προπονήσεων, οι παίκτες είχαν καθίσει για ένα παγωτό. «Θηρία» όλοι τους, δεν μπορούσαν να αρκεστούν σε ένα και οι περισσότεροι πήραν και δεύτερο. Μόλις ο Πρίντεζης είδε έκπληκτος τον Σπανούλη να παίρνει κι εκείνος δεύτερο, μην πιστεύοντας τη... διολίσθηση του αρχηγού του, του το επισήμανε, με αποτέλεσμα ο Βασίλης να... συνέλθει, να απαρνηθεί τη γοητεία της γευστικής απόλαυσης και να το πετάξει σχεδόν άθικτο!
Το κυριότερο, όμως, που έκανε τον Σπανούλη να ξεχωρίζει ήταν ότι ήθελε πάντα τη νίκη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν δεχόταν με τίποτα τον ρόλο του κομπάρσου, έστω και του κομπάρσου πολυτελείας. Προπονητής που είχε λάβει μέρος στο Μαθητικό Πρωτάθλημα το 2000 στην Κύπρο, όπου ο 18χρονος τότε μαθητής της Γ’ Λυκείου Βασίλης συμμετείχε με το σχολείο του από τη Λάρισα, θυμάται ότι μόλις ηττήθηκε στον πρώτο αγώνα από το Αθλητικό Σχολείο Πειραιά (του Κώστα Καϊμακόγλου), κλείστηκε στο δωμάτιό του για τρεις μέρες, παρότι ο ίδιος έβαλε 45 πόντους και είχε κερδίσει ατομικά τις εντυπώσεις.
Η αναφυλαξία για τους πάγκους
Ο αγωνιστικός εγωισμός του Βασίλη Σπανούλη ήταν αυτός που τον οδήγησε στην κορυφή, αλλά και σε ορισμένες αμφιλεγόμενες, με τα μέτρα εκείνων των καιρών, αποφάσεις. Ουσιαστικά δύο ήταν οι επιλογές που έχουν προκαλέσει τις μεγαλύτερες συζητήσεις διαχρονικά, αν και εκ του αποτελέσματος ο V-Span δικαιώθηκε. Η πρώτη χρονολογικά ήταν η απόφασή του να φύγει από το NBA όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα απ’ όσο φάνταζαν.
Ηταν το καλοκαίρι του 2007, όταν αρνήθηκε την πρόσκληση του σπουδαίου Πόποβιτς, ο οποίος τον ήθελε διακαώς στο Σαν Αντόνιο για να χτίσει την κυριαρχία των Σπερς - το πέτυχε με άλλους μη Αμερικανούς, όπως τον Τόνι Πάρκερ και τον Μανού Τζινόμπιλι. Ο Βασίλης είχε πάει έναν χρόνο νωρίτερα στο κορυφαίο πρωτάθλημα, ως παίκτης των Ρόκετς και αφού στο μεταξύ είχε διαλύσει την εθνική ομάδα των ΗΠΑ (με 22 πόντους - ακούγεται ωραίο έτσι!) στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ στη Σαϊτάμα, στην πρώτη συγκλονιστική εμφάνισή του με τα χρώματα της επίσημης αγαπημένης των Ελλήνων. Στο Χιούστον όμως αντιλήφθηκε ότι άλλα είχε συμφωνήσει με τους διοικούντες για τον ρόλο του και άλλα σχέδια είχε καταστρώσει -χωρίς αυτόν στο ροτέισον- ο προπονητής Τζεφ Βαν Γκάντι. Υπέμενε μέχρι τέλους τη δοκιμασία εκείνης της χρονιάς, αλλά την απόφασή του την είχε λάβει από νωρίς: θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Και μάλιστα στον Παναθηναϊκό, στον οποίο ήταν τη σεζόν 2005-2006, με τους Γιαννακόπουλους τότε να ανταποκρίνονται με χαρά στο αίτημα της μητέρας του Βασίλη να τον φέρουν πίσω με οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά τι θα μπορούσε να κάνει ο Σπανούλης στο NBA, αλλά σίγουρα μια εκτίμηση ότι στα χέρια του Πόποβιτς θα διέπρεπε επιτρέπεται και ίσως είναι λογικό να την κάνει.
Η δεύτερη κίνηση, που τάραξε τα μπασκετικά πράγματα τόσο της χώρας όσο και της Ευρώπης, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν η απόφασή του να κατηφορίσει το 2010 από τον πανίσχυρο Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, που αναζητούσε έναν σύγχρονο Μωυσή να τον καθοδηγήσει. Δεν ήταν τα χρήματά το κύριο κίνητρό του. Αν ήταν αυτά, θα έμενε στο NBA, όπου τα συμβόλαια είναι άλλου επιπέδου ή στον Παναθηναϊκό, όπου οι Γιαννακόπουλοι δεν υπολόγιζαν ποτέ το οικονομικό αν επρόκειτο να κρατήσουν κορυφαίους άσους ή «δικά τους παιδιά».
Ο Σπανούλης ήθελε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και στον Παναθηναϊκό των πολλών εκτυφλωτικών αστέρων κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο. Ακόμα και ο απίθανος Σαρούνας Γιασικεβίτσιους δεχόταν να έρχεται από τον πάγκο, αλλά ο Βασίλης όχι. Το μέγεθός του δεν χωρούσε στο κοστούμι του έκτου παίκτη και η φιλοδοξία του απαιτούσε μια μεγαλύτερη πρόκληση, από την «ασφάλεια μιας καθιερωμένης δυναστείας». Πήρε μεγάλο ρίσκο τότε και αμφισβητήθηκε από τους παλιούς του φαν, αλλά δεν μπορούσε να πάει αντίθετα στη φύση του. Και δικαιώθηκε, αφού στο Λιμάνι κατάφερε να κερδίσει δύο Ευρωλίγκες (2011, 2012) να πάει σε Final Four, να πάρει πρωταθλήματα με δική του σφραγίδα (όπως το 2016), αλλά και να αναδειχθεί στον κορυφαίο στην Iστορία της Eυρωλίγκας σε πόντους και ασίστ, αλλά και με ανάλογες επιδόσεις στο Ελληνικό Πρωτάθλημα.
Κλείνει ένας κύκλος
Αν εξαιρέσει κανείς τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος έχει τη δική του ξεχωριστή πορεία μακριά όμως από το εγχώριο μπάσκετ συλλογικού επιπέδου, ο Βασίλης Σπανούλης είναι ο τελευταίος των ελληνικών θρύλων της «πορτοκαλί θεάς». Παρότι το μέγεθος του ταλέντου του δεν ήταν ευδιάκριτο από πολύ νωρίς ή δεν εκτιμήθηκε δεόντως, εξ ου και δεν έπαιξε καν στην Εθνική Παίδων και μπήκε σχετικά αργά στην Εφήβων, ο Λαρισαίος γκαρντ είχε θεαματική εξέλιξη.
Αρχικά στην περιοχή του με την ομάδα του Γυμναστικού Λάρισας και στη συνέχεια με το Μαρούσι, όπου με την καθοδήγηση του Παναγιώτη Γιαννάκη αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή. Ο Γιαννάκης ήταν ο πρώτος μεγάλος προπονητής που τον πίστεψε και δεν δίστασε να τον πάρει, ως 22χρονο φερέλπιδα τότε, στην Εθνική για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 και το 2005 για το Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, όπου βοήθησε σημαντικά στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου.
Το ξεπέταγμα ήρθε με τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς την περίοδο 2005-2006 και φυσικά με το Μουντομπάσκετ του 2006. Η κατάκτηση της Ευρωλίγκας με τον Παναθηναϊκό το 2009, την κορυφαία ίσως ομάδα όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, ήταν ένα κορυφαίο δείγμα της αξίας του, καθώς υπήρξε πρωταγωνιστής στην Ο2 Arena του Βερολίνου, κόντρα σε Ολυμπιακό και ΤΣΣΚΑ - αναδείχθηκε MVP του Final Four, διάκριση που πέτυχε ακόμα δύο φορές αργότερα. Το 2009 οδήγησε την Eθνική στην τελευταία της μεγάλη διάκριση, με την τρίτη θέση στην Πολωνία, κερδίζοντας και προσωπική αναγνώριση, καθώς μπήκε στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης.
Ο Σπανούλης ήταν ένα εκρηκτικό μείγμα παίκτη, με ηγετικές ικανότητες, οργανωτική αρτιότητα και εκτελεστική δεινότητα. Παίζοντας εξίσου καλά στις θέσεις 1 και 2, μπορούσε να ισοπεδώσει οποιονδήποτε αντίπαλο με κάθε δυνατό τρόπο. Αρνούνταν να δεχθεί ότι κάποιο παιχνίδι ήταν χαμένο, έβγαινε μπροστά στα δύσκολα, έπαιζε ομαδικά όταν έπρεπε και αναλάμβανε απαιτητικά κάθε σουτ όταν η μπάλα έκαιγε - φυσικά πάντα ήθελε το τελευταίο σουτ να είναι δικό του. Το εντυπωσιακό είναι ότι σε μια εποχή όπου το ελληνικό μπάσκετ είχε δύο δίμετρους γκαρντ, τον Θοδωρή Παπαλουκά και τον Διαμαντίδη, με εξίσου ηγετικά χαρακτηριστικά και δυσθεώρητο ταλέντο, ο εκρηκτικός και πεισματάρης Σπανούλης κατάφερε να συμπεριλαμβάνεται μαζί τους, και φυσικά με τους Νίκο Γκάλη και Παναγιώτη Γιαννάκη, στην πεντάδα των κορυφαίων γκαρντ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Ο εμβολιασμός σε όλη την Ελλάδα: Πρώτα τα Ιόνια Νησιά, ουραγός η περιφέρεια Στερεάς
Ουρές και σήμερα για ένα δωρεάν rapid test στο Σύνταγμα
H Μαριαλένα Ρουμελιώτη ξεκαθαρίζει: Με τον Σάκη δεν είμαστε μαζί, ποτέ δεν λέω ποτέ - Τα δάκρυά της για τον Γιώργο Λιβάνη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr