Μίμης Ανδρουλάκης: Ρίχνει «μαύρο φως» στον εμπρησμό του «Μινιόν»
24.11.2021
22:14
Μετά από μεγάλη έρευνα, αλλά πάντα με μυθιστορηματικό τρόπο, ο συγγραφέας περιγράφει τα γεγονότα της εποχής - Αναλύει τι σήμαινε το πολυκατάστημα για τους Αθηναίους, τον ρόλο του αυτοδημιούργητου ιδιοκτήτη του, τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, τη δράση των τρομοκρατικών ομάδων, το πώς ο ίδιος βίωσε την κατάσταση ως μέλος της Επαγρύπνησης του ΚΚΕ, που έπρεπε να σημάνει συναγερμό ακόμη και στον Χαρίλαο Φλωράκη
«Ηταν τρεις και κάτι πριν από το χάραμα της 19ης Δεκεμβρίου του 1980, όταν το τηλεφώνημα από την “Επαγρύπνηση” του Κόμματος με έκανε να πεταχτώ στην ταράτσα, στην κορυφή της Νικοσθένους. Πάνω από το άλσος του Παγκρατίου. Μια πύρινη ρομφαία έσκιζε τα μαύρα σύννεφα κάπου στην Ομόνοια. “Θα ξυπνήσεις τον Χαρίλαο; Nα πατήσω τον συναγερμό για έκτακτη κατάσταση;” “Οχι ακόμα, θα σε πάρω σε λίγο”», είναι η χαρακτηριστική περιγραφή της πυρπόλησης του «Μινιόν» από μια τρομοκρατική ομάδα, τα χαρακτηριστικά και τους πρωταγωνιστές της οποίας διερευνά βασιζόμενος σε δική του έρευνα, πάντα με μυθιστορηματικό τρόπο, ο Μίμης Ανδρουλάκης στο νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη και γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο, μετά την πώληση του «Μινιόν» στην Dimand, με τίμημα που υπερβαίνει τα 25 εκατ. ευρώ.
Με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαύρο Φως» και υπότιτλο «Εκδικητής, τόσο παράλογος, τόσο αληθινός», ο συγγραφέας αναφέρεται στο μυστηριώδες πρόσωπο που έβαλε φωτιά στο «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα», όπως έμεινε γνωστό το μέρος που έθρεψε όλα τα παιδικά όνειρα των παλιών Αθηναίων και ικανοποίησε τις υψηλές καταναλωτικές ανάγκες ενός κοινού που δεν γνώριζε μέχρι τότε την ύπαρξη πολυκαταστημάτων. Αλλά αυτό το μικρό θαύμα με τις απανωτές εκπλήξεις, το εντυπωσιακό καφέ του τελευταίου ορόφου -το πρώτο στην Αθήνα μέσα σε μεγάλο κατάστημα-, τις φαντασμαγορικές γιορτές με τους Αϊ-Βασίληδες, τις χαρακτηριστικές πορτοκαλί σακούλες, τις λοταρίες και τα πολλαπλά events, έμελλε, λίγες ημέρες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, να πάρει φωτιά καίγοντας ταυτόχρονα τόσο τα επιχειρηματικά όνειρα του αυτοδημιούργητου ιδιοκτήτη του Γιάννη Γεωργακά όσο και αυτά των εκατομμυρίων Ελλήνων που είχαν επισκεφθεί τους έξι, εντυπωσιακούς ορόφους του.
«Οι πονηρές μέρες»
«Οι μέρες ήταν πονηρές. Υπήρχε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα μια αίσθηση αναμονής ότι κάτι θα συμβεί να ματαιώσει τις ομαλές εξελίξεις. Το ’81 θα ήταν εκλογική χρονιά και τα φαντάσματα μιας ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης έκαναν έστω φευγαλέα την εμφάνισή τους», γράφει ο Ανδρουλάκης στο νέο βιβλίο του. «Οι βανδαλισμοί και οι λεηλασίες καταστημάτων από ύποπτα στοιχεία στις 17 Νοεμβρίου στην πορεία για το Πολυτεχνείο. Οι δυο χειροβομβίδες Μιλς που ρίχτηκαν στα ΜΑΤ έξω από τη Βουλή, στα Λουλουδάδικα, δίχως να εκραγούν. Εμπρηστικοί μηχανισμοί σε δυο σούπερ μάρκετ. Ανώνυμα, απειλητικά τηλεφωνήματα σε πολυκαταστήματα. Πυρκαγιές και φήμες είναι στην Ιστορία προάγγελοι σχεδίων ανωμαλίας», γράφει ο συγγραφέας και συμπληρώνει: «Ο εμπρησμός του “Μινιόν” και του “Καντράντζος Σπορ” όπως και η πυρπόληση έξι μήνες μετά των πολυκαταστημάτων “Κλαουδάτος”, “Ατενέ”, “Δραγώνας” και “Λαμπρόπουλος” στον Πειραιά αποτελούν τον μεγάλο άγνωστο Χ της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας».
Στη συνέχεια λέει πως ήταν τέτοια η οργή του κόσμου που όταν ακούστηκε πως η πυρκαγιά ήταν συνδεδεμένη με κάποιο είδος τρομοκρατικής οργάνωσης-φάντασμα «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης», η 17Ν έβγαλε προκήρυξη για να διαχωρίσει τη θέση της. Δεν ήθελε με τίποτα να ταυτιστεί με την καταστροφή ενός καταστήματος που είχε καθολική αποδοχή και εξαιρετικό όνομα ανάμεσα στους εργαζομένους οι οποίοι τύγχαναν ιδιαίτερων προνομίων, όπως έξτρα μπόνους, δώρα, ακόμα και αντικαπνιστικό πριμ (που ήταν τότε ισοδύναμο έως και με διπλασιασμό του μισθού τους) από τον φανατικά αντικαπνιστή και βαθιά δημοκράτη Γεωργακά. Είναι γνωστό ότι ακόμα και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου περιέθαλψε πολλούς από τους τραυματίες και έκρυψε κυνηγημένους από την αστυνομία φοιτητές μεταμφιέζοντάς τους σε υπαλλήλους! Ποιος επομένως μπορεί να επεδίωκε την καταστροφή μιας κοσμαγάπητης και ακραιφνώς ελληνικής επιχείρησης με ελάχιστους εχθρούς;
Ο Μίμης Ανδρουλάκης απαντά ρίχνοντας μπόλικο φως στον άλυτο γρίφο της υποτιθέμενης οργάνωσης-φάντασμα που ανέλαβε την ευθύνη για τον εμπρησμό του «Μινιόν», σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά των ασύλληπτων μέχρι σήμερα μελών της, με κεντρικότερο αυτό του πρωταγωνιστή, ενός ευφυούς, δαιμόνιου, μανιακού καταστροφέα με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες και με αντίστοιχα ταλέντα, ο οποίος, υπηρετώντας τότε στο Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας, έδειξε να συγκαλύπτει όλους όσοι θα μπορούσαν να έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με την υπόθεση και να καταστρέφει τα όποια στοιχεία. Η μανία του για εκδίκηση, άμεσα συνδεδεμένη με παιδικά τραύματα, καθώς και η ανάγκη του για αναγνώριση που ερχόταν σε άμεση κόντρα με τη βαθιά μοναχικότητά του και η οξυμένη ευφυΐα ήταν που τον έκαναν να φέρει εις πέρας αυτή την καταστροφική επιχείρηση, αλλά και να πετύχει σε ό,τι έκανε.
Δεν είναι τυχαίο ότι κατάφερε προερχόμενος από έναν απομακρυσμένο επαρχιακό τόπο να ξεχωρίσει στην πρωτεύουσα και από εκεί να επιβληθεί ως εκτιμητής και σύμβουλος στα διεθνή δίκτυα εξάρθρωσης των διακινητών παράνομων έργων τέχνης και αρχαιοκάπηλων. Από τη μια, δηλαδή, δυνάμει δολοφόνος του ταχυδρόμου, παράνομου εραστή της μητέρας του και εμπρηστής του «Μινιόν» και, από την άλλη, πολυμήχανος, πολύγλωσσος εκτιμητής έργων τέχνης, προσόντα που τον οδήγησαν μέχρι την Ιντερπόλ, για την οποία δούλευε κυνηγώντας όλους όσοι ξέπλεναν έργα τέχνης (στο σημείο αυτό ο Ανδρουλάκης μάς προσφέρει πολλά πραγματικά στοιχεία για το πώς συνδέονται οι αγοραπωλησίες κορυφαίων έργων τέχνης με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος αναφερόμενος σε αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις).
Με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαύρο Φως» και υπότιτλο «Εκδικητής, τόσο παράλογος, τόσο αληθινός», ο συγγραφέας αναφέρεται στο μυστηριώδες πρόσωπο που έβαλε φωτιά στο «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα», όπως έμεινε γνωστό το μέρος που έθρεψε όλα τα παιδικά όνειρα των παλιών Αθηναίων και ικανοποίησε τις υψηλές καταναλωτικές ανάγκες ενός κοινού που δεν γνώριζε μέχρι τότε την ύπαρξη πολυκαταστημάτων. Αλλά αυτό το μικρό θαύμα με τις απανωτές εκπλήξεις, το εντυπωσιακό καφέ του τελευταίου ορόφου -το πρώτο στην Αθήνα μέσα σε μεγάλο κατάστημα-, τις φαντασμαγορικές γιορτές με τους Αϊ-Βασίληδες, τις χαρακτηριστικές πορτοκαλί σακούλες, τις λοταρίες και τα πολλαπλά events, έμελλε, λίγες ημέρες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, να πάρει φωτιά καίγοντας ταυτόχρονα τόσο τα επιχειρηματικά όνειρα του αυτοδημιούργητου ιδιοκτήτη του Γιάννη Γεωργακά όσο και αυτά των εκατομμυρίων Ελλήνων που είχαν επισκεφθεί τους έξι, εντυπωσιακούς ορόφους του.
«Οι πονηρές μέρες»
«Οι μέρες ήταν πονηρές. Υπήρχε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα μια αίσθηση αναμονής ότι κάτι θα συμβεί να ματαιώσει τις ομαλές εξελίξεις. Το ’81 θα ήταν εκλογική χρονιά και τα φαντάσματα μιας ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης έκαναν έστω φευγαλέα την εμφάνισή τους», γράφει ο Ανδρουλάκης στο νέο βιβλίο του. «Οι βανδαλισμοί και οι λεηλασίες καταστημάτων από ύποπτα στοιχεία στις 17 Νοεμβρίου στην πορεία για το Πολυτεχνείο. Οι δυο χειροβομβίδες Μιλς που ρίχτηκαν στα ΜΑΤ έξω από τη Βουλή, στα Λουλουδάδικα, δίχως να εκραγούν. Εμπρηστικοί μηχανισμοί σε δυο σούπερ μάρκετ. Ανώνυμα, απειλητικά τηλεφωνήματα σε πολυκαταστήματα. Πυρκαγιές και φήμες είναι στην Ιστορία προάγγελοι σχεδίων ανωμαλίας», γράφει ο συγγραφέας και συμπληρώνει: «Ο εμπρησμός του “Μινιόν” και του “Καντράντζος Σπορ” όπως και η πυρπόληση έξι μήνες μετά των πολυκαταστημάτων “Κλαουδάτος”, “Ατενέ”, “Δραγώνας” και “Λαμπρόπουλος” στον Πειραιά αποτελούν τον μεγάλο άγνωστο Χ της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας».
Στη συνέχεια λέει πως ήταν τέτοια η οργή του κόσμου που όταν ακούστηκε πως η πυρκαγιά ήταν συνδεδεμένη με κάποιο είδος τρομοκρατικής οργάνωσης-φάντασμα «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης», η 17Ν έβγαλε προκήρυξη για να διαχωρίσει τη θέση της. Δεν ήθελε με τίποτα να ταυτιστεί με την καταστροφή ενός καταστήματος που είχε καθολική αποδοχή και εξαιρετικό όνομα ανάμεσα στους εργαζομένους οι οποίοι τύγχαναν ιδιαίτερων προνομίων, όπως έξτρα μπόνους, δώρα, ακόμα και αντικαπνιστικό πριμ (που ήταν τότε ισοδύναμο έως και με διπλασιασμό του μισθού τους) από τον φανατικά αντικαπνιστή και βαθιά δημοκράτη Γεωργακά. Είναι γνωστό ότι ακόμα και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου περιέθαλψε πολλούς από τους τραυματίες και έκρυψε κυνηγημένους από την αστυνομία φοιτητές μεταμφιέζοντάς τους σε υπαλλήλους! Ποιος επομένως μπορεί να επεδίωκε την καταστροφή μιας κοσμαγάπητης και ακραιφνώς ελληνικής επιχείρησης με ελάχιστους εχθρούς;
Ο Μίμης Ανδρουλάκης απαντά ρίχνοντας μπόλικο φως στον άλυτο γρίφο της υποτιθέμενης οργάνωσης-φάντασμα που ανέλαβε την ευθύνη για τον εμπρησμό του «Μινιόν», σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά των ασύλληπτων μέχρι σήμερα μελών της, με κεντρικότερο αυτό του πρωταγωνιστή, ενός ευφυούς, δαιμόνιου, μανιακού καταστροφέα με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες και με αντίστοιχα ταλέντα, ο οποίος, υπηρετώντας τότε στο Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας, έδειξε να συγκαλύπτει όλους όσοι θα μπορούσαν να έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με την υπόθεση και να καταστρέφει τα όποια στοιχεία. Η μανία του για εκδίκηση, άμεσα συνδεδεμένη με παιδικά τραύματα, καθώς και η ανάγκη του για αναγνώριση που ερχόταν σε άμεση κόντρα με τη βαθιά μοναχικότητά του και η οξυμένη ευφυΐα ήταν που τον έκαναν να φέρει εις πέρας αυτή την καταστροφική επιχείρηση, αλλά και να πετύχει σε ό,τι έκανε.
Δεν είναι τυχαίο ότι κατάφερε προερχόμενος από έναν απομακρυσμένο επαρχιακό τόπο να ξεχωρίσει στην πρωτεύουσα και από εκεί να επιβληθεί ως εκτιμητής και σύμβουλος στα διεθνή δίκτυα εξάρθρωσης των διακινητών παράνομων έργων τέχνης και αρχαιοκάπηλων. Από τη μια, δηλαδή, δυνάμει δολοφόνος του ταχυδρόμου, παράνομου εραστή της μητέρας του και εμπρηστής του «Μινιόν» και, από την άλλη, πολυμήχανος, πολύγλωσσος εκτιμητής έργων τέχνης, προσόντα που τον οδήγησαν μέχρι την Ιντερπόλ, για την οποία δούλευε κυνηγώντας όλους όσοι ξέπλεναν έργα τέχνης (στο σημείο αυτό ο Ανδρουλάκης μάς προσφέρει πολλά πραγματικά στοιχεία για το πώς συνδέονται οι αγοραπωλησίες κορυφαίων έργων τέχνης με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος αναφερόμενος σε αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις).
Μέσα από αυτή τη δαιδαλώδη διαδρομή, άμεσα συνυφασμένη με το πολύπλοκο γαϊτανάκι του μαύρου χρήματος και της άμεσης σχέσης της με παράνομα δίκτυα και τρομοκρατικές ομάδες, ο συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο να γίνει και ο ίδιος ρεπόρτερ μιας άκρως σκοτεινής υπόθεσης αλλά και ικανότατος ψυχογράφος, όπως σχεδόν σε όλα του τα βιβλία. Αλλωστε, με το «Μαύρο Φως» δεν αναφέρεται μόνο στη γνωστή φράση του Ρενέ Μαγκρίτ, με την οποία περιέγραφε αυτό το εσωτερικό μαύρο φως που καταυγάζει τους πίνακές του, αλλά και στη σκοτεινή όψη της ψυχής κάθε ανθρώπου που συμπληρώνεται σχεδόν πάντα και πολλές φορές με την ίδια δύναμη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τον πρωταγωνιστή, και από τη θετική πλευρά.
Οσο για τα κίνητρα που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις δεν είναι ποτέ μονοδιάστατα, ούτε ξεκάθαρα και, όπως θα έλεγε ο συγγραφέας, ούτε καν εξηγήσιμα. Πάντως συνδέοντας την ύπαρξη ευρύτερων συμφερόντων με την πυρπόληση του «Μινιόν», ο ίδιος επισημαίνει ότι «οι δράστες προκάλεσαν, ακούσια ή εκούσια, με πιθανότερο το δεύτερο, τον αφελληνισμό των πολυκαταστημάτων λιανικής, που συμπαρέσυρε στο κλείσιμο τις βιοτεχνίες-προμηθευτές τους και ενίσχυσε τις τάσεις αποβιομηχάνισης». Και ο νοών νοείτω.
«Εγώ είμαι ο εμπρηστής»
Το τέλος του «Μινιόν» ήρθε επομένως πολύ άδοξα, όπως και αυτό της ελληνικής εκβιομηχάνισης. Ακόμα και αν ο ιδιοκτήτης του έκανε φιλότιμες προσπάθειες, μαζί με τους εργαζομένους να το ξαναστήσει, δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν. Ο Γιάννης Γεωργακάς, ο άνθρωπος που έκανε πράξη το success story, ως πρώην υπάλληλος μπακάλικου, σερβιτόρος και... τσιλιαδόρος ενός παπατζή, για τον οποίο οι εργαζόμενοι είχαν μόνο καλά να πουν, δεν μπόρεσε μαζί με το «Μινιόν» να αναστήσει τα πρώτα αθώα όνειρα των Ελλήνων, οι οποίοι μετά την πτώση της χούντας ανακάλυπταν εκτός από την κατανάλωση και τον κοσμοπολιτισμό.
Εναν χρόνο, λοιπόν, πριν από την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία και μια επταετία μετά την πτώση της χούντας, το «Μινιόν» που διήγε την καλύτερη περίοδό του γνώρισε το άδοξο τέλος σε μια μαύρη συγκυρία που ο Ανδρουλάκης μεταφέρει στο σήμερα, την περίοδο της πανδημίας. Το βιβλίο, άλλωστε, ξεκινάει με μια μεταφορά στις μέρες μας και με την ομολογία του ανθρώπου πέρα από κάθε υποψία, του πρώην αστυνομικού και νυν συμβούλου σε θέματα που άπτονται με τη δίωξη σκοτεινών κυκλωμάτων στην αγορά της τέχνης Αντώνη Μαρτίνου, ότι αυτός υπήρξε όντως ο εμπρηστής του «Μινιόν». Και αυτό στο περιθώριο μιας σημαντικής δίκης που αποκαλύπτει την εμπλοκή ενός σοσιαλδημοκράτη πολιτικού στις ατασθαλίες τραπεζιτών ύστερα από υπόδειξη του ίδιου του Μαρτίνου. Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης ο πρωταγωνιστής του βιβλίου συναντά στο Αμβούργο, έξω από το δικαστικό μέγαρο έναν παλιό του γνώριμο, τον Αλέξανδρο Μποτίνο (Αλεξ Μποτίν) από τις παλιές μέρες, με τον οποίο μοιράζονταν ένα παλιό σπίτι στα Εξάρχεια και εμπλέκονταν σε κοινά μυστικά.
Ο Μποτίνος, πλέον επιβεβλημένο στέλεχος μιας σκοτεινής εταιρείας επενδύσεων ονόματι Invesco, είχε κάποτε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, πλευρίσει τον Μαρτίνο, γνωρίζοντας ότι είναι δημοκράτης και αδιάφθορος, ώστε να τον εμπλέξει στο σχέδιό του για την ενδεχόμενη «απαλλοτρίωση» του «Μινιόν» εκ μέρους μιας ακροαριστερής επαναστατικής οργάνωσης. Νοίκιασε λοιπόν μεσοτοιχία με τον Μαρτίνο ένα διαμέρισμα σε ένα παλιό αρχοντικό στην οδό Οικονόμου στα Εξάρχεια και εκεί άρχισε μια φιλική γνωριμία που έμελλε να εξελιχθεί σε κοινή πορεία, αλλά και σε ερωτικό ανταγωνισμό για τα μάτια της Μαργαρίτας - και όχι μόνο. Ψάχνοντας στο παρελθόν του υποτιθέμενα αδιάφθορου αστυνομικού, ο Μποτίνος ήρθε επίσης αντιμέτωπος με παλιές καταστάσεις από τα παιδικά χρόνια του Μαρτίνου στην Ιτέα της Φωκίδας, νότια της Αμφισσας, νοτιοδυτικά των Δελφών φτάνοντας μέχρι την Αφρική και από εκεί στην Αθήνα, για να τον ξαναβρεί τελικά κάπου μεταξύ Νέας Υόρκης και Αμβούργου, στα περίοπτα σαλόνια της σύγχρονης Ευρώπης.
Με τον μοναδικό τρόπο που έχει πάντα να εμπλέκει τα πραγματικά στοιχεία με φανταστικά περιστατικά και τη μυθοπλασία, ο Ανδρουλάκης μέσα από τους δύο πρωταγωνιστές του όχι μόνο φέρνει στο φως στοιχεία για την πυρπόληση του «Μινιόν», αλλά και πολύτιμες αναφορές για τον τρόπο δράσης της σύγχρονης μαφίας, με την οποία συνδέονται όχι μόνο κορυφαίοι αγοραστές έργων τέχνης, παράνομα δίκτυα και διάφοροι μεγαλοπαράγοντες, αλλά και επενδυτικοί οργανισμοί και τράπεζες.
Ο Ανδρουλάκης αναφέρεται χαρακτηριστικά σε πρώην στελέχη της Goldman Sachs που βρέθηκαν υπουργοί και σύμβουλοι του Τραμπ, ενώ είναι γνωστό ότι σε τέτοιου είδους παιχνίδια εμπλέκονταν διάφοροι επιστήμονες, σύμβουλοι επενδύσεων και σύμβουλοι τέχνης. Εντύπωση προκαλεί η τεράστια εξέλιξη, μέσω της τεχνολογίας, της τέχνης των αντιγραφέων κορυφαίων έργων τέχνης - σε κάποιο σημείο λέει ότι αν το δίκτυο της μαφίας που έκλεψε τον πίνακα του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη ήταν πιο επαγγελματικό, θα είχε φροντίσει να αντικαταστήσει τον αυθεντικό Πικάσο με έναν πλαστό.
Γιατί έβαλε τη φωτιά
Ωστόσο, αναζητώντας τα αίτια που μπορεί να ώθησαν έναν τόσο προικισμένο άνθρωπο όπως ο Μαρτίνος να μετατραπεί σε καταστροφέα και εμπρηστή, ο Ανδρουλάκης απαντά πως το έρεβος της ψυχής παραμένει ανεξιχνίαστο. Μόνο εικασίες μπορεί ένας ψυχολόγος ή συγγραφέας να κάνει για το τι μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο έγκλημα.
Πάντως παρότι το βιβλίο είναι μυθοπλασία, τα στοιχεία με τα οποία στοιχειοθετεί το προφίλ του προικισμένου εγκληματία είναι προϊόντα εξονυχιστικής έρευνας και ουσιαστικών πορισμάτων εκ μέρους του συγγραφέα. Εκπληκτικό είναι και το σκιαγράφημα του δράστη, πώς έβαλε τη φωτιά, ποιες ήταν οι κινήσεις και οι αντιδράσεις του, δένοντας εντέλει αυτή την ιστορία με απτά γεγονότα. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«“Νάσο, ο στόχος ‘Μινιόν’ δεν σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο γι’ αυτόν. Ο θρίαμβος της μεγαλομανιακής του παντοδυναμίας είναι το παν. Η επιβεβαίωση του μεγαλειώδους Εαυτού του που είχε δεχτεί καίριο πλήγμα. Ο στόχος ‘Μινιόν’ τον βρήκε τυχαία, δεν τον βρήκε αυτός. Επί χρόνια διαχειριζόταν τις εύλογες φοβίες του ιδιοκτήτη του ‘Μινιόν’ για εμπρησμό. Η μαφία των εκβιαστών-εμπρηστών ήδη υπήρχε. Ο Γεωργακάς, ο ιδιοκτήτης, το ήξερε. Την πρόλαβε ο Μαρτίνος –αν είναι ειλικρινής η ομολογία του– και της άνοιξε ντε φάκτο τον δρόμο για τους υπόλοιπους εμπρησμούς”.
“Και επιπλέον, εξαπάτησε την Πυροσβεστική μ’ αυτόν τον αυτοσχέδιο μηχανισμό σ’ ένα κουτί τσιγάρων. Πήρε προφανώς κι όλα τα μέτρα να μην υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες. Η φωτιά ξεκίνησε στους πάνω ορόφους”.
“Οι φλόγες, Νάσο, είναι πράγματι καθαρτήριες για τη δική του θανατερή κρίση. Επιβεβαιώνουν –έτσι φαντασιώνεται– τη μεγαλοφυΐα του, όπως και στην περίπτωση του ταχυδρόμου. Είναι άτρωτος. Είναι μεγάλος. Οι φλόγες δίνουν ένα νόημα, μια μορφή στην αβάσταχτη ενοχή του. Στην υπαρξιακή του αγωνία. Καίει τον “κόσμο” από τον οποίο νιώθει αποσυνάγωγος, κατά φαντασίαν αποκλεισμένος, απόβλητος”.
“Δεν επιδιώκει, βέβαια, την αλλαγή του”.
“Οχι, δεν θέλει να τον αλλάξει. Ξέρει ότι δεν μπορεί. Τον περιφρονεί και τον καίει συμβολικά. Κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό ώστε από το σοκ του να επανενωθούν τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού του και να αποκατασταθεί η εύθραυστη ισορροπία του. Και πράγματι επιστρέφει στην κανονικότητα και έχει μια λαμπρή καριέρα στην Interpol και στη συνέχεια ως art advisor: Είναι μια ολέθρια αλλά επιτυχής για τον εαυτό του θεραπευτική μέθοδος. Χτυπά στον πάτο του πηγαδιού, του κακού, για να τιναχτεί πάλι στην επιφάνεια”.
“Ο παρανοειδής, επομένως, ξαναγίνεται απόλυτα ρεαλιστής”.
“Ακριβώς. Τη φωτιά στο ‘Μινιόν’ την έβαλε ο ‘Αλλος’. Κι αυτός ο ‘Αλλος’ είμαι Εγώ’. Ο ‘Αλλος’ όμως εξαφανίζεται μετά την πράξη του εμπρησμού και ‘μένω μόνο Εγώ’. Ακέραιος. Καθαρός. Κι αυτός ο ‘Αλλος’ δεν εγκαταλείπει τη σκηνή σαν ένας καταφρονεμένος εγκληματίας, αλλά μέσα από ένα μεγαλόπρεπο θέαμα, με τις φλόγες στον ουρανό. Θέαμα στημένο από το ίδιο το πεπρωμένο”.
“Σ’ αυτές τις παρανοειδείς στιγμές, Δημήτρη, πιστεύεις πως χάνει τη διάκριση Καλού-Κακού;”
“Οχι, βιώνει τη μαγεία του Κακού και της καταστροφής, μεθά στο μεγαλομανιακό του παραλήρημα, αλλά έχει συνείδηση του εαυτού του και επίγνωση της διάκρισης Καλού-Κακού. Κάνει το Κακό στο πλαίσιο του Καλού, στην υπηρεσία του. Στο όνομά του. Είναι ηθικολόγος. Παραβιάζει συνειδητά τον νόμο στο όνομα μιας δικής του, υποτίθεται, ανώτερης ηθικής, με δικούς του ηθικούς κανόνες. Δεν γνωρίζουμε αν στις στιγμές της κρίσης αισθάνεται ως ο εκλεκτός, υπεράνω της συμβατικής ηθικής, πέραν του Καλού και του Κακού. Σίγουρα όταν οι φλόγες του ‘Μινιόν’ σκίζαν σαν πύρινες λόγχες τον αττικό ουρανό, ο ίδιος λαμποκοπά από Μαύρο Φως».
Ειδήσεις σήμερα:
«Κανείς δεν μ' αγαπάει»: Συγκλονιστικό ντοκουμέντο με τον σπαραγμό εξάχρονου που πέθανε «μετά από βασανιστήρια των γονιών του»
Aπίστευτες εικόνες από πλημμυρισμένο νηπιαγωγείο στην Καλλιθέα
Ποιοι εμβολιασμένοι κινδυνεύουν περισσότερο από νοσηλεία για COVID-19
Οσο για τα κίνητρα που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις δεν είναι ποτέ μονοδιάστατα, ούτε ξεκάθαρα και, όπως θα έλεγε ο συγγραφέας, ούτε καν εξηγήσιμα. Πάντως συνδέοντας την ύπαρξη ευρύτερων συμφερόντων με την πυρπόληση του «Μινιόν», ο ίδιος επισημαίνει ότι «οι δράστες προκάλεσαν, ακούσια ή εκούσια, με πιθανότερο το δεύτερο, τον αφελληνισμό των πολυκαταστημάτων λιανικής, που συμπαρέσυρε στο κλείσιμο τις βιοτεχνίες-προμηθευτές τους και ενίσχυσε τις τάσεις αποβιομηχάνισης». Και ο νοών νοείτω.
«Εγώ είμαι ο εμπρηστής»
Το τέλος του «Μινιόν» ήρθε επομένως πολύ άδοξα, όπως και αυτό της ελληνικής εκβιομηχάνισης. Ακόμα και αν ο ιδιοκτήτης του έκανε φιλότιμες προσπάθειες, μαζί με τους εργαζομένους να το ξαναστήσει, δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν. Ο Γιάννης Γεωργακάς, ο άνθρωπος που έκανε πράξη το success story, ως πρώην υπάλληλος μπακάλικου, σερβιτόρος και... τσιλιαδόρος ενός παπατζή, για τον οποίο οι εργαζόμενοι είχαν μόνο καλά να πουν, δεν μπόρεσε μαζί με το «Μινιόν» να αναστήσει τα πρώτα αθώα όνειρα των Ελλήνων, οι οποίοι μετά την πτώση της χούντας ανακάλυπταν εκτός από την κατανάλωση και τον κοσμοπολιτισμό.
Εναν χρόνο, λοιπόν, πριν από την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία και μια επταετία μετά την πτώση της χούντας, το «Μινιόν» που διήγε την καλύτερη περίοδό του γνώρισε το άδοξο τέλος σε μια μαύρη συγκυρία που ο Ανδρουλάκης μεταφέρει στο σήμερα, την περίοδο της πανδημίας. Το βιβλίο, άλλωστε, ξεκινάει με μια μεταφορά στις μέρες μας και με την ομολογία του ανθρώπου πέρα από κάθε υποψία, του πρώην αστυνομικού και νυν συμβούλου σε θέματα που άπτονται με τη δίωξη σκοτεινών κυκλωμάτων στην αγορά της τέχνης Αντώνη Μαρτίνου, ότι αυτός υπήρξε όντως ο εμπρηστής του «Μινιόν». Και αυτό στο περιθώριο μιας σημαντικής δίκης που αποκαλύπτει την εμπλοκή ενός σοσιαλδημοκράτη πολιτικού στις ατασθαλίες τραπεζιτών ύστερα από υπόδειξη του ίδιου του Μαρτίνου. Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης ο πρωταγωνιστής του βιβλίου συναντά στο Αμβούργο, έξω από το δικαστικό μέγαρο έναν παλιό του γνώριμο, τον Αλέξανδρο Μποτίνο (Αλεξ Μποτίν) από τις παλιές μέρες, με τον οποίο μοιράζονταν ένα παλιό σπίτι στα Εξάρχεια και εμπλέκονταν σε κοινά μυστικά.
Ο Μποτίνος, πλέον επιβεβλημένο στέλεχος μιας σκοτεινής εταιρείας επενδύσεων ονόματι Invesco, είχε κάποτε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, πλευρίσει τον Μαρτίνο, γνωρίζοντας ότι είναι δημοκράτης και αδιάφθορος, ώστε να τον εμπλέξει στο σχέδιό του για την ενδεχόμενη «απαλλοτρίωση» του «Μινιόν» εκ μέρους μιας ακροαριστερής επαναστατικής οργάνωσης. Νοίκιασε λοιπόν μεσοτοιχία με τον Μαρτίνο ένα διαμέρισμα σε ένα παλιό αρχοντικό στην οδό Οικονόμου στα Εξάρχεια και εκεί άρχισε μια φιλική γνωριμία που έμελλε να εξελιχθεί σε κοινή πορεία, αλλά και σε ερωτικό ανταγωνισμό για τα μάτια της Μαργαρίτας - και όχι μόνο. Ψάχνοντας στο παρελθόν του υποτιθέμενα αδιάφθορου αστυνομικού, ο Μποτίνος ήρθε επίσης αντιμέτωπος με παλιές καταστάσεις από τα παιδικά χρόνια του Μαρτίνου στην Ιτέα της Φωκίδας, νότια της Αμφισσας, νοτιοδυτικά των Δελφών φτάνοντας μέχρι την Αφρική και από εκεί στην Αθήνα, για να τον ξαναβρεί τελικά κάπου μεταξύ Νέας Υόρκης και Αμβούργου, στα περίοπτα σαλόνια της σύγχρονης Ευρώπης.
Με τον μοναδικό τρόπο που έχει πάντα να εμπλέκει τα πραγματικά στοιχεία με φανταστικά περιστατικά και τη μυθοπλασία, ο Ανδρουλάκης μέσα από τους δύο πρωταγωνιστές του όχι μόνο φέρνει στο φως στοιχεία για την πυρπόληση του «Μινιόν», αλλά και πολύτιμες αναφορές για τον τρόπο δράσης της σύγχρονης μαφίας, με την οποία συνδέονται όχι μόνο κορυφαίοι αγοραστές έργων τέχνης, παράνομα δίκτυα και διάφοροι μεγαλοπαράγοντες, αλλά και επενδυτικοί οργανισμοί και τράπεζες.
Ο Ανδρουλάκης αναφέρεται χαρακτηριστικά σε πρώην στελέχη της Goldman Sachs που βρέθηκαν υπουργοί και σύμβουλοι του Τραμπ, ενώ είναι γνωστό ότι σε τέτοιου είδους παιχνίδια εμπλέκονταν διάφοροι επιστήμονες, σύμβουλοι επενδύσεων και σύμβουλοι τέχνης. Εντύπωση προκαλεί η τεράστια εξέλιξη, μέσω της τεχνολογίας, της τέχνης των αντιγραφέων κορυφαίων έργων τέχνης - σε κάποιο σημείο λέει ότι αν το δίκτυο της μαφίας που έκλεψε τον πίνακα του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη ήταν πιο επαγγελματικό, θα είχε φροντίσει να αντικαταστήσει τον αυθεντικό Πικάσο με έναν πλαστό.
Γιατί έβαλε τη φωτιά
Ωστόσο, αναζητώντας τα αίτια που μπορεί να ώθησαν έναν τόσο προικισμένο άνθρωπο όπως ο Μαρτίνος να μετατραπεί σε καταστροφέα και εμπρηστή, ο Ανδρουλάκης απαντά πως το έρεβος της ψυχής παραμένει ανεξιχνίαστο. Μόνο εικασίες μπορεί ένας ψυχολόγος ή συγγραφέας να κάνει για το τι μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο έγκλημα.
Πάντως παρότι το βιβλίο είναι μυθοπλασία, τα στοιχεία με τα οποία στοιχειοθετεί το προφίλ του προικισμένου εγκληματία είναι προϊόντα εξονυχιστικής έρευνας και ουσιαστικών πορισμάτων εκ μέρους του συγγραφέα. Εκπληκτικό είναι και το σκιαγράφημα του δράστη, πώς έβαλε τη φωτιά, ποιες ήταν οι κινήσεις και οι αντιδράσεις του, δένοντας εντέλει αυτή την ιστορία με απτά γεγονότα. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«“Νάσο, ο στόχος ‘Μινιόν’ δεν σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο γι’ αυτόν. Ο θρίαμβος της μεγαλομανιακής του παντοδυναμίας είναι το παν. Η επιβεβαίωση του μεγαλειώδους Εαυτού του που είχε δεχτεί καίριο πλήγμα. Ο στόχος ‘Μινιόν’ τον βρήκε τυχαία, δεν τον βρήκε αυτός. Επί χρόνια διαχειριζόταν τις εύλογες φοβίες του ιδιοκτήτη του ‘Μινιόν’ για εμπρησμό. Η μαφία των εκβιαστών-εμπρηστών ήδη υπήρχε. Ο Γεωργακάς, ο ιδιοκτήτης, το ήξερε. Την πρόλαβε ο Μαρτίνος –αν είναι ειλικρινής η ομολογία του– και της άνοιξε ντε φάκτο τον δρόμο για τους υπόλοιπους εμπρησμούς”.
“Και επιπλέον, εξαπάτησε την Πυροσβεστική μ’ αυτόν τον αυτοσχέδιο μηχανισμό σ’ ένα κουτί τσιγάρων. Πήρε προφανώς κι όλα τα μέτρα να μην υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες. Η φωτιά ξεκίνησε στους πάνω ορόφους”.
“Οι φλόγες, Νάσο, είναι πράγματι καθαρτήριες για τη δική του θανατερή κρίση. Επιβεβαιώνουν –έτσι φαντασιώνεται– τη μεγαλοφυΐα του, όπως και στην περίπτωση του ταχυδρόμου. Είναι άτρωτος. Είναι μεγάλος. Οι φλόγες δίνουν ένα νόημα, μια μορφή στην αβάσταχτη ενοχή του. Στην υπαρξιακή του αγωνία. Καίει τον “κόσμο” από τον οποίο νιώθει αποσυνάγωγος, κατά φαντασίαν αποκλεισμένος, απόβλητος”.
“Δεν επιδιώκει, βέβαια, την αλλαγή του”.
“Οχι, δεν θέλει να τον αλλάξει. Ξέρει ότι δεν μπορεί. Τον περιφρονεί και τον καίει συμβολικά. Κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό ώστε από το σοκ του να επανενωθούν τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού του και να αποκατασταθεί η εύθραυστη ισορροπία του. Και πράγματι επιστρέφει στην κανονικότητα και έχει μια λαμπρή καριέρα στην Interpol και στη συνέχεια ως art advisor: Είναι μια ολέθρια αλλά επιτυχής για τον εαυτό του θεραπευτική μέθοδος. Χτυπά στον πάτο του πηγαδιού, του κακού, για να τιναχτεί πάλι στην επιφάνεια”.
“Ο παρανοειδής, επομένως, ξαναγίνεται απόλυτα ρεαλιστής”.
“Ακριβώς. Τη φωτιά στο ‘Μινιόν’ την έβαλε ο ‘Αλλος’. Κι αυτός ο ‘Αλλος’ είμαι Εγώ’. Ο ‘Αλλος’ όμως εξαφανίζεται μετά την πράξη του εμπρησμού και ‘μένω μόνο Εγώ’. Ακέραιος. Καθαρός. Κι αυτός ο ‘Αλλος’ δεν εγκαταλείπει τη σκηνή σαν ένας καταφρονεμένος εγκληματίας, αλλά μέσα από ένα μεγαλόπρεπο θέαμα, με τις φλόγες στον ουρανό. Θέαμα στημένο από το ίδιο το πεπρωμένο”.
“Σ’ αυτές τις παρανοειδείς στιγμές, Δημήτρη, πιστεύεις πως χάνει τη διάκριση Καλού-Κακού;”
“Οχι, βιώνει τη μαγεία του Κακού και της καταστροφής, μεθά στο μεγαλομανιακό του παραλήρημα, αλλά έχει συνείδηση του εαυτού του και επίγνωση της διάκρισης Καλού-Κακού. Κάνει το Κακό στο πλαίσιο του Καλού, στην υπηρεσία του. Στο όνομά του. Είναι ηθικολόγος. Παραβιάζει συνειδητά τον νόμο στο όνομα μιας δικής του, υποτίθεται, ανώτερης ηθικής, με δικούς του ηθικούς κανόνες. Δεν γνωρίζουμε αν στις στιγμές της κρίσης αισθάνεται ως ο εκλεκτός, υπεράνω της συμβατικής ηθικής, πέραν του Καλού και του Κακού. Σίγουρα όταν οι φλόγες του ‘Μινιόν’ σκίζαν σαν πύρινες λόγχες τον αττικό ουρανό, ο ίδιος λαμποκοπά από Μαύρο Φως».
Ειδήσεις σήμερα:
«Κανείς δεν μ' αγαπάει»: Συγκλονιστικό ντοκουμέντο με τον σπαραγμό εξάχρονου που πέθανε «μετά από βασανιστήρια των γονιών του»
Aπίστευτες εικόνες από πλημμυρισμένο νηπιαγωγείο στην Καλλιθέα
Ποιοι εμβολιασμένοι κινδυνεύουν περισσότερο από νοσηλεία για COVID-19
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr