Φωτογραφίζοντας τον Μίκη Θεοδωράκη
Φωτογραφίζοντας τον Μίκη Θεοδωράκη
Ο φωτογράφος Γιάννης Βελισσαρίδης έχει απαθανατίσει τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού και ξένου πενταγράμμου κι όχι μόνο. Με ξεχωριστή υπερηφάνεια μπορεί να πει ότι είναι ο μοναδικός ή έστω από τους λίγους που φωτογραφήσαν τον “ογκόλιθο” της δισκογραφίας πάνω από δέκα φορές
Όταν ο Γιάννης Βελισσαρίδης τραγουδούσε στα 17 του με τη χορωδία του Λυκείου του, Μίκη Θεοδωράκη, δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι εφτά με οχτώ χρόνια μετά θα τον συναντούσε από κοντά. Αυτό συνέβη το 1993 όταν εργαζόταν στην εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” και συγκεκριμένα στο κυριακάτικο περιοδικό “Έξτρα” του γνωστού εντύπου. Τότε έπρεπε να φωτογραφίσει τον Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του. Εκεί είχαν ραντεβού με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Πάνο Χρυσοστόμου. “Βρεθήκαμε με τον Πανό και περιμέναμε γύρω στα πέντε με δέκα λεπτά.Εκ των υστέρων κατάλαβα πως σε κάθε φωτογράφηση του Μίκη Θεοδωράκη έπρεπε πάντα να περιμένω. Ήταν μια γλυκιά αναμονή”. Όταν του ζήτησα να προσδιορίσει το “γλυκιά” στην παραπάνω φράση του μου είπε χαρακτηριστικά “ήταν γλυκιά γιατί περίμενα τον Θεοδωράκη και όχι τον μπακάλη της γειτονιάς μου”.
Εδώ να συμπληρώσουμε ότι ο φωτογράφος περιμένοντας ένιωθε, αν όχι ευλογημένος, τουλάχιστον πολύ τυχερός. Ο Βελισσαρίδης μιλώντας δίνει την εντύπωση ότι χειρίζεται τον προφορικό λόγο τόσο άνετα που μοιάζει σα να διαβάζει κείμενο, ενώ απλά σε κοιτάει στα μάτια.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη φωτογράφηση του Μίκη Θεοδωράκη για τον Ελεύθερο Τύπο. Αφού βρέθηκαν και κατέβηκε ο Μίκης συστήθηκαν και γνωρίστηκαν. Τον ρώτησε “που θέλετε να με φωτογραφήσετε κύριε Βελισσαρίδη;” του απαντά ο φωτογράφος “κάπου αν υπάρχει ένα στούντιο με πιάνο” και του λέει “πάμε πάνω στο ρουφ που είχε έναν καταπληκτικό χώρο με πιάνο και θέα την Ακρόπολη”. Ανέβηκαν εκεί λοιπόν και τους λέει ο πάντα γενναιόδωρος Μίκης “θέλετε να σας παίξω ένα κομμάτι στο πιάνο;” “φυσικά του είπαν”.
Τους είπε ο μεγάλος Έλληνας: “θα σας παίξω ένα κομμάτι ανέκδοτο που έχω γράψει για την συμφωνική ορχήστρα της Μόσχας”. Δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα το κομμάτι δηλαδή. Ο φωτογράφος πήρε τη μηχανή του, όπως στην ταινία “ο Τζόντι πήρε το όπλο του” και ετοιμάστηκε, άρχισε ο Μίκης να παίζει και είχε γεμίσει όλο το δωμάτιο με νότες. “Από τη μία ο Μίκης από την άλλη οι νότες, η θέα της Ακρόπολης ήταν γενικά ένα πολύ ωραίο συνοθύλευμα” μας είπε ο φωτογράφος των μεγαλύτερων αστεριών της ελληνικής και ξένης δισκογραφίας και όχι μόνο. Εκείνη την στιγμή λοιπόν, σήκωσε τη μηχανή, καδράρισε τον Μίκη και πάτησε το κουμπί.
Η μηχανή όμως δεν έκανε κλικ, αλλά κρακ. Ήταν ένας εκκωφαντικός θόρυβος ο ήχος της φωτογραφικής του μηχανής και τόσο δυνατός που ενοχλήθηκε και ο ίδιος ο φωτογράφος. Κατέβασε τη μηχανή, δε συνέχισε να φωτογραφίζει κι άρχισε να απολαμβάνει αυτό που συνέβαινε. “Αυτό το κλικ μπορώ να πω ότι το μετάνιωσα και θεωρώ ότι ήταν ιεροσυλία, ένας ογκόλιθος σαν τον Μίκη Θεοδωράκη να παίζει για σένα κάτι που δεν έχει βγει κι εσύ να σηκώσεις τη μηχανή για να κάνεις τη δουλειά σου. Έκτοτε, όποτε τον συναντούσα για φωτογράφηση απέφευγα να τον βάλω να καθίσει στο πιάνο γιατί ήξερα ότι αν έκανα κάτι τέτοιο δεν θα φωτογράφιζα. Συνήθως στο πιάνο καθόταν στο τέλος λοιπόν για να μας ευχαριστήσει λίγο με τον τρόπο που έπαιζε. Ήταν ήρεμος, πράος, ένα συγκλονιστικό κράμα καλλιτέχνη για αυτό άλλωστε και στη δισκογραφία τον έλεγαν ογκόλιθο” μας είπε ο ‘μετρ των πορτρέτων’ στη συνέντευξη μας. Σταμάτησε να παίζει γιατί είδε ότι δεν τον φωτογράφιζε και συνεχίσαν τη φωτογράφηση σε άλλους ρυθμούς αλλά όχι στο να παίζει πιάνο.
Οι επόμενες φωτογραφήσεις γίνονταν σε διάφορα μέρη δηλαδή, επειδή τα επόμενα χρόνια και συγκεκριμένα το 93 με 94 ο Γιάννης Βελισσαρίδης αναμίχθηκε στον κόσμο της δισκογραφίας, οι εταιρείες του κλάδου ήθελαν να δημοσιοποιήσουν τη συνεργασία κάποιου δικού τους καλλιτέχνη με τον Μίκη Θεοδωράκη. Έτσι τον έστελναν οι δισκογραφικές σε πληρωμένες φωτογραφικές αποστολές στο σπίτι του Μίκη ή σε κάποιο στούντιο ηχογράφησης είτε στο Μέγαρο, είτε στο σπίτι του στο Βραχάτι προκειμένου να πάρει την πολυπόθητη φωτογραφία. Οι επόμενες φωτογραφήσεις έγιναν με τον Μανώλη Μητσιά, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Πέτρο Γαιτάνο με τον Γιάννη Κότσιρα. Πάντα υπήρχε αυτή η γλυκιά αναμονή. Η οποία αποζημιώνονταν με την πραότητα και την αυθεντικότητα του Μίκη.
Όταν ρώτησα τον φωτογράφο για την αγαπημένη πόζα του Μίκη Θεοδωράκη, αυτός απάντησε: “Ο Μίκης δε χρειαζόταν να ποζάρει. Απλά στεκόταν. Πόζαρε μόνο όταν διεύθυνε ορχήστρες. Όταν ήταν στο πόντιουμ ήταν μαγευτικός. Κάποιες φορές οι πόζες έβγαιναν και από τον τρόπο που μιλούσε σε μια συνέντευξη. Ήταν τόσο παραστατικός. Χρησιμοποιούσε τόσο πολύ τα χέρια και την έκφραση του που κι εκείνες στο ελεύθερο μάτι του φωτογράφου ήταν “πόζες”. Συνήθως στεκόταν κάπου κι εγώ έκλεβα τις φωτογραφίες που ήθελα. Ίσως να είναι και το στυλ μου τέτοιο, ανθρωποκεντρικό”.
Εδώ να συμπληρώσουμε ότι ο φωτογράφος περιμένοντας ένιωθε, αν όχι ευλογημένος, τουλάχιστον πολύ τυχερός. Ο Βελισσαρίδης μιλώντας δίνει την εντύπωση ότι χειρίζεται τον προφορικό λόγο τόσο άνετα που μοιάζει σα να διαβάζει κείμενο, ενώ απλά σε κοιτάει στα μάτια.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη φωτογράφηση του Μίκη Θεοδωράκη για τον Ελεύθερο Τύπο. Αφού βρέθηκαν και κατέβηκε ο Μίκης συστήθηκαν και γνωρίστηκαν. Τον ρώτησε “που θέλετε να με φωτογραφήσετε κύριε Βελισσαρίδη;” του απαντά ο φωτογράφος “κάπου αν υπάρχει ένα στούντιο με πιάνο” και του λέει “πάμε πάνω στο ρουφ που είχε έναν καταπληκτικό χώρο με πιάνο και θέα την Ακρόπολη”. Ανέβηκαν εκεί λοιπόν και τους λέει ο πάντα γενναιόδωρος Μίκης “θέλετε να σας παίξω ένα κομμάτι στο πιάνο;” “φυσικά του είπαν”.
Τους είπε ο μεγάλος Έλληνας: “θα σας παίξω ένα κομμάτι ανέκδοτο που έχω γράψει για την συμφωνική ορχήστρα της Μόσχας”. Δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα το κομμάτι δηλαδή. Ο φωτογράφος πήρε τη μηχανή του, όπως στην ταινία “ο Τζόντι πήρε το όπλο του” και ετοιμάστηκε, άρχισε ο Μίκης να παίζει και είχε γεμίσει όλο το δωμάτιο με νότες. “Από τη μία ο Μίκης από την άλλη οι νότες, η θέα της Ακρόπολης ήταν γενικά ένα πολύ ωραίο συνοθύλευμα” μας είπε ο φωτογράφος των μεγαλύτερων αστεριών της ελληνικής και ξένης δισκογραφίας και όχι μόνο. Εκείνη την στιγμή λοιπόν, σήκωσε τη μηχανή, καδράρισε τον Μίκη και πάτησε το κουμπί.
Η μηχανή όμως δεν έκανε κλικ, αλλά κρακ. Ήταν ένας εκκωφαντικός θόρυβος ο ήχος της φωτογραφικής του μηχανής και τόσο δυνατός που ενοχλήθηκε και ο ίδιος ο φωτογράφος. Κατέβασε τη μηχανή, δε συνέχισε να φωτογραφίζει κι άρχισε να απολαμβάνει αυτό που συνέβαινε. “Αυτό το κλικ μπορώ να πω ότι το μετάνιωσα και θεωρώ ότι ήταν ιεροσυλία, ένας ογκόλιθος σαν τον Μίκη Θεοδωράκη να παίζει για σένα κάτι που δεν έχει βγει κι εσύ να σηκώσεις τη μηχανή για να κάνεις τη δουλειά σου. Έκτοτε, όποτε τον συναντούσα για φωτογράφηση απέφευγα να τον βάλω να καθίσει στο πιάνο γιατί ήξερα ότι αν έκανα κάτι τέτοιο δεν θα φωτογράφιζα. Συνήθως στο πιάνο καθόταν στο τέλος λοιπόν για να μας ευχαριστήσει λίγο με τον τρόπο που έπαιζε. Ήταν ήρεμος, πράος, ένα συγκλονιστικό κράμα καλλιτέχνη για αυτό άλλωστε και στη δισκογραφία τον έλεγαν ογκόλιθο” μας είπε ο ‘μετρ των πορτρέτων’ στη συνέντευξη μας. Σταμάτησε να παίζει γιατί είδε ότι δεν τον φωτογράφιζε και συνεχίσαν τη φωτογράφηση σε άλλους ρυθμούς αλλά όχι στο να παίζει πιάνο.
Οι επόμενες φωτογραφήσεις γίνονταν σε διάφορα μέρη δηλαδή, επειδή τα επόμενα χρόνια και συγκεκριμένα το 93 με 94 ο Γιάννης Βελισσαρίδης αναμίχθηκε στον κόσμο της δισκογραφίας, οι εταιρείες του κλάδου ήθελαν να δημοσιοποιήσουν τη συνεργασία κάποιου δικού τους καλλιτέχνη με τον Μίκη Θεοδωράκη. Έτσι τον έστελναν οι δισκογραφικές σε πληρωμένες φωτογραφικές αποστολές στο σπίτι του Μίκη ή σε κάποιο στούντιο ηχογράφησης είτε στο Μέγαρο, είτε στο σπίτι του στο Βραχάτι προκειμένου να πάρει την πολυπόθητη φωτογραφία. Οι επόμενες φωτογραφήσεις έγιναν με τον Μανώλη Μητσιά, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Πέτρο Γαιτάνο με τον Γιάννη Κότσιρα. Πάντα υπήρχε αυτή η γλυκιά αναμονή. Η οποία αποζημιώνονταν με την πραότητα και την αυθεντικότητα του Μίκη.
Όταν ρώτησα τον φωτογράφο για την αγαπημένη πόζα του Μίκη Θεοδωράκη, αυτός απάντησε: “Ο Μίκης δε χρειαζόταν να ποζάρει. Απλά στεκόταν. Πόζαρε μόνο όταν διεύθυνε ορχήστρες. Όταν ήταν στο πόντιουμ ήταν μαγευτικός. Κάποιες φορές οι πόζες έβγαιναν και από τον τρόπο που μιλούσε σε μια συνέντευξη. Ήταν τόσο παραστατικός. Χρησιμοποιούσε τόσο πολύ τα χέρια και την έκφραση του που κι εκείνες στο ελεύθερο μάτι του φωτογράφου ήταν “πόζες”. Συνήθως στεκόταν κάπου κι εγώ έκλεβα τις φωτογραφίες που ήθελα. Ίσως να είναι και το στυλ μου τέτοιο, ανθρωποκεντρικό”.
Το δέος απέναντι στον “ογκόλιθο” του ελληνικού πολιτισμού με έκανε να σκεφτώ πως θα τον αντιμετώπιζε αν ήταν ακόμα ένας άγνωστος, νέος καλλιτέχνης. Η απάντηση του Βελισσαρίδη ήταν αφοπλιστική. “Από τα πρώτα του χρόνια ο Μίκης ήταν ξεχωριστός για το πάθος του: για τη μουσική, την Ελλάδα, για τους ανθρώπους. Έγραφε τη μουσική για να την ακούν οι άνθρωποι. Θα μου έκανε κλικ από την πρώτη στιγμή. Έναν άνθρωπο που ενέπνευσε γενιές και γενιές και θα εμπνεύσει πολλές ακόμα”. Θα μπορούσε να τον συγκρίνει με τον Μιμή Πλέσσα, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, μόνο με αυτούς.
Αλλά προσέθεσε “Και πάλι είχε την υπεροχή”. Ας μείνουμε όμως στη λέξη-κλειδί αυτής της μυθικής προσωπικότητας που λέγεται Μίκης Θεοδωράκης: το πάθος. Αυτό κάνει έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει. “Για αυτό και ένα από τα αγαπημένα χρώματα του Μίκη στις φωτογραφήσεις ήταν το κόκκινο. Φορούσε κόκκινα και του άρεσε το χρώμα, όχι επειδή ήταν κομμουνιστής λόγω της ενέργειας, του πάθους” μας εξηγεί ο φωτογράφος. Όταν φωτογράφιζε τον Μίκη θαύμαζε τον Μαν Ρέυ, τον Καρτιέ Μπρεσόν πάντα, τον Χερμπ Ριτς, τον Χέλμουτ Νιούτον και πολλούς άλλους. Αν μπορούσε να χαράξει κάτι πάνω στον τάφο του θα έγραφε το “υπάρχει ελπίδα” δανειζόμενος τον στίχο ενός τραγουδιού του. Μακάρι να μη χαθεί η ελπίδα. Έστω και αν αυτή αφορά τη γέννηση ενός καινούργιου Θεοδωράκη. Ενός ανθρώπου που όρισε την Ελλάδα.
Ειδήσεις σήμερα:
Έρχεται ο ευρωστρατός: Η απάντηση των Βρυξελλών στη συμφωνία AUKUS
Επίθεση με βιτριόλι: Οργή από την Ιωάννα για τα όσα υποστηρίζει ο 40χρονος
Προ των πυλών οι ανακοινώσεις για την γ' δόση εμβολίου - Ποιες είναι οι επόμενες πληθυσμιακές ομάδες που θα λάβουν SMS
Αλλά προσέθεσε “Και πάλι είχε την υπεροχή”. Ας μείνουμε όμως στη λέξη-κλειδί αυτής της μυθικής προσωπικότητας που λέγεται Μίκης Θεοδωράκης: το πάθος. Αυτό κάνει έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει. “Για αυτό και ένα από τα αγαπημένα χρώματα του Μίκη στις φωτογραφήσεις ήταν το κόκκινο. Φορούσε κόκκινα και του άρεσε το χρώμα, όχι επειδή ήταν κομμουνιστής λόγω της ενέργειας, του πάθους” μας εξηγεί ο φωτογράφος. Όταν φωτογράφιζε τον Μίκη θαύμαζε τον Μαν Ρέυ, τον Καρτιέ Μπρεσόν πάντα, τον Χερμπ Ριτς, τον Χέλμουτ Νιούτον και πολλούς άλλους. Αν μπορούσε να χαράξει κάτι πάνω στον τάφο του θα έγραφε το “υπάρχει ελπίδα” δανειζόμενος τον στίχο ενός τραγουδιού του. Μακάρι να μη χαθεί η ελπίδα. Έστω και αν αυτή αφορά τη γέννηση ενός καινούργιου Θεοδωράκη. Ενός ανθρώπου που όρισε την Ελλάδα.
Ειδήσεις σήμερα:
Έρχεται ο ευρωστρατός: Η απάντηση των Βρυξελλών στη συμφωνία AUKUS
Επίθεση με βιτριόλι: Οργή από την Ιωάννα για τα όσα υποστηρίζει ο 40χρονος
Προ των πυλών οι ανακοινώσεις για την γ' δόση εμβολίου - Ποιες είναι οι επόμενες πληθυσμιακές ομάδες που θα λάβουν SMS
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα