Στην «σκιά» του Μίκη: Η Μαργαρίτα, ο Γιώργος, οι αντιπαραθέσεις και η τελευταία επιθυμία του πατέρα τους
Στην «σκιά» του Μίκη: Η Μαργαρίτα, ο Γιώργος, οι αντιπαραθέσεις και η τελευταία επιθυμία του πατέρα τους
Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τον θάνατο μέχρι την κηδεία του μεγάλου δημιουργού έφεραν στην επιφάνεια πόσο δύσκολο είναι να ζουν στη σκιά ενός μύθου - Μαργαρίτα και Γιώργος είχαν από πολύ μικρά να αναμετρηθούν με το τεράστιο μέγεθος του πατέρα τους, ενώ η ψυχοσύνθεσή τους σημαδεύτηκε από τις διώξεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η οικογένεια λόγω της πολιτικής δράσης του
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η εξόδιος ακολουθία του Μίκη στον Γαλατά περιείχε την κατανυκτική απλότητα των ύμνων ενός χριστιανικού ναού, αλλά και το συγκινητικό μεγαλείο του ριζίτικου μοιρολογιού «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις». Την ώρα που σύσσωμη η Ελλάδα υποκλινόταν σιωπηλή για το ύστατε χαίρε μπροστά στο φέρετρο, η κόρη του, αντί επικήδειου, αποχαιρέτησε τον πατέρα της τραγουδώντας a capela το τραγούδι του «Παλικάρι». Ηταν μια σπαρακτική στιγμή που φόρτισε περισσότερο τη συγκλονισμένη από την οδύνη ατμόσφαιρα. Με αυτοκυριαρχία που κάλυπτε το πόνο του πένθους της η Μαργαρίτα Θεοδωράκη έδωσε με τον δικό της λυπημένο τρόπο το τελευταίο αντίο στον γονιό της. Ισως, πάλι, να αναζητούσε μια εξιλέωση και να πρόσφερε μια επανορθωτική συγγνώμη για τους αδέξιους χειρισμούς της των τελευταίων ημερών πάνω στο σεπτό σκήνωμα του μεγάλου συνθέτη
Δεν άξιζαν στον εκλιπόντα όσα διαδραματίστηκαν προτού οδηγηθεί στην τελευταία κατοικία του. Αχαρες, άκομψες, απερίσκεπτες διχογνωμίες. Ανώφελες εμπλοκές, μικρότητες, έριδες. Πάνω στη σορό του εκδηλώθηκε μια ενδοοικογενειακή διαμάχη που δεν αντιστοιχούσε στο μέγεθος του μύθου, δεν ταίριαζε στην οικουμενική διάσταση, δεν εναρμονιζόταν με τη διεθνή ακτινοβολία της προσωπικότητάς του. Οι αντιπαραθέσεις στενών συγγενών, κυρίως η επιμονή της κόρης του, δεν έμοιαζαν να σέβονται την τελευταία γραπτή επιθυμία του. Πόσο μάλλον περιποιούσε τιμή στη μνήμη του να αποφασίσουν τα δικαστήρια για το γραφείο τελετών και τον τόπο ταφής του σπουδαίου Μίκη Θεοδωράκη...
Η τελευταία επιθυμία
Κι όμως, αυτός που διάβηκε με μεγάλες δρασκελιές την Ιστορία της χώρας αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έμελλε να μη δει τις σθεναρές ενστάσεις της πολυαγαπημένης κόρης του στην τελευταία του βούληση. Εφτασε στο σημείο ο άνθρωπος που περιγέλασε τόσες φορές τον θάνατο να παρακαλάει με γράμμα του από τον Φεβρουάριο του 2013 τον αείμνηστο δήμαρχο Χανίων Μανώλη Σκουλάκη να κάνει τα πάντα, ώστε να γίνει σεβαστή η δική του επιθυμία. Να επικαλείται το αυτονόητο, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, δικαίωμά του «να αποφασίζει για την τύχη του σώματός του». Να ξαναστέλνει επιστολή τον Οκτώβριο του 2020 προς τον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, ώστε να γίνει εγγυητής αυτής της απόφασής του. Εμοιαζε τόσο φτηνό να δείχνει απελπισμένος αυτός ο γίγαντας της Αντίστασης, της Μακρονήσου, του αντιδικτατορικού αγώνα, στην προσπάθειά του να γίνει σεβαστή η απόφασή του και όχι αποδεκτό το γινάτι της πεισματάρας κόρης του, η οποία είχε αναπτύξει μάλλον άγαρμπα ένα αίσθημα ιδιοκτησίας για τον πατέρα της. Μέχρι τα τελευταία του, άλλωστε, η παθιασμένη καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα διατηρούσε καθαρό, ακμαίο και κοφτερό το μυαλό του.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο κατάκοιτος πλέον Μίκης αναφερόταν στην ανήμπορη να τον δει αλλά και να τον καταλάβει, λόγω άνοιας, σύζυγό του Μυρτώ, με την οποία έζησαν μαζί 78 ολόκληρα χρόνια. Νοιαζόταν γι’ αυτήν εκφράζοντας στους φίλους που τον επισκέπτονταν την αγωνία του για το τι θα απογίνει εκείνη αν έφευγε αυτός πρώτος από τη ζωή. Συμβολή στη φροντίδα της τελευταίας του επιθυμίας είχε η απολύτως έμπιστη και αποτελεσματική, επί σχεδόν 30 χρόνια, Θεσσαλονικιά γραμματέας του Ρένα Παρμενίδου. Και ενώ ο γιος του Γιώργος συμφωνούσε με την επιθυμία του να ταφεί στην Κρήτη, η κόρη του Μαργαρίτα αντιδρούσε. Εκείνη ήθελε ο πατέρας της να ταφεί στο Βραχάτι Κορινθίας, επέμενε να ανατεθεί η οργάνωση της κηδείας του σε γραφείο τελετών που η ίδια είχε εξουσιοδοτήσει και ανέλπιστα, αν όχι ως αυταρχική δικαιούχος, είχε προλάβει να διατυπώσει στα social media πως «Αυτός που φεύγει δεν μπορεί να έχει καμία επιθυμία πλέον. Επιθυμία μπορεί να έχει μόνο η οικογένεια». Τελικά, αφού αποφάσισε να συμβιβαστεί ώστε να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του μουσικοσυνθέτη, δεν παρέστη στο λαϊκό προσκύνημα της σορού του στο παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων στη Μητρόπολη Αθηνών. Επιδιόρθωσε, πάντως, αυτή την αισθητή απουσία της με την ψύχραιμη παρουσία και τη συνταρακτική απαγγελία της στην κηδεία του πατέρα της. Με την επωδό «Θα είσαι για πάντα ζωντανός στις καρδιές των ανθρώπων μα πιο πολύ στη δική μου καρδιά».
Αλλά έτσι ήταν πάντα η Μαργαρίτα, λένε άνθρωποι που έχουν συναναστραφεί εκ του σύνεγγυς την οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη. Ιδιαίτερη, παρορμητική, πότε αψίκορη και πότε μελαγχολική. Παρότι διαχειρίζεται, όχι ακριβώς επιτυχώς, το μνημειώδες έργο του πατέρα της, η ίδια έχει αφήσει αρκετές φορές εκτεθειμένο τον γονιό της. Μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πια εν ζωή για να τη συγχωρεί, να είναι ο στυλοβάτης και το αποκούμπι της στα εκάστοτε παραπατήματά της.
Η απόπειρα και το ψυχιατρείο
Υπέφερε, θλιβόταν, αλλά πάντα ανεχόταν τα παλαντζαρίσματα στη συμπεριφορά της. Με υπομονή αντεπεξήλθε την απόπειρα αυτοκτονίας της στη Σπάρτη το καλοκαίρι του 2013, τη σύλληψή της και την εισαγωγή της για 24 ώρες στο Ψυχιατρείο της Τρίπολης. Ως ευαίσθητος γονιός, δεν συναίνεσε τότε στον εγκλεισμό της κόρης και μητέρας των τεσσάρων εγγονών του για ψυχιατρική παρακολούθηση. Παρότι γνώριζε ότι από την εφηβεία της έκοβε βαθιά τα χέρια της και, όπως η ίδια δημοσίως είχε εξομολογηθεί, αποπειράθηκε 30 φορές να βάλει τέλος στη ζωή της. Αλλες πιο εκκεντρικές, αλλά σχετικά ανώδυνες παρεμβάσεις της, παρότι έτειναν στον διασυρμό του, ο ίδιος ο Μίκης τις αντιμετώπιζε ως χαριτωμενιές. Οπως τη στιγμή που η Μαργαρίτα αποκάλυπτε πως όταν ο Μίκης δεν έγραφε συμφωνικά έργα, έβλεπε φανατικά την τηλεοπτική «Λάμψη». Ή όταν δήλωνε παλιότερα εξεζητημένα πως η ίδια δεν θα είχε αντίρρηση η Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» να παίζει τραγούδια του στην εκπομπή της Αννίτας Πάνια. Ο πατέρας της σταθερά τη δικαιολογούσε λέγοντας: «Κατανοώ τη Μαργαρίτα και, αναλογιζόμενος τα όσα έχει ζήσει, έχει κάθε λόγο να μιλάει έτσι προκλητικά».
Δεν άξιζαν στον εκλιπόντα όσα διαδραματίστηκαν προτού οδηγηθεί στην τελευταία κατοικία του. Αχαρες, άκομψες, απερίσκεπτες διχογνωμίες. Ανώφελες εμπλοκές, μικρότητες, έριδες. Πάνω στη σορό του εκδηλώθηκε μια ενδοοικογενειακή διαμάχη που δεν αντιστοιχούσε στο μέγεθος του μύθου, δεν ταίριαζε στην οικουμενική διάσταση, δεν εναρμονιζόταν με τη διεθνή ακτινοβολία της προσωπικότητάς του. Οι αντιπαραθέσεις στενών συγγενών, κυρίως η επιμονή της κόρης του, δεν έμοιαζαν να σέβονται την τελευταία γραπτή επιθυμία του. Πόσο μάλλον περιποιούσε τιμή στη μνήμη του να αποφασίσουν τα δικαστήρια για το γραφείο τελετών και τον τόπο ταφής του σπουδαίου Μίκη Θεοδωράκη...
Η τελευταία επιθυμία
Κι όμως, αυτός που διάβηκε με μεγάλες δρασκελιές την Ιστορία της χώρας αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έμελλε να μη δει τις σθεναρές ενστάσεις της πολυαγαπημένης κόρης του στην τελευταία του βούληση. Εφτασε στο σημείο ο άνθρωπος που περιγέλασε τόσες φορές τον θάνατο να παρακαλάει με γράμμα του από τον Φεβρουάριο του 2013 τον αείμνηστο δήμαρχο Χανίων Μανώλη Σκουλάκη να κάνει τα πάντα, ώστε να γίνει σεβαστή η δική του επιθυμία. Να επικαλείται το αυτονόητο, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, δικαίωμά του «να αποφασίζει για την τύχη του σώματός του». Να ξαναστέλνει επιστολή τον Οκτώβριο του 2020 προς τον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, ώστε να γίνει εγγυητής αυτής της απόφασής του. Εμοιαζε τόσο φτηνό να δείχνει απελπισμένος αυτός ο γίγαντας της Αντίστασης, της Μακρονήσου, του αντιδικτατορικού αγώνα, στην προσπάθειά του να γίνει σεβαστή η απόφασή του και όχι αποδεκτό το γινάτι της πεισματάρας κόρης του, η οποία είχε αναπτύξει μάλλον άγαρμπα ένα αίσθημα ιδιοκτησίας για τον πατέρα της. Μέχρι τα τελευταία του, άλλωστε, η παθιασμένη καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα διατηρούσε καθαρό, ακμαίο και κοφτερό το μυαλό του.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο κατάκοιτος πλέον Μίκης αναφερόταν στην ανήμπορη να τον δει αλλά και να τον καταλάβει, λόγω άνοιας, σύζυγό του Μυρτώ, με την οποία έζησαν μαζί 78 ολόκληρα χρόνια. Νοιαζόταν γι’ αυτήν εκφράζοντας στους φίλους που τον επισκέπτονταν την αγωνία του για το τι θα απογίνει εκείνη αν έφευγε αυτός πρώτος από τη ζωή. Συμβολή στη φροντίδα της τελευταίας του επιθυμίας είχε η απολύτως έμπιστη και αποτελεσματική, επί σχεδόν 30 χρόνια, Θεσσαλονικιά γραμματέας του Ρένα Παρμενίδου. Και ενώ ο γιος του Γιώργος συμφωνούσε με την επιθυμία του να ταφεί στην Κρήτη, η κόρη του Μαργαρίτα αντιδρούσε. Εκείνη ήθελε ο πατέρας της να ταφεί στο Βραχάτι Κορινθίας, επέμενε να ανατεθεί η οργάνωση της κηδείας του σε γραφείο τελετών που η ίδια είχε εξουσιοδοτήσει και ανέλπιστα, αν όχι ως αυταρχική δικαιούχος, είχε προλάβει να διατυπώσει στα social media πως «Αυτός που φεύγει δεν μπορεί να έχει καμία επιθυμία πλέον. Επιθυμία μπορεί να έχει μόνο η οικογένεια». Τελικά, αφού αποφάσισε να συμβιβαστεί ώστε να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του μουσικοσυνθέτη, δεν παρέστη στο λαϊκό προσκύνημα της σορού του στο παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων στη Μητρόπολη Αθηνών. Επιδιόρθωσε, πάντως, αυτή την αισθητή απουσία της με την ψύχραιμη παρουσία και τη συνταρακτική απαγγελία της στην κηδεία του πατέρα της. Με την επωδό «Θα είσαι για πάντα ζωντανός στις καρδιές των ανθρώπων μα πιο πολύ στη δική μου καρδιά».
Αλλά έτσι ήταν πάντα η Μαργαρίτα, λένε άνθρωποι που έχουν συναναστραφεί εκ του σύνεγγυς την οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη. Ιδιαίτερη, παρορμητική, πότε αψίκορη και πότε μελαγχολική. Παρότι διαχειρίζεται, όχι ακριβώς επιτυχώς, το μνημειώδες έργο του πατέρα της, η ίδια έχει αφήσει αρκετές φορές εκτεθειμένο τον γονιό της. Μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πια εν ζωή για να τη συγχωρεί, να είναι ο στυλοβάτης και το αποκούμπι της στα εκάστοτε παραπατήματά της.
Η απόπειρα και το ψυχιατρείο
Υπέφερε, θλιβόταν, αλλά πάντα ανεχόταν τα παλαντζαρίσματα στη συμπεριφορά της. Με υπομονή αντεπεξήλθε την απόπειρα αυτοκτονίας της στη Σπάρτη το καλοκαίρι του 2013, τη σύλληψή της και την εισαγωγή της για 24 ώρες στο Ψυχιατρείο της Τρίπολης. Ως ευαίσθητος γονιός, δεν συναίνεσε τότε στον εγκλεισμό της κόρης και μητέρας των τεσσάρων εγγονών του για ψυχιατρική παρακολούθηση. Παρότι γνώριζε ότι από την εφηβεία της έκοβε βαθιά τα χέρια της και, όπως η ίδια δημοσίως είχε εξομολογηθεί, αποπειράθηκε 30 φορές να βάλει τέλος στη ζωή της. Αλλες πιο εκκεντρικές, αλλά σχετικά ανώδυνες παρεμβάσεις της, παρότι έτειναν στον διασυρμό του, ο ίδιος ο Μίκης τις αντιμετώπιζε ως χαριτωμενιές. Οπως τη στιγμή που η Μαργαρίτα αποκάλυπτε πως όταν ο Μίκης δεν έγραφε συμφωνικά έργα, έβλεπε φανατικά την τηλεοπτική «Λάμψη». Ή όταν δήλωνε παλιότερα εξεζητημένα πως η ίδια δεν θα είχε αντίρρηση η Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» να παίζει τραγούδια του στην εκπομπή της Αννίτας Πάνια. Ο πατέρας της σταθερά τη δικαιολογούσε λέγοντας: «Κατανοώ τη Μαργαρίτα και, αναλογιζόμενος τα όσα έχει ζήσει, έχει κάθε λόγο να μιλάει έτσι προκλητικά».
Συνέπασχε μαζί της όταν διάβαζε τις αναπολήσεις της που ξεδίπλωσε με μια θυμική εξιστόρηση στο βιβλίο της «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού». Τον πίκραινε η δική του «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα -«μια πορτοκαλιά που την εζήλευε όλη η γειτονιά»- όταν διηγούνταν πως το πρωί μιας Κυριακής του Απρίλη του 2011 έπεσε σε ένα πηγάδι στην Πουλίτσα του Δήμου Βέλου Κορινθίας και «σφήνωσε» σε βάθος 10 μέτρων. Μα ισως πιο πολύ τον ενοχλούσε που με σπασμένο το αριστερό της χέρι -σκάβοντας, όπως περιέγραφε, με την μπανέλα του σουτιέν το χώμα- φιλοσόφησε μέσα στην τρύπα εις βάθος την ύπαρξή της γράφοντας: «Τώρα καταλαβαίνω την ηρεμία των Γενναίων που καταλήγουν στα Εκτελεστικά Αποσπάσματα, την πραότητα των Μαρτύρων που εκτελούσαν ανά τους αιώνες οι διάφορες Εξουσίες». Τελικά, αφότου την ξεπαγίδευσε η Πυροσβεστική, ακόμη και τα παιδιά της πήραν στο ψιλό τη θρίλερ διήγησή της, λέγοντάς της να πάει να κάνει μπάντζι τζάμπινγκ. Οχι όμως και ο πατέρας της που πραγματικά ανησύχησε για την απρόοπτη περιπέτειά της παρά για την ορμητική της διατύπωση πως με την έξοδο από τη γεώτρηση «Ξαναγεννήθηκα και δεν είμαι τρελή!».
Με την ίδια κατανόηση αντιμετώπισε την έκκληση της Μαργαρίτας, πέρυσι κιόλας, όταν εξέπεμψε μήνυμα βοήθειας αναφέροντας ότι πεινάει, κρυώνει και δεν έχει ένα ευρώ για να καλύψει τα έξοδά της. Και συμπλήρωνε πως φοβόταν ότι θα χάσει το σπίτι της, ενώ αγωνιούσε για το τι θα απογίνουν οι 35 γάτες και τα 22 σκυλιά της που είχε περιμαζέψει αδέσποτα από τους δρόμους. Ο Μίκης ξεπέρασε με πραότητα και αυτό το σοκ που τον εξέθετε περίπου ως μπατίρη, καθώς η φιλόζωη κόρη του διακινούσε πως η συγκεντρωμένη επί 60 χρόνια κορυφαίας καριέρας υλική και άυλη περιουσία του είχε εξατμιστεί σαν καπνός. Η ίδια, ως διαχειρίστρια του brand name «Μίκης», υποδείκνυε μια ροπή προς τη μελό τραγικότητα ότι η διόλου σπάταλη οικογένειά της είχε μείνει χωρίς χρήματα με μόνα έσοδα τα πνευματικά δικαιώματα του πατέρα της και δεν αποκάλυπτε πώς εξαϋλώθηκαν τα ακίνητα που λέγεται ότι οι γονείς της τής είχαν παραχωρήσει.
Μεταξύ άλλων, και το αντίτιμο μερικών εκατομμυρίων ευρώ από την πώληση ενός διαμερίσματος στο Παρίσι. Ο Μίκης δεν αντέδρασε ούτε όταν θιγόταν η αξιοπρέπειά του από τους υπαινιγμούς της κόρης του, ότι η ίδια δήθεν τον συντηρούσε και πλήρωνε την περίθαλψή του. Δυστυχώς, ο άλλοτε πανύψηλος σαν βουνό μουσουργός, που πλήρωνε τα πάντα και για όλους, παρασυρόταν καταπονημένος προς το τέλος του βίου του. Εξάλλου, με νωπό ακόμη το χώμα που τον κάλυψε, προέκυψε και ο αυτοαποκαλούμενος γιος του «Νίκος Θεοδωράκης», ένας 54χρονος καλλιτέχνης με έδρα την Κέρκυρα που στην πραγματικότητα ονομάζεται Νίκος Κουρής. Την απάτη του αιώνα, όπως τη χαρακτήρισε ο πραγματικός γιος του Μίκη, Γιώργος, τη δημοσιοποίησε ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τονίζοντας ότι «δεν έχει καμία σχέση με την οικογένειά μας και ολόκληρο το σόι μας». Εντούτοις κατέβασε σύντομα την ανάρτησή του, ενώ οι πλέον καχύποπτοι σχολιάζουν ότι τα τελευταία χρόνια υπήρχαν αναρτημένες κοινές φωτογραφίες της Μαργαρίτας και του Γιώργου Θεοδωράκη με τον άγνωστο υιό, αλλά και τη σύντροφό του, Γωγώ Τσακογιάννη. Οι φωτογραφίες, βέβαια, δεν αποδεικνύουν τίποτα, ωστόσο το σημαντικό παραμένει αμετάθετο. Δίχως αξιόπιστη υπεράσπιση της μνήμης του Μίκη από τους πρώτου βαθμού συγγενείς του η προσωπική υστεροφημία του τίθεται σε κίνδυνο.
Ενδεχομένως υπό το βάρος της διάσημης στα λογοτεχνικά χρονικά εναρκτήριας φράσης του Λέοντος Τολστόι στο μυθιστόρημά του «Αννα Καρένινα», «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία». Ο Μίκης, όπως διηγούνται άνθρωποι που τον έχουν ζήσει, δεν ήταν ποτέ απρόσιτος, απόμακρος ή αποξενωμένος από την οικογένειά του. Εξέπεμπε, φυσικά, δέος και στους δικούς του ανθρώπους, αλλά προπαθούσε να ισοφαρίσει το τεράστιο πολιτικό και καλλιτεχνικό ανάστημά του με την ανθρώπινη, καταδεκτική και τρυφερή του διάσταση απέναντί τους. Ωστόσο, για τον «εύθραυστο» ψυχισμό των παιδιών, τα μεγάλα μεγεθη -πόσο μάλλον τα τόσο κοντά αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά τους- είναι καθοριστικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Προφανώς λόγω των περιστάσεων η πληθωρική παρουσία του δεν μπορούσε να βρίσκεται διαρκώς κοντά τους, αφού ήταν πάντα προθυμος να ανταποκριθεί «σε κάθε ανεπαίσθητο νεύμα της Ιστορίας, σε κάθε νεύμα από το “μέσα” του κόσμου». Η αείμνηστη ζωγράφος και σκηνογράφος Γιούλα Γαζετοπούλου στάθηκε κοντά στην οικογένεια του διάσημου συνθέτη, όταν αυτός ήταν εξόριστος ή κρυβόταν διωκόμενος, και εκείνη μεγάλωνε τα παιδιά σαν πνευματική μάνα. Ο ίδιος ίσως πίστευε, επισημαίνουν οι ίδιοι παλιοί φίλοι του, ότι στο σπίτι τον υποκαθιστούσε η σύζυγός του Μυρτώ, το γένος Αλτίνογλου, η οποία είχε θυσιάσει τη δική της εξέχουσα επιστημονική πορεία ως γιατρού για τον άνδρα που ερωτεύτηκε και συμβάδισε αφανής αλλά δυναμική πλάι του επί επτά γεμάτες δεκαετίες.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον Μάρτη του 1953 μετά από δεκάχρονη σχέση. Γνωρίστηκαν έφηβοι, εκείνος στα 18 και εκείνη στα 16, εν μέσω της εφιαλτικής ναζιστικής κατοχής ως Επονίτες στη Νέα Σμύρνη. Στην ίδια γειτονιά όπου στα Δεκεμβριανά ο Μίκης μαχόταν ως στρατιωτικός υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Ορθιος με το πιστόλι στο χέρι πολεμούσε πάνω σε ταράτσες. «Ηταν και ψηλός, πανάθεμά τον, κι έδινε εύκολο στόχο», θυμόντουσαν χρόνια αργότερα ο αδελφός του Γιάννης και ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, με τους οποίους συγκατοικούσε σε ένα υπόγειο στο Χαλάνδρι. «Ευτυχώς δεν τον πέτυχε κάποια σφαίρα, και ο κόσμος γνώρισε έναν τεράστιο δημιουργό», συμπλήρωναν. Εξ ου και θέλησε ο ίδιος να γραφτεί στον τάφο του ως επιτύμβιο το «Πολέμησε το Δεκέμβρη».
Ενα χρόνο μετά τον γάμο του το ζευγάρι αξιοποίησε την υποτροφία του Μίκη για σπουδές στο Conservatoire του Παρισιού. Στη γαλλική πρωτεύουσα η Μυρτώ εργάστηκε ως ακτινολόγος στο Νοσοκομείο Κιουρί, ενώ ο Μίκης σπούδαζε πλάι στον Ολιβιέ Μεσιάν, έναν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της σύγχρονης μουσικής, ενώ παράλληλα συνέθετε ακατάπαυστα τη δική του μουσική. Τον Νοέμβριο του 1958, το ζευγάρι έφερε στον κόσμο το πρώτο του παιδί, τη Μαργαρίτα, που μεγάλωνε ανάμεσα σε παρτιτούρες και ιατρικές ρόμπες σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό de la Fontaine au Roi, σε ένα παλιό κτίριο του 17ου αι. με μεγάλη πόρτα όπου χωρούσαν οι άμαξες της εποχής. Δύο χρόνια αργότερα, κατέφτασε στη ζωή τους και ο γιος τους Ορέστης, με τον Μίκη να κορνάρει στη διαπασών χαρούμενος μέσα στο μικρό Οπελ που οδηγούσε.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Καθώς τα τα λεφτά της υποτροφίας τελείωσαν, η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη, στο προσφυγικό σπίτι των εκπατρισμένων από τη γενέθλια μικρασιατική γη των γονιών της Μυρτώς. Ηταν η εποχή που ο Μίκης μεγαλουργούσε. Με αποτέλεσμα να είναι συχνά ωσεί παρών στο σπίτι. Η επίπονη, άλλωστε, προηγούμενη πολιτική του οδύσσεια, τα τρέχοντα καθήκοντά του ως βουλευτή της ΕΔΑ, αλλά και η διακεκριμένη καλλιτεχνική του σταδιοδρομία τον ανάγκαζαν αρκετές φορές να αποχωριστεί τα παιδιά του. Από ένστικτο, ίσως και από ενοχή, φρόντιζε πάντα να καλύπτει όλες τις υλικές ανάγκες τους και να ενθαρρύνει τις πρωτοβουλίες και τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Αλλά για τα δικά τους ανήλικα μάτια ο πατέρας τους ήταν ο Μίκης όλων. Ακάματος, ποτέ σε χαλάρωση. Πάντα σε έξαρση, μια τεντωμένη χορδή, αέναα παλλόμενη, όπως έλεγε γι’ αυτόν ο Ρίτσος. Ο Μίκης των βραβείων, των σταδίων, των αμέτρητων θαυμαστών, των πολιτικών προταγμάτων, των κορυφαίων διεθνών επαφών, εντέλει ο Μίκης των άλλων. Των άγνωστων, καθημερινών ανθρώπων που τον αγάπαγαν, τον θαύμαζαν, τον αγκάλιαζαν, τον άκουγαν. Πόση πια περισσότερη αγάπη, λατρεία, χάδι μπορούσαν να χαρίσουν τα δικά του παιδιά σε έναν πατέρα που η εικόνα του διαθλόταν σαγηνευτική μέσα στο πρίσμα του κόσμου; Η συχνά διακοπτόμενη επαφή μαζί του προδίκαζε μια καθυστερημένη ενηλικίωσή τους - αν αυτή πραγματώθηκε ποτέ. Και όταν έφτασε, αν έφτασε ποτέ, η ώρα να αναμετρηθούν με τον πατέρα τους, όχι να τον ανταγωνιστούν, δεν αρκούσε το επίθετο στο ζύγι και το μέτρο για να προσεγγίσουν το μέγεθος του πηγαίου ταλέντου που σε υπερθετικό βαθμό διέθετε ο γεννήτοράς τους. Μοιραία τα επισκίαζε.
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Μαργαρίτα Θεοδωράκη είχε εξομολογηθεί ότι «ζούσα δίπλα σε έναν άνθρωπο που απολάμβανε την απόλυτη δόξα και όταν είσαι παιδί, νομίζεις ότι αυτή η δόξα είναι και για σένα. Αυτό μεγαλώνοντας μπορεί να σε διαλύσει. Τα παιδιά των διάσημων είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν το ίδιο επάγγελμα με τους γονείς τους. Θα φάνε τα μούτρα τους. Είναι πολύ τραυματικό». Και με αυτές τις ψυχικές αμυχές πριν γίνουν χαίνουσες πληγές είχε υπογραμμίσει κάποτε με μελοδραματική επίγνωση που ίσως έκρυβε ένα παράπονο ότι «...έχω καταλάβει ότι είμαι μέτριος άνθρωπος, όπως ο μέσος όρος των ανθρώπων». O γενναιόδωρος προς τους άμεσους, αλλά αενάως παιδιά, απογόνους του, πατέρας της την έχρισε επικεφαλής της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και των εκδόσεων Ρωμανός που διακινούν το έργο του συνθέτη στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Τα εγγόνια
Ο Μίκης έκανε το οικογενειακό χρέος του, χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, προς την ανύπαντρη εκ πεποιθήσεως -θεωρούσε περιττό τον γάμο- θυγατέρα του. Μητέρας τεσσάρων αγοριών, του 35χρονου Μίκη, του 33χρονου Αγγελου, του 32χρονου Στέφανου, και του 30 χρονου Αλέξανδρου, οι οποίοι φέρουν το επίθετο Θεοδωράκης-Παπαγγελίδης. Είναι τέκνα του 64χρονου σολίστ κλασικής κιθάρας και καθηγητή Ωδείων Δημήτρη Παπαγγελίδη, που είναι παντρεμένος πλέον με τη βιολοντσελίστρια Μαριλίζα Παπαδούρη. Η αλήθεια είναι ότι ο Μίκης παρότρυνε από μικρή ηλικία τον γιο του Γιώργο να αξιοποιήσει τη μουσική κλίση του. Μόλις στα 13 του χρόνια, τον είχε ανεβάσει ο τότε εξόριστος Μίκης στη σκηνή της συναυλίας του στο Μπουένος Αϊρες για να τραγουδήσει δίπλα στη Μαρία Φαραντούρη. Με προτροπή πάλι του πάτερα του, στα 17 του χρόνια, διεύθυνε τον Αύγουστο του 1977 στη σκηνή του ανοιχτού θεάτρου Λυκαβηττού το έργο «Ηλιος και Χρόνος», με τον Μίκη να συνοδεύει στο μικρόφωνο τους τραγουδιστές της συναυλίας. Το ταλέντο του ψηλόλιγνου νεαρού με το φουντωτό κατσαρό μαλλί, που έφερνε φυσιογνωμικά στον νεαρό Μίκη, ήταν ευδιάκριτο. Με την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας και αφού είχε υπογράψει το 1978 τη μουσική της ταινίας «Ασυμβίβαστος», σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Θωμόπουλου με πρωταγωνιστές τους Παύλο Σιδηρόπουλο και την Μπέτυ Λιβανού, ηχογράφησε στο μικρό ιδιωτικό στούντιο της πατρικής οικίας επί της οδού Επιφανούς 1 έναν ανεξάρτητο δίσκο με δική του μουσική.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1981 με τον Γιώργο Θεοδωράκη σε ρόλο ανθρώπου-ορχήστρα που παίζει πιάνο, κρουστά, ηλεκτρονικά όργανα, τραγουδάει, επιμελείται τα φωνητικά, χειρίζεται τα computer και την ηχοληψία. Μέσω του γενναιόδωρου σημειώματός του στο οπισθόφυλλο του δίσκου ισχυριζόταν ότι ο γιος του έγραφε Συμφωνική - Λαϊκή Μουσική με κρητικές επιρροές. Ποιος μουσικός κριτικός θα αμφισβητούσε το κύρος των μουσικών γνώσεων και την ετυμηγορία ολόκληρου Μίκη; Ο διαγνωσμένα ως ευαίσθητος ψυχισμός του γιου του ταράχτηκε, με αποτέλεσμα η επόμενη διπλή δημιουργική κατάθεσή του να κυκλοφορήσει από γερμανική δισκογραφική εταιρεία οκτώ χρόνια αργότερα, για να ακολουθήσει νέα μακρά περίοδος σιωπής. Εξάλλου, σε ανύποπτο χρόνο, σε μια από τις ελάχιστες, αν όχι τη μοναδική, συνέντευξή του, ο Γιώργος Θεοδωράκης είχε εξομολογηθεί πως «εμένα διχάστηκε η ζωή μου όταν ήρθαν και πήραν τον πατέρα μου το 1968 οι χουντικοί για να τον εξορίσουν στη Ζάτουνα. Από τότε ο ένας μου εαυτός κόλλησε στα 8 του χρόνια και δεν συνέχισε να ωριμάζει». Και για τα δύο αδέλφια, τη Μαργαρίτα-Ασπασία και τον Γιώργο-Ορέστη εκείνος ο Αύγουστος του 1968 άφησε μέσα τους ισχυρό αποτύπωμα άγχους και τρόμου.
Προκάλεσε σεισμικές συναισθηματικές αναταράξεις και ανεπούλωτα τραύματα στον ψυχισμό τους, βυθίζοντάς τα σε ένα ανασφαλή κόσμο. Τον πατέρα τους τον είχαν συλλάβει ήδη από το πρωί στο Χαϊδάρι όπου κρυβόταν, όταν η χουντική αστυνομία μπούκαρε στο σπίτι των παππούδων τους στη Νέα Σμύρνη, και απαίτησε από τη μάνα τους να φτιάξει επειγόντως τη βαλίτσα της. Τα δύο παιδιά κόλλησαν φοβισμένα στη φούστα της προτού πάρουν, συνοδεία της Χωροφυλακής, τον δρόμο για την ορεινή Ζατουνα της Αρκαδίας, όπου είχε εκτοπιστεί από τη δικτατορία ο καταζητούμενος από τους πραξικοπηματίες Μίκης, ο οποίος είχε περάσει στην παρανομία μετά τον κατ’ οίκον περιορισμό του. Στο χωριό πήγαν στο εκεί σχολείο, αλλά με τη μόνιμη αγωνία μη τυχόν λείψει στιγμή από το πλευρό τους ο ασφυκτικά φρουρούμενος πατέρας και να μην ξέρουν αν ζει, αν βασανίζεται ή αν τον εκτέλεσαν. Αλλά και στην Πόλη του Φωτός η Μαργαρίτα κι ο Γιώργος βίωσαν κοντά στην υπερδραστήρια και πολυπράγμονα πατρική φιγούρα τις εμπειρίες δύο πρώιμων γυρολόγων του κόσμου. Στις περιοδείες ανά τον κόσμο που συνόδευσαν τον πατέρα τους, αυτός ήταν και δεν ήταν μαζί τους.
Την περίοδο που ο Μίκης αγωνιζόταν και με τη μουσική του κατά της δικτατορίας στην Ελλάδα, το μεσημέρι έκανε πρόβες και το βράδυ διεύθυνε τις συναυλίες του από τη Μόσχα στην Πόλη του Μεξικού, από το Τελ Αβίβ στη Στοκχόλμη, στο Ελσίνκι, στην Κοπεγχάγη και από εκεί στη Λίμα του Περού ως το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Στον λιγοστό χρόνο που του απέμενε μίλαγε απευθείας στο τηλέφωνο με τον Μπρέζνιεφ και τον Αλιέντε, με τον Αραφάτ, τον Πάλμε, τον Μιτεράν, τον Καραμανλή στο Παρίσι και τον Μπερλινγκουέρ στη Ρώμη. Για τα παιδιά του μόνο το εξωτερικό σκηνικό άλλαζε αλλεπάλληλα, το εσωτερικό σε ξενοδοχεία και εστιατόρια μαζί με την ορχήστρα παρέμενε απαράλλαχτο όπου γης.
Ο Μίκης δεν καλουπωνόταν σε οικογενειακά μέτρα και στεγανά. Κι αν η Μαργαρίτα επιχείρησε να ρεφάρει τη συναισθηματική της απόγνωση και την εσωτερική της μοναξιά στήνοντας ένα σπίτι ζωντανό και ενίοτε γιορτινό γεμάτο παιδιά, παροδικούς έρωτες, πολλούς φίλους και αδέσποτα ζωάκια, ο Γιώργος εικάζεται πως δεν κατάφερε να ξεκολλήσει ποτέ από την πατρική στέγη ιχνηλατώντας τις στιγμές απελπισίας που έχει ζήσει. Παρ’ όλα αυτά, έχει αποκτήσει τη δική του κόρη, τη Μυρτώ, που χαρίζει αισιοδοξία στον ίδιο και ως μοναδική εγγονή με τις καλλίφωνες ικανότητές της γέμιζε χαρά τον διάσημο παππού της. Πριν από 30 χρόνια, προ Διαδικτύου και ιδιωτικής τηλεόρασης, τον Απρίλιο του 1981 το κοινό των εφημερίδων σοκαρίστηκε από την απόπειρα αυτοκτονίας του Γιώργου, την οποία μάλιστα κάποια κακοήθη δημοσιεύματα έσπευσαν να συσχετίσουν με την απόπειρα αυτοκτονίας της γνωστής ερμηνεύτριας των τραγουδιών του Μίκη, Μαργαρίτας Ζορμπαλά. Γέμισε τότε η Αθήνα χολερικά σενάρια και φήμες που ανεξακρίβωτα περιέγραφαν πως ο γιος του Μίκη ήταν σφοδρά ερωτευμένος με την τραγουδίστρια, η οποία, υποτίθεται, προτίμησε την ερωτική αγκαλιά του πατέρα του. Διαδιδόταν δηλητηριωδώς ότι ο νεαρός, αφού το πληροφορήθηκε και απογοητεύτηκε, επιχείρησε τότε να αυτοπυρποληθεί ανάβοντας το αέριο από γκαζάκια και υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα.
Η έκκληση στον Μιτεράν
Κυκλοφορούσε πως ο πατέρας του τηλεφώνησε αυτοπροσώπως στον φίλο του Φρανσουά Μιτεράν για να διαθέσει στον γιο του τη μυστική γαλλική νοσοκομειακή μονάδα αποκατάστασης εγκαυμάτων από πυρηνικό ατύχημα ώστε να σωθεί ο 21χρονος Γιώργος - «γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα». Εξοργισμένος ο συνθέτης δήλωσε τότε: «Το γεγονός ότι έδωσαν την είδηση με καθυστέρηση 48 ωρών δείχνει ότι θέλουν να βλάψουν εμένα προσωπικά και την οικογένειά μου». Και συμπλήρωσε αγέρωχα ότι «Ο γιος μου είναι θύμα της Αστυνομίας. Το 1968 στη Ζάτουνα, όπου βρισκόμουν εκτοπισμένος, υπέστη σοκ από τη συμπεριφορά των χωροφυλάκων. Αυτό το σοκ τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του». Λεπτομέρεια ίσως, αλλά συναφής με την αποδιδόμενη επιχείρηση παγίδευσής του είναι ότι ο Μίκης διέθετε μεν τη γοητεία ενός Ζορμπά και τον ερωτισμό ενός παιχνιδιάρη μυθικού Διονύσου, αλλά, όπως ορκίζονται οι φίλοι του, μπερμπάντης δεν υπήρξε ποτέ. Πόσο μάλλον, εν γνώσει του, θα ρίσκαρε για μια περιπετειούλα την ακεραιότητα δικών του ευαίσθητων ανθρώπων.
Το συγκλονιστικό, πάντως, παρέμενε, για να στοιχειώνει δυσλειτουργικά την οικογενειακή του περιχαράκωση. Και τα δυο του παιδιά του αποπειράθηκαν σε κάποια φάση της ζωής τους να αυτοκτονήσουν. Είτε γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να συντονιστούν με τα δικά του δυσθεώρητα μέτρα, είτε επειδή τα συνέθλιβε το ασήκωτο βάρος της προσωπικότητάς του. Οπως κι αν έχει, αμφότερα τα παιδιά του καλούνται εκ των συνθηκών πλέον να διαχειριστούν την υστεροφημία του. Υποχρέωση που εκ προοιμίου, λόγω της μεταβαλλόμενης και ενίοτε ασταθούς ψυχοσύνθεσής τους, κρίνεται από αρκετούς αμφίβολη. Το ευτύχημα είναι ότι το έργο του μεγάλου συνθέτη έχει αποσπαστεί από συγκυριακές οικογενειακές συνηγορίες και κληρονομικούς επηρεασμούς. Εχει προσανατολισμένη λαϊκή πυξίδα και συνομιλεί αδιαμεσολάβητα με την αιωνιότητα.
Ειδήσεις σήμερα
Επίθεση με βιτριόλι: Η υπεράσπιση εξαίρεσε τις γυναίκες ενόρκους από τη δίκη - Ζήτησε μόνο άνδρες
Στην Αθήνα η ιατροδικαστική εξέταση του 15χρονου που πέθανε δύο ημέρες μετά τον εμβολιασμό του
Δικαστήρια: Με πιστοποιητικό Covid λειτουργούν από αύριο - Πότε επιτρέπεται το self test
Με την ίδια κατανόηση αντιμετώπισε την έκκληση της Μαργαρίτας, πέρυσι κιόλας, όταν εξέπεμψε μήνυμα βοήθειας αναφέροντας ότι πεινάει, κρυώνει και δεν έχει ένα ευρώ για να καλύψει τα έξοδά της. Και συμπλήρωνε πως φοβόταν ότι θα χάσει το σπίτι της, ενώ αγωνιούσε για το τι θα απογίνουν οι 35 γάτες και τα 22 σκυλιά της που είχε περιμαζέψει αδέσποτα από τους δρόμους. Ο Μίκης ξεπέρασε με πραότητα και αυτό το σοκ που τον εξέθετε περίπου ως μπατίρη, καθώς η φιλόζωη κόρη του διακινούσε πως η συγκεντρωμένη επί 60 χρόνια κορυφαίας καριέρας υλική και άυλη περιουσία του είχε εξατμιστεί σαν καπνός. Η ίδια, ως διαχειρίστρια του brand name «Μίκης», υποδείκνυε μια ροπή προς τη μελό τραγικότητα ότι η διόλου σπάταλη οικογένειά της είχε μείνει χωρίς χρήματα με μόνα έσοδα τα πνευματικά δικαιώματα του πατέρα της και δεν αποκάλυπτε πώς εξαϋλώθηκαν τα ακίνητα που λέγεται ότι οι γονείς της τής είχαν παραχωρήσει.
Μεταξύ άλλων, και το αντίτιμο μερικών εκατομμυρίων ευρώ από την πώληση ενός διαμερίσματος στο Παρίσι. Ο Μίκης δεν αντέδρασε ούτε όταν θιγόταν η αξιοπρέπειά του από τους υπαινιγμούς της κόρης του, ότι η ίδια δήθεν τον συντηρούσε και πλήρωνε την περίθαλψή του. Δυστυχώς, ο άλλοτε πανύψηλος σαν βουνό μουσουργός, που πλήρωνε τα πάντα και για όλους, παρασυρόταν καταπονημένος προς το τέλος του βίου του. Εξάλλου, με νωπό ακόμη το χώμα που τον κάλυψε, προέκυψε και ο αυτοαποκαλούμενος γιος του «Νίκος Θεοδωράκης», ένας 54χρονος καλλιτέχνης με έδρα την Κέρκυρα που στην πραγματικότητα ονομάζεται Νίκος Κουρής. Την απάτη του αιώνα, όπως τη χαρακτήρισε ο πραγματικός γιος του Μίκη, Γιώργος, τη δημοσιοποίησε ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τονίζοντας ότι «δεν έχει καμία σχέση με την οικογένειά μας και ολόκληρο το σόι μας». Εντούτοις κατέβασε σύντομα την ανάρτησή του, ενώ οι πλέον καχύποπτοι σχολιάζουν ότι τα τελευταία χρόνια υπήρχαν αναρτημένες κοινές φωτογραφίες της Μαργαρίτας και του Γιώργου Θεοδωράκη με τον άγνωστο υιό, αλλά και τη σύντροφό του, Γωγώ Τσακογιάννη. Οι φωτογραφίες, βέβαια, δεν αποδεικνύουν τίποτα, ωστόσο το σημαντικό παραμένει αμετάθετο. Δίχως αξιόπιστη υπεράσπιση της μνήμης του Μίκη από τους πρώτου βαθμού συγγενείς του η προσωπική υστεροφημία του τίθεται σε κίνδυνο.
Ενδεχομένως υπό το βάρος της διάσημης στα λογοτεχνικά χρονικά εναρκτήριας φράσης του Λέοντος Τολστόι στο μυθιστόρημά του «Αννα Καρένινα», «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία». Ο Μίκης, όπως διηγούνται άνθρωποι που τον έχουν ζήσει, δεν ήταν ποτέ απρόσιτος, απόμακρος ή αποξενωμένος από την οικογένειά του. Εξέπεμπε, φυσικά, δέος και στους δικούς του ανθρώπους, αλλά προπαθούσε να ισοφαρίσει το τεράστιο πολιτικό και καλλιτεχνικό ανάστημά του με την ανθρώπινη, καταδεκτική και τρυφερή του διάσταση απέναντί τους. Ωστόσο, για τον «εύθραυστο» ψυχισμό των παιδιών, τα μεγάλα μεγεθη -πόσο μάλλον τα τόσο κοντά αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά τους- είναι καθοριστικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Προφανώς λόγω των περιστάσεων η πληθωρική παρουσία του δεν μπορούσε να βρίσκεται διαρκώς κοντά τους, αφού ήταν πάντα προθυμος να ανταποκριθεί «σε κάθε ανεπαίσθητο νεύμα της Ιστορίας, σε κάθε νεύμα από το “μέσα” του κόσμου». Η αείμνηστη ζωγράφος και σκηνογράφος Γιούλα Γαζετοπούλου στάθηκε κοντά στην οικογένεια του διάσημου συνθέτη, όταν αυτός ήταν εξόριστος ή κρυβόταν διωκόμενος, και εκείνη μεγάλωνε τα παιδιά σαν πνευματική μάνα. Ο ίδιος ίσως πίστευε, επισημαίνουν οι ίδιοι παλιοί φίλοι του, ότι στο σπίτι τον υποκαθιστούσε η σύζυγός του Μυρτώ, το γένος Αλτίνογλου, η οποία είχε θυσιάσει τη δική της εξέχουσα επιστημονική πορεία ως γιατρού για τον άνδρα που ερωτεύτηκε και συμβάδισε αφανής αλλά δυναμική πλάι του επί επτά γεμάτες δεκαετίες.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον Μάρτη του 1953 μετά από δεκάχρονη σχέση. Γνωρίστηκαν έφηβοι, εκείνος στα 18 και εκείνη στα 16, εν μέσω της εφιαλτικής ναζιστικής κατοχής ως Επονίτες στη Νέα Σμύρνη. Στην ίδια γειτονιά όπου στα Δεκεμβριανά ο Μίκης μαχόταν ως στρατιωτικός υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Ορθιος με το πιστόλι στο χέρι πολεμούσε πάνω σε ταράτσες. «Ηταν και ψηλός, πανάθεμά τον, κι έδινε εύκολο στόχο», θυμόντουσαν χρόνια αργότερα ο αδελφός του Γιάννης και ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, με τους οποίους συγκατοικούσε σε ένα υπόγειο στο Χαλάνδρι. «Ευτυχώς δεν τον πέτυχε κάποια σφαίρα, και ο κόσμος γνώρισε έναν τεράστιο δημιουργό», συμπλήρωναν. Εξ ου και θέλησε ο ίδιος να γραφτεί στον τάφο του ως επιτύμβιο το «Πολέμησε το Δεκέμβρη».
Ενα χρόνο μετά τον γάμο του το ζευγάρι αξιοποίησε την υποτροφία του Μίκη για σπουδές στο Conservatoire του Παρισιού. Στη γαλλική πρωτεύουσα η Μυρτώ εργάστηκε ως ακτινολόγος στο Νοσοκομείο Κιουρί, ενώ ο Μίκης σπούδαζε πλάι στον Ολιβιέ Μεσιάν, έναν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της σύγχρονης μουσικής, ενώ παράλληλα συνέθετε ακατάπαυστα τη δική του μουσική. Τον Νοέμβριο του 1958, το ζευγάρι έφερε στον κόσμο το πρώτο του παιδί, τη Μαργαρίτα, που μεγάλωνε ανάμεσα σε παρτιτούρες και ιατρικές ρόμπες σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό de la Fontaine au Roi, σε ένα παλιό κτίριο του 17ου αι. με μεγάλη πόρτα όπου χωρούσαν οι άμαξες της εποχής. Δύο χρόνια αργότερα, κατέφτασε στη ζωή τους και ο γιος τους Ορέστης, με τον Μίκη να κορνάρει στη διαπασών χαρούμενος μέσα στο μικρό Οπελ που οδηγούσε.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Καθώς τα τα λεφτά της υποτροφίας τελείωσαν, η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη, στο προσφυγικό σπίτι των εκπατρισμένων από τη γενέθλια μικρασιατική γη των γονιών της Μυρτώς. Ηταν η εποχή που ο Μίκης μεγαλουργούσε. Με αποτέλεσμα να είναι συχνά ωσεί παρών στο σπίτι. Η επίπονη, άλλωστε, προηγούμενη πολιτική του οδύσσεια, τα τρέχοντα καθήκοντά του ως βουλευτή της ΕΔΑ, αλλά και η διακεκριμένη καλλιτεχνική του σταδιοδρομία τον ανάγκαζαν αρκετές φορές να αποχωριστεί τα παιδιά του. Από ένστικτο, ίσως και από ενοχή, φρόντιζε πάντα να καλύπτει όλες τις υλικές ανάγκες τους και να ενθαρρύνει τις πρωτοβουλίες και τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Αλλά για τα δικά τους ανήλικα μάτια ο πατέρας τους ήταν ο Μίκης όλων. Ακάματος, ποτέ σε χαλάρωση. Πάντα σε έξαρση, μια τεντωμένη χορδή, αέναα παλλόμενη, όπως έλεγε γι’ αυτόν ο Ρίτσος. Ο Μίκης των βραβείων, των σταδίων, των αμέτρητων θαυμαστών, των πολιτικών προταγμάτων, των κορυφαίων διεθνών επαφών, εντέλει ο Μίκης των άλλων. Των άγνωστων, καθημερινών ανθρώπων που τον αγάπαγαν, τον θαύμαζαν, τον αγκάλιαζαν, τον άκουγαν. Πόση πια περισσότερη αγάπη, λατρεία, χάδι μπορούσαν να χαρίσουν τα δικά του παιδιά σε έναν πατέρα που η εικόνα του διαθλόταν σαγηνευτική μέσα στο πρίσμα του κόσμου; Η συχνά διακοπτόμενη επαφή μαζί του προδίκαζε μια καθυστερημένη ενηλικίωσή τους - αν αυτή πραγματώθηκε ποτέ. Και όταν έφτασε, αν έφτασε ποτέ, η ώρα να αναμετρηθούν με τον πατέρα τους, όχι να τον ανταγωνιστούν, δεν αρκούσε το επίθετο στο ζύγι και το μέτρο για να προσεγγίσουν το μέγεθος του πηγαίου ταλέντου που σε υπερθετικό βαθμό διέθετε ο γεννήτοράς τους. Μοιραία τα επισκίαζε.
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Μαργαρίτα Θεοδωράκη είχε εξομολογηθεί ότι «ζούσα δίπλα σε έναν άνθρωπο που απολάμβανε την απόλυτη δόξα και όταν είσαι παιδί, νομίζεις ότι αυτή η δόξα είναι και για σένα. Αυτό μεγαλώνοντας μπορεί να σε διαλύσει. Τα παιδιά των διάσημων είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν το ίδιο επάγγελμα με τους γονείς τους. Θα φάνε τα μούτρα τους. Είναι πολύ τραυματικό». Και με αυτές τις ψυχικές αμυχές πριν γίνουν χαίνουσες πληγές είχε υπογραμμίσει κάποτε με μελοδραματική επίγνωση που ίσως έκρυβε ένα παράπονο ότι «...έχω καταλάβει ότι είμαι μέτριος άνθρωπος, όπως ο μέσος όρος των ανθρώπων». O γενναιόδωρος προς τους άμεσους, αλλά αενάως παιδιά, απογόνους του, πατέρας της την έχρισε επικεφαλής της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και των εκδόσεων Ρωμανός που διακινούν το έργο του συνθέτη στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Τα εγγόνια
Ο Μίκης έκανε το οικογενειακό χρέος του, χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, προς την ανύπαντρη εκ πεποιθήσεως -θεωρούσε περιττό τον γάμο- θυγατέρα του. Μητέρας τεσσάρων αγοριών, του 35χρονου Μίκη, του 33χρονου Αγγελου, του 32χρονου Στέφανου, και του 30 χρονου Αλέξανδρου, οι οποίοι φέρουν το επίθετο Θεοδωράκης-Παπαγγελίδης. Είναι τέκνα του 64χρονου σολίστ κλασικής κιθάρας και καθηγητή Ωδείων Δημήτρη Παπαγγελίδη, που είναι παντρεμένος πλέον με τη βιολοντσελίστρια Μαριλίζα Παπαδούρη. Η αλήθεια είναι ότι ο Μίκης παρότρυνε από μικρή ηλικία τον γιο του Γιώργο να αξιοποιήσει τη μουσική κλίση του. Μόλις στα 13 του χρόνια, τον είχε ανεβάσει ο τότε εξόριστος Μίκης στη σκηνή της συναυλίας του στο Μπουένος Αϊρες για να τραγουδήσει δίπλα στη Μαρία Φαραντούρη. Με προτροπή πάλι του πάτερα του, στα 17 του χρόνια, διεύθυνε τον Αύγουστο του 1977 στη σκηνή του ανοιχτού θεάτρου Λυκαβηττού το έργο «Ηλιος και Χρόνος», με τον Μίκη να συνοδεύει στο μικρόφωνο τους τραγουδιστές της συναυλίας. Το ταλέντο του ψηλόλιγνου νεαρού με το φουντωτό κατσαρό μαλλί, που έφερνε φυσιογνωμικά στον νεαρό Μίκη, ήταν ευδιάκριτο. Με την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας και αφού είχε υπογράψει το 1978 τη μουσική της ταινίας «Ασυμβίβαστος», σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Θωμόπουλου με πρωταγωνιστές τους Παύλο Σιδηρόπουλο και την Μπέτυ Λιβανού, ηχογράφησε στο μικρό ιδιωτικό στούντιο της πατρικής οικίας επί της οδού Επιφανούς 1 έναν ανεξάρτητο δίσκο με δική του μουσική.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1981 με τον Γιώργο Θεοδωράκη σε ρόλο ανθρώπου-ορχήστρα που παίζει πιάνο, κρουστά, ηλεκτρονικά όργανα, τραγουδάει, επιμελείται τα φωνητικά, χειρίζεται τα computer και την ηχοληψία. Μέσω του γενναιόδωρου σημειώματός του στο οπισθόφυλλο του δίσκου ισχυριζόταν ότι ο γιος του έγραφε Συμφωνική - Λαϊκή Μουσική με κρητικές επιρροές. Ποιος μουσικός κριτικός θα αμφισβητούσε το κύρος των μουσικών γνώσεων και την ετυμηγορία ολόκληρου Μίκη; Ο διαγνωσμένα ως ευαίσθητος ψυχισμός του γιου του ταράχτηκε, με αποτέλεσμα η επόμενη διπλή δημιουργική κατάθεσή του να κυκλοφορήσει από γερμανική δισκογραφική εταιρεία οκτώ χρόνια αργότερα, για να ακολουθήσει νέα μακρά περίοδος σιωπής. Εξάλλου, σε ανύποπτο χρόνο, σε μια από τις ελάχιστες, αν όχι τη μοναδική, συνέντευξή του, ο Γιώργος Θεοδωράκης είχε εξομολογηθεί πως «εμένα διχάστηκε η ζωή μου όταν ήρθαν και πήραν τον πατέρα μου το 1968 οι χουντικοί για να τον εξορίσουν στη Ζάτουνα. Από τότε ο ένας μου εαυτός κόλλησε στα 8 του χρόνια και δεν συνέχισε να ωριμάζει». Και για τα δύο αδέλφια, τη Μαργαρίτα-Ασπασία και τον Γιώργο-Ορέστη εκείνος ο Αύγουστος του 1968 άφησε μέσα τους ισχυρό αποτύπωμα άγχους και τρόμου.
Προκάλεσε σεισμικές συναισθηματικές αναταράξεις και ανεπούλωτα τραύματα στον ψυχισμό τους, βυθίζοντάς τα σε ένα ανασφαλή κόσμο. Τον πατέρα τους τον είχαν συλλάβει ήδη από το πρωί στο Χαϊδάρι όπου κρυβόταν, όταν η χουντική αστυνομία μπούκαρε στο σπίτι των παππούδων τους στη Νέα Σμύρνη, και απαίτησε από τη μάνα τους να φτιάξει επειγόντως τη βαλίτσα της. Τα δύο παιδιά κόλλησαν φοβισμένα στη φούστα της προτού πάρουν, συνοδεία της Χωροφυλακής, τον δρόμο για την ορεινή Ζατουνα της Αρκαδίας, όπου είχε εκτοπιστεί από τη δικτατορία ο καταζητούμενος από τους πραξικοπηματίες Μίκης, ο οποίος είχε περάσει στην παρανομία μετά τον κατ’ οίκον περιορισμό του. Στο χωριό πήγαν στο εκεί σχολείο, αλλά με τη μόνιμη αγωνία μη τυχόν λείψει στιγμή από το πλευρό τους ο ασφυκτικά φρουρούμενος πατέρας και να μην ξέρουν αν ζει, αν βασανίζεται ή αν τον εκτέλεσαν. Αλλά και στην Πόλη του Φωτός η Μαργαρίτα κι ο Γιώργος βίωσαν κοντά στην υπερδραστήρια και πολυπράγμονα πατρική φιγούρα τις εμπειρίες δύο πρώιμων γυρολόγων του κόσμου. Στις περιοδείες ανά τον κόσμο που συνόδευσαν τον πατέρα τους, αυτός ήταν και δεν ήταν μαζί τους.
Την περίοδο που ο Μίκης αγωνιζόταν και με τη μουσική του κατά της δικτατορίας στην Ελλάδα, το μεσημέρι έκανε πρόβες και το βράδυ διεύθυνε τις συναυλίες του από τη Μόσχα στην Πόλη του Μεξικού, από το Τελ Αβίβ στη Στοκχόλμη, στο Ελσίνκι, στην Κοπεγχάγη και από εκεί στη Λίμα του Περού ως το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Στον λιγοστό χρόνο που του απέμενε μίλαγε απευθείας στο τηλέφωνο με τον Μπρέζνιεφ και τον Αλιέντε, με τον Αραφάτ, τον Πάλμε, τον Μιτεράν, τον Καραμανλή στο Παρίσι και τον Μπερλινγκουέρ στη Ρώμη. Για τα παιδιά του μόνο το εξωτερικό σκηνικό άλλαζε αλλεπάλληλα, το εσωτερικό σε ξενοδοχεία και εστιατόρια μαζί με την ορχήστρα παρέμενε απαράλλαχτο όπου γης.
Ο Μίκης δεν καλουπωνόταν σε οικογενειακά μέτρα και στεγανά. Κι αν η Μαργαρίτα επιχείρησε να ρεφάρει τη συναισθηματική της απόγνωση και την εσωτερική της μοναξιά στήνοντας ένα σπίτι ζωντανό και ενίοτε γιορτινό γεμάτο παιδιά, παροδικούς έρωτες, πολλούς φίλους και αδέσποτα ζωάκια, ο Γιώργος εικάζεται πως δεν κατάφερε να ξεκολλήσει ποτέ από την πατρική στέγη ιχνηλατώντας τις στιγμές απελπισίας που έχει ζήσει. Παρ’ όλα αυτά, έχει αποκτήσει τη δική του κόρη, τη Μυρτώ, που χαρίζει αισιοδοξία στον ίδιο και ως μοναδική εγγονή με τις καλλίφωνες ικανότητές της γέμιζε χαρά τον διάσημο παππού της. Πριν από 30 χρόνια, προ Διαδικτύου και ιδιωτικής τηλεόρασης, τον Απρίλιο του 1981 το κοινό των εφημερίδων σοκαρίστηκε από την απόπειρα αυτοκτονίας του Γιώργου, την οποία μάλιστα κάποια κακοήθη δημοσιεύματα έσπευσαν να συσχετίσουν με την απόπειρα αυτοκτονίας της γνωστής ερμηνεύτριας των τραγουδιών του Μίκη, Μαργαρίτας Ζορμπαλά. Γέμισε τότε η Αθήνα χολερικά σενάρια και φήμες που ανεξακρίβωτα περιέγραφαν πως ο γιος του Μίκη ήταν σφοδρά ερωτευμένος με την τραγουδίστρια, η οποία, υποτίθεται, προτίμησε την ερωτική αγκαλιά του πατέρα του. Διαδιδόταν δηλητηριωδώς ότι ο νεαρός, αφού το πληροφορήθηκε και απογοητεύτηκε, επιχείρησε τότε να αυτοπυρποληθεί ανάβοντας το αέριο από γκαζάκια και υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα.
Η έκκληση στον Μιτεράν
Κυκλοφορούσε πως ο πατέρας του τηλεφώνησε αυτοπροσώπως στον φίλο του Φρανσουά Μιτεράν για να διαθέσει στον γιο του τη μυστική γαλλική νοσοκομειακή μονάδα αποκατάστασης εγκαυμάτων από πυρηνικό ατύχημα ώστε να σωθεί ο 21χρονος Γιώργος - «γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα». Εξοργισμένος ο συνθέτης δήλωσε τότε: «Το γεγονός ότι έδωσαν την είδηση με καθυστέρηση 48 ωρών δείχνει ότι θέλουν να βλάψουν εμένα προσωπικά και την οικογένειά μου». Και συμπλήρωσε αγέρωχα ότι «Ο γιος μου είναι θύμα της Αστυνομίας. Το 1968 στη Ζάτουνα, όπου βρισκόμουν εκτοπισμένος, υπέστη σοκ από τη συμπεριφορά των χωροφυλάκων. Αυτό το σοκ τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του». Λεπτομέρεια ίσως, αλλά συναφής με την αποδιδόμενη επιχείρηση παγίδευσής του είναι ότι ο Μίκης διέθετε μεν τη γοητεία ενός Ζορμπά και τον ερωτισμό ενός παιχνιδιάρη μυθικού Διονύσου, αλλά, όπως ορκίζονται οι φίλοι του, μπερμπάντης δεν υπήρξε ποτέ. Πόσο μάλλον, εν γνώσει του, θα ρίσκαρε για μια περιπετειούλα την ακεραιότητα δικών του ευαίσθητων ανθρώπων.
Το συγκλονιστικό, πάντως, παρέμενε, για να στοιχειώνει δυσλειτουργικά την οικογενειακή του περιχαράκωση. Και τα δυο του παιδιά του αποπειράθηκαν σε κάποια φάση της ζωής τους να αυτοκτονήσουν. Είτε γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να συντονιστούν με τα δικά του δυσθεώρητα μέτρα, είτε επειδή τα συνέθλιβε το ασήκωτο βάρος της προσωπικότητάς του. Οπως κι αν έχει, αμφότερα τα παιδιά του καλούνται εκ των συνθηκών πλέον να διαχειριστούν την υστεροφημία του. Υποχρέωση που εκ προοιμίου, λόγω της μεταβαλλόμενης και ενίοτε ασταθούς ψυχοσύνθεσής τους, κρίνεται από αρκετούς αμφίβολη. Το ευτύχημα είναι ότι το έργο του μεγάλου συνθέτη έχει αποσπαστεί από συγκυριακές οικογενειακές συνηγορίες και κληρονομικούς επηρεασμούς. Εχει προσανατολισμένη λαϊκή πυξίδα και συνομιλεί αδιαμεσολάβητα με την αιωνιότητα.
Ειδήσεις σήμερα
Επίθεση με βιτριόλι: Η υπεράσπιση εξαίρεσε τις γυναίκες ενόρκους από τη δίκη - Ζήτησε μόνο άνδρες
Στην Αθήνα η ιατροδικαστική εξέταση του 15χρονου που πέθανε δύο ημέρες μετά τον εμβολιασμό του
Δικαστήρια: Με πιστοποιητικό Covid λειτουργούν από αύριο - Πότε επιτρέπεται το self test
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα