Πώς οι ναζί έκλεψαν τις αρχαιότητες της Ελλάδας
Πώς οι ναζί έκλεψαν τις αρχαιότητες της Ελλάδας
Oι Γερμανοί, σύμφωνα τους «New York Times», κατέστρεψαν ανυπολόγιστους θησαυρούς κατά την Κατοχή, αλλά έκαναν και δικές τους ανασκαφές με εντολή του Χάινριχ Χίμλερ - Στο φως συνταρακτικές λεπτομέρειες από μαρτυρίες εφόρων των μουσείων όλου του κόσμου, αλλά και του δικού μας αρχαιολόγου Βασίλειου Πετράκου, ο οποίος κυκλοφόρησε ένα πεντάτομο έργο σχετικά με το θέμα
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ένα συναρπαστικό εκτενές ρεπορτάζ για την τύχη των αρχαίων θησαυρών μας κατά την περίοδο της Κατοχής φιλοξένησαν οι «New York Times» στις σελίδες τους την περασμένη εβδομάδα ρίχνοντας νέο φως στη λεηλασία των αρχαιοτήτων μας αλλά και συνδέοντές τες με τη διεκδίκηση των επίσης κλοπιμαίων Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, που υπογράφει ο Μίλτον Εστεροου, οι Γερμανοί όχι μόνο καταλήστευσαν τα μουσεία και τις ανασκαφές σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, αλλά για χρόνια δεν είχαν καν προβεί σε προσπάθεια επανόρθωσης, καταγραφής, πόσο μάλλον επιστροφής τους.
Εκτός των άλλων, το πρόβλημα, σύμφωνα με τον υπογράφοντα, είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε ολοκληρωμένη καταγραφή των αρχαιοτήτων που εκλάπησαν, ούτε καν προσπάθεια εντοπισμού τους, κάτι που φαίνεται σταδιακά να αλλάζει, τόσο λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας όσο και με τη βοήθεια των σημαντικών έργων που έρχονται σταδιακά στο φως: εκτός από το πεντάτομο(!) βιβλίο του Βασίλειου Πετράκου, ακαδημαϊκού και γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, σημαντική είναι επίσης η πολυετής έρευνα της Διεθνούς Ενωσης Ερευνητικών Ινστιτούτων στην Ιστορία της Τέχνης, η οποία ετοιμάζει πυρετωδώς την επικείμενη συγκεκριμένη έκδοση της επιθεώρησης με τίτλο «Η τύχη των αρχαιοτήτων την εποχή των ναζί», η οποία, σύμφωνα με την εφημερίδα, πρόκειται να φέρει νέα, πολύτιμα στοιχεία στο φως.
Η τεράστια κλοπή των μινωικών θησαυρών
Το συγκεκριμένο άρθρο, που είναι γραμμένο ως αστυνομικό θέτοντας τον δημοσιογράφο σε ρόλο ενός πανεπόπτη Ιντιάνα Τζόουνς, ο οποίος, όπως και ο κινηματογραφικός ήρωας, έχει αναλάβει να εντοπίσει τα ίχνη των αρχαίων που έκλεψαν οι ναζί από την Ελλάδα, εστιάζει κατά κύριο λόγο στην Κρήτη. Και αυτό γιατί οι λεηλασίες που έγιναν μετά την κατάκτηση μέρους του νησιού από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ ήταν συντριπτικές.
Ως κύριο ιθύνοντα ο δημοσιογράφος κατονομάζει τον διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, Γιούλικους Ρίνγκελ, ο οποίος καταγόμενος από την αυστριακή Καρίνθια είχε σκοπό να φτιάξει μια συλλογή την οποία θα έστελνε στην πατρίδα του, όπερ και εγένετο. Ο Ρίνγκελ έστειλε τους θησαυρούς που έκλεψε από την Κρήτη στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς για τη δημιουργία της «Κρητικής Συλλογής» και όλοι στην Ελλάδα θα θυμόμαστε την πανηγυρική επιστροφή μέρους των θησαυρών αυτών στη χώρα μας το 2008, σε ειδική τελετή κατά την οποία υποδεχτήκαμε έντεκα αρχαία αντικείμενα μινωικής εποχής (οκτώ πήλινα αγγεία, ένα θραύσμα αγγείου, ένα λίθινο αγγείο και έναν επιτραπέζιο λύχνο), πέντε πήλινα αγγεία και δύο λύχνους Κλασικής - Ελληνιστικής Περιόδου, τέσσερα θραύσματα πήλινων ειδωλίων, μία πήλινη ψήφο, ένα πήλινο σφονδύλι, μία οστέινη περόνη και ένα λίθινο αγγείο, αντικείμενα τα οποία πλέον εκτίθενται σε περίοπτη θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Ο εντοπισμός και στη συνέχεια η επιστροφή των θησαυρών στη χώρα μας οφείλονται στις φιλότιμες πρωτοβουλίες του καθηγητή και επικεφαλής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, Πέτερ Σέρερ, ο οποίος και αποκάλυψε ότι μεγάλο μέρος των εν λόγω θησαυρών προέρχεται από τη Βίλα Αριάδνη στην Κνωσό.
«Αξιωματικοί του στρατού, όπως ο Ρίνγκελ, όχι μόνο έκαναν ανασκαφές και λεηλατούσαν αρχαιότητες για προσωπικό όφελος, αλλά ήταν επίσης υπεύθυνοι για την καταστροφή αρχαιοτήτων στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην Τίρυνθα, στην Ασίνη και τη Σάμο», δηλώνει χαρακτηριστικά στους «New York Times» ο Βασίλειος Πετράκος, μελετητής, έφορος Αρχαιοτήτων και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, ο οποίος έχει ασχοληθεί σχολαστικά με το θέμα.
«Οταν οι ναζί εισέβαλαν στην Ελλάδα το 1941, ο Τζούλιους Ρίνγκελ, ταγματάρχης του γερμανικού στρατού, ανέλαβε ενεργό ρόλο στην έναρξη παράνομων ανασκαφών στο νησί της Κρήτης, όπου ο μινωικός πολιτισμός είχε ανθήσει περισσότερα από 3.000 χρόνια νωρίτερα», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα, αναφέροντας πως ο Ρίνγκελ όχι μόνο λεηλάτησε επίσης αρχαίους θησαυρούς από τη Βίλα Αριάδνη, δηλαδή το έως τότε σπίτι του Βρετανού αρχαιολόγου σερ Αρθουρ Εβανς, το οποίο μετέτρεψε σε αρχηγείο της μεραρχίας, αλλά «έκλεψε και άλλα από ένα κλειδωμένο δωμάτιο στο Παλάτι της Κνωσού, έναν αρχαιολογικό χώρο 5 στρεμμάτων που ήταν το κέντρο του Μινωικού πολιτισμού, σύμφωνα με τους ειδικούς».
Θα μπορούσαν, μάλιστα, να είχαν λεηλατηθεί και κλαπεί και άλλα, αν δεν αναλάμβανε τότε πρωτοβουλία για την περαιτέρω προστασία τους ο περίφημος αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτωνας, ο οποίος επέστρεψε στο νησί από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου δούλευε σε ανασκαφές, με σκοπό να προφυλάξει τις αρχαιότητες, μια ιστορία που πραγματικά μοιάζει βγαλμένη από ταινία.
Ευτυχώς, στο πλευρό του βρήκε σύμμαχο έναν Γερμανό αρχαιολόγο ονόματι Γκεμπάουερ, ο οποίος τον βοήθησε να προσγειωθεί με μεταγωγικό σκάφος στα Χανιά και από εκεί να μεταβεί στο Ηράκλειο.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, που υπογράφει ο Μίλτον Εστεροου, οι Γερμανοί όχι μόνο καταλήστευσαν τα μουσεία και τις ανασκαφές σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, αλλά για χρόνια δεν είχαν καν προβεί σε προσπάθεια επανόρθωσης, καταγραφής, πόσο μάλλον επιστροφής τους.
Εκτός των άλλων, το πρόβλημα, σύμφωνα με τον υπογράφοντα, είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε ολοκληρωμένη καταγραφή των αρχαιοτήτων που εκλάπησαν, ούτε καν προσπάθεια εντοπισμού τους, κάτι που φαίνεται σταδιακά να αλλάζει, τόσο λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας όσο και με τη βοήθεια των σημαντικών έργων που έρχονται σταδιακά στο φως: εκτός από το πεντάτομο(!) βιβλίο του Βασίλειου Πετράκου, ακαδημαϊκού και γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, σημαντική είναι επίσης η πολυετής έρευνα της Διεθνούς Ενωσης Ερευνητικών Ινστιτούτων στην Ιστορία της Τέχνης, η οποία ετοιμάζει πυρετωδώς την επικείμενη συγκεκριμένη έκδοση της επιθεώρησης με τίτλο «Η τύχη των αρχαιοτήτων την εποχή των ναζί», η οποία, σύμφωνα με την εφημερίδα, πρόκειται να φέρει νέα, πολύτιμα στοιχεία στο φως.
Η τεράστια κλοπή των μινωικών θησαυρών
Το συγκεκριμένο άρθρο, που είναι γραμμένο ως αστυνομικό θέτοντας τον δημοσιογράφο σε ρόλο ενός πανεπόπτη Ιντιάνα Τζόουνς, ο οποίος, όπως και ο κινηματογραφικός ήρωας, έχει αναλάβει να εντοπίσει τα ίχνη των αρχαίων που έκλεψαν οι ναζί από την Ελλάδα, εστιάζει κατά κύριο λόγο στην Κρήτη. Και αυτό γιατί οι λεηλασίες που έγιναν μετά την κατάκτηση μέρους του νησιού από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ ήταν συντριπτικές.
Ως κύριο ιθύνοντα ο δημοσιογράφος κατονομάζει τον διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, Γιούλικους Ρίνγκελ, ο οποίος καταγόμενος από την αυστριακή Καρίνθια είχε σκοπό να φτιάξει μια συλλογή την οποία θα έστελνε στην πατρίδα του, όπερ και εγένετο. Ο Ρίνγκελ έστειλε τους θησαυρούς που έκλεψε από την Κρήτη στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς για τη δημιουργία της «Κρητικής Συλλογής» και όλοι στην Ελλάδα θα θυμόμαστε την πανηγυρική επιστροφή μέρους των θησαυρών αυτών στη χώρα μας το 2008, σε ειδική τελετή κατά την οποία υποδεχτήκαμε έντεκα αρχαία αντικείμενα μινωικής εποχής (οκτώ πήλινα αγγεία, ένα θραύσμα αγγείου, ένα λίθινο αγγείο και έναν επιτραπέζιο λύχνο), πέντε πήλινα αγγεία και δύο λύχνους Κλασικής - Ελληνιστικής Περιόδου, τέσσερα θραύσματα πήλινων ειδωλίων, μία πήλινη ψήφο, ένα πήλινο σφονδύλι, μία οστέινη περόνη και ένα λίθινο αγγείο, αντικείμενα τα οποία πλέον εκτίθενται σε περίοπτη θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Ο εντοπισμός και στη συνέχεια η επιστροφή των θησαυρών στη χώρα μας οφείλονται στις φιλότιμες πρωτοβουλίες του καθηγητή και επικεφαλής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, Πέτερ Σέρερ, ο οποίος και αποκάλυψε ότι μεγάλο μέρος των εν λόγω θησαυρών προέρχεται από τη Βίλα Αριάδνη στην Κνωσό.
«Αξιωματικοί του στρατού, όπως ο Ρίνγκελ, όχι μόνο έκαναν ανασκαφές και λεηλατούσαν αρχαιότητες για προσωπικό όφελος, αλλά ήταν επίσης υπεύθυνοι για την καταστροφή αρχαιοτήτων στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην Τίρυνθα, στην Ασίνη και τη Σάμο», δηλώνει χαρακτηριστικά στους «New York Times» ο Βασίλειος Πετράκος, μελετητής, έφορος Αρχαιοτήτων και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, ο οποίος έχει ασχοληθεί σχολαστικά με το θέμα.
«Οταν οι ναζί εισέβαλαν στην Ελλάδα το 1941, ο Τζούλιους Ρίνγκελ, ταγματάρχης του γερμανικού στρατού, ανέλαβε ενεργό ρόλο στην έναρξη παράνομων ανασκαφών στο νησί της Κρήτης, όπου ο μινωικός πολιτισμός είχε ανθήσει περισσότερα από 3.000 χρόνια νωρίτερα», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα, αναφέροντας πως ο Ρίνγκελ όχι μόνο λεηλάτησε επίσης αρχαίους θησαυρούς από τη Βίλα Αριάδνη, δηλαδή το έως τότε σπίτι του Βρετανού αρχαιολόγου σερ Αρθουρ Εβανς, το οποίο μετέτρεψε σε αρχηγείο της μεραρχίας, αλλά «έκλεψε και άλλα από ένα κλειδωμένο δωμάτιο στο Παλάτι της Κνωσού, έναν αρχαιολογικό χώρο 5 στρεμμάτων που ήταν το κέντρο του Μινωικού πολιτισμού, σύμφωνα με τους ειδικούς».
Θα μπορούσαν, μάλιστα, να είχαν λεηλατηθεί και κλαπεί και άλλα, αν δεν αναλάμβανε τότε πρωτοβουλία για την περαιτέρω προστασία τους ο περίφημος αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτωνας, ο οποίος επέστρεψε στο νησί από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου δούλευε σε ανασκαφές, με σκοπό να προφυλάξει τις αρχαιότητες, μια ιστορία που πραγματικά μοιάζει βγαλμένη από ταινία.
Ευτυχώς, στο πλευρό του βρήκε σύμμαχο έναν Γερμανό αρχαιολόγο ονόματι Γκεμπάουερ, ο οποίος τον βοήθησε να προσγειωθεί με μεταγωγικό σκάφος στα Χανιά και από εκεί να μεταβεί στο Ηράκλειο.
Σε μια αντίστοιχη ιστορία που δεν αναφέρουν οι «New York Times» αλλά έχει δει το φως της δημοσιότητας ο γιος του Νικόλαου Πλάτωνα, Λευτέρης Πλάτων, επίσης καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχε αναφέρει πως ο πατέρας του είχε θάψει με τη βοήθεια φυλάκων αγάλματα στην αυλή του Μουσείου Ηρακλείου, ενώ στο υπόγειο είχε αποκλείσει με κάγκελα άλλες αρχαιότητες με σκοπό να τις προστατεύσει από πιθανό πλιάτσικο.
Άλλα ευρήματα μάλιστα τα είχε κρύψει κάτω από σακιά, αρνούμενος, παρά τις πιέσεις και με κίνδυνο της ζωής του, να δώσει τα κλειδιά στους ναζί. Μάλιστα είχε φτάσει σε σημείο να κοιμάται στο μουσείο ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα γίνει καμία επιχείρηση ανάκτησής τους κατά τη διάρκεια της νύχτας! Ο λόγος που ο ίδιος σώθηκε από τους εξοργισμένους ναζί είναι επειδή μαζί με τεχνίτες κατάφεραν να φτιάξουν αντίγραφα τα οποία έδωσαν στους ναζί ως γνήσια.
Σε αυτή τη διευρυμένη τάση του να κατασκευάζονται ψεύτικα αντίγραφα προκειμένου να ικανοποιήσουν την ακόρεστη όρεξη των Γερμανών για περισσότερες αρχαιότητες αναφέρεται εκτενώς η εφημερίδα, επικαλούμενη τα λόγια μιας έμπειρης αρχαιολόγου στο ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού, της κυρίας Ελένης Πιπέλια, η οποία παραπέμπει στη μαρτυρία μιας γνωστής της γλύπτριας, η οποία της είχε πει ότι η ίδια είχε δημιουργήσει ψεύτικες αρχαιότητες και τις είχε πουλήσει στους Γερμανούς κατακτητές, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει την ανάγκη τους να μεταφέρουν αρχαιότητες στην πατρίδα τους, αλλά και να συγκεντρώσει χρήματα για την Αντίσταση.
Οι «New York Times», πάντως, ερευνούν κάθε πτυχή του τρόπου δράσης των ναζί αλλά και της δυσκολίας που υπάρχει στο να καταγραφούν με λεπτομέρεια όλες οι αρχαιότητες που εκλάπησαν από το νησί. Συνομιλώντας μάλιστα με άλλη επιμελήτρια του Μουσείου Ηρακλείου, η οποία ερεύνησε τις γερμανικές ανασκαφές στην Κρήτη, η εφημερίδα καταγράφει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει όσοι ασχολούνται με την υπόθεση της μαζικής κλοπής των αρχαιοτήτων των Γερμανών στην Κρήτη, καθώς δεν έχουν ακόμη πλήρη πρόσβαση στην έρευνα που έχουν αναλάβει ορισμένοι Γερμανοί και Αυστριακοί μελετητές: «Δεν έχουμε όλα τα στοιχεία και δεν είμαστε πάντα σε θέση να γνωρίζουμε ποια έγγραφα είναι κρυμμένα στη Γερμανία και την Αυστρία», δηλώνει χαρακτηριστικά η επιμελήτρια. «Αλλά, αρκετά συχνά, νέα έγγραφα έρχονται στο προσκήνιο και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να υπήρξαν κι άλλες ανασκαφές που δεν γνωρίζουμε».
Μάλιστα η Βικτόρια Ριντ, έφορος και επιμελήτρια στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, αποκαλύπτει στην εφημερίδα ότι το μουσείο της διαθέτει τρία κλασικά γλυπτά που επιστράφηκαν σε έναν συλλέκτη αφού κατασχέθηκαν από τους ναζί και στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν: μία προτομή ενός πολιτικού ή φιλοσόφου και ένας νεαρός σάτυρος, και τα δύο σήμερα κλεισμένα σε αποθήκη, καθώς και ένα ανάγλυφο γλυπτό, το οποίο εκτίθεται.
«Σε αντίθεση με τους παλαιούς κλασικούς πίνακες, πολλές αρχαιότητες είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερευνηθούν», φέρεται να υποστηρίζει η έφορος, καθώς «δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένο καλλιτέχνη και τα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων ενός περιγραφικού τίτλου, των διαστάσεων και των συνθηκών, μπορούν να αλλάξουν δραματικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, με περαιτέρω απώλειες ή προσθήκες».
Κλοπές από Αττική μέχρι Μακεδονία
Εννοείται ότι οι κλοπές των αρχαιοτήτων δεν αφορούν μόνο το νησί της Κρήτης, αλλά διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, καθώς μιλάμε για έναν ανυπολόγιστο αριθμό από αρχαίους θησαυρούς που έχουν χαθεί και, δυστυχώς, οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι καν εντοπίσιμοι.
Εκτός από το Πανεπιστήμιο του Γκρατς, σύμφωνα με το δημοσίευμα των «New York Times», υπάρχουν και άλλα ιδρύματα και μουσεία που δείχνουν αποφασισμένα να επιστρέψουν τους θησαυρούς που εκλάπησαν από την Ελλάδα.
Η εφημερίδα αναφέρει ενδεικτικά το Μουσείο Πφάχλμπο στο Ουντερουχλίνγκεν, το οποίο επέστρεψε περισσότερα από 13.000 αντικείμενα που είχαν αφαιρεθεί από τη Θεσσαλία: θραύσματα κεραμικής, μικρές πήλινες φιγούρες, λίθινα εργαλεία, ανασκαφικά έγγραφα και φωτογραφίες, τα οποία πλέον βρίσκονται στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα.
Την πληροφορία αυτή την επιβεβαίωσε στην εφημερίδα ο Κώστας Νικολέντζος, επικεφαλής του Τμήματος Προϊστορικών Αιγυπτιακών, Κυπριακών και Εγγύς Ανατολής Αρχαιοτήτων του μουσείου, ο οποίος δήλωσε: «Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 1951 και ολοκληρώθηκε το 2014. Ο λόγος που τα αντικείμενα δεν έχουν εκτεθεί δημοσίως είναι, μεταξύ άλλων, γιατί πολλά από αυτά ήταν σε κακή κατάσταση κατά τη στιγμή της ανασκαφής τους».
Όσο για τα πολλά χρόνια που πήρε η επιστροφή τους στη χώρα μας και στο Αρχαιολογικό Μουσείο, η εφημερίδα αναφέρει, ύστερα από συζήτηση που είχε με την επίτιμη διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, δρα Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου, την τεράστια γραφειοκρατία αλλά και τη διάσπαση της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική, που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Το τρομερό είναι ότι οι Γερμανοί δεν πραγματοποίησαν μόνο λεηλασίες σε ήδη υπάρχουσες ανασκαφές και μουσεία της επαρχίας, όπου αυτό ήταν ευκολότερο από την Αθήνα, αλλά προέβησαν και σε δικές τους ερασιτεχνικές ανασκαφές. Η εφημερίδα αναφέρει ότι έγιναν μικρές ανασκαφές υπό γερμανική επίβλεψη σε όλη την Ελλάδα, αλλά οι μεγαλύτερες έλαβαν χώρα στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Εκεί οι ανασκαφές οργανώθηκαν από τον Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον ναζιστή θεωρητικό, ο οποίος ήταν επικεφαλής της «Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg» που κατέστρεφε την τέχνη, τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες σε όλη την Ευρώπη.
«Ο Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής της Γκεστάπο και των SS, ξεκίνησε επίσης ανασκαφές στην Ελλάδα υπό την αιγίδα της οργάνωσής του “Ahnenerbe” (κληρονομιά των προγόνων), με σκοπό να αποδείξει ότι οι Γερμανοί ήταν μέρος μιας άριας φυλής και κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα. Βέβαια, επειδή στην Ελλάδα είχαν ενημερωθεί από νωρίς, μήνες πριν, για επικείμενη εισβολή των Γερμανών οι έφοροι των μουσείων φρόντισαν να κρύψουν τους θησαυρούς σε σπηλιές, κρύπτες ή να τους θάψουν σε κήπους, ώστε να προστατευτούν τόσο από τους βομβαρδισμούς όσο και από τις λεηλασίες.
Ορισμένα αγάλματα τοποθετήθηκαν οριζόντια σε λάκκους, οι οποίοι γέμισαν με άμμο και σφραγίστηκαν με τσιμέντο. Οσο για τους πλέον περίοπτους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς, αυτοί εστάλησαν, μαζί με τους καταλόγους των μουσείων που θεωρούνταν πολύτιμοι, στα θησαυροφυλάκια της Τραπέζης της Ελλάδος.
Σπουδαία έρευνα έχει κάνει σχετικά με τους θησαυρούς που κρύφτηκαν, τον τρόπο που σώθηκαν και την κατάληξή τους ο δικός μας ακαδημαϊκός και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βασίλειος Πετράκος, με το προσφάτως εκδοθέν πεντάτομο μνημειώδες έργο του «Το παρελθόν σε δεσμά», στο οποίο κάνουν εκτενή αναφορά οι «New York Times» φιλοξενώντας τις απόψεις του για το θέμα. «Η Ελλάδα ληστεύεται από τους Περσικούς Πολέμους», φέρεται μάλιστα να δηλώνει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ο κ. Πετράκος, συμπληρώνοντας ότι «η απόκρυψη των αρχαιοτήτων ήταν επιτυχής μόνο για τα μεγάλα μουσεία, αυτά της Αθήνας, της Ολυμπίας, των Δελφών, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκίδας. Τα μικρότερα μουσεία, εκτός από αυτό του Ναυπλίου, δεν προστατεύτηκαν σωστά και πολλές αρχαιότητες εκλάπησαν».
Επιπλέον, πιστεύει ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει μια πλήρης και πραγματική εκτίμηση των κλοπιμαίων, γιατί έχει περάσει πολύς καιρός και είναι πλέον αργά: «Η λεηλασία έγινε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στρατιωτικούς που λήστεψαν μουσεία και ευρήματα από τις ανασκαφές. Δεν γνωρίζουμε καν την ποσότητα των αντικειμένων που βρέθηκαν σε αυτές τις ανασκαφές».
Ποιοι και πώς έκρυψαν τα αρχαία
Αρκεί πάντως να ανατρέξει κανείς στις εκπληκτικές σελίδες και το υλικό που φιλοξενείται στο τεράστιο έργο του ακαδημαϊκού Πετράκου για να διαπιστώσει την εκτενή έρευνα που έχει κάνει αναφορικά με την τύχη των αρχαίων μας θησαυρών κατά την περίοδο της Κατοχής και να εκπλαγεί από τη μια με το τεράστιο μέγεθος της καταστροφής και από την άλλη με το περήφανο σθένος και τον ηρωισμό των φυλάκων, εφόρων και απλών ανθρώπων οι οποίοι χάρη στον πατριωτισμό τους έκρυψαν και προστάτευσαν τα αρχαία μας.
Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά πώς διάφορες διάσημες αρχαιότητες, όπως ο Ηνίοχος των Δελφών, ο Αριστόδικος, κρύφτηκαν με επιτυχία για να έρθουν στο φως αμέσως μετά τον πόλεμο, ενώ άλλες κατέληξαν σε σκοτεινές αποθήκες μουσείων όπως ένας νεαρός Σάτυρος που βρίσκεται σήμερα στις αποθήκες του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης και περιγράφεται με ακρίβεια από τους «Νew York Times».
Παραθέτοντας επίσημα και άγνωστα έγγραφα o κ. Πετράκος αποκαλύπτει όχι μόνο την τραγική τους μοίρα, αλλά και το πώς λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς και τυχαίες μάχες. Το συγκινητικό είναι ότι πολλοί Ελληνες αρχαιολόγοι και όχι μόνο ο Νικόλαος Πλάτωνας στην Κρήτη αντιστάθηκαν με κίνδυνο της ζωή τους ακόμα και την ώρα των βομβαρδισμών για να προστατεύσουν τους θησαυρούς μας.
Σε αυτούς τους ήρωες, οι οποίοι τολμούσαν όχι μόνο να προστατεύσουν με το σώμα τους, αλλά και να κάνουν και παρατηρήσεις στους στρατιώτες γιατί χάραζαν ή αφαιρούσαν μάρμαρα με κίνδυνο να πυροβοληθούν, αφιερώνει μάλιστα το πολύτομο έργο του ο κ. Πετράκος.
Πώς συνδέονται οι κλοπές με τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Το σημαντικότερο, πάντως, στοιχείο του άρθρου των «New York Times» είναι ότι ο συντάκτης του δεν αργεί να συνδέσει το ζήτημα της ευρύτερης αρπαγής των αρχαίων μας θησαυρών με την πασιφανή κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν, κάνοντας, για πρώτη φορά ίσως σε ένα τόσο μεγάλο έντυπο του εξωτερικού, λόγο για «λεηλασία».
Ο συντάκτης μάλιστα αναφέρει παραπέμποντας στις δηλώσεις της Ελίζαμπεθ Μάρλοουι, αναπληρώτριας καθηγήτριας Αρχαίας και Μεσαιωνικής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κολγκέιτ και ειδικής σε θέματα λεηλασίας αρχαιοτήτων και επαναπατρισμού ότι «το Βρετανικό Μουσείο καθώς και πολλά εθνικά ευρωπαϊκά μουσεία είναι γεμάτα από αντικείμενα που κατασχέθηκαν υπό διάφορες συνθήκες από αποικιακές περιοχές και άλλες ευρωπαϊκές σφαίρες επιρροής σε όλο τον κόσμο».
Γνωστή είναι η ιστορία του Μουσείου Γκέτι, στην οποία αναφέρεται η εφημερίδα, το οποίο διαθέτει, εκτός από το γνωστό χρυσό στεφάνι που μας έχει ήδη επιστρέψει, δύο αρχαιότητες -ένα χάλκινο αγαλματίδιο μιας γυναίκας και ένα πετράδι από καρνεόλη-, τα οποία αποδόθηκαν αφού είχαν πωληθεί σε έναν έμπορο που απέκτησε έργα για τον Χίτλερ και εξακολουθούν να εκτίθενται στο μουσείο.
Όλα αυτά τα κλοπιμαία είναι καιρός, φαίνεται να υποστηρίζει ο συντάκτης Μίλτον Εστεροου, να επιστραφούν στην Ελλάδα επειδή, όπως τονίζει, οι καιροί έχουν αλλάξει και δεν πρέπει να επιτρέπουμε ένα τέτοιο μαζικό έγκλημα να νομιμοποιείται στις αστραφτερές προθήκες και τις ωραίες αίθουσες των μουσείων, με πρώτα και κύρια τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία πρέπει να επανενωθούν και να βρουν τη θέση τους στον ναό από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί.
Ειδήσεις σήμερα:
Σφοδρή χιονόπτωση σε Σποράδες και Πήλιο - Στα λευκά και ο Βόλος
Δείτε σε έγχρωμο φιλμ πώς ήταν η χιονισμένη Αθήνα το 1964
Κακοκαιρία «Ελπίδα»: Να αποφεύγονται οι μη απαραίτητες μετακινήσεις - Οδηγίες για την ασφάλεια των εργαζομένων
Άλλα ευρήματα μάλιστα τα είχε κρύψει κάτω από σακιά, αρνούμενος, παρά τις πιέσεις και με κίνδυνο της ζωής του, να δώσει τα κλειδιά στους ναζί. Μάλιστα είχε φτάσει σε σημείο να κοιμάται στο μουσείο ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα γίνει καμία επιχείρηση ανάκτησής τους κατά τη διάρκεια της νύχτας! Ο λόγος που ο ίδιος σώθηκε από τους εξοργισμένους ναζί είναι επειδή μαζί με τεχνίτες κατάφεραν να φτιάξουν αντίγραφα τα οποία έδωσαν στους ναζί ως γνήσια.
Σε αυτή τη διευρυμένη τάση του να κατασκευάζονται ψεύτικα αντίγραφα προκειμένου να ικανοποιήσουν την ακόρεστη όρεξη των Γερμανών για περισσότερες αρχαιότητες αναφέρεται εκτενώς η εφημερίδα, επικαλούμενη τα λόγια μιας έμπειρης αρχαιολόγου στο ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού, της κυρίας Ελένης Πιπέλια, η οποία παραπέμπει στη μαρτυρία μιας γνωστής της γλύπτριας, η οποία της είχε πει ότι η ίδια είχε δημιουργήσει ψεύτικες αρχαιότητες και τις είχε πουλήσει στους Γερμανούς κατακτητές, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει την ανάγκη τους να μεταφέρουν αρχαιότητες στην πατρίδα τους, αλλά και να συγκεντρώσει χρήματα για την Αντίσταση.
Οι «New York Times», πάντως, ερευνούν κάθε πτυχή του τρόπου δράσης των ναζί αλλά και της δυσκολίας που υπάρχει στο να καταγραφούν με λεπτομέρεια όλες οι αρχαιότητες που εκλάπησαν από το νησί. Συνομιλώντας μάλιστα με άλλη επιμελήτρια του Μουσείου Ηρακλείου, η οποία ερεύνησε τις γερμανικές ανασκαφές στην Κρήτη, η εφημερίδα καταγράφει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει όσοι ασχολούνται με την υπόθεση της μαζικής κλοπής των αρχαιοτήτων των Γερμανών στην Κρήτη, καθώς δεν έχουν ακόμη πλήρη πρόσβαση στην έρευνα που έχουν αναλάβει ορισμένοι Γερμανοί και Αυστριακοί μελετητές: «Δεν έχουμε όλα τα στοιχεία και δεν είμαστε πάντα σε θέση να γνωρίζουμε ποια έγγραφα είναι κρυμμένα στη Γερμανία και την Αυστρία», δηλώνει χαρακτηριστικά η επιμελήτρια. «Αλλά, αρκετά συχνά, νέα έγγραφα έρχονται στο προσκήνιο και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να υπήρξαν κι άλλες ανασκαφές που δεν γνωρίζουμε».
Μάλιστα η Βικτόρια Ριντ, έφορος και επιμελήτρια στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, αποκαλύπτει στην εφημερίδα ότι το μουσείο της διαθέτει τρία κλασικά γλυπτά που επιστράφηκαν σε έναν συλλέκτη αφού κατασχέθηκαν από τους ναζί και στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν: μία προτομή ενός πολιτικού ή φιλοσόφου και ένας νεαρός σάτυρος, και τα δύο σήμερα κλεισμένα σε αποθήκη, καθώς και ένα ανάγλυφο γλυπτό, το οποίο εκτίθεται.
«Σε αντίθεση με τους παλαιούς κλασικούς πίνακες, πολλές αρχαιότητες είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερευνηθούν», φέρεται να υποστηρίζει η έφορος, καθώς «δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένο καλλιτέχνη και τα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων ενός περιγραφικού τίτλου, των διαστάσεων και των συνθηκών, μπορούν να αλλάξουν δραματικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, με περαιτέρω απώλειες ή προσθήκες».
Κλοπές από Αττική μέχρι Μακεδονία
Εννοείται ότι οι κλοπές των αρχαιοτήτων δεν αφορούν μόνο το νησί της Κρήτης, αλλά διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, καθώς μιλάμε για έναν ανυπολόγιστο αριθμό από αρχαίους θησαυρούς που έχουν χαθεί και, δυστυχώς, οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι καν εντοπίσιμοι.
Εκτός από το Πανεπιστήμιο του Γκρατς, σύμφωνα με το δημοσίευμα των «New York Times», υπάρχουν και άλλα ιδρύματα και μουσεία που δείχνουν αποφασισμένα να επιστρέψουν τους θησαυρούς που εκλάπησαν από την Ελλάδα.
Η εφημερίδα αναφέρει ενδεικτικά το Μουσείο Πφάχλμπο στο Ουντερουχλίνγκεν, το οποίο επέστρεψε περισσότερα από 13.000 αντικείμενα που είχαν αφαιρεθεί από τη Θεσσαλία: θραύσματα κεραμικής, μικρές πήλινες φιγούρες, λίθινα εργαλεία, ανασκαφικά έγγραφα και φωτογραφίες, τα οποία πλέον βρίσκονται στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα.
Την πληροφορία αυτή την επιβεβαίωσε στην εφημερίδα ο Κώστας Νικολέντζος, επικεφαλής του Τμήματος Προϊστορικών Αιγυπτιακών, Κυπριακών και Εγγύς Ανατολής Αρχαιοτήτων του μουσείου, ο οποίος δήλωσε: «Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 1951 και ολοκληρώθηκε το 2014. Ο λόγος που τα αντικείμενα δεν έχουν εκτεθεί δημοσίως είναι, μεταξύ άλλων, γιατί πολλά από αυτά ήταν σε κακή κατάσταση κατά τη στιγμή της ανασκαφής τους».
Όσο για τα πολλά χρόνια που πήρε η επιστροφή τους στη χώρα μας και στο Αρχαιολογικό Μουσείο, η εφημερίδα αναφέρει, ύστερα από συζήτηση που είχε με την επίτιμη διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, δρα Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου, την τεράστια γραφειοκρατία αλλά και τη διάσπαση της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική, που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Το τρομερό είναι ότι οι Γερμανοί δεν πραγματοποίησαν μόνο λεηλασίες σε ήδη υπάρχουσες ανασκαφές και μουσεία της επαρχίας, όπου αυτό ήταν ευκολότερο από την Αθήνα, αλλά προέβησαν και σε δικές τους ερασιτεχνικές ανασκαφές. Η εφημερίδα αναφέρει ότι έγιναν μικρές ανασκαφές υπό γερμανική επίβλεψη σε όλη την Ελλάδα, αλλά οι μεγαλύτερες έλαβαν χώρα στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Εκεί οι ανασκαφές οργανώθηκαν από τον Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον ναζιστή θεωρητικό, ο οποίος ήταν επικεφαλής της «Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg» που κατέστρεφε την τέχνη, τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες σε όλη την Ευρώπη.
«Ο Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής της Γκεστάπο και των SS, ξεκίνησε επίσης ανασκαφές στην Ελλάδα υπό την αιγίδα της οργάνωσής του “Ahnenerbe” (κληρονομιά των προγόνων), με σκοπό να αποδείξει ότι οι Γερμανοί ήταν μέρος μιας άριας φυλής και κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα. Βέβαια, επειδή στην Ελλάδα είχαν ενημερωθεί από νωρίς, μήνες πριν, για επικείμενη εισβολή των Γερμανών οι έφοροι των μουσείων φρόντισαν να κρύψουν τους θησαυρούς σε σπηλιές, κρύπτες ή να τους θάψουν σε κήπους, ώστε να προστατευτούν τόσο από τους βομβαρδισμούς όσο και από τις λεηλασίες.
Ορισμένα αγάλματα τοποθετήθηκαν οριζόντια σε λάκκους, οι οποίοι γέμισαν με άμμο και σφραγίστηκαν με τσιμέντο. Οσο για τους πλέον περίοπτους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς, αυτοί εστάλησαν, μαζί με τους καταλόγους των μουσείων που θεωρούνταν πολύτιμοι, στα θησαυροφυλάκια της Τραπέζης της Ελλάδος.
Σπουδαία έρευνα έχει κάνει σχετικά με τους θησαυρούς που κρύφτηκαν, τον τρόπο που σώθηκαν και την κατάληξή τους ο δικός μας ακαδημαϊκός και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βασίλειος Πετράκος, με το προσφάτως εκδοθέν πεντάτομο μνημειώδες έργο του «Το παρελθόν σε δεσμά», στο οποίο κάνουν εκτενή αναφορά οι «New York Times» φιλοξενώντας τις απόψεις του για το θέμα. «Η Ελλάδα ληστεύεται από τους Περσικούς Πολέμους», φέρεται μάλιστα να δηλώνει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ο κ. Πετράκος, συμπληρώνοντας ότι «η απόκρυψη των αρχαιοτήτων ήταν επιτυχής μόνο για τα μεγάλα μουσεία, αυτά της Αθήνας, της Ολυμπίας, των Δελφών, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκίδας. Τα μικρότερα μουσεία, εκτός από αυτό του Ναυπλίου, δεν προστατεύτηκαν σωστά και πολλές αρχαιότητες εκλάπησαν».
Επιπλέον, πιστεύει ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει μια πλήρης και πραγματική εκτίμηση των κλοπιμαίων, γιατί έχει περάσει πολύς καιρός και είναι πλέον αργά: «Η λεηλασία έγινε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στρατιωτικούς που λήστεψαν μουσεία και ευρήματα από τις ανασκαφές. Δεν γνωρίζουμε καν την ποσότητα των αντικειμένων που βρέθηκαν σε αυτές τις ανασκαφές».
Ποιοι και πώς έκρυψαν τα αρχαία
Αρκεί πάντως να ανατρέξει κανείς στις εκπληκτικές σελίδες και το υλικό που φιλοξενείται στο τεράστιο έργο του ακαδημαϊκού Πετράκου για να διαπιστώσει την εκτενή έρευνα που έχει κάνει αναφορικά με την τύχη των αρχαίων μας θησαυρών κατά την περίοδο της Κατοχής και να εκπλαγεί από τη μια με το τεράστιο μέγεθος της καταστροφής και από την άλλη με το περήφανο σθένος και τον ηρωισμό των φυλάκων, εφόρων και απλών ανθρώπων οι οποίοι χάρη στον πατριωτισμό τους έκρυψαν και προστάτευσαν τα αρχαία μας.
Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά πώς διάφορες διάσημες αρχαιότητες, όπως ο Ηνίοχος των Δελφών, ο Αριστόδικος, κρύφτηκαν με επιτυχία για να έρθουν στο φως αμέσως μετά τον πόλεμο, ενώ άλλες κατέληξαν σε σκοτεινές αποθήκες μουσείων όπως ένας νεαρός Σάτυρος που βρίσκεται σήμερα στις αποθήκες του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης και περιγράφεται με ακρίβεια από τους «Νew York Times».
Παραθέτοντας επίσημα και άγνωστα έγγραφα o κ. Πετράκος αποκαλύπτει όχι μόνο την τραγική τους μοίρα, αλλά και το πώς λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς και τυχαίες μάχες. Το συγκινητικό είναι ότι πολλοί Ελληνες αρχαιολόγοι και όχι μόνο ο Νικόλαος Πλάτωνας στην Κρήτη αντιστάθηκαν με κίνδυνο της ζωή τους ακόμα και την ώρα των βομβαρδισμών για να προστατεύσουν τους θησαυρούς μας.
Σε αυτούς τους ήρωες, οι οποίοι τολμούσαν όχι μόνο να προστατεύσουν με το σώμα τους, αλλά και να κάνουν και παρατηρήσεις στους στρατιώτες γιατί χάραζαν ή αφαιρούσαν μάρμαρα με κίνδυνο να πυροβοληθούν, αφιερώνει μάλιστα το πολύτομο έργο του ο κ. Πετράκος.
Πώς συνδέονται οι κλοπές με τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Το σημαντικότερο, πάντως, στοιχείο του άρθρου των «New York Times» είναι ότι ο συντάκτης του δεν αργεί να συνδέσει το ζήτημα της ευρύτερης αρπαγής των αρχαίων μας θησαυρών με την πασιφανή κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν, κάνοντας, για πρώτη φορά ίσως σε ένα τόσο μεγάλο έντυπο του εξωτερικού, λόγο για «λεηλασία».
Ο συντάκτης μάλιστα αναφέρει παραπέμποντας στις δηλώσεις της Ελίζαμπεθ Μάρλοουι, αναπληρώτριας καθηγήτριας Αρχαίας και Μεσαιωνικής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κολγκέιτ και ειδικής σε θέματα λεηλασίας αρχαιοτήτων και επαναπατρισμού ότι «το Βρετανικό Μουσείο καθώς και πολλά εθνικά ευρωπαϊκά μουσεία είναι γεμάτα από αντικείμενα που κατασχέθηκαν υπό διάφορες συνθήκες από αποικιακές περιοχές και άλλες ευρωπαϊκές σφαίρες επιρροής σε όλο τον κόσμο».
Γνωστή είναι η ιστορία του Μουσείου Γκέτι, στην οποία αναφέρεται η εφημερίδα, το οποίο διαθέτει, εκτός από το γνωστό χρυσό στεφάνι που μας έχει ήδη επιστρέψει, δύο αρχαιότητες -ένα χάλκινο αγαλματίδιο μιας γυναίκας και ένα πετράδι από καρνεόλη-, τα οποία αποδόθηκαν αφού είχαν πωληθεί σε έναν έμπορο που απέκτησε έργα για τον Χίτλερ και εξακολουθούν να εκτίθενται στο μουσείο.
Όλα αυτά τα κλοπιμαία είναι καιρός, φαίνεται να υποστηρίζει ο συντάκτης Μίλτον Εστεροου, να επιστραφούν στην Ελλάδα επειδή, όπως τονίζει, οι καιροί έχουν αλλάξει και δεν πρέπει να επιτρέπουμε ένα τέτοιο μαζικό έγκλημα να νομιμοποιείται στις αστραφτερές προθήκες και τις ωραίες αίθουσες των μουσείων, με πρώτα και κύρια τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία πρέπει να επανενωθούν και να βρουν τη θέση τους στον ναό από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί.
Ειδήσεις σήμερα:
Σφοδρή χιονόπτωση σε Σποράδες και Πήλιο - Στα λευκά και ο Βόλος
Δείτε σε έγχρωμο φιλμ πώς ήταν η χιονισμένη Αθήνα το 1964
Κακοκαιρία «Ελπίδα»: Να αποφεύγονται οι μη απαραίτητες μετακινήσεις - Οδηγίες για την ασφάλεια των εργαζομένων
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα