Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Παρατηρήσεις για τις αλλαγές στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών
Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Παρατηρήσεις για τις αλλαγές στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών
Η ΕΔΕ εκφράζει την αντίθεσή της στα προγράμματα επιμόρφωσης των δικαστικών, αλλά και ως προς την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων την οποία χαρακτηρίζει απαράδεκτη
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) διαβίβασε στο υπουργείο Δικαιοσύνης παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου με το οποίοι υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ενώ παράλληλα κοινοποίησε τις παρατηρήσεις στα πολιτικά κόμματα της Βουλής.
Ειδικότερα, η ΕΔΕ εκφράζει την αντίθεσή της στα προγράμματα επιμόρφωσης των δικαστικών, καθώς με το νομοσχέδιο εισάγεται μια «απαράδεκτη μέθοδο εκ πλαγίου πρόσθετης αξιολόγησης των δικαστών, πέραν της επιθεώρησής τους», όπως επίσης εκφράζει την αντίθεσή της ως προς την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων την οποία χαρακτηρίζει απαράδεκτη.
Την ίδια στιγμή η ΕΔΕ θεωρεί θετική την ρύθμιση με την οποία στην Εθνική Σχολή Δικαστών Λειτουργών δημιουργείται κατεύθυνσης Ειρηνοδικών.
Το σύνολο των παρατηρήσεων της ΕΔΕ έχουν ως εξής:
«Α) Άρθρο 40. Τακτικά και έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης (για τους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς). Με το άρθρο αυτό εισάγεται ρύθμιση με την οποία οι Δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι και τον βαθμό του Παρέδρου, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη και δικαστικοί λειτουργοί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών, οι Ειρηνοδίκες και οι Πταισματοδίκες, συμμετέχουν υποχρεωτικά σε προγράμματα επιμόρφωσης στα οποία εξετάζονται και βαθμολογούνται. Η βαθμολογία αυτών που αριστεύουν (αν απαντήσουν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και λάβουν συνολική βαθμολογία από 70 και άνω με άριστα το 100), καταχωρείται στον υπηρεσιακό τους φάκελο και τους χορηγείται πιστοποιητικό ευδόκιμης παρακολούθησης ενώ οι υπόλοιποι μπορούν σε επόμενο χρόνο να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο επιμόρφωσης. Προβλέπει επίσης το παραπάνω άρθρο τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών όλων των κλάδων και βαθμών σε έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης κατά τα οποία χορηγείται στους συμμετέχοντες πιστοποιητικό παρακολούθησης, το ευδόκιμο της οποίας (για τους δικαστές με τον βαθμό του Εφέτη και κάτω) κρίνεται με απόφαση του Προέδρου της ομάδας εργασίας, ο οποίος έχει την ιδιότητα είτε ανώτατου δικαστικού λειτουργού είτε Προέδρου ή Εισαγγελέα Εφετών. Προβλέπεται ακόμη και στα προαιρετικά προγράμματα σε όσους συμμετέχουν και εφόσον το επιθυμούν, να χορηγούνται βεβαιώσεις συμμετοχής, οι οποίες τίθενται στον υπηρεσιακό τους φάκελο, αν απαντήσουν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και λάβουν συνολική βαθμολογία από εβδομήντα (70) και άνω με άριστα το εκατό (100).
Η εν λόγω ρύθμιση του σχεδίου Νόμου εισάγει μια απαράδεκτη μέθοδο εκ πλαγίου πρόσθετης αξιολόγησης των δικαστών, πέραν της επιθεώρησής τους, αναιρώντας τον θεσμικό τους ρόλο και την κατάρτισή τους και κυρίως υποτιμώντας το επιβαρυμένο δικαιοδοτικό τους έργο, χωρίς αντίστοιχα με τον επιχειρούμενο τρόπο να διευκολύνεται ο δικαστής με ουσιαστικά κίνητρα να μετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια πραγματικής υποβοήθησής του. Με τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση ο δικαστής αντιμετωπίζεται με καχυποψία από την Πολιτεία, δεν γίνεται αντιληπτό το υψηλό λειτούργημα που ασκεί, το μέγεθος των ευθυνών που καλείται να διαχειριστεί και ο μεγάλος καθημερινός φόρτος εργασίας του. Παραβλέποντας όλα αυτά προστίθεται με τη ρύθμιση η υποχρέωση να παρακολουθεί επιμορφωτικά προγράμματα στα οποία βαθμολογείται και προωθείται τελικά ο ανταγωνισμός, το άγχος της ανταπόκρισης, η αίσθηση της υπαλληλοποίησης, η κενή περιεχομένου βαθμοθηρία και τελικά η υπηρεσιακή ανασφάλεια, στοιχεία ευθέως αντίθετα με την θέση και τον προορισμό του δικαστή, ο οποίος πρέπει να νιώθει ασφαλής στην άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων και ενισχυμένος στη διαχείριση του μεγάλου όγκου εργασίας που έχει. Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί προστάδιο της αλλαγής του τρόπου αξιολόγησης των δικαστικών λειτουργών ο οποίος σχεδιάζεται εδώ και καιρό. Αίτημά μας είναι να απαλειφθεί η διάταξη αυτή ως προς τη βαθμολόγηση και αξιολόγηση των συμμετεχόντων δικαστικών λειτουργών.
Β) Στο άρθρο 9 (ήδη άρθρο 16 παρ.1δ΄), προβλέπεται για πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια λειτουργίας της Σχολής, η δημιουργία κατεύθυνσης Ειρηνοδικών. Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί ιστορική δικαίωση των αγώνων που έδωσε το Προεδρείο της Ένωσης τα τελευταία χρόνια. Αναβαθμίζεται πλέον έμπρακτα ο βαθμός των Ειρηνοδικών και αναγνωρίζεται από την Πολιτεία η ανάγκη να λαμβάνουν ίδιο επίπεδο επιστημονικών γνώσεων με τους Πρωτοδίκες.
Γ) Στο άρθρο 12 (ήδη άρθρο 19 παρ.2Αα΄, Βα΄, Γα΄), αντικαθίσταται η γραπτή εξέταση του αντικειμένου της «γενικής παιδείας» με το αντικείμενο της «γενικής νομικής παιδείας» δίνοντας σαφή κατεύθυνση ότι το αντικείμενο οφείλει να έχει απαραίτητα και νομική διάσταση. Αντίθετα στο επόμενο άρθρο 13 (ήδη άρθρο 20παρ.2) το σχέδιο αναβαθμίζει τον συντελεστή βαρύτητας του συγκεκριμένου αντικειμένου από το 0,5 στο 1 με το σκεπτικό ότι «οι υποψήφιοι διαγωνίζονται για να ασκήσουν ένα δημόσιο λειτούργημα που για να ασκηθεί με επάρκεια οφείλουν να έχουν ένα ευρύ φάσμα γνώσεων πέρα από την στενή νομική τους κατάρτιση, κριτική σκέψη, καλλιέργεια, ευελιξία και επαφή με τα κοινωνικά τεκταινόμενα ώστε να αντιλαμβάνονται πληρέστερα το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εκδίκασης των υποθέσεων που θα κληθούν να επιλύσουν στο μέλλον..». Οι δύο αυτές προβλέψεις του σχεδίου βρίσκονται σε προφανή αναντιστοιχία. Ο υποψήφιος σπουδαστής της ΕΣΔΙ οφείλει πραγματικά να έχει μια ευρύτερη αντίληψη των κοινωνικών και οικονομικών αιτίων που οδηγούν στην ψήφιση μιας νομικής διάταξης. Ως δικαστής πρέπει να έχει μια ευρύτερη κουλτούρα πολιτιστική, αισθητική, φιλοσοφική. Να έχει ιστορικές γνώσεις και κριτική σκέψη για την υφιστάμενη διεθνή κατάσταση. Να μπορεί να αναπτύσσει τις απόψεις του και τα επιχειρήματά του στη βάση της διαλεκτικής σύνθεσης. Υπό την έννοια αυτή συμφωνούμε με την αναβάθμιση του συντελεστή βαρύτητας του μαθήματος. Διαφωνούμε όμως με την στενή οριοθέτησή του σε αντικείμενο «νομικής» παιδείας και την ενίσχυση των τεχνοκρατικών γνώσεων ενός υποψηφίου. Το αίτημα για έναν ευρύτερο ορίζοντα παιδείας του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού, όπως εξειδικεύεται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 13, αποδυναμώνεται και λειτουργεί παραπλανητικά σε σχέση με τις περιορισμένες απαιτήσεις του άρθρου 12.
Δ) Το άρθρο 23 (ήδη άρθρο 31) εισάγει μια εντελώς απαράδεκτη μέθοδο αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων, οι οποίοι δεν βαθμολογούνται αλλά κατατάσσονται υποχρεωτικά σε συγκεκριμένες ομάδες: στην ομάδα 1 οι άριστοι που προσδιορίζονται στο 10%, στην ομάδα 2 οι αμέσως επόμενοι που προσδιορίζονται στο 25%, στην ομάδα 3 το 50% των σπουδαστών και στην ομάδα 4 το τελευταίο 15% ένα τμήμα του οποίου κατατάσσεται στην ομάδα 5 και η επίδοσή τους κρίνεται ανεπαρκής με δυνατότητα να επαναλάβουν την πρακτική άσκηση για άλλη μια φορά. Με το σύστημα αυτό δεν «ενισχύεται η ευγενής άμιλλα μεταξύ των σπουδαστών» όπως λέει η εισηγητική έκθεση. Διασπάται η αναγκαία αλληλεγγύη, η ενότητα των σπουδαστών και μελλοντικών συναδέλφων. Ενισχύονται οι αντιπαλότητες, η βαθμοθηρία, το άγχος να μην βρεθεί κάποιος σπουδαστής στην κατηγορία 4 ή 5 ή αντίστροφα η επιδίωξη να καταγραφεί στο 10% των αρίστων. Φτιάχνονται αυστηρά προσδιορισμένες τάξεις ικανοτήτων που πολλές φορές φτάνουν σε άδικα αποτελέσματα. Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο μας «προετοιμάζει» για τις αλλαγές που επιθυμεί να εισάγει το Υπουργείο στον ΚΟΔΚΔΛ αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών. Μιας αξιολόγησης που θα βρίσκεται ενδεχομένως σε άμεση συνάρτηση και με τις προαγωγές. Οι εισηγητές του σχεδίου δεν εξηγούν για ποιόν ακριβώς λόγο γίνεται αυτή η κατηγοριοποίηση και πως ωφελεί την ποιότητα σπουδών μια διαρκής και συνεχόμενη διαδικασία βαθμολόγησης, δεδομένου ότι ήδη οι σπουδαστές έχουν υποβληθεί τρεις φορές σε εξετάσεις (εισαγωγικού διαγωνισμού, ενδιάμεσου σταδίου και εξετάσεις αποφοίτησης). Έχουμε την άποψη ότι στο στάδιο της εξάμηνης πρακτικής άσκησης το κύριο βάρος πρέπει να δοθεί στην ποιοτική εκπαίδευση και την απόκτηση εμπειρίας ενώ η επιτροπή βαθμολόγησης θα πρέπει να κρίνει μόνο εάν η παρουσία του εκπαιδευόμενου ήταν επιτυχής ή όχι.
Ε) Άρθ. 19παρ.1. Ως προς το πρώτο (1ο) υποχρεωτικό στάδιο εξέτασης σε ξένη γλώσσα για τη συμμετοχή των υποψηφίων στον διαγωνισμό εισαγωγής στην ΕΣΔΙ. Με την διάταξη αυτή του σχεδίου καλούνται οι υποψήφιοι να διαγωνιστούν σε πρώτο στάδιο, σε ξένη γλώσσα και μόνον εφόσον επιτύχουν στο στάδιο αυτό, μπορούν να μετέχουν στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού που είναι οι γραπτές εξετάσεις στα κυρίως νομικά αντικείμενα. Το πρώτο στάδιο εισάγει μια δυσανάλογη επιβάρυνση στους υποψηφίους, καθώς αναγορεύει ως ισάξιο στάδιο, την εξέταση στην ξένη γλώσσα, καθιστώντας την έτσι προϋπόθεση για την περαιτέρω συμμετοχή του υποψηφίου στα επόμενα στάδια κατά τα οποία θα εξεταστεί στα νομικά αντικείμενα του κλάδου επιλογής του (γραπτά και προφορικά). Ασφαλώς η γνώση της ξένης γλώσσας αποτελεί ένα σημαντικό προσόν για τον σύγχρονο έλληνα δικαστή, ωστόσο αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί και σε μεταγενέστερο στάδιο όπως σ΄ αυτό των σπουδών του στην ΕΣΔΙ., αλλά και στη συνέχεια στην υπηρεσιακή του πορεία. Δεν μπορεί λοιπόν να εξαρτάται η συμμετοχή του υποψηφίου στις εξετάσεις για την εισαγωγή του στην ΕΣΔΙ από την προηγούμενη εξέτασή του και την επιτυχία του αυτοτελώς στην ξένη γλώσσα. Η εξέταση στην ξένη γλώσσα θα πρέπει να εξακολουθήσει να γίνεται στο προκριματικό στάδιο των γραπτών εξετάσεων του υποψηφίου με συνυπολογισμό της βαθμολογίας κατά ποσοστό στην τελική βαθμολογία του υποψηφίου. Επομένως προτείνουμε να απαλειφθεί η σχετική διάταξη ως προς το πρώτο υποχρεωτικό στάδιο εξέτασης των υποψηφίων σε ξένη γλώσσα.
Στ) Άρθ. 20παρ.4. Ως προς τη βαθμολόγηση των υποψηφίων. Με τη διάταξη αυτή του σχεδίου ορίζεται ότι ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα τοις εκατό (70%) και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας τριάντα τοις εκατό (30%). Η ρύθμιση αυτή είναι εσφαλμένη καθώς ενισχύεται αδικαιολόγητα ο συντελεστής βαρύτητας του σταδίου της προφορικής διαδικασίας στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας του υποψηφίου σε βάρος της γραπτής που αποτελεί λόγω της χρονικής διάρκειας του σταδίου αυτού και της πολλαπλότητας του αντικειμένου της εξέτασης, αναμφισβήτητο προαπαιτούμενο του ελέγχου της επάρκειας του υποψηφίου. Προσθέτως οι γραπτές εξετάσεις διενεργούνται με απόκρυψη των ονομάτων των υποψηφίων και με κοινά ερωτήματα για κάθε κλάδο υποψηφίων, με τον τρόπο δε αυτό ενισχύεται περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις. Προτείνουμε λοιπόν να ορίζονται αντίστοιχα οι συντελεστές βαρύτητας σε 80% για την γραπτή δοκιμασία και σε 20% για την προφορική δοκιμασία.
Ζ) Άρθρο 36. Με την εισαγόμενη ρύθμιση προβλέπεται η παράταση της περιόδου της υπηρεσίας δόκιμου δικαστικού λειτουργού σε 20 μήνες. Η παράταση αυτή δεν εξυπηρετεί κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ούτε έχει παρατηρηθεί κάποια δυσλειτουργία στο ισχύον καθεστώς. Το διάστημα των 12 μηνών της περιόδου αυτής κρίνεται επαρκές και ικανό για να αξιολογηθεί η ικανότητα ενός δικαστικού λειτουργού. Πρόκειται για άλλη μία διάταξη που εκφράζει ανοιχτά την δυσπιστία του νομοθέτη στην ικανότητα των δικαστικών λειτουργών της Χώρας.
Η) Άρθ. 49παρ.1 Αα΄, περ. iv. Ως προς τα προσόντα των διδασκόντων Ειρηνοδικών. Η διάταξη του σχεδίου προβλέπει για τους Ειρηνοδίκες διδάσκοντες, ότι πρέπει να έχουν τον βαθμό του Ειρηνοδίκη Α΄ Τάξης και να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον είκοσι (20) έτη παραμονής στην υπηρεσία. Η εν λόγω διάταξη θεωρούμε ότι εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος των Ειρηνοδικών που επιθυμούν να συμμετέχουν ως διδάσκοντες στην ΕΣΔΙ οι οποίοι διαθέτουν υψηλό επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης και αυξημένα επιστημονικά προσόντα, δεδομένου ότι ήδη στον κλάδο των Ειρηνοδικών υπηρετούν δικαστές που διαθέτουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών καθώς και δημοσιεύσεις στο νομικό τύπο. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι για τους Πρωτοδίκες προβλέπεται στο σχέδιο νόμου για την επιλογή τους ως διδασκόντων, παραμονή στο βαθμό (του Πρωτοδίκη) τουλάχιστον επτά (7) έτη, ενώ από τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και πάνω δεν τίθεται προϋπόθεση χρόνου παραμονής στον βαθμό, καθώς και ότι οι Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης έχουν επαρκή προϋπηρεσία, συνήθως τουλάχιστον δέκα επτά (17) ετών, προτείνουμε να αλλάξει η διάταξη στο συγκεκριμένο σημείο ως εξής: «Η κατάρτιση και η επιμόρφωση παρέχονται από: α) Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον: i) ………….και iv) Ειρηνοδίκη ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στην υπηρεσία.
Ειδικότερα, η ΕΔΕ εκφράζει την αντίθεσή της στα προγράμματα επιμόρφωσης των δικαστικών, καθώς με το νομοσχέδιο εισάγεται μια «απαράδεκτη μέθοδο εκ πλαγίου πρόσθετης αξιολόγησης των δικαστών, πέραν της επιθεώρησής τους», όπως επίσης εκφράζει την αντίθεσή της ως προς την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων την οποία χαρακτηρίζει απαράδεκτη.
Την ίδια στιγμή η ΕΔΕ θεωρεί θετική την ρύθμιση με την οποία στην Εθνική Σχολή Δικαστών Λειτουργών δημιουργείται κατεύθυνσης Ειρηνοδικών.
Το σύνολο των παρατηρήσεων της ΕΔΕ έχουν ως εξής:
«Α) Άρθρο 40. Τακτικά και έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης (για τους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς). Με το άρθρο αυτό εισάγεται ρύθμιση με την οποία οι Δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι και τον βαθμό του Παρέδρου, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη και δικαστικοί λειτουργοί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών, οι Ειρηνοδίκες και οι Πταισματοδίκες, συμμετέχουν υποχρεωτικά σε προγράμματα επιμόρφωσης στα οποία εξετάζονται και βαθμολογούνται. Η βαθμολογία αυτών που αριστεύουν (αν απαντήσουν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και λάβουν συνολική βαθμολογία από 70 και άνω με άριστα το 100), καταχωρείται στον υπηρεσιακό τους φάκελο και τους χορηγείται πιστοποιητικό ευδόκιμης παρακολούθησης ενώ οι υπόλοιποι μπορούν σε επόμενο χρόνο να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο επιμόρφωσης. Προβλέπει επίσης το παραπάνω άρθρο τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών όλων των κλάδων και βαθμών σε έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης κατά τα οποία χορηγείται στους συμμετέχοντες πιστοποιητικό παρακολούθησης, το ευδόκιμο της οποίας (για τους δικαστές με τον βαθμό του Εφέτη και κάτω) κρίνεται με απόφαση του Προέδρου της ομάδας εργασίας, ο οποίος έχει την ιδιότητα είτε ανώτατου δικαστικού λειτουργού είτε Προέδρου ή Εισαγγελέα Εφετών. Προβλέπεται ακόμη και στα προαιρετικά προγράμματα σε όσους συμμετέχουν και εφόσον το επιθυμούν, να χορηγούνται βεβαιώσεις συμμετοχής, οι οποίες τίθενται στον υπηρεσιακό τους φάκελο, αν απαντήσουν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και λάβουν συνολική βαθμολογία από εβδομήντα (70) και άνω με άριστα το εκατό (100).
Η εν λόγω ρύθμιση του σχεδίου Νόμου εισάγει μια απαράδεκτη μέθοδο εκ πλαγίου πρόσθετης αξιολόγησης των δικαστών, πέραν της επιθεώρησής τους, αναιρώντας τον θεσμικό τους ρόλο και την κατάρτισή τους και κυρίως υποτιμώντας το επιβαρυμένο δικαιοδοτικό τους έργο, χωρίς αντίστοιχα με τον επιχειρούμενο τρόπο να διευκολύνεται ο δικαστής με ουσιαστικά κίνητρα να μετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια πραγματικής υποβοήθησής του. Με τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση ο δικαστής αντιμετωπίζεται με καχυποψία από την Πολιτεία, δεν γίνεται αντιληπτό το υψηλό λειτούργημα που ασκεί, το μέγεθος των ευθυνών που καλείται να διαχειριστεί και ο μεγάλος καθημερινός φόρτος εργασίας του. Παραβλέποντας όλα αυτά προστίθεται με τη ρύθμιση η υποχρέωση να παρακολουθεί επιμορφωτικά προγράμματα στα οποία βαθμολογείται και προωθείται τελικά ο ανταγωνισμός, το άγχος της ανταπόκρισης, η αίσθηση της υπαλληλοποίησης, η κενή περιεχομένου βαθμοθηρία και τελικά η υπηρεσιακή ανασφάλεια, στοιχεία ευθέως αντίθετα με την θέση και τον προορισμό του δικαστή, ο οποίος πρέπει να νιώθει ασφαλής στην άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων και ενισχυμένος στη διαχείριση του μεγάλου όγκου εργασίας που έχει. Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί προστάδιο της αλλαγής του τρόπου αξιολόγησης των δικαστικών λειτουργών ο οποίος σχεδιάζεται εδώ και καιρό. Αίτημά μας είναι να απαλειφθεί η διάταξη αυτή ως προς τη βαθμολόγηση και αξιολόγηση των συμμετεχόντων δικαστικών λειτουργών.
Β) Στο άρθρο 9 (ήδη άρθρο 16 παρ.1δ΄), προβλέπεται για πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια λειτουργίας της Σχολής, η δημιουργία κατεύθυνσης Ειρηνοδικών. Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί ιστορική δικαίωση των αγώνων που έδωσε το Προεδρείο της Ένωσης τα τελευταία χρόνια. Αναβαθμίζεται πλέον έμπρακτα ο βαθμός των Ειρηνοδικών και αναγνωρίζεται από την Πολιτεία η ανάγκη να λαμβάνουν ίδιο επίπεδο επιστημονικών γνώσεων με τους Πρωτοδίκες.
Γ) Στο άρθρο 12 (ήδη άρθρο 19 παρ.2Αα΄, Βα΄, Γα΄), αντικαθίσταται η γραπτή εξέταση του αντικειμένου της «γενικής παιδείας» με το αντικείμενο της «γενικής νομικής παιδείας» δίνοντας σαφή κατεύθυνση ότι το αντικείμενο οφείλει να έχει απαραίτητα και νομική διάσταση. Αντίθετα στο επόμενο άρθρο 13 (ήδη άρθρο 20παρ.2) το σχέδιο αναβαθμίζει τον συντελεστή βαρύτητας του συγκεκριμένου αντικειμένου από το 0,5 στο 1 με το σκεπτικό ότι «οι υποψήφιοι διαγωνίζονται για να ασκήσουν ένα δημόσιο λειτούργημα που για να ασκηθεί με επάρκεια οφείλουν να έχουν ένα ευρύ φάσμα γνώσεων πέρα από την στενή νομική τους κατάρτιση, κριτική σκέψη, καλλιέργεια, ευελιξία και επαφή με τα κοινωνικά τεκταινόμενα ώστε να αντιλαμβάνονται πληρέστερα το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εκδίκασης των υποθέσεων που θα κληθούν να επιλύσουν στο μέλλον..». Οι δύο αυτές προβλέψεις του σχεδίου βρίσκονται σε προφανή αναντιστοιχία. Ο υποψήφιος σπουδαστής της ΕΣΔΙ οφείλει πραγματικά να έχει μια ευρύτερη αντίληψη των κοινωνικών και οικονομικών αιτίων που οδηγούν στην ψήφιση μιας νομικής διάταξης. Ως δικαστής πρέπει να έχει μια ευρύτερη κουλτούρα πολιτιστική, αισθητική, φιλοσοφική. Να έχει ιστορικές γνώσεις και κριτική σκέψη για την υφιστάμενη διεθνή κατάσταση. Να μπορεί να αναπτύσσει τις απόψεις του και τα επιχειρήματά του στη βάση της διαλεκτικής σύνθεσης. Υπό την έννοια αυτή συμφωνούμε με την αναβάθμιση του συντελεστή βαρύτητας του μαθήματος. Διαφωνούμε όμως με την στενή οριοθέτησή του σε αντικείμενο «νομικής» παιδείας και την ενίσχυση των τεχνοκρατικών γνώσεων ενός υποψηφίου. Το αίτημα για έναν ευρύτερο ορίζοντα παιδείας του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού, όπως εξειδικεύεται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 13, αποδυναμώνεται και λειτουργεί παραπλανητικά σε σχέση με τις περιορισμένες απαιτήσεις του άρθρου 12.
Δ) Το άρθρο 23 (ήδη άρθρο 31) εισάγει μια εντελώς απαράδεκτη μέθοδο αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων, οι οποίοι δεν βαθμολογούνται αλλά κατατάσσονται υποχρεωτικά σε συγκεκριμένες ομάδες: στην ομάδα 1 οι άριστοι που προσδιορίζονται στο 10%, στην ομάδα 2 οι αμέσως επόμενοι που προσδιορίζονται στο 25%, στην ομάδα 3 το 50% των σπουδαστών και στην ομάδα 4 το τελευταίο 15% ένα τμήμα του οποίου κατατάσσεται στην ομάδα 5 και η επίδοσή τους κρίνεται ανεπαρκής με δυνατότητα να επαναλάβουν την πρακτική άσκηση για άλλη μια φορά. Με το σύστημα αυτό δεν «ενισχύεται η ευγενής άμιλλα μεταξύ των σπουδαστών» όπως λέει η εισηγητική έκθεση. Διασπάται η αναγκαία αλληλεγγύη, η ενότητα των σπουδαστών και μελλοντικών συναδέλφων. Ενισχύονται οι αντιπαλότητες, η βαθμοθηρία, το άγχος να μην βρεθεί κάποιος σπουδαστής στην κατηγορία 4 ή 5 ή αντίστροφα η επιδίωξη να καταγραφεί στο 10% των αρίστων. Φτιάχνονται αυστηρά προσδιορισμένες τάξεις ικανοτήτων που πολλές φορές φτάνουν σε άδικα αποτελέσματα. Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο μας «προετοιμάζει» για τις αλλαγές που επιθυμεί να εισάγει το Υπουργείο στον ΚΟΔΚΔΛ αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών. Μιας αξιολόγησης που θα βρίσκεται ενδεχομένως σε άμεση συνάρτηση και με τις προαγωγές. Οι εισηγητές του σχεδίου δεν εξηγούν για ποιόν ακριβώς λόγο γίνεται αυτή η κατηγοριοποίηση και πως ωφελεί την ποιότητα σπουδών μια διαρκής και συνεχόμενη διαδικασία βαθμολόγησης, δεδομένου ότι ήδη οι σπουδαστές έχουν υποβληθεί τρεις φορές σε εξετάσεις (εισαγωγικού διαγωνισμού, ενδιάμεσου σταδίου και εξετάσεις αποφοίτησης). Έχουμε την άποψη ότι στο στάδιο της εξάμηνης πρακτικής άσκησης το κύριο βάρος πρέπει να δοθεί στην ποιοτική εκπαίδευση και την απόκτηση εμπειρίας ενώ η επιτροπή βαθμολόγησης θα πρέπει να κρίνει μόνο εάν η παρουσία του εκπαιδευόμενου ήταν επιτυχής ή όχι.
Ε) Άρθ. 19παρ.1. Ως προς το πρώτο (1ο) υποχρεωτικό στάδιο εξέτασης σε ξένη γλώσσα για τη συμμετοχή των υποψηφίων στον διαγωνισμό εισαγωγής στην ΕΣΔΙ. Με την διάταξη αυτή του σχεδίου καλούνται οι υποψήφιοι να διαγωνιστούν σε πρώτο στάδιο, σε ξένη γλώσσα και μόνον εφόσον επιτύχουν στο στάδιο αυτό, μπορούν να μετέχουν στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού που είναι οι γραπτές εξετάσεις στα κυρίως νομικά αντικείμενα. Το πρώτο στάδιο εισάγει μια δυσανάλογη επιβάρυνση στους υποψηφίους, καθώς αναγορεύει ως ισάξιο στάδιο, την εξέταση στην ξένη γλώσσα, καθιστώντας την έτσι προϋπόθεση για την περαιτέρω συμμετοχή του υποψηφίου στα επόμενα στάδια κατά τα οποία θα εξεταστεί στα νομικά αντικείμενα του κλάδου επιλογής του (γραπτά και προφορικά). Ασφαλώς η γνώση της ξένης γλώσσας αποτελεί ένα σημαντικό προσόν για τον σύγχρονο έλληνα δικαστή, ωστόσο αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί και σε μεταγενέστερο στάδιο όπως σ΄ αυτό των σπουδών του στην ΕΣΔΙ., αλλά και στη συνέχεια στην υπηρεσιακή του πορεία. Δεν μπορεί λοιπόν να εξαρτάται η συμμετοχή του υποψηφίου στις εξετάσεις για την εισαγωγή του στην ΕΣΔΙ από την προηγούμενη εξέτασή του και την επιτυχία του αυτοτελώς στην ξένη γλώσσα. Η εξέταση στην ξένη γλώσσα θα πρέπει να εξακολουθήσει να γίνεται στο προκριματικό στάδιο των γραπτών εξετάσεων του υποψηφίου με συνυπολογισμό της βαθμολογίας κατά ποσοστό στην τελική βαθμολογία του υποψηφίου. Επομένως προτείνουμε να απαλειφθεί η σχετική διάταξη ως προς το πρώτο υποχρεωτικό στάδιο εξέτασης των υποψηφίων σε ξένη γλώσσα.
Στ) Άρθ. 20παρ.4. Ως προς τη βαθμολόγηση των υποψηφίων. Με τη διάταξη αυτή του σχεδίου ορίζεται ότι ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα τοις εκατό (70%) και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας τριάντα τοις εκατό (30%). Η ρύθμιση αυτή είναι εσφαλμένη καθώς ενισχύεται αδικαιολόγητα ο συντελεστής βαρύτητας του σταδίου της προφορικής διαδικασίας στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας του υποψηφίου σε βάρος της γραπτής που αποτελεί λόγω της χρονικής διάρκειας του σταδίου αυτού και της πολλαπλότητας του αντικειμένου της εξέτασης, αναμφισβήτητο προαπαιτούμενο του ελέγχου της επάρκειας του υποψηφίου. Προσθέτως οι γραπτές εξετάσεις διενεργούνται με απόκρυψη των ονομάτων των υποψηφίων και με κοινά ερωτήματα για κάθε κλάδο υποψηφίων, με τον τρόπο δε αυτό ενισχύεται περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις. Προτείνουμε λοιπόν να ορίζονται αντίστοιχα οι συντελεστές βαρύτητας σε 80% για την γραπτή δοκιμασία και σε 20% για την προφορική δοκιμασία.
Ζ) Άρθρο 36. Με την εισαγόμενη ρύθμιση προβλέπεται η παράταση της περιόδου της υπηρεσίας δόκιμου δικαστικού λειτουργού σε 20 μήνες. Η παράταση αυτή δεν εξυπηρετεί κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ούτε έχει παρατηρηθεί κάποια δυσλειτουργία στο ισχύον καθεστώς. Το διάστημα των 12 μηνών της περιόδου αυτής κρίνεται επαρκές και ικανό για να αξιολογηθεί η ικανότητα ενός δικαστικού λειτουργού. Πρόκειται για άλλη μία διάταξη που εκφράζει ανοιχτά την δυσπιστία του νομοθέτη στην ικανότητα των δικαστικών λειτουργών της Χώρας.
Η) Άρθ. 49παρ.1 Αα΄, περ. iv. Ως προς τα προσόντα των διδασκόντων Ειρηνοδικών. Η διάταξη του σχεδίου προβλέπει για τους Ειρηνοδίκες διδάσκοντες, ότι πρέπει να έχουν τον βαθμό του Ειρηνοδίκη Α΄ Τάξης και να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον είκοσι (20) έτη παραμονής στην υπηρεσία. Η εν λόγω διάταξη θεωρούμε ότι εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος των Ειρηνοδικών που επιθυμούν να συμμετέχουν ως διδάσκοντες στην ΕΣΔΙ οι οποίοι διαθέτουν υψηλό επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης και αυξημένα επιστημονικά προσόντα, δεδομένου ότι ήδη στον κλάδο των Ειρηνοδικών υπηρετούν δικαστές που διαθέτουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών καθώς και δημοσιεύσεις στο νομικό τύπο. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι για τους Πρωτοδίκες προβλέπεται στο σχέδιο νόμου για την επιλογή τους ως διδασκόντων, παραμονή στο βαθμό (του Πρωτοδίκη) τουλάχιστον επτά (7) έτη, ενώ από τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και πάνω δεν τίθεται προϋπόθεση χρόνου παραμονής στον βαθμό, καθώς και ότι οι Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης έχουν επαρκή προϋπηρεσία, συνήθως τουλάχιστον δέκα επτά (17) ετών, προτείνουμε να αλλάξει η διάταξη στο συγκεκριμένο σημείο ως εξής: «Η κατάρτιση και η επιμόρφωση παρέχονται από: α) Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον: i) ………….και iv) Ειρηνοδίκη ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στην υπηρεσία.
Θ) Άρθρο 22. Οι αποδοχές του σπουδαστή της ΕΣΔΙ θα πρέπει να ανέρχονται στο 70% του μισθού του παρέδρου πρωτοδικείου και όχι στο οριζόμενο με τη ρύθμιση ποσοστό του 50%, ώστε να μπορούν οι εκπαιδευόμενοι να διαβιούν αξιοπρεπώς και να καλύπτουν το αυξημένο κόστος ζωής και ιδίως στέγασης καθώς η ενοικίαση κατοικίας για μικρό διάστημα όπως αυτό της φοίτησης και της πρακτικής άσκησης είναι ιδιαίτερα δυσχερής και κοστοβόρα.
Ι) Άρθρο 31παρ.1εδ. β΄. Ως προς την πρακτική άσκηση των υποψήφιων παρέδρων των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, των υποψήφιων δοκίμων εισαγγελικών παρέδρων και των υποψήφιων δοκίμων Ειρηνοδικών, εσφαλμένα προβλέπεται να διενεργείται αυτή μόνον στην Αθήνα. Με τη διάταξη αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη ότι οι σπουδαστές της ανωτέρω κατεύθυνσης που αποτελούν συνήθως και το μεγαλύτερο μέρος των σπουδαστών στης ΕΣΔΙ, αφενός έχουν ήδη εγκατασταθεί για το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών τους στη Θεσσαλονίκη, αφετέρου μπορούν στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης να καλύψουν τις ανάγκες της πρακτικής τους όπως συνέβαινε και στο παρελθόν. Η μετεγκατάσταση στην Αθήνα για το στάδιο της πρακτικής, των σπουδαστών που δεν έχουν κατοικία στην Αθήνα θα τους δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα εγκατάστασης και μεγάλης οικονομικής επιβάρυνσης. Προτείνουμε λοιπόν η πρακτική άσκηση των σπουδαστών της ανωτέρω κατεύθυνσης να διενεργείται τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη και οι σπουδαστές να έχουν δικαίωμα επιλογής της μίας ή της άλλης πόλης».
Ειδήσεις σήμερα:
«Κανείς δεν μ' αγαπάει»: Συγκλονιστικό ντοκουμέντο με τον σπαραγμό εξάχρονου που πέθανε «μετά από βασανιστήρια των γονιών του»
Aπίστευτες εικόνες από πλημμυρισμένο νηπιαγωγείο στην Καλλιθέα
Ποιοι εμβολιασμένοι κινδυνεύουν περισσότερο από νοσηλεία για COVID-19
Ι) Άρθρο 31παρ.1εδ. β΄. Ως προς την πρακτική άσκηση των υποψήφιων παρέδρων των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, των υποψήφιων δοκίμων εισαγγελικών παρέδρων και των υποψήφιων δοκίμων Ειρηνοδικών, εσφαλμένα προβλέπεται να διενεργείται αυτή μόνον στην Αθήνα. Με τη διάταξη αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη ότι οι σπουδαστές της ανωτέρω κατεύθυνσης που αποτελούν συνήθως και το μεγαλύτερο μέρος των σπουδαστών στης ΕΣΔΙ, αφενός έχουν ήδη εγκατασταθεί για το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών τους στη Θεσσαλονίκη, αφετέρου μπορούν στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης να καλύψουν τις ανάγκες της πρακτικής τους όπως συνέβαινε και στο παρελθόν. Η μετεγκατάσταση στην Αθήνα για το στάδιο της πρακτικής, των σπουδαστών που δεν έχουν κατοικία στην Αθήνα θα τους δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα εγκατάστασης και μεγάλης οικονομικής επιβάρυνσης. Προτείνουμε λοιπόν η πρακτική άσκηση των σπουδαστών της ανωτέρω κατεύθυνσης να διενεργείται τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη και οι σπουδαστές να έχουν δικαίωμα επιλογής της μίας ή της άλλης πόλης».
Ειδήσεις σήμερα:
«Κανείς δεν μ' αγαπάει»: Συγκλονιστικό ντοκουμέντο με τον σπαραγμό εξάχρονου που πέθανε «μετά από βασανιστήρια των γονιών του»
Aπίστευτες εικόνες από πλημμυρισμένο νηπιαγωγείο στην Καλλιθέα
Ποιοι εμβολιασμένοι κινδυνεύουν περισσότερο από νοσηλεία για COVID-19
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα