Αρχεία της ΕΣΣΔ: Η σχέση μίσους Ζαχαριάδη - Βαφειάδη και ο εμφύλιος μέσα στον Εμφύλιο
Αρχεία της ΕΣΣΔ: Η σχέση μίσους Ζαχαριάδη - Βαφειάδη και ο εμφύλιος μέσα στον Εμφύλιο
Η σύγκρουση μεταξύ του τότε γενικού γραμματέα του ΚΚΕ και του αρχιστράτηγου του ΔΣΕ διατηρήθηκε αμείωτη επί 45 χρόνια - Το κατηγορώ του Μάρκου μέσα από μια επιστολή προς το ΚΚΣΕ και τον Στάλιν
Ανήμερα της δεύτερης ταφής του Νίκου Ζαχαριάδη, στις 28 Δεκεμβρίου του 1991, ο τότε δημοσιογράφος Αργύρης Ντινόπουλος είχε την έμπνευση να επισκεφτεί τον Μάρκο Βαφειάδη. Ετσι, σχεδόν την ίδια στιγμή που τα οστά του πρώην γενικού γραμματέα του ΚΚΕ τοποθετούνταν στο χώμα του Α’ Νεκροταφείου της Αθήνας υπό τα κόκκινα λάβαρα με το σφυροδρέπανο και τις ζητωκραυγές πλήθους κομμουνιστών αγωνιστών, το άλλο σκέλος του άλλοτε πανίσχυρου ηγετικού διδύμου της ένοπλης Αριστεράς παραχωρούσε την τελευταία συνέντευξη της ζωής του.
Αφού άκουσε απόψεις για το παρόν και το μέλλον του παγκόσμιου κομμουνισμού κ.λπ. από τον 85χρονο πάλαι ποτέ πολέμαρχο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), ο Ντινόπουλος ρώτησε τον καπετάν Μάρκο: «Σήμερα γίνεται η ταφή του Νίκου Ζαχαριάδη. Θα είχατε να μας πείτε δυο λόγια γι’ αυτό;».
Ακολούθησε σιγή μερικών δευτερολέπτων. Ο Βαφειάδης, όντας τότε ετοιμοθάνατος εφόσον θα απεβίωνε μόλις δύο μήνες αργότερα, στις 22/2/1992, έμοιαζε να μαζεύει δυνάμεις για να απαντήσει - ή, μάλλον, να προσπαθεί να συγκρατήσει στοιχειωδώς την παλιά και άσβεστη οργή του για τον Ζαχαριάδη. «Δυστυχώς», άρχισε να λέει μέσα σε έναν έντονο ρόγχο ο Μάρκος Βαφειάδης, «λυπάμαι που το ελληνικό χώμα πάει να σκεπάσει έναν πολυπράκτορα. Εναν παλιάνθρωπο. Ο οποίος σε όλη του τη ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιβουλεύεται καθετί το καλό που μπορούσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος. Εκείνο που ονειρεύτηκε να κάνει με τον λεγόμενο Εμφύλιο πραγματοποιήθηκε σήμερα. Και τον αμείβουν τα αφεντικά του».
Ο Ζαχαριάδης είχε αυτοκτονήσει δι’ απαγχονισμού στο Σουργκούτ της Σιβηρίας τον Αύγουστο του 1973, εξόριστος, απομονωμένος, παρακολουθούμενος επί 24ωρης βάσης από τη μυστική αστυνομία της ΕΣΣΔ, κομματικά αποσυνάγωγος τόσο από το ΚΚΕ όσο και από το ΚΚΣΕ, ατιμασμένος και ολότελα απελπισμένος.
Ακόμη και αυτό το τραγικό τέλος όμως δεν ήταν αρκετό για να συγκινήσει τον Βαφειάδη, έστω και από την αμιγώς ανθρώπινη πλευρά. Παρόλο που το 1984 ήταν πρόθυμος να τείνει χείρα συμφιλίωσης ακόμη και προς τον φύσει και θέσει ορκισμένο εχθρό του, τον στρατηγό του Εθνικού Στρατού και βασικό παράγοντα της τελικής συντριβής του ΔΣΕ, Θρασύβουλο Τσακαλώτο, ο Μάρκος Βαφειάδης δεν μετρίασε ποτέ το λυσσαλέο μίσος του για τον Νίκο Ζαχαριάδη. Βέβαια, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό το μίσος ήταν αμοιβαίο και διατηρήθηκε αμείωτο επί τουλάχιστον 45 χρόνια, δηλαδή από τη ρήξη που επήλθε μεταξύ τους εν μέσω του Εμφυλίου, το 1947, έως τον θάνατο του Μάρκου το 1992
Τα άπλυτα
Απλώς, στα τελευταία του αυτοβιογραφικά γραπτά ο Ζαχαριάδης φαινόταν να έχει ξεπεράσει την έχθρα με τον Βαφειάδη, σαν να μην τον απασχολούσε άλλο, ίσως επειδή στην κατάστασή του, θαμμένος όπως ήταν ζωντανός στους πάγους της Σιβηρίας, είχε να αντιμετωπίσει πλέον άλλους εχθρούς, πολύ πιο επικίνδυνους και μισητούς για εκείνον - με πρώτη την ίδια την ηγεσία του ΚΚΣΕ στη μετα-σταλινική περίοδο, τον Νικίτα Χρουστσόφ και κατόπιν τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Και αυτό το στοιχείο, της απόλυτης, εμμονικής αφοσίωσης στον «ορθόδοξο» σταλινισμό, ακριβώς επειδή ήταν κοινό τόσο για τον Ζαχαριάδη όσο και για τον Βαφειάδη, συνιστά μια παραδοξότητα στο πλαίσιο της κόντρας τους. Διότι, ενώ ταυτίζονταν ιδεολογικά, οι δυο τους χωρίζονταν από μια άβυσσο σε οτιδήποτε άλλο.
Η διαμάχη τους ήταν ταυτόχρονα πολιτική, στρατιωτική, ηθική, αλλά και προσωπική. Η σύγκρουση Μάρκου - Ζαχαριάδη ήταν ένας εμφύλιος μέσα στον Εμφύλιο. Στο βιβλίο του «Ακρως Απόρρητο - Οι σχέσεις ΕΣΣΔ - ΚΚΕ, 1944-1952» (εκδ. ΚΨΜ), ο καθηγητής Ιστορίας Νίκος Παπαδάτος παραθέτει μια συγκλονιστική επιστολή του Μάρκου προς το ΚΚΣΕ, με ημερομηνία 30/12/1948. Σε αυτή περιλαμβάνονται, ανάκατα, απόψεις και πληροφορίες, δικαιολογίες και καταγγελίες, ακόμη και αναφορές σε σεξουαλική ακολασία στο βουνό, ομοφυλοφιλία στις φυλακές κ.ά.
Και όλα αυτά σε μια επιστολή του άρτι καθαιρεθέντος αρχιστράτηγου του ΔΣΕ προς τη σοβιετική ηγεσία και τον Ιωσήφ Στάλιν. Πρόκειται για ένα κείμενο μακροσκελές -αγγίζει τις 9.000 λέξεις- και ενώ τις προηγούμενες ημέρες παρόμοια έγγραφα πυροδότησαν ντόρο στην Ελλάδα λόγω της δημοσίευσης περικοπών μέσω Twitter από τον Ρώσο μελετητή Σεργκέι Ραντσένκο, στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο γράμμα ήταν ήδη δημοσιευμένο από το 2019 στη μελέτη του Παπαδάτου. Ο οποίος, ως συστηματικός ερευνητής των πρωτότυπων εγγράφων στα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ, το ανέσυρε ο ίδιος από τον ωκεανό των ντοκουμέντων και το μετέφρασε ξανά από τα ρωσικά.
Αυτός ο χείμαρρος λέξεων αποτυπώνει τον παρορμητικό και κάπως άναρχο ειρμό του Μάρκου, ο οποίος όμως στο τέλος του 1948 βρισκόταν αντικειμενικά σε δεινή θέση: από αρχιστράτηγος του ΔΣΕ και πρωθυπουργός της προσωρινής κυβέρνησης του ΚΚΕ, είχε υποστεί βίαιη έξωση από τα ανώτατα κλιμάκια της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας. Αποπέμφθηκε με την κατηγορία ότι είχε «σπάσει», ότι δηλαδή η πνευματική του ισορροπία είχε κλονιστεί και άρα δεν ήταν πλέον ικανός να ασκήσει τα επιτελικά καθήκοντά του και κυρίως να υλοποιήσει τα σχέδια του ΚΚΕ, δηλαδή του Ζαχαριάδη.
Ο Μάρκος χρεώθηκε με την αποτυχία του ΔΣΕ να στρατολογήσει -ακόμη και βίαια- περισσότερους από 15.000 μαχητές, ενώ ο στόχος ήταν 10 ή και 20 φορές υψηλότερος, να οργανώσει εφεδρείες κ.ά. Προφανώς, η ανατροπή του Μάρκου και η ταπεινωτική εκπαραθύρωσή του ήταν έργο του Νίκου Ζαχαριάδη και των στενών συνεργατών του, οι οποίοι βυσσοδομούσαν ασταμάτητα εις βάρος του. Ειρήσθω εν παρόδω, καθώς το ΚΚΕ ήταν εξ ορισμού σαρξ εκ σαρκός του ΚΚΣΕ, ως ένα δορυφορικό κομμουνιστικό κόμμα κατ’ εικόνα, καθ’ ομοίωσιν και συνδεδεμένο μέσω ομφάλιου λώρου με το «μητρικό» του Κρεμλίνου, η διάρθρωση και λειτουργία του υπάκουε πιστά στις θεμελιώδεις αρχές του σταλινισμού.
Αφού άκουσε απόψεις για το παρόν και το μέλλον του παγκόσμιου κομμουνισμού κ.λπ. από τον 85χρονο πάλαι ποτέ πολέμαρχο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), ο Ντινόπουλος ρώτησε τον καπετάν Μάρκο: «Σήμερα γίνεται η ταφή του Νίκου Ζαχαριάδη. Θα είχατε να μας πείτε δυο λόγια γι’ αυτό;».
Ακολούθησε σιγή μερικών δευτερολέπτων. Ο Βαφειάδης, όντας τότε ετοιμοθάνατος εφόσον θα απεβίωνε μόλις δύο μήνες αργότερα, στις 22/2/1992, έμοιαζε να μαζεύει δυνάμεις για να απαντήσει - ή, μάλλον, να προσπαθεί να συγκρατήσει στοιχειωδώς την παλιά και άσβεστη οργή του για τον Ζαχαριάδη. «Δυστυχώς», άρχισε να λέει μέσα σε έναν έντονο ρόγχο ο Μάρκος Βαφειάδης, «λυπάμαι που το ελληνικό χώμα πάει να σκεπάσει έναν πολυπράκτορα. Εναν παλιάνθρωπο. Ο οποίος σε όλη του τη ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιβουλεύεται καθετί το καλό που μπορούσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος. Εκείνο που ονειρεύτηκε να κάνει με τον λεγόμενο Εμφύλιο πραγματοποιήθηκε σήμερα. Και τον αμείβουν τα αφεντικά του».
Ο Ζαχαριάδης είχε αυτοκτονήσει δι’ απαγχονισμού στο Σουργκούτ της Σιβηρίας τον Αύγουστο του 1973, εξόριστος, απομονωμένος, παρακολουθούμενος επί 24ωρης βάσης από τη μυστική αστυνομία της ΕΣΣΔ, κομματικά αποσυνάγωγος τόσο από το ΚΚΕ όσο και από το ΚΚΣΕ, ατιμασμένος και ολότελα απελπισμένος.
Ακόμη και αυτό το τραγικό τέλος όμως δεν ήταν αρκετό για να συγκινήσει τον Βαφειάδη, έστω και από την αμιγώς ανθρώπινη πλευρά. Παρόλο που το 1984 ήταν πρόθυμος να τείνει χείρα συμφιλίωσης ακόμη και προς τον φύσει και θέσει ορκισμένο εχθρό του, τον στρατηγό του Εθνικού Στρατού και βασικό παράγοντα της τελικής συντριβής του ΔΣΕ, Θρασύβουλο Τσακαλώτο, ο Μάρκος Βαφειάδης δεν μετρίασε ποτέ το λυσσαλέο μίσος του για τον Νίκο Ζαχαριάδη. Βέβαια, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό το μίσος ήταν αμοιβαίο και διατηρήθηκε αμείωτο επί τουλάχιστον 45 χρόνια, δηλαδή από τη ρήξη που επήλθε μεταξύ τους εν μέσω του Εμφυλίου, το 1947, έως τον θάνατο του Μάρκου το 1992
Τα άπλυτα
Απλώς, στα τελευταία του αυτοβιογραφικά γραπτά ο Ζαχαριάδης φαινόταν να έχει ξεπεράσει την έχθρα με τον Βαφειάδη, σαν να μην τον απασχολούσε άλλο, ίσως επειδή στην κατάστασή του, θαμμένος όπως ήταν ζωντανός στους πάγους της Σιβηρίας, είχε να αντιμετωπίσει πλέον άλλους εχθρούς, πολύ πιο επικίνδυνους και μισητούς για εκείνον - με πρώτη την ίδια την ηγεσία του ΚΚΣΕ στη μετα-σταλινική περίοδο, τον Νικίτα Χρουστσόφ και κατόπιν τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Και αυτό το στοιχείο, της απόλυτης, εμμονικής αφοσίωσης στον «ορθόδοξο» σταλινισμό, ακριβώς επειδή ήταν κοινό τόσο για τον Ζαχαριάδη όσο και για τον Βαφειάδη, συνιστά μια παραδοξότητα στο πλαίσιο της κόντρας τους. Διότι, ενώ ταυτίζονταν ιδεολογικά, οι δυο τους χωρίζονταν από μια άβυσσο σε οτιδήποτε άλλο.
Η διαμάχη τους ήταν ταυτόχρονα πολιτική, στρατιωτική, ηθική, αλλά και προσωπική. Η σύγκρουση Μάρκου - Ζαχαριάδη ήταν ένας εμφύλιος μέσα στον Εμφύλιο. Στο βιβλίο του «Ακρως Απόρρητο - Οι σχέσεις ΕΣΣΔ - ΚΚΕ, 1944-1952» (εκδ. ΚΨΜ), ο καθηγητής Ιστορίας Νίκος Παπαδάτος παραθέτει μια συγκλονιστική επιστολή του Μάρκου προς το ΚΚΣΕ, με ημερομηνία 30/12/1948. Σε αυτή περιλαμβάνονται, ανάκατα, απόψεις και πληροφορίες, δικαιολογίες και καταγγελίες, ακόμη και αναφορές σε σεξουαλική ακολασία στο βουνό, ομοφυλοφιλία στις φυλακές κ.ά.
Απόσπασμα από την επιστολή Βαφειάδη στο ΚΚΣΕ
«Κυριευμένος από το πάθος, ο Ζαχαριάδης έκανε σκόπιμα ανάρμοστες πράξεις για να ικανοποιήσει τους ιδιοτελείς στόχους του. Υπάρχει, άραγε, άλλος κομμουνιστής που θα συμφωνούσε σε επανειλημμένες συναντήσεις με ψυχικά ανισόρροπη γυναίκα, που θα αφαιρούσε μετά τα μεσάνυχτα την κουβέρτα από τη συνεργάτιδά του και θα την έσπρωχνε σε πρωτάκουστη ακολασία, και συγχρόνως να κάνει τα ίδια και με άλλες γυναίκες και να τις παρακινεί σε προκλήσεις εναντίον μου»
Και όλα αυτά σε μια επιστολή του άρτι καθαιρεθέντος αρχιστράτηγου του ΔΣΕ προς τη σοβιετική ηγεσία και τον Ιωσήφ Στάλιν. Πρόκειται για ένα κείμενο μακροσκελές -αγγίζει τις 9.000 λέξεις- και ενώ τις προηγούμενες ημέρες παρόμοια έγγραφα πυροδότησαν ντόρο στην Ελλάδα λόγω της δημοσίευσης περικοπών μέσω Twitter από τον Ρώσο μελετητή Σεργκέι Ραντσένκο, στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο γράμμα ήταν ήδη δημοσιευμένο από το 2019 στη μελέτη του Παπαδάτου. Ο οποίος, ως συστηματικός ερευνητής των πρωτότυπων εγγράφων στα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ, το ανέσυρε ο ίδιος από τον ωκεανό των ντοκουμέντων και το μετέφρασε ξανά από τα ρωσικά.
Αυτός ο χείμαρρος λέξεων αποτυπώνει τον παρορμητικό και κάπως άναρχο ειρμό του Μάρκου, ο οποίος όμως στο τέλος του 1948 βρισκόταν αντικειμενικά σε δεινή θέση: από αρχιστράτηγος του ΔΣΕ και πρωθυπουργός της προσωρινής κυβέρνησης του ΚΚΕ, είχε υποστεί βίαιη έξωση από τα ανώτατα κλιμάκια της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας. Αποπέμφθηκε με την κατηγορία ότι είχε «σπάσει», ότι δηλαδή η πνευματική του ισορροπία είχε κλονιστεί και άρα δεν ήταν πλέον ικανός να ασκήσει τα επιτελικά καθήκοντά του και κυρίως να υλοποιήσει τα σχέδια του ΚΚΕ, δηλαδή του Ζαχαριάδη.
Ο Μάρκος χρεώθηκε με την αποτυχία του ΔΣΕ να στρατολογήσει -ακόμη και βίαια- περισσότερους από 15.000 μαχητές, ενώ ο στόχος ήταν 10 ή και 20 φορές υψηλότερος, να οργανώσει εφεδρείες κ.ά. Προφανώς, η ανατροπή του Μάρκου και η ταπεινωτική εκπαραθύρωσή του ήταν έργο του Νίκου Ζαχαριάδη και των στενών συνεργατών του, οι οποίοι βυσσοδομούσαν ασταμάτητα εις βάρος του. Ειρήσθω εν παρόδω, καθώς το ΚΚΕ ήταν εξ ορισμού σαρξ εκ σαρκός του ΚΚΣΕ, ως ένα δορυφορικό κομμουνιστικό κόμμα κατ’ εικόνα, καθ’ ομοίωσιν και συνδεδεμένο μέσω ομφάλιου λώρου με το «μητρικό» του Κρεμλίνου, η διάρθρωση και λειτουργία του υπάκουε πιστά στις θεμελιώδεις αρχές του σταλινισμού.
Υπό αυτή την έννοια ο Ζαχαριάδης παρουσιαζόταν σαν μια ελληνική εκδοχή του Ιωσήφ Στάλιν, η προσωπολατρία προς αυτόν ήταν αυτονόητη και επιβεβλημένη, ενώ η δολοφονία χαρακτήρων ήταν η μόνη ενδεδειγμένη μέθοδος εξόντωσης του εκάστοτε εσωτερικού αντιπάλου του. Ισως όχι με τον αιματηρό τρόπο του Στάλιν στις προπολεμικές Μεγάλες Εκκκαθαρίσεις των διαφωνούντων εντός ΚΚΣΕ, αλλά πριν, παράλληλα ή μετά τον Βαφειάδη, ο Ζαχαριάδης θα φρόντιζε να απαλλαγεί διά της δυσφήμησης από ιστορικά και υψηλόβαθμα στελέχη του ΚΚΕ, όπως τον Γιώργη Σιάντο, τον Κώστα Καραγιώργη, τον Μήτσο Παρτσαλίδη, τη Χρύσα Χατζηβασιλείου, μεταξύ δεκάδων άλλων που κατά καιρούς έκαναν την ατυχή επιλογή να αμφισβητήσουν το αλάθητο του χαρισματικού γενικού γραμματέα. Και, οπωσδήποτε, ανάμεσα στα εσωτερικά θύματα της απολυταρχικής διοίκησης του ΚΚΕ από τον Ζαχαριάδη ξεχωρίζει ο Αρης Βελουχιώτης.
Στην επιστολή του, λοιπόν, προς το ΚΚΣΕ, ο Βαφειάδης υπερασπίζεται τον εαυτό του και το παρτιζάνικο πολεμικό δόγμα προσπαθώντας να ανασκευάσει μία προς μία τις κατηγορίες βάσει των οποίων ξηλώθηκε από το ύπατο αξίωμά του. Εξάλλου, θεωρείται γενικά η κύρια αιτία (ή και αφορμή) για τη μετωπική σύγκρουση Μάρκου - Ζαχαριάδη το ότι ο μεν πρώτος θεωρούσε μονόδρομο τη συνέχιση του Εμφυλίου στο πρότυπο του αντάρτικου λόγω της δραματικής υστέρησης σε αριθμό στρατιωτών και υλικά μέσα, ενώ ο δεύτερος επέμενε ότι ο ΔΣΕ πρέπει να μετατραπεί σε τακτικό στρατό. Ο οποίος, αφού θα υποχρέωνε σε ήττα τις κρατικές Ενοπλες Δυνάμεις (που υποστηρίζονταν σε επίπεδο υλικού και στρατηγικών συμβουλών αρχικά από τους Βρετανούς και εν συνεχεία από τους Αμερικανούς), εν τέλει θα οδηγούσε νομοτελειακά το ΚΚΕ και την εργατική τάξη στην εγκαθίδρυση μιας «λαϊκής δημοκρατίας». Ιδανικά αυτή θα εκτεινόταν στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, εναλλακτικά στο βόρειο τμήμα της, με προοπτική διχοτόμησης σε δύο κράτη, στο πρότυπο Βόρειας και Νότιας Κορέας.
Η θρυαλλίδα στη σχέση των δύο ήταν η ανοιχτή αντίθεση του Μάρκου στο περιβόητο «Σχέδιο Λίμνες» που είχε εκπονήσει και εισηγούνταν ο Ζαχαριάδης το 1947, επιδιώκοντας τη μεταμόρφωση της Ελλάδας σε κομμουνιστικό κράτος. Εντούτοις, πέραν των επιμέρους λεπτομερειών στρατιωτικής και πολιτικής φύσης, στην επιστολή του προς το ΚΚΣΕ ο Μάρκος υπεισέρχεται με την ίδια σχολαστικότητα και σε άλλου τύπου περιγραφές. «Οχι, το λεγόμενο “σπάσιμό” μου δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι ο Ζαχαριάδης εκείνο τον καιρό δεν ήταν στις καλές του. Ηταν απασχολημένος με ανάρμοστα για έναν κομμουνιστή -και μάλιστα γραμματέα της Κ.Ε. του κόμματος- πράγματα», γράφει χαρακτηριστικά ο Μάρκος Βαφειάδης. Και εξηγεί περαιτέρω ότι «κυριευμένος από το πάθος, ο Ζαχαριάδης έκανε σκόπιμα ανάρμοστες πράξεις για να ικανοποιήσει τους ιδιοτελείς στόχους του.
Δεν γνωρίζω αν θα βρεθεί άραγε κάποιος άλλος ο οποίος θα έχει την απαίτηση να ονομάζεται κομμουνιστής και την ίδια στιγμή να διαπράττει το εξής έγκλημα: άρρωστο συνεργάτη, ανίκανο να σταθεί στα πόδια του από την εξάντληση, να τον στείλει σε στρατιωτική υπηρεσία, για να βρει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τους ποταπούς στόχους του. Υπάρχει, άραγε, άλλος κομμουνιστής που θα συμφωνούσε σε επανειλημμένες συναντήσεις με ψυχικά ανισόρροπη γυναίκα, που θα αφαιρούσε μετά τα μεσάνυχτα την κουβέρτα από τη συνεργάτιδά του και θα την έσπρωχνε σε πρωτάκουστη ακολασία, και συγχρόνως να κάνει τα ίδια και με άλλες γυναίκες και να τις παρακινεί σε προκλήσεις εναντίον μου. [...]
Αυτό γινόταν για να εκφραστώ εγώ εναντίον του. Γι’ αυτό μου συμπεριφερόταν με θράσος και με παρακινούσε σε αυτοκτονία. [...] Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1948, όταν έπρεπε να φύγουμε από την Κορυτσά για τα Τίρανα για να με εξετάσει γιατρός που στάλθηκε από σας (σ.σ.: το ΚΚΣΕ), ο Ζαχαριάδης μαζί με τον Βασίλη Μπαρτζιώτα (σ.σ.: υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΕ, από τα πλέον αφοσιωμένα στον Ζαχαριάδη) μου ανακοίνωσαν ότι δήθεν το 1932, όταν βρισκόμουν στις φυλακές της Αίγινας και στην Ακροναυπλία, ήμουν ομοφυλόφιλος κι ότι εμφάνιζα ανωμαλία κ.ά. Εμεινα κατάπληκτος, αφού ποτέ στη ζωή μου δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Κατάλαβα ότι γίνονται προσπάθειες να με παρουσιάσουν τρελό και προβληματικό».
Κατσαπλιάς και προδότης
Ο Βαφειάδης διεγράφη από το ΚΚΕ το 1950, γεγονός που επισφράγισε την καθολική επικράτηση του Ζαχαριάδη στη μεταξύ τους διαμάχη. Ομως, το 1953 πέθανε ο Ιωσήφ Στάλιν και η απουσία του απόλυτου μονάρχη της ΕΣΣΔ από την κορυφή του ΚΚΣΕ επέφερε κατακλυσμιαίες ανατροπές στον κομμουνιστικό κόσμο. Η αποσταλινοποίηση που ακολούθησε με την ανάληψη της ηγεσίας στην ΕΣΣΔ από τον Χρουστσόφ οδήγησε στην εκ βάθρων αλλαγή νοοτροπίας, η οποία μεταδόθηκε αμέσως σε όλα τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα.
Το 1956 ο Βαφειάδης επανήλθε στο προσκήνιο, αποκαταστάθηκε κομματικά και έγινε δεκτός στους κόλπους του ΚΚΕ με τιμές ήρωα. Στο βάθος, όμως, υπήρχε μια κρυφή σκοπιμότητα: το να λειτουργήσει ως κεντρικός μοχλός ανατροπής του εσωκομματικού κατεστημένου. Μολονότι διέθετε το φυσικό χάρισμα της στρατηγικής αντίληψης και τεράστια πολεμική εμπειρία, πιθανότατα τυφλωμένος από το άσβεστο μίσος του, επέτρεψε στους εκπροσώπους της νέας τάσης εντός του ΚΚΕ να τον εκμεταλλευτούν, αυτή τη φορά στο πλαίσιο της επιχείρησης απο-ζαχαριαδοποίησης του κόμματος. Ηταν τόσο μανιασμένος να εκδικηθεί τον Ζαχαριάδη, τον άνθρωπο που τον έβγαλε τρελό και τον έστειλε εκτός Ελλάδας, στην Αλβανία και τη Ρωσία, δήθεν «για να αναπαυτεί και να βρει ξανά τον εαυτό του», ώστε ο Μάρκος παρέβλεψε την κραυγαλέα ιδεολογική αντίφαση: ότι αυτός, ένας γνήσιος σταλινικός, συντασσόταν με τους αντισταλινικούς. Οπότε, πρόσκαιρα, φάνηκε να απολαμβάνει την αντιστροφή των ρόλων, καθώς οι περιστάσεις τον έφεραν στη θέση του θύτη.
Από την ομιλία Ζαχαριάδη στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ
«Βασικό και χοντρό λάθος στην περίοδο της δεύτερης κατοχής, του δεύτερου ένοπλου αγώνα, ήταν η ανάδειξη του Βαφειάδη στο ΔΣΕ. [...] Δεν είχαμε άλλον καλύτερον τότε. Θα μου πείτε: Τότε να μη βάζαμε έναν, να βάζαμε κολλεχτιβιστικό όργανο. Σωστά όλα αυτά. Και έτσι όπως τα βλέπουμε τώρα ήταν λάθος, γιατί ο Βαφειάδης, εκτός από τα άλλα, που τώρα βγαίνουν στα φόρα και πρέπει να εξεταστούν, είχε και τον κατσαπλιαδισμό και διαστρέβλωσε ολοκληρωτικά τη γραμμή του κόμματος»
Ωστόσο, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο Μάρκος παρέμεινε θύμα -απλώς δεν ήταν πια το ανύποπτο θύμα των μηχανορραφιών του Ζαχαριάδη, αλλά υποχείριο των συντρόφων του εντός του ΚΚΕ που επιχειρούσαν την «οπορτουνιστική στροφή», συμμορφούμενοι προς τις τελευταίες επιταγές της Μόσχας. Εστω κι έτσι, όμως, τον ρόλο του πρόθυμου θύτη δεν τον διατήρησε για πολύ. Το 1958 ο Μάρκος Βαφειάδης ήρθε σε σύγκρουση με την καινούρια κομματική νομενκλατούρα και το 1961 διαγράφηκε ξανά. Πάντως, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον -ακόμη και από δραματουργικής άποψης- το να προσπαθήσει κάποιος να παρακολουθήσει τις διαδοχικές εναλλαγές της θέσης ισχύος ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Το ιστορικό υλικό, άλλωστε, είναι κάτι περισσότερο από άφθονο, εφόσον το ΚΚΕ φρόντιζε να καταγράφει κάθε λέξη κάθε παρέμβασης κάθε συντρόφου σε κάθε πλατιά ολομέλεια, συνδιάσκεψη κ.ο.κ.
Για παράδειγμα, στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, η οποία συγκλήθηκε το 1950 (εκτός Ελλάδος φυσικά, εφόσον το κόμμα είχε κηρυχθεί παράνομο), η κραταιά τότε ζαχαριαδική πτέρυγα επιτέθηκε στον απόντα Μάρκο σαν αγέλη λύκων. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης τοποθετήθηκε σχετικά κόσμια, αναφέροντας ότι «βασικό και χοντρό λάθος την περίοδο της δεύτερης κατοχής, του δεύτερου ένοπλου αγώνα, ήταν η ανάδειξη του Βαφειάδη στο ΔΣΕ. [...] Δεν είχαμε άλλον καλύτερον τότε. Θα μου πείτε: Τότε να μη βάζαμε έναν, να βάζαμε κολλεχτιβιστικό όργανο. Σωστά όλα αυτά. Και έτσι όπως τα βλέπουμε τώρα ήταν λάθος, γιατί ο Βαφειάδης, εκτός από τα άλλα, που τώρα βγαίνουν στα φόρα και πρέπει να εξεταστούν, είχε και τον κατσαπλιαδισμό και διαστρέβλωσε ολοκληρωτικά τη γραμμή του κόμματος».
Την καθαυτό βρώμικη δουλειά σπίλωσης της όποιας κομμουνιστικής υπόληψης είχε απομείνει στον Μάρκο ανέλαβαν τα ενεργούμενα του Ζαχαριάδη. Ενδεικτικά, ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν στην 3η Συνδιάσκεψη για εκείνον ήταν ότι επρόκειτο περί «λιποτάκτη», «προδότη», «από τους πιο λυσσασμένους εχθρούς του κόμματος», ότι εξαπέλυσε «συκοφαντικό χαβιεδικό οχετό» κατά του Ζαχαριάδη, ότι στο μέτωπο την ώρα των μεγάλων μαχών «από τη δειλία του σερνόταν σαν βρώμικο σκουλήκι», ότι ήταν «σατράπης» και «πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις», δηλαδή της βρετανικής κατασκοπείας. Από το 1956 και εξής, όμως, ήταν η σειρά του Μάρκου να ρίξει το δικό του δηλητήριο εναντίον τής, υπό δυσμένεια πλέον, ζαχαριαδικής πτέρυγας.
Στην 6η και 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ, το 1956 και το 1957 αντίστοιχα, όπου και γράφτηκε το εξευτελιστικό φινάλε της σταδιοδρομίας του Νίκου Ζαχαριάδη ως γενικού γραμματέα του ΚΚΕ ύστερα από 23 χρόνια, ο Βαφειάδης ξεσπάθωσε. Ιδιαίτερα στην 7η, ο Μάρκος δεν κατέβηκε από το βάθρο παρά μόνο ύστερα από ώρες και αφού είχε εξαντλήσει κάθε κατηγορία που μπορούσε να εξαπολύσει κατά του Ζαχαριάδη. Η διαγραφή του ήταν, ούτως ή άλλως, προαποφασισμένη και το φραστικό μαστίγωμα ήταν μέρος μιας τελετουργικής σφαγής, παρά ένα ουσιαστικό «κατηγορώ». Ο Μάρκος, ακόμη και εάν είχε συνείδηση τότε πως κλωτσούσε ένα πολιτικό πτώμα, δεν θέλησε να θέσει τον παραμικρό φραγμό στη μανία του. Μάλιστα, ό,τι έλεγε το 1957, θα συνέχιζε να το υποστηρίζει, με το ίδιο πάθος, σε κάθε μελλοντική ευκαιρία, ακόμη και στους 4 τόμους της πεντάτομης αυτοβιογραφίας του (ο υπ' αριθμόν 4 δεν κυκλοφόρησε ποτέ).
Γενικός γραμματέας και αρχιπράκτορας
Επιγραμματικά, κατά τον Βαφειάδη, ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν «τυχοδιώκτης ολκής», «εγκληματίας», «παράσιτο που σα βδέλλα κόλλησε στο κορμί του κόμματος», «πλαστογράφος», «χαφιές», «προδότης», «ψεύτης», «προβοκάτορας», «φιλοχιτλερικός», αλλά και «όργανο των Βρετανών», «αυταρχικός», «μισαλλόδοξος», «συκοφάντης των συντρόφων με διαφορετική άποψη από τη δική του», «ταξικός αποστάτης», «άνανδρος», «ύπουλος», «αντιδιεθνιστής και αντεπαναστάτης» κ.λπ. κ.λπ.
Στο βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου περιλαμβάνεται η καλύτερη συμπύκνωση του μένους που έτρεφε ο Βαφειάδης, υπό τη μορφή επιστολής προς την Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, την οποία απέστειλε ο Μάρκος στις 20 Δεκεμβρίου 1949. «Επικεφαλής των πρακτόρων του εχθρού είναι ο Ζαχαριάδης. Είναι πράκτορας της αγγλοαμερικανικής κατασκοπείας. [...] Μια προσεκτική μελέτη της τακτικής του κόμματος πριν την 3η Ολομέλεια της Κ.Ε. το Σεπτέμβριο του 1947 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν περίοδος συνειδητού σαμποτάζ του ένοπλου αγώνα, το οποίο υλοποιούνταν με προσωπική καθοδήγηση του Ζαχαριάδη που τότε βρισκόταν στην Αθήνα».
Κατόπιν ο Μάρκος περνά στα πιο προσωπικά: «Η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Ζαχαριάδης στα βουνά είναι πράκτορας. Η πρώην σύζυγός μου -η Δέσποινα Κεβίδου- είναι από τους πιο δοκιμασμένους πράκτορες της αγγλικής κατασκοπείας. Στάλθηκε στα βουνά με συγκεκριμένη αποστολή: να σχετιστεί με οποιοδήποτε τίμημα με τον Ζαχαριάδη». Παρόμοιες «αποκαλύψεις» έκανε ο Μάρκος και τον Οκτώβριο του 1950. Σε άκρως απόρρητη επιστολή του προς το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της ΕΣΣΔ επαναλαμβάνει ότι «ο Ζαχαριάδης είναι πράκτορας του αμερικανοαγγλικού ιμπεριαλισμού, συνεργός και δορυφόρος της συμμορίας του Τίτο στο ελληνικό κίνημα. Το 1946, στη 2η Ολομέλεια, ο Ζαχαριάδης σε συνεργασία με τη συμμορία του Τίτο και με εντολή των Αγγλοαμερικανών, προσπάθησε να σπρώξει το ΚΚΕ σε ένοπλο πραξικόπημα. Οι στόχοι της εν λόγω προσπάθειας ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού κινήματος. Αυτή η προσπάθεια αποτελεί πρόκληση κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, προβοκάτσια εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Αυτή η προβοκάτσια απέτυχε χάρη στην παρέμβασή μου».
Και ο Μάρκος συνόψιζε τις θέσεις του ως εξής:
«1) Η προσπάθεια του Ζαχαριάδη να ξεσηκώσει ένοπλη εξέγερση στην Ελλάδα,
2) η στρατιωτική “βοήθεια” που θα του παρείχε η συμμορία του Τίτο για την “επικράτηση” της εξέγερσης,
3) το μποϊκοτάζ των εκλογών του 1946,
4) η απόκρυψη από το κόμμα της συμβουλής του μπολσεβικικού κόμματος για συμμετοχή στις εκλογές,
5) η παραποίηση των κομματικών αποφάσεων και αυτά που ο Ζαχαριάδης αναγκάστηκε να παραδεχτεί,
6) τα γεγονότα που συνέβησαν στην Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, τα οποία αποκάλυψαν τους στόχους των ιμπεριαλιστών εναντίον των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας και της Σοβιετικής Ενωσης -όλα αυτά οδηγούν στο ξεκάθαρο και αναμφίβολο συμπέρασμα ότι στόχος της προβοκατόρικης ηγεσίας του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη και σε συνεργασία με τη συμμορία του Τίτο, είναι η προβοκάτσια εναντίον των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας και της Σοβιετικής Ενωσης, με σκοπό την ανάφλεξη του πολέμου και την εξασφάλιση της εισβολής των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια, με αφορμή τα ελληνικά γεγονότα».
Προς τι το μίσος;
Δύο από τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την έριδα Μάρκου - Ζαχαριάδη είναι α) ποια ήταν η πραγματική ρίζα της διαμάχης και β) κατά πόσον η σύγκρουσή τους επηρέασε την έκβαση του Εμφυλίου. Σε κανένα από τα δύο ζητήματα δεν μπορεί και δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής πειστική απάντηση από τους μελετητές της εμφυλιακής ιστορίας, ενώ η αναλυτική σύγκριση των δύο προσωπικοτήτων δεν οδηγεί απαραιτήτως σε κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα.
Πολύ σχηματικά, ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ο «Κούτβης», δηλαδή ένα κομματικό στέλεχος ειδικά εκπαιδευμένο απευθείας από το ΚΚΣΕ στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής (KYTV) και ήταν μέλος του Σοβιετικού Κ.Κ. πριν καν εγγραφεί στο ΚΚΕ. Ηταν εξ αρχής προορισμένος να ηγηθεί αν και, εν τέλει, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της σταδιοδρομίας του στις χειρότερες ελληνικές φυλακές, καθώς και στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως Νταχάου.
Το ότι είχε αποκτήσει από πολύ νωρίς διεθνή εμπειρία στη διοργάνωση παράνομων συνωμοτικών οργανώσεων, μιλούσε πολλές γλώσσες και είχε φίλους που κατείχαν νευραλγικά πόστα σε κομμουνιστικές οργανώσεις ανά την Ευρώπη, κυρίως όμως το γεγονός ότι δικαιούνταν να υπερηφανεύεται πως γνώριζε προσωπικά τον Στάλιν, τον καθιστούσαν κάτι σαν «κοσμοπολίτη κομμουνιστή», όπως καθ’ υπερβολήν χαρακτηρίστηκε σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή ιστορικού περιεχομένου.
Από την άλλη, ο Μάρκος Βαφειάδης ήταν ένας σχεδόν αμόρφωτος καπνεργάτης. Ανδρώθηκε σε κάθε είδους μέτωπο πάλης -συνδικαλιστικό, ταξικό, κοινωνικό. Ανθρωπος της δράσης, διακρίθηκε στο πεδίο της μάχης με τον ΕΛΑΣ στην Αντίσταση και αναδείχθηκε διοικητής των ΟΜΜ (Ομάδες Μεραρχιών Μακεδονίας) και ήταν αυτός που εισήλθε πρώτος στη Θεσσαλονίκη ως απελευθερωτής από τους Γερμανούς. Οπότε, από αυτή την άποψη, αφενός ήταν ο καλύτερος διαθέσιμος κομμουνιστής στρατιωτικός, της απολύτου εμπιστοσύνης του ΚΚΕ, για να αναλάβει καθήκοντα αρχιστρατήγου στην ένοπλη εξέγερση από το 1945 και εξής.
Μαρτυρία της Ρούλας Κουκούλου
«Ο Μάρκος μού χάρισε το ρολόι του. Πώς να πήγαινα όμως στο Νίκο με το ρολόι του Μάρκου στο χέρι; Ο Νίκος με περίμενε κι εγώ έπρεπε να κάθομαι δίπλα στο Μάρκο. Τον σιχαινόμουν. Δεν μπορούσα όμως να φύγω. Μου περνούσε η ιδέα ότι θα πουν “πάει να βρει τον Ζαχαριάδη”. Ετσι έμεινα ως αργά, κι όταν πήγα στο καλύβι ο Νίκος κοιμόταν. Μου λέει “τι έγινε το βράδυ; Γιατί δεν ήρθες;”. Δεν του είπα τίποτα για το Μάρκο. Δεν μπορούσα να σπείρω την έχθρα ανάμεσα στους δύο αρχηγούς»..
Αντιθέτως, ο Νίκος Ζαχαριάδης δεν είχε πολεμική εμπειρία, ενώ ακόμη και μέσα στη φυλακή προσπαθούσε να γράφει δοκίμια για την πολιτική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Ενδεχομένως, λοιπόν, κάποιος σπόρος φθόνου να βλάστησε ανάμεσα στους δύο εξαιτίας των τελείως διαφορετικών χαρακτηριστικών, καταγωγής, μόρφωσης, ικανοτήτων κ.λπ. που διέθετε ο καθένας.
Από την άλλη, ποτέ κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη σημασία της απλής ζήλιας, του αρχέγονου ανταγωνισμού μεταξύ ανδρών για την κατάκτηση της ίδιας γυναίκας. Ο Μάρκος αναφέρεται επανειλημμένα σε γυναικεία πρόσωπα τα οποία εμπλέκονταν στη σχέση του με τον Ζαχαριάδη. Και, βέβαια, υπάρχει η άμεση μαρτυρία της Ρούλας Κουκούλου, της δεύτερης συζύγου του Νίκου Ζαχαριάδη, όπως τη μεταφέρει στο βιβλίο του «Πορεία Αριστερά» (εκδ. Καστανιώτη) ο συγγραφέας Γιώργος Α. Λεονταρίτης. Το επεισόδιο εκτυλίσσεται στο Βίτσι, το 1948, όπου στρατοπέδευαν δυνάμεις του ΔΣΕ.
Για την καρδιά της Ρούλας
Η Κουκούλου διηγείται ότι «ο Μάρκος μού χάρισε το ρολόι του. Πώς να πήγαινα όμως στο Νίκο με το ρολόι του Μάρκου στο χέρι; Κάποια στιγμή ο Μάρκος έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το τραπέζι και ακούμπησε το πόδι μου. Επάνω εκεί σηκώθηκα να φύγω. Ο Νίκος με περίμενε κι εγώ έπρεπε να κάθομαι δίπλα στο Μάρκο. Τον σιχαινόμουν. Δεν μπορούσα όμως να φύγω. Μου περνούσε η ιδέα ότι θα πουν “πάει να βρει τον Ζαχαριάδη”. Ετσι έμεινα ως αργά, κι όταν πήγα στο καλύβι ο Νίκος κοιμόταν. Μιλήσαμε το άλλο μεσημέρι. Μου λέει “τι έγινε το βράδυ; Γιατί δεν ήρθες;”. Δεν του είπα τίποτα για το Μάρκο. Δεν μπορούσα να σπείρω την έχθρα ανάμεσα στους δύο αρχηγούς». Τελικά, σε αυτή τη «μάχη» μεταξύ δύο αντιζήλων, νικητής θα αναδεικνυόταν ο Ζαχαριάδης, κερδίζοντας την καρδιά της Ρούλας Κουκούλου.
Η οποία είχε απομακρυνθεί από τον σύντροφό της -στη ζωή- την περίοδο της εξορίας του και ενώ εκείνος το 1973 απειλούσε ότι θα αυτοκτονούσε, όταν ο γ.γ. του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης τής ζήτησε να πάει στη Σιβηρία, να βρει τον Ζαχαριάδη και να τον μεταπείσει, η Ρούλα Κουκούλου αρνήθηκε. Δεν είχε τη δύναμη να αντικρίσει ξανά τον άνδρα της. Κι έτσι, ο Νίκος Ζαχαριάδης κρεμάστηκε από έναν σωλήνα θέρμανσης μέσα στο καλύβι του στο Σουργκούτ. Ηταν 70 ετών, ξεθωριασμένος και κακογερασμένος. Εφυγε απογοητευμένος από όλους, ακόμη και από τον εαυτό του, που δεν κατάφερε να αποδράσει από την ΕΣΣΔ, παρά τις τουλάχιστον τρεις απόπειρές του.
Οσο για τον Μάρκο, εκείνος θα ζούσε πολύ περισσότερο. Κατά τρία χρόνια νεότερος του Ζαχαριάδη, παρέμεινε ιδεολογικά αμετακίνητος στις κομμουνιστικές αρχές του, όπως αυτές παραδόθηκαν από τον Λένιν και τον Στάλιν - ταυτόχρονα όμως πρόλαβε να αποκτήσει τη βουλευτική ιδιότητα με το ΠΑΣΟΚ, λίγο καιρό αφ' ότου επέστρεψε από τη μακροχρόνια δική του εξορία, στην ΕΣΣΔ. Ο μεν Ζαχαριάδης αποκαταστάθηκε κομματικά από την Αλέκα Παπαρήγα το 2011, όχι όμως και ο Μάρκος, ο οποίος περιορίστηκε στην αποκατάστασή του από το ΚΚΕ Εσωτερικού, ένα κόμμα που ο ίδιος θεωρούσε ότι κακώς υπήρχε. Κατά την άποψη του καπετάν Μάρκου το κόμμα ήταν ένα, το ΚΚΕ. Εστω και εάν σε αυτό δεν χωρούσαν ταυτόχρονα ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο Μάρκος Βαφειάδης, ούτε καν μετά θάνατον.
Ειδήσεις σήμερα:
Έγκλημα στην Αίγυπτο: Η γνωριμία του Κάτσικα με τον δολοφόνο και η συνάντηση στο διαμέρισμα
Δολοφονία Άλκη: Τι λένε οι χούλιγκαν για τον εγκέφαλο της καταδρομικής επίθεσης - Απολογούνται σήμερα
Επιδοτήσεις στο ρεύμα: 39 ευρώ για νοικοκυριά - 65 ευρώ για επιχειρήσεις το Φεβρουάριο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα