Ο Σπύρος Παπαδόπουλος μιλά για τα πάθη του: Οι μηχανές, η βάρκα, ο Ολυμπιακός και οι γυναίκες
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος μιλά για τα πάθη του: Οι μηχανές, η βάρκα, ο Ολυμπιακός και οι γυναίκες
Ο αγαπημένος καλλιτέχνης μιλά στο protothema.gr για τις συμπτώσεις που τον οδήγησαν στο θέατρο, την πολύχρονη πορεία του στον χώρο, τον κανιβαλισμό που ακολούθησε τις αποκαλύψεις του #MeToo, τα προσωπικά του πάθη, τη μάχη με τον καρκίνο και τον τρόπο με τον οποίο πείστηκε να κάνει το σποτάκι για την καραντίνα
Παρασκευή βράδυ ανοίγω την τηλεόραση και πέφτω πάνω στους «Απαράδεκτους». Βλέπω τον Σπύρο Παπαδόπουλο να ανταλλάσσει ξεκαρδιστικές ατάκες με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου και ασυναίσθητα μεταφέρομαι στο 1991, θυμάμαι στιγμές από εκείνη την εποχή. Σάββατο βράδυ στη σκηνή του Θεάτρου Κάππα συναντώ ξανά τον Σπύρο, μαζί με τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη αυτή τη φορά, να παλεύει να βρει τις πολυπόθητες ισορροπίες στον μακροχρόνιο γάμο του, με αφορμή την εξαιρετικά έξυπνη, συγκινητική και επίκαιρη κωμωδία «Sexy Laundry». Και εκεί εντοπίζω εικόνες και συναισθήματα πολύ οικεία.
Κι έπειτα θυμάμαι πόσες φορές έχω υποδεχτεί τον νέο χρόνο με το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» να παίζει στη διαπασών, την αγωνία για το αν θα καταφέρει να κερδίσει ο παίκτης στον «Εκατομμυριούχο», τη γλυκιά νοσταλγία για σειρές όπως το «Περί ανέμων και υδάτων», τα γέλια στο σινεμά με τις «Γυναίκες δηλητήριο» και το «Safe Sex», την υπέροχη θεατρική ερμηνεία του στην ανελέητη σάτιρα της εξουσίας μέσα από τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού», τη φωνή του να μου λέει «Μένουμε σπίτι» κι εκείνον να νίπτει τας χείρας του «πολύ σχολαστικά»...
Τρίτη μεσημέρι κάθομαι απέναντί του, στον καναπέ του σπιτιού του. Και μετά από μια δίωρη κουβέντα μαζί του αντιλαμβάνομαι ότι τελικά ο Σπύρος Παπαδόπουλος είναι λίγο απ’ όλα τα παραπάνω που τον έχουν καταστήσει μια φιγούρα ιδιαίτερα οικεία στη συντριπτική πλειονότητα του κοινού, αλλά και κάτι ακόμη που κρατά μόνο για τον εαυτό του. Απλός, ευθύς, ανεπιτήδευτος, φευγάτος, αλλά ταυτόχρονα συνεπής στις αρχές του, ώριμος αλλά και ασυμβίβαστος σε κάποια θέματα, τρομερά ψύχραιμος αλλά και έτοιμος να του γυρίσει το μάτι ενίοτε, χορτασμένος αλλά και διαθέσιμος σε νέες εμπειρίες, χιουμορίστας αλλά και με μια σκιά μελαγχολίας να διαπερνά σταθερά το βλέμμα του.
- Εχεις συνειδητοποιήσει ότι εδώ και τρεις δεκαετίες συμπορεύεσαι με πολύ κόσμο που, αν και δεν σε γνωρίζει προσωπικά, σε θεωρεί δικό του άνθρωπο και μάλιστα σε αποκαλεί με το μικρό σου όνομα; Πόσο σημαντικό είναι αυτό για σένα;
Κάποτε ένας άνθρωπος που εκτιμώ πάρα πολύ, ο Νίκος Ξανθόπουλος, μου είχε πει: «Ξέρεις, ε, την Αλίκη, εμένα κι εσένα αποκαλούν με το μικρό μας όνομα. Πρόσεξέ το αυτό, είναι κληρονομιά». Η σχέση με τον κόσμο είναι αμφίδρομη. Ο καλλιτέχνης παίρνει δύναμη από τον κόσμο και πρέπει πάντα κάτι να του δίνει. Οχι για να του κάνει το χατίρι ή γιατί είναι μεγαλόψυχος, αλλά μέσα από τον τρόπο που κάνει τη δουλειά του και την αλληλεπίδραση που δημιουργείται ανάμεσά τους. Το να σε θεωρεί ο κόσμος δικό του άνθρωπο είναι και δύναμη και δέσμευση ταυτόχρονα.
- Δεν είσαι πάντως από εκείνους που προσπαθούν εναγωνίως να κρυφτούν από τη δημοσιότητα.
Ούτε να κρυφτώ προσπαθώ, ούτε να φανερωθώ. Ζω όπως ζει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Και σε γενικές γραμμές με έχουν σεβαστεί. Πάντα υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις. Βγήκε, ας πούμε, ο Χίος και έγραψε στο «Μακελειό» ότι έχω βγάλει 2 εκατομμύρια στο εξωτερικό. Ο κόσμος τσιμπάει. Ειδικά στις δύσκολες εποχές που διανύουμε. Και αναγκάζεσαι ξαφνικά να απολογείσαι για κάτι που δεν ισχύει. Για ποιον λόγο; Τον πήγα κι εγώ στα δικαστήρια, λοιπόν, και την κέρδισα την υπόθεση.
- Τι έχει μείνει ίδιο και τι έχει αλλάξει στον Σπύρο Παπαδόπουλο με το πέρασμα του χρόνου;
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική εμφάνιση, χάλια έχω γίνει... (γελάει) Από μικρός πίστευα πως όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος, γίνεται σοφός. Οταν βλέπω, λοιπόν, συνομιλήκους μου και μεγαλύτερους από μένα να συμπεριφέρονται σαν πιτσιρίκια, να διατηρούν την ίδια επιπολαιότητα, να μιλάνε χωρίς να σκέφτονται, αναρωτιέμαι: «Καλά, δεν έχει κάνει τίποτα ο χρόνος πάνω τους;». Εμένα, λοιπόν, μου έχει κάνει. Είμαι πολύ πιο ώριμος, πιο ήρεμος μέσα μου, νομίζω και πολύ πιο δίκαιος. Γιατί το προσπαθώ, το παλεύω συνέχεια.
Κι έπειτα θυμάμαι πόσες φορές έχω υποδεχτεί τον νέο χρόνο με το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» να παίζει στη διαπασών, την αγωνία για το αν θα καταφέρει να κερδίσει ο παίκτης στον «Εκατομμυριούχο», τη γλυκιά νοσταλγία για σειρές όπως το «Περί ανέμων και υδάτων», τα γέλια στο σινεμά με τις «Γυναίκες δηλητήριο» και το «Safe Sex», την υπέροχη θεατρική ερμηνεία του στην ανελέητη σάτιρα της εξουσίας μέσα από τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού», τη φωνή του να μου λέει «Μένουμε σπίτι» κι εκείνον να νίπτει τας χείρας του «πολύ σχολαστικά»...
- Εχεις συνειδητοποιήσει ότι εδώ και τρεις δεκαετίες συμπορεύεσαι με πολύ κόσμο που, αν και δεν σε γνωρίζει προσωπικά, σε θεωρεί δικό του άνθρωπο και μάλιστα σε αποκαλεί με το μικρό σου όνομα; Πόσο σημαντικό είναι αυτό για σένα;
Κάποτε ένας άνθρωπος που εκτιμώ πάρα πολύ, ο Νίκος Ξανθόπουλος, μου είχε πει: «Ξέρεις, ε, την Αλίκη, εμένα κι εσένα αποκαλούν με το μικρό μας όνομα. Πρόσεξέ το αυτό, είναι κληρονομιά». Η σχέση με τον κόσμο είναι αμφίδρομη. Ο καλλιτέχνης παίρνει δύναμη από τον κόσμο και πρέπει πάντα κάτι να του δίνει. Οχι για να του κάνει το χατίρι ή γιατί είναι μεγαλόψυχος, αλλά μέσα από τον τρόπο που κάνει τη δουλειά του και την αλληλεπίδραση που δημιουργείται ανάμεσά τους. Το να σε θεωρεί ο κόσμος δικό του άνθρωπο είναι και δύναμη και δέσμευση ταυτόχρονα.
- Εχεις συλλάβει τον εαυτό σου να συγκρατείται δημοσίως για να μην παρεξηγηθείς, να μη χαλάσεις την εικόνα σου; Ναι, αμέ... Θα σου πω το πιο απλό. Εγώ είμαι νευρικός όταν οδηγώ. Βλέπω κάποιον να οδηγεί και να μιλάει στο κινητό και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Δεδομένου ότι οδηγώ και μηχανή και είναι εύκολο να σε σκοτώσει ο καθένας με τη βλακεία του, παλαιότερα τσακωνόμουν συνέχεια. Οσο περνούσε ο καιρός, όμως, σταμάτησα να το κάνω γιατί μου έλεγε ο άλλος με οικειότητα «ρε Σπύρο...», και δεν μου ερχόταν να τσακωθώ.
- Δεν είσαι πάντως από εκείνους που προσπαθούν εναγωνίως να κρυφτούν από τη δημοσιότητα.
Ούτε να κρυφτώ προσπαθώ, ούτε να φανερωθώ. Ζω όπως ζει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Και σε γενικές γραμμές με έχουν σεβαστεί. Πάντα υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις. Βγήκε, ας πούμε, ο Χίος και έγραψε στο «Μακελειό» ότι έχω βγάλει 2 εκατομμύρια στο εξωτερικό. Ο κόσμος τσιμπάει. Ειδικά στις δύσκολες εποχές που διανύουμε. Και αναγκάζεσαι ξαφνικά να απολογείσαι για κάτι που δεν ισχύει. Για ποιον λόγο; Τον πήγα κι εγώ στα δικαστήρια, λοιπόν, και την κέρδισα την υπόθεση.
- Τι έχει μείνει ίδιο και τι έχει αλλάξει στον Σπύρο Παπαδόπουλο με το πέρασμα του χρόνου;
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική εμφάνιση, χάλια έχω γίνει... (γελάει) Από μικρός πίστευα πως όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος, γίνεται σοφός. Οταν βλέπω, λοιπόν, συνομιλήκους μου και μεγαλύτερους από μένα να συμπεριφέρονται σαν πιτσιρίκια, να διατηρούν την ίδια επιπολαιότητα, να μιλάνε χωρίς να σκέφτονται, αναρωτιέμαι: «Καλά, δεν έχει κάνει τίποτα ο χρόνος πάνω τους;». Εμένα, λοιπόν, μου έχει κάνει. Είμαι πολύ πιο ώριμος, πιο ήρεμος μέσα μου, νομίζω και πολύ πιο δίκαιος. Γιατί το προσπαθώ, το παλεύω συνέχεια.
- Μικρός τι ονειρευόσουν; Παρέμειναν ίδια κάποια όνειρα μεγαλώντας και ποια από αυτά καταφέρες να πραγματοποιήσεις;
Μόνο ένα όνειρο είχα, να αποκτήσω ένα ποδήλατο, και δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μεγαλώνοντας πήρα κάποια στιγμή ένα, αλλά το χάρισα σ’ έναν πιτσιρικά που το κοίταγε και του τρέχαν τα σάλια. Θυμάμαι, μάλιστα, πριν από κάποια χρόνια μού είχε ζητήσει ο Οδυσσέας Ιωάννου, διεθυθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού Μελωδία τότε, να γράψω ένα κείμενο για τα Χριστούγεννα κι έγραψα ένα γράμμα στον Αϊ-Βασίλη, ως ενήλικας, στο οποίο του έλεγα: «Το ποδήλατο που σου ζήταγα δεν μου το έστειλες ποτέ. Τώρα που το απέκτησα, το έχω μόνο για τις κατηφόρες...».
- Δεδομένου ότι στο οικογενειακό σου περιβάλλον δεν υπήρχε επαφή με τις τέχνες, η υποκριτική πώς μπήκε στη ζωή σου και πότε συνειδητοποίησες πως αυτός είναι ο δρόμος που θέλεις να ακολουθήσεις;
Από σύμπτωση. Με παρακάλεσε μια κοπέλα να την πετάξω με το μηχανάκι μέχρι τη δραματική σχολή όπου φοιτούσε. Την πήγα, άκουσα εκεί τα παιδιά να λένε διάφορα πράγματα για τον Σαίξπηρ, τον Αριστοφάνη, τον Μπέκετ... Καθαρά από φιλομάθεια και επειδή μου φαινόταν αδιανόητο ότι δεν είχα ιδέα απ’ όλα αυτά που συζητούσαν, πήγα μια άλλη μέρα ως ακροατής. Σιγά-σιγά, μου έδιναν κι εμένα λίγα κείμενα και έγινε ό,τι έγινε. Το θέατρο από ένα σημείο και μετά έγινε η ζωή μου. Τα πρώτα δέκα χρόνια έλεγα: Πώς να γίνω ηθοποιός όταν ανεβαίνω στη σκηνή, έχω τρακ και δεν νιώθω καλά; Και παρότι μου έλεγαν και μου έγραφαν καλά πράγματα, ήμουν για μεγάλο διάστημα με το ένα πόδι στο θέατρο. Αλληθώριζα και προς κάτι άλλο, πολύ μοναχικό, δεν ξέρω τι μπορεί να ήταν αυτό. Οταν, από ένα σημείο και μετά, άρχισα να νιώθω πως θέλω να είμαι πάνω στη σκηνή, να το απολαμβάνω, όταν άρχισα να ελέγχω τα εκφραστικά μου μέσα, να υπακούει το σώμα στο μυαλό μου, τότε πείστηκα πως δικαιούμαι να λέγομαι ηθοποιός, πως θέλω να είμαι μέσα στο θέατρο και πως δεν γίνεται χωρίς αυτό.
- Και ύστερα ήρθε η τηλεόραση... Με την επιτυχία των «Απαράδεκτων» έπιασες κάποια στιγμή τον εαυτό σου να καβαλάει το καλάμι;
Μπα... Ούτε εγώ ούτε οι υπόλοιποι καβαλήσαμε κανένα καλάμι. Νομίζω, είναι θέμα χαρακτήρα. Το να μην αυτοθαυμάζεσαι και να μην ασχολείσαι ιδιαίτερα με τον εαυτό σου αποτελεί για μένα εξυπνάδα. Αυτό που μου έχει μείνει από εκείνη την εποχή είναι το πόσο καταπληκτικά περνούσαμε. Τα κάναμε όλα άνετα, χωρίς πίεση. Δεν υπήρχαν τότε αυτά που γίνονται σήμερα, τα πολύωρα εξαντλητικά γυρίσματα για να βγαίνουν γρήγορα τα επεισόδια. Μου λένε συνάδελφοι πως πλέον κάνουν σαρδάμ στο γύρισμα και δεν τους αφήνουν να το διορθώσουν!
- Με την τηλεόραση ως Μέσο, πάντως, έχεις αναπτύξει μια ιδιαίτερα στενή σχέση είτε ως ηθοποιός είτε ως παρουσιαστής. Τι είναι αυτό που σε τραβάει σε αυτό το Μέσο και πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει το γεγονός ότι πληρώνει καλά;
Στην τηλεόραση οφείλω πάρα πολλά. Ηταν το Μέσο που μου χάρισε καθολική αναγνωρισιμότητα και αυτό που, κατά κύριο λόγο, με στήριξε οικονομικά. Σε ό,τι αφορά την ουσία της δουλειάς, δεν έχω καμιά τρέλα με την τηλεόραση. Μου αρέσουν πολύ το θέατρο και ο κινηματογράφος. Μπορώ άνετα να ζήσω χωρίς αυτήν. Δεν τη σνομπάρω, όμως, σε καμία περίπτωση.
- Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, στο κομμάτι της μυθοπλασίας βλέπουμε πολύ καλές δουλειές στην τηλεόραση με τη συμμετοχή εξαιρετικών συντελεστών.
Πράγματι, και αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Ηθοποιοί που για κάποιους λόγους, δικαίως ή αδίκως, δεν ήθελαν την τηλεόραση αναγκάστηκαν να δουλέψουν σε αυτήν από την άγρια πραγματικότητα και της έδωσαν άλλο φως. Βλέπεις σήμερα στην τηλεόραση ηθοποιούς που πριν από λίγα χρόνια δεν θα περνούσαν ούτε απέξω. Κι εμάς που κάναμε τηλεόραση μας κοιτούσαν και λίγο αφ’ υψηλού.
- Αλήθεια, έχεις έρθει αντιμέτωπος με συμπεριφορές σνομπισμού από συναδέλφους σου;
Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι νεότεροι από εμένα ηθοποιοί, οι οποίοι έκαναν διαφορετικές επιλογές, που τις θεωρούσαν πιο ποιοτικές, με σνόμπαραν κανονικότατα, με κοιτούσαν σαν τη μύγα που τους ενοχλεί. Μάλιστα, μια νεαρή συνάδελφος, πολύ ταλαντούχα, που σήμερα παίζει στην τηλεόραση είχε μείνει έκπληκτη όταν είχαμε συναντηθεί παλαιότερα για μια δουλειά: «Σοβαρά, ξεκίνησες με τον Λευτέρη Βογιατζή...;». Κι αφού μιλήσαμε για κάποια ώρα, διαπίστωσε, επίσης με έκπληξη: «Καλέ, εσύ τελικά είσαι πολύ καλλιεργημένος!».
- Θα ήταν μάλλον επειδή δεν σε είχε δει να παίζεις στην Επίδαυρο, παρότι έχεις περάσει και από εκεί στα πρώτα σου θεατρικά βήματα.
Μπορεί. Μου έχουν γίνει προτάσεις να πάω στην Επίδαυρο, αλλά τους απαντώ πως εγώ δεν θυσιάζω το καλοκαίρι, τη βάρκα μου και τις βόλτες με τον γιο μου για την Επίδαυρο. Οσο αντιπνευματικό μπορεί να ακούγεται σε κάποιους, εγώ αυτός είμαι.
- Πάμε στο κεφάλαιο «Στην υγειά μας, ρε παιδιά». Η απόφαση να ρίξεις την αυλαία του ήταν ξαφνική ή το παίδεψες πολύ μέχρι να πεις «τέλος»;
Οταν ξεκίνησα, στόχος μου ήταν να κάνω μια εκπομπή με τα ακούσματα τα δικά μου, τα λίγο πριν από μένα και τα λίγο μετά. Κέρδισα πάρα πολλά μέσα από αυτό το ταξίδι. Ηρθα σε επαφή με ανθρώπους σημαντικούς, που ούτε φανταζόμουν πως θα γνωρίσω ποτέ. Πού να φανταστώ πως θα πηγαίνω στο σπίτι του Μίκη δύο φορές την εβδομάδα και θα μιλάμε με τις ώρες; Οτι θα γίνω φίλος με ανθρώπους που θαύμαζα και λάτρευα όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και τόσοι άλλοι; Οταν το πράγμα, για διάφορους λόγους και παρά τη θέλησή μου, άρχισε να πηγαίνει αλλού, ένιωσα να φθείρομαι και γι’ αυτό το σταμάτησα. Με απασχολούσε αρκετό καιρό το μέλλον αυτής της εκπομπής. Αλλά την απόφαση την πήρα μπαμ και κάτω. Μου την έπεσε ο εαυτός μου μια νύχτα που ήμουν στη Νάξο, ξυπνάω, γράφω ένα κείμενο και παίρνω έναν φίλο μου και του ζητάω να το ανεβάσει στο Instagram, γιατί εγώ δεν ασχολούμαι με τα social media.
- Στο «Sexy Laundry», που παρουσιάζεις φέτος στο θέατρο, υποδύεσαι έναν παντρεμένο σύζυγο που προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες του με τη γυναίκα του μετά από 25 χρόνια γάμου; Οικείος ρόλος; Τον έχεις παίξει και στη ζωή;
Το «Sexy Laundry» είναι ένα έργο που αφορά όλες τις ηλικίες, νομίζω, γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με τη συμβίωση, που είναι το πρόσχημα, αλλά με το διαφορετικό λογισμικό ανδρών - γυναικών. Θεωρώ πως οι άνδρες, χονδρικά, είναι σχετικά ευανάγνωστοι και οι γυναίκες απολύτως δυσανάγνωστες, αυτό που λέμε «δεν θα τις καταλάβουμε ποτέ». Γι’ αυτό είναι και τόσο ενδιαφέρουσες. Στο έργο, λοιπόν, έχουμε ένα εκ πρώτης όψεως ιδανικό ζευγάρι πάνω στο οποίο όμως ο χρόνος έχει αφήσει το αποτύπωμά του. Είναι αναπόφευκτο να μη μειωθεί η ερωτική διάθεση απέναντι σε έναν άνθρωπο τον οποίο βλέπεις καθημερινά επί 15-20 χρόνια. Ομως, ανάλογα με το τι ζυγίζει μέσα στον καθέναν πιο πολύ, η έλλειψη αυτή μπορεί να αντικατασταθεί από άλλα πράγματα. Εγώ δεν το καταφέρνω. Σε γενικές γραμμές, πάντως, όχι μόνο ο γάμος, αλλά κάθε σχέση θέλει καθημερινή δουλειά. Είναι τέχνη η ζωή και πρέπει να γίνεις καλός τεχνίτης. Είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να το παίζεις με τους όρους του, να μην κάνεις πολλά φάουλ γιατί θα σε βγάλει έξω ο διαιτητής, να κάνεις και τις προσποιήσεις σου όπου χρειάζεται.
- Εσύ δηλαδή ξεκινάς μια σχέση έχοντας ως δεδομένο ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα τελειώσει;
Ναι. Προσωπικά θεωρώ πως είναι το ίδιο υγιές το τέλος μιας σχέσης με την αρχή της. Αντίθετα, δεν θεωρώ καθόλου υγιές να έχει τελειώσει η σχέση και να βασανίζει ο ένας τον άλλον. Γενικά έχω κάνει μακροχρόνιες σχέσεις στη ζωή μου. Οταν όμως μου την πέφτει ο εαυτός μου, προσπαθώ να το τελειώσω όσο πιο αναίμακτα και πολιτισμένα γίνεται, γιατί η συνέχεια για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Μου αρέσει να λειτουργώ με το παρελθόν μου. Θα αισθανόμουν πολύ βλάκας και μίζερος και μικρός αν έναν άνθρωπο που τον αποκαλούσα «αγάπη μου» μέχρι προχθές, ξαφνικά δεν θα ήθελα να τον ξαναδώ στα μάτια μου. Παρ’ όλα αυτά, συμβαίνει συχνά και είναι λυπηρό.
- Ενας χωρισμός ωστόσο σημαίνει μια μεγάλη απώλεια που κρύβει πόνο, απογοήτευση, ενοχές, φόβο... Εσύ πώς αντιμετωπίζεις τον χωρισμό;
Ως κάτι απολύτως φυσικό. Στο σημείωμα που έχω γράψει στο πρόγραμμα του θεάτρου λέω: «Οταν από σύντροφος ο άλλος έχει γίνει αντίπαλος, τι κάνεις; Πρώτον, συνεχίζεις σαν να μη συμβαίνει τίποτα γιατί δεν ξέρεις να κάνεις κάτι άλλο. Δεύτερον, πας σε κάποιον άλλον, λες και δεν θα συμβεί ξανά το ίδιο. Τρίτον, το ξαναπαίρνεις από την αρχή, βάζεις την αγάπη οδηγό και προσπαθείς να υποκαταστήσεις αυτά που έχουν τελειώσει. Εύκολο; Καθόλου. Εσύ ξέρεις...».
- Γενικά, πάντως, δείχνεις εξοικειωμένος με το αίσθημα του φόβου. Φάνηκε αυτό από τον ψύχραιμο τρόπο που αντιμετώπισες πριν από λίγα χρόνια τον καρκίνο.
Δεν είναι ότι δεν φοβάμαι. Οι ηλίθιοι μόνο δεν φοβούνται. Εχω εξοικειωθεί, όπως το είπες. Νομίζω πως όλο αυτό σχετίζεται με τη ματιά του καθενός απέναντι στη ζωή. Εγώ είχα πάντα μια μοιρολατρία, με την έννοια ότι πιστεύω πως, αν είναι κάτι να συμβεί, θα συμβεί και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό, οπότε πάμε παρακάτω. Ισως αυτή να ήταν η ασπίδα μου για να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες της ζωής που ήρθαν πολύ νωρίς.
- Τα πάθη σου τα φοβάσαι και ποια είναι αυτά;
Οι μηχανές, η βάρκα, ο Ολυμπιακός, οι γυναίκες... Επειδή, όμως, για κάποιον λόγο ήμουν πάντα άνθρωπος του καθήκοντος -μάλλον το πήρα από τους γονείς μου αυτό-, σε γενικές γραμμές δεν ξεφεύγω. Εχω κάνει πεντέξι χοντράδες, αλλά τις έκανα μεγαλύτερος, ως χρωστούμενα που είχα από την εφηβεία που δεν έζησα. Και οι χοντράδες που έχω κάνει είχαν μεγάλο συναισθηματικό κόστος γιατί, επειδή είμαι ενοχικός, σκεφτόμουν τους άλλους, αυτούς που εξαρτώνταν από μένα.
- Η αλήθεια είναι ότι τα πάθη μπορούν να παρασύρουν έναν άνθρωπο σε συμπεριφορές επικίνδυνες έως και εγκληματικές. Το είδαμε αυτό να συμβαίνει πρόσφατα με γνωστά ονόματα του θεάτρου. Εσύ, ως άνθρωπος που χώρου, πώς βίωσες τις αποκαλύψεις του ελληνικού #ΜeToo;
Το θέμα αυτό είναι δύσκολο και βαρύ. Μιλάμε για ανθρώπους που έχουν γίνει έρμαια των αδυναμιών τους και κάποιοι από αυτούς είναι ψυχικά διαταραγμένοι. Για μένα είναι πολύ λίγος αυτός που χρησιμοποιεί την εξουσία του, ποντάροντας στον φόβο του άλλου, για να κάνει κάτι. Αμα είσαι μάγκας, πήγαινε και πιάσε μια γυναίκα στον δρόμο και πες της «σε θέλω σαν τρελός» και πάρε τα ρίσκα σου. Ούτε αυτό το επικροτώ, αλλά τουλάχιστον είναι πιο τίμιο. Δεν μπορώ, πραγματικά, να διανοηθώ πώς ένας άνδρας θα σκεφτεί «επειδή αυτή με φοβάται, θα κάνω δουλίτσα». Αυτό με τρελαίνει, με εξοργίζει. Από την άλλη, μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση ο κανιβαλισμός που είδα από ανθρώπους του χώρου μου. Βγήκαν απωθημένα, συντηρητισμοί περίεργοι και λες: Ρε παιδί μου, πού κρυβόταν όλη αυτή η οργή, όλο αυτό το μίσος; Ενας άνθρωπος έκανε κάτι κακό, προφανώς το καταδικάζουμε και η υπόθεση παίρνει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Ολη αυτή τη χολή, όμως, τα αναθέματα, τις κατάρες, πώς τα έβγαλαν όλοι αυτοί από μέσα τους; Βγήκε η Σμαράγδα Καρύδη, για παράδειγμα, και είπε «κακό αυτό που έγινε, αλλά δεν μπορώ να πω πως δεν στενοχωριέμαι γιατί τον ήξερα τον άνθρωπο» και πέσανε να τη φάνε μέσα από το σινάφι. Αυτό δεν σημαίνει πως ήθελε να τον αφήσουν να συνεχίσει να κάνει αυτά που έκανε. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί και να μη στενοχωριέται κάποιος όταν βλέπει πίσω από τα κάγκελα έναν άνθρωπο με τον οποίο έχει υπάρξει κοντά.
- Υπάρχουν και αυτοί που ζητούν να σταματήσουν να προβάλλονται οι σειρές στις οποίες έχουν παίξει οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί. Η δική σου θέση ποια είναι;
Ολες αυτές τις απαγορεύσεις εγώ τις θεωρώ υποκρισία. Φυσικά και δεν έχω κανένα πρόβλημα να παίζονται οι σειρές. Πάμε να διορθώσουμε μια κατάσταση και κοντεύουμε να φτάσουμε στο άλλο άκρο. Το ότι πλέον έχουν φωνή και συμπαράσταση άνθρωποι που πέφτουν θύματα της εξουσίας των άλλων είναι ένα δείγμα υγείας της κοινωνίας μας, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει και καλώς έγινε. Θα πρέπει, όμως, να διατηρήσουμε τις ισορροπίες.
- Μια και μιλάμε για υγεία, την απόφαση να γίνεις πρωταγωνιστής στην τηλεοπτική καμπάνια για την αντιμετώπιση της πανδημίας πώς την πήρες;
Με πήραν οι άνθρωποι από την Πολιτική Προστασία και η αρχική μου απάντηση ήταν πως εγώ δεν μπορώ να πάρω πάνω μου το βάρος να κλείσω τον κόσμο στο σπίτι, εκτός αν με πείσουν γι’ αυτό. Μου έστειλαν λοιπόν κάποιους ειδικούς, με ενημέρωσαν με λεπτομέρειες, με έπεισαν και το έκανα. Τώρα, αν σε κάποιους δεν άρεσε, τι να κάνουμε;
- Ως άνθρωπο πολιτικοποιημένο σε ενοχλεί η βαθιά κομματικοποίηση κάθε δήλωσης, κάθε πρωτοβουλίας, κάθε πράξης που μοιραία οδηγεί στον διχασμό;
Φυσικά και μ’ ενοχλεί γιατί αυτό συνιστά την απόλυτη πολιτική ανωριμότητα. 'Οταν είσαι τόσο πολύ ταγμένος κάτω από μια κομματική σημαία, δεν είσαι πολίτης.
Ειδήσεις σήμερα:
Πρωτόγνωρες εικόνες - Στα «λευκά» οι Κυκλάδες
Κακοκαιρία «Ελπίδα»: Να αποφεύγονται οι μη απαραίτητες μετακινήσεις - Οδηγίες για την ασφάλεια των εργαζομένων
Πέθανε στα 73 του χρόνια ο Γάλλος σχεδιαστής μόδας Τιερί Μιγκλέρ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα