In Memoriam: Άγις Κυνηγόπουλος, ο «Πρίγκηπας Πασπαρτού» της Θεσσαλονίκης

Η απίθανη περίπτωση ενός αεικίνητου ανθρώπου που επί 50 χρόνια ήταν ο άτυπος «Θεσσαλονικάρχης» - Πώς ελληνοποίησε τον Γκάλη σαν δημότη... Τριλόφου Θεσσαλονίκης - Το έργο και η προσφορά του σε δεκάδες τομείς

Μια ολόκληρη πόλη συνειδητοποίησε ότι έχασε τα κλειδιά της -κάπως έτσι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί τον αντίκτυπο που είχε για τη Θεσσαλονίκη ο θάνατος του Άγη Κυνηγόπουλου. Απεβίωσε στα 89 του χρόνια, στις 13 Δεκεμβρίου, αλλά για πάνω από μισό αιώνα ήταν αυτός ο άνθρωπος που μπορούσε να ανοίξει όλες τις πόρτες, συμβολικά και ουσιαστικά, στην αγαπημένη του πόλη. Για την ακρίβεια, μάλιστα, δεν θα πρέπει κανείς να εικονογραφεί νοερά τον Άγη Κυνηγόπουλο σαν μια αεικίνητη φιγούρα που είχε πάνω του αρμαθιές με δεκάδες κλειδιά. Αντιθέτως, ο Άγις Κυνηγόπουλος στη Θεσσαλονίκη δεν χρειαζόταν ούτε ένα κλειδί. Το «πασπαρτού» ήταν ο ίδιος -κι αυτό ήταν το μοναδικό, ανεπανάληπτο και αξιοπερίεργο στον βίο και την πολιτεία ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους Θεσσαλονικιούς όλων των εποχών.

Και ίσως ακόμη πιο αξιοπερίεργο, σχεδόν μαγικό, ήταν το πώς κατάφερνε να βρίσκεται σε δεκάδες σημεία ταυτόχρονα: Αθλητικογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, αθλητής-προπονητής-διαιτητής-παράγοντας μπάσκετ, δύο φορές συν-πρωταθλητής Ελλάδας με τον Ηρακλή (την εποχή που υπήρχε διπλή κατάταξη, Βορρά-Νότου) «ο άνθρωπος που έκανε Έλληνα τον Γκάλη», αρχηγός των Εθνικών ομάδων, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης και κομισάριος της FIBA, ενώ παράλληλα υπήρξε πρωτεργάτης σε αμέτρητες φιλανθρωπικές δράσεις, δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης και παρά λίγο υποψήφιος δήμαρχος, Επίτιμος Πρόξενος της Λετονίας, πρωτοπόρος στη συστηματική ενασχόληση με τις δημόσιες σχέσεις ως επαγγελματική δραστηριότητα, οικογενειάρχης, πατέρας, ψυχή της παρέας και αθεράπευτος πλακατζής και φαρσέρ, σαγηνευτικός αφηγητής ιστοριών και ανεκδότων, στενός φίλος καλλιτεχνών, αθλητών και πολιτικών πρώτης γραμμής και γενικώς κάτοχος πολλών, πολλών ιδιοτήτων και τίτλων.

 
Χαρακτηριστικό εξώφυλλο περιοδικού, με μεγάλο αφιέρωμα στον Άγη Κυνηγόπουλο και τον εύγλωττο τίτλο «Ο Θεσσαλονικάρχης»

Larger than life
Για μια προσωπικότητα όπως ο Άγις Κυνηγόπουλος, δηλαδή για έναν τύπο ανθρώπου που κατορθώνει να στριμώξει σε 24 ώρες όσα η πλειονότητα των υπολοίπων δυσκολεύεται να χωρέσει ακόμη και σε μια ζωή, οι Αγγλοσάξονες έχουν εφεύρει την έκφραση «larger than life». Και επειδή η απόδοσή της στα ελληνικά δεν αντανακλά το πλήρες νόημα της έννοιας, ίσως θα αποδειχθεί πιο χρήσιμη μια απόπειρα -κατ' ανάγκην επιγραμματικής μόνο- βιογράφησης του Άγη. Διότι αν υπήρχε εικόνα που να αποτυπώνει το τι σημαίνει «μεγαλύτερος από την ίδια τη ζωή», εύκολα αυτή θα μπορούσε να είναι μια φωτογραφία του Άγη Κυνηγόπουλου. Παραδόξως, δε, μια οποιαδήποτε φωτογραφία, από οποιαδήποτε στιγμή της πορείας του.

Ούτως ή άλλως, είτε απαθανατιζόταν να συνομιλεί πχ με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, είτε με τον Κώστα Βουτσά, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Γιάννη Βόγλη, την Αιμιλία Υψηλάντη, τον Πέτρο Φυσσούν, τη Μαρινέλλα, τον Γιάννη Πάριο, ή ακόμα την Ορνέλα Μούτι, τον Πιέρ Καρντέν, τον Πελέ και τον θρύλο του ΝΒΑ Μπομπ Κούζι κ.α., είτε δίπλα στα υπόλοιπο ΔΣ του Παπαφείου Ορφανοτροφείου όπου ήταν πρόεδρος, ο Άγις Κυνηγόπουλος ήταν πάντοτε χαμογελαστός. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, εφόσον το χαμόγελο, η θετική στάση απέναντι στη ζωή, η αισιοδοξία ότι δεν υπάρχει εμπόδιο που να μην είναι δυνατόν να παρακαμφθεί, η προσέγγιση «έξω καρδιά», ήταν η πραγματική ταυτότητα του Άγη.

Κάποτε ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους του παγκόσμιου αθλητισμού, ο Μοχάμεντ Άλι είχε εξομολογηθεί ένα από τα μεγάλα οράματά του. Έλεγε πως «ονειρεύομαι το να ταξιδεύω στον κόσμο, να πηγαίνω πολύ μακριά από την Αμερική και να χτυπώ την πόρτα σε ένα τυχαίο σπίτι, σε ένα τυχαίο χωριό. Να μου ανοίγουν και να μη χρειάζεται να συστηθώ. Να μου λένε «καλωσήρθες Μοχάμεντ Άλι». Σε μια μικρότερη κλίμακα, στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, αυτό ακριβώς είχε πετύχει ο Άγις Κυνηγόπουλος.


Βράβευση του Άγη Κυνηγόπουλου για το φιλανθρωπικό έργο του από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο



Ο Άγις Κυνηγόπουλος συναντά τον Πελέ ως νεαρός αθλητικογράφος, τη δεκαετία του '60

Λατρεία για το μπάσκετ
Η προεξάρχουσα δραστηριότητα, αλλά και η μεγάλη, δια βίου αγάπη του Άγη ήταν ο αθλητισμός και πιο συγκεκριμένα το μπάσκετ. Στο άλμπουμ των φωτογραφιών από διάφορες φάσεις της ζωής του, ξεχωρίζουν τα στιγμιότυπα δίπλα σε αστέρια πρώτου μεγέθους, όπως πχ ο μέγας Πελέ, o Μπομπ Κούζι και ο Μπιλ Ράσελ. Παρότι ξεκίνησε ως ποδοσφαιριστής της ιστορικής ομάδας «Θεσσαλονίκη», πάντα το μπάσκετ μαγνήτιζε τον Άγη. Όσοι τον ήξεραν καλά, λένε σήμερα ότι «ο Άγις ήταν εξαιρετικός play-maker, παρόλον ότι δεν είχε τα απαραίτητα σωματικά προσόντα, εφόσον δεν ήταν ψηλός. Αλλά έπαιζε με την ψυχή -και το μυαλό του, βέβαια. Σαν προπονητής, υπήρξε ο μακροβιότερος coach του Ηρακλή και δύο φορές συν-πρωταθλητής Ελλάδος. Όταν δε ανέλαβε το ρόλο του διαιτητή, σε αγώνες Α' Εθνικής, την περίοδο '59-'61, όπως λένε οι παλαιότεροι μπασκετικοί «είχε απόλυτη αντίληψη του παιχνιδιού, ποια φάση θα διέκοπτε και ποια θα άφηνε να εξελιχθεί».







Ο Άγις Κυνηγόπουλος ταυτίστηκε με την Εθνική Ελλάδος Μπάσκετ, ως έφορος της. Στην τελευταία φωτογραφία ο Άγις διακρίνεται στο αριστερό άκρο. Η σύνθεση της ομάδας το 1981, με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Νίκο Γκάλη και με προπονητή τον Γιάννη Ιωαννίδη, ήταν ο προπομπός των ανεπανάληπτων επιτυχιών που θα ακολοθούσαν

Αφού πέρασε από τα στάδια του παίκτη, του προπονητή, του διαιτητή, ο Άγις Κυνηγόπουλος συνέχισε -και ενέτεινε- την ενασχόλησή του με το ελληνικό μπάσκετ υπό την ιδιότητα του παράγοντα, όπου και έγραψε ιστορία - ακόμη και όταν πλέον είχε αφυπηρετήσει, όταν τα δεδομένα είχαν αλλάξει και σε στάδια όπως το Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης η διοργάνωση είχε μεταβληθεί σε αυστηρά ελεγχόμενη επιχείρηση, ο Άγις Κυνηγόπουλος είχε πάντα μια θέση στην πρώτη σειρά της κεντρικής κερκίδας. Ήταν η περίφημη «καρέκλα του Άγη». Την τοποθετούσαν ξεχωριστά, πέρα από τις κανονικές θέσεις, ειδικά για εκείνον, αναγνωρίζοντας ότι με τόσο μεγάλη προσφορά, θα ήταν η έσχατη αχαριστία απέναντί του το να μην του παραχωρείται μια προνομιακή θέση, τιμής ένεκεν.

Ευκαιρίας δοθείσης, αυτό το «τιμής ένεκεν» έχει μια ξεχωριστή, ανεκδοτολογική ιστορία, για τον Άγη Κυνηγόπουλο. Διότι, όταν πλέον δεν είχε τη δυνατότητα να διαθέτει προσκλήσεις σε ανθρώπους που του το ζητούσαν και που εκείνος έκρινε ότι το δικαιούνταν, λόγω περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων κ.λπ., εκείνος εξακολουθούσε να ικανοποιεί τα αιτήματα κάποιων άπορων φιλάθλων καλύπτοντας τα σχετικά έξοδα από την τσέπη του. Δηλαδή, αγόραζε κανονικά εισιτήρια, τα οποία σημάδευε με την ένδειξη «Τιμής ένεκεν», καθώς είχε φροντίσει να προμηθευτεί τη σχετική σφραγίδα. Φυσικά, αυτό γινόταν κρυφά από τη διεύθυνση των ομάδων και, όταν το τέχνασμα αποκαλύφθηκε, όλοι κατάλαβαν ότι μόνο ο Άγις θα μπορούσε να το έχει σκαρφιστεί.


Με τον Γιάννη Ιωαννίδη, τον οποίον ο Άγις είχε προτείνει για τη θέση του προπονητή στην Εθνική μπάσκετ

Ο Νίκος Γκάλης από το... Τρίλοφο
Το πιο γνωστό από τα, κυριολεκτικά αμέτρητα, κατορθώματά του, είναι ασφαλώς η παρέμβασή του στην υπόθεση του Νίκου Γκάλη. Ταυτόχρονα, όμως, η συγκεκριμένη, απίθανη περιπέτεια, είναι και αυτή που αδικεί τις υπόλοιπες πτυχές της προσωπικότητας του Άγη Κυνηγόπουλου, μιας και στη διάρκεια της εμπλοκής του στη δημόσια ζωή και τον αθλητισμό, γνώρισε πάμπολλες επιτυχίες, γεύτηκε επανειλημμένως το θρίαμβο με την εθνική ομάδα μπάσκετ, ώστε θα δικαιούνταν να μην μείνει στην ιστορία μόνο σαν «ο άνθρωπος που έκανε Έλληνα τον Νίκο Γκάλη». Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση της τυπικής ελληνοποίησης του παίκτη που θα έγραφε ξανά από την αρχή την ιστορία του μπάσκετ και θα άλλαζε για πάντα τα δεδομένα του αθλήματος στην Ελλάδα, είναι χαρακτηριστική της δαιμόνιας νοοτροπίας, του επίμονου και πολυμήχανου χαρακτήρα του Άγη Κυνηγόπουλου.

Και να πώς είχε περιγράψει ο ίδιος το Σεπτέμβριο του 2017 σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό Σπορ FM το τι ακριβώς είχε συμβεί: «Έπρεπε να βγάλω ένα διαβατήριο στον Γκάλη, για να μπορεί να αγωνιστεί στην Ελλάδα. Πήγα, επομένως, σε έναν πρόεδρο κοινότητας (σ.σ. στην Κοινότητα Τριλόφου Θεσσαλονίκης), προκειμένου να μου δώσει εκείνος ένα πλαστό διαβατήριο. Κατόπιν πήγα στην αστυνομία, σε έναν γνωστό μου, ο οποίος μου έδωσε βεβαίωση η οποία υπείχε θέση ταυτότητας και ακολούθως, στον τότε Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, Κώστα Παπαναστασίου. Του ζήτησα διαβατήριο μιας χρήσεως. Εκείνος πάτησε τότε ένα κουμπί, προκειμένου να έρθει ένας υπάλληλος και να τακτοποιήσει το ζήτημα. Αλλά την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του και τον ζήτησε ο υπουργός Αχιλλέας Καραμανλής εκτάκτως. Φεύγοντας, όμως, ο Παπαναστασίου είπε στον υπάλληλό του 'δώσε στον κ. Κυνηγόπουλο ό,τι σου ζητήσει' και έτσι, πήρα το διαβατήριο του Γκάλη. Νά πως έπαιξε ο Γκάλης στην Εθνική Ελλάδος. Μάλιστα, ο υπουργός δήλωσε αργότερα πως 'το αδίκημα του Κυνηγόπουλου παρεγράφη'. Η πλάκα είναι ότι ρωτούσαν τον Γκάλη 'από πού είσαι;' και εκείνος απαντούσε, εννοώντας εμένα, 'ρωτήστε τον πρόεδρο'».

Η πλήρης ιστορία έχει ως εξής: Ο Νικ Γκάλης βρισκόταν στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1979, ως μεταγραφή στην ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης. Προφανώς, το επίπεδό του ως παίκτη και τα εξαιρετικά προσόντα του τον έκαναν να ξεχωρίσει -μετά από κάποια αρχική περίοδο προσαρμογής.



Εκείνο το διάστημα ο Άγις Κυνηγόπουλος, παντοδύναμος στο Ελληνικό μπάσκετ, ήταν πρόεδρος της ομοσπονδίας ΕΚΑΣΘ (Ένωση Καλαθοσφαιρικών Σωματείων Θεσσαλονίκης, την οποίαν, μάλιστα είχε ιδρύσει ο ίδιος) και ταυτόχρονα αντιπρόεδρος στην Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης (ΕΟΚ) και αρχηγός των Εθνικών Ομάδων. Ο Κυνηγόπουλος, πολύπειρος και με ιδιαίτερα οξυμμένο αισθητήριο ως προς τον εντοπισμό ταλέντων, αντιλήφθηκε αμέσως ότι ο Γκάλης έπρεπε να συμπεριληφθεί στην Εθνική Ελλάδος. Όμως, υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα: Ο Νικ Γκάλης είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ και, παρότι Έλληνας ομογενής, ήταν Αμερικανός υπήκοος, με αμερικανικό διαβατήριο κ.λπ. Οι τότε ισχύοντες κανονισμοί της Διεθνούς Ομοσπονδίας μπάσκετ (FIBA) όριζαν ότι, προτού συμμετάσχει στην εθνική οποιοσδήποτε μη γηγενής, θα πρέπει προηγουμένως να έχει περάσει τουλάχιστον τρία χρόνια στη χώρα ώστε να του αναγνωριστεί η αθλητική ιθαγένεια και να του χορηγηθεί η αντίστοιχη «μπλε κάρτα».

Μόνο που ο Άγις, με τη δύναμη και τις διασυνδέσεις που διέθετε, δεν είχε καμία διάθεση να περιμένει μια ολόκληρη τριετία. Ανέλαβε την υπόθεση Γκάλη προσωπικά, σαν πατριωτικό καθήκον. Καθώς, όπως υπενθυμίζει ο γνωστός δημοσιογράφος και αυθεντία στο ελληνικό μπάσκετ, Βασίλης Σκουντής, το Μάιο του 1980 η Εθνική ομάδα θα συμμετείχε στο προ-ολυμπιακό τουρνουά το οποίο, σύμφωνα με τον προγραμματισμό, θα διεξαγόταν στην Ελβετία. Από την επίδοση της Εθνικής θα κρινόταν εάν θα κέρδιζε ή όχι την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας. Ο Κυνηγόπουλος λοιπόν, αφού συγκέντρωσε μια σειρά από πιστοποιητικά και έγγραφα προκειμένου να καλύψει κάθε γραφειοκρατική απαίτηση, θέλησε να επιταχύνει τη διαδικασία τυπικής ελληνοποίησης του Νίκου Γκάλη, ακριβώς κατά τον τρόπο που ο ίδιος περιέγραψε. Εξυπακούεται, δε, ότι τα κατάφερε, ανοίγοντας το δρόμο στον παίκτη που οδήγησε (φυσικά μαζί με τα υπόλοιπα μέλη εκείνης της σπουδαίας Εθνικής) την Ελλάδα σε έναν ανεπανάληπτο θρίαμβο, με την επική κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ το 1987, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στον Πειραιά.



Ωστόσο, εκείνο που ίσως ούτε ο ίδιος ο Άγις δεν φανταζόταν, ήταν ότι επισπεύδοντας -έστω και με... αμφιλεγόμενες μεθόδους- την ελληνοποίηση του Γκάλη, θα συνέβαλε σε μια ολική ανατροπή του έως τότε status του μπάσκετ στην Ελλάδα. Ύστερα από την κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού, οι Έλληνες ανακάλυψαν καινούργια ινδάλματα, «τον Γκάλη, το Γιαννάκη και τ' άλλα τα παιδιά». Το μπάσκετ έφυγε από το περιθώριο και έφτασε να απειλεί σε δημοφιλία το ποδόσφαιρο. Στα γήπεδα που άρχισαν να ξεφυτρώνουν στις γειτονιές τα παιδιά προσπαθούσαν να μιμηθούν τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των ηρώων του Ευρωμπάσκετ. Κι έτσι, μια ολόκληρη καινούργια γενιά φερέλπιδων, ταλαντούχων παικτών γεννήθηκε. Με «ληξιαρχική πράξη γέννησης», τρόπον τινά, εκείνο το πλαστό διαβατήριο του Νίκου Γκάλη που είχε καταφέρει να εκδώσει ο Άγις Κυνηγόπουλος.

«Με τους ανθρώπους»
«Ο Άγις ήταν με τους ανθρώπους» είναι η πιο χαρακτηριστική, η πιο περιεκτική ίσως φράση που θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος για να συμπυκνώσει σε μερικές μόνο λέξεις την προσωπικότητα του Άγη Κυνηγόπουλου. Εν προκειμένω, η ατάκα «ο Άγις ήταν με τους ανθρώπους» ανήκει στον Χριστόδουλο Οικονομίδη, πρώην δήμαρχο -επί τρεις τετραετίες- Καλαμαριάς, συνοδοιπόρο του Άγη στον αθλητισμό και την ενασχόληση με τα κοινά της Θεσσαλονίκης, αλλά και φίλο του. «Τα τελευταία χρόνια βρισκόμασταν ανελλιπώς, τουλάχιστον μία φορά το μήνα με τον Άγη και μια μεγάλη παρέα από πρώην 'αθλητικούς'» θυμάται ο κ. Οικονομίδης. «Το στέκι μας ήταν η ταβέρνα του Γιάννη, στη Νέα Κρήνη. Την τελευταία φορά, σαν να το ξέραμε, διοργανώσαμε μια γιορτή ειδικά για τον Άγη, για να τον τιμήσουμε. Τυπώσαμε αναμνηστικά μπλουζάκια με το πρόσωπό του και παραγγείλαμε μια φιάλη, 2λιτρη, ένα εκλεκτό κόκκινο κρασί που το εμφιάλωσε το Κτήμα Γεροβασιλείου ειδικά για εκείνον. Του δώσαμε και ένα δίπλωμα αριστείας, σε ένα χαρτί που θύμιζε πάπυρο, όπου είχαμε γράψει έναν έπαινο για εκείνον, απαριθμώντας τις αρετές του. Θυμάμαι ότι ο Άγις είχε συγκινηθεί πάρα πολύ».


Συνάντηση του Άγη Κυνηγόπουλου με τον μετρ της μόδας Πιέρ Καρντέν

Σε αυτές τις συγκεντρώσεις στην ταβέρνα του Γιάννη, όπως συνήθιζε γιατί απλώς αυτό ήταν το φυσικό του, ο Άγις ήταν το κέντρο της προσοχής και η ψυχή της παρέας. Διηγούνταν ιστορίες και ανέκδοτα από τα παρασκήνια της πολιτικής, όπως εκείνος τα είχε απομνημονεύσει. Του άρεσε να ξεφεύγει από τα τρέχοντα, να γυρίζει πίσω, στη δεκαετία του '50 και μετά τον Εμφύλιο, όταν η Ελλάδα πάσχιζε να αναγεννηθεί, τότε που η ρευστότητα των συνθηκών και η ανάγκη αναδιοργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας δημιουργούσαν τις ιδανικές συνθήκες για έναν άνθρωπο με την καπατσοσύνη και τη γενικότερη στάση ζωής του Άγη Κυνηγόπουλου.

Η συγκεκριμένη παρέα της Νέας Κρήνης αποτελούνταν από διαπρεπή μέλη της σαλονικιώτικης κοινωνίας, όπως ο Γιώργος Λυσσαρίδης, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης και πρώην ΓΓΑ, ο σύμβουλος της Ομοσπονδίας μπάσκετ Θόδωρος Μπαχάρογλου, ο πρώην μπασκετμπολίστας με τον Ηρακλή και την Εθνική ομάδα Γιάννης Τσουμής, ο οδοντίατρος και στέλεχος της ΕΚΑΣΘ Κώστας Γκοβεδάρος, ο Δημήτρης Μόκας δικηγόρος και πρωταθλητής Ελλάδος στο αγώνισμα των 400 μ. μετ' εμποδίων, ο δημοσιογράφος Άγγελος Μοσχούλας, ο προπονητής μπάσκετ και πρώην διευθυντής στο μουσείο της ΧΑΝΘ Γιωργής Μπουσβάρος, ο οδοντίατρος και πρώην παίκτης της ΧΑΝΘ Νίκος Βαμβακούδης, ο προπονητής μπάσκετ Γιώργος Τσίτσκαρης, ο Κώστας Μπογατσιώτης, προπονητής και πρώην μπασκετμπολίστας -ο οποίος, μάλιστα, ανέβαινε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη ειδικά για τις «συνεδριάσεις» στην ταβέρνα του Γιάννη.


Ο Άγις Κυνηγόπουλος κατά την υποδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη

Σε αυτή τη συντροφιά αγαπημένων προσώπων, ο Άγης ξεδίπλωνε το χάρισμά του να σαγηνεύει το ακροατήριό του -όποιο και εάν ήταν αυτό. Ένα από τα αγαπημένα ανέκδοτά του ήταν όταν είχε παραστεί στην κηδεία κάποιου συνδικαλιστικού στελέχους, τη δεκαετία του '50. Λόγω της σχέσης του τεθνεώτος με το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την ΕΡΕ, ένας βουλευτής της παράταξης ανέλαβε να εκφωνήσει τον επικήδειο. Με τον δέοντα στόμφο, ο πολιτικός άρχισε να εκθειάζει τον μακαρίτη στεντορεία τη φωνή -μόνο που αντί για Χρήστο όπως ήταν το όνομά του, τον αποκαλούσε «Γιώργο». Ένας άλλος πολιτευτής της ΕΡΕ και μετέπειτα υπουργός, ο Νικόλαος Ζαρντινίδης, προσπάθησε να διορθώσει την παραδρομή, φωνάζοντας «Χρήστο τον λένε, όχι Γιώργο». Όμως, πάνω στον ρητορικό του οίστρο, ο ομιλητής δεν άκουγε τίποτα. Κατόπιν, ανέβηκε στο βήμα ο ίδιος ο Ζαρντινίδης. Και, όπως περιέγραφε ξεκαρδισμένος στα γέλια ο Άγις Κυνηγόπουλος, εκφωνώντας τον δικό του επικήδειο, υπέπεσε και αυτός στο ίδιο ολίσθημα. Και παρόλον ότι ο Άγις ήταν αυτή τη φορά εκείνος που ξελαρυγγιάστηκε φωνάζοντας «Χρήστο τον λένε, όχι Γιώργο», ο άτυχος εκδημήσας αναβαπτίστηκε ανήμερα της ταφής του.

Επιστρέφοντας, όμως, στο σχόλιο του Χριστόδουλου Οικονομίδη, φαίνεται πως έχει κομβική σημασία για την κατανόηση του ποιος ήταν ο Άγις Κυνηγόπουλος η ρήση «ο Άγις ήταν με τους ανθρώπους». Ο κ. Οικονομίδης εξηγεί ότι «εκείνος κι εγώ, για παράδειγμα, κάποτε είχαμε έρθει σε κόντρα για τα διοικητικά του μπάσκετ. Παρ' όλα αυτά, ο Άγις δεν είπε ποτέ το παραμικρό εναντίον μου. Και όταν έθεσα υποψηφιότητα για τη δημαρχία της Καλαμαριάς, εκείνος με στήριξε, λέγοντας στον κόσμο να με προτιμήσει. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Άγις. Καθόλου, μα καθόλου ατομιστής. Ενώ ήταν γνωστό ότι ιδεολογικά και πολιτικά συντασσόταν τότε με τη δεξιά, οποιοσδήποτε του ζητούσε μια χάρη, να μεσολαβήσει για να βοηθήσει σε μια ανάγκη κ.λπ., ο Άγις απέναντί του έβλεπε μόνο τον άνθρωπο, όχι την ψήφο. Κι αυτό συνέχισε να το κάνει ακόμη και όταν είχε θέσει ο ίδιος υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βοηθήσει. Η χαρά του ήταν να αξιοποιεί τις γνωριμίες του -και ήξερε τους πάντες- για να λύσει το πρόβλημα του οποιουδήποτε, κυριολεκτικά, είτε τον ήξερε προηγουμένως είτε όχι».

Τα μαγικά του Άγη
Ανάμεσα σε αμέτρητα περιστατικά στα οποία επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά η δαιμόνια εφευρετικότητα του Άγη Κυνηγόπουλου, ξεχωρίζουν δύο στιγμές, αρκετά παρόμοιες και κατά σύμπτωση αμφότερες με πρωταγωνιστές δημοσιογράφους.

«Το Μάιο του 1981, στο Challenge Round της Κωνσταντινούπολης, ο Άγις ήταν αρχηγός της αποστολής και έφορος της Εθνικής ομάδας. Εγώ ήμουν δημοσιογράφος στην εφημερίδα 'Μακεδονία'. Εννοείται πως είχαμε πολύ καλές σχέσεις με τον Άγη» διηγείται ο Πάρις Καλημερίδης, πασίγνωστος για το πάθος και την πολύπλευρη συμβολή του στο ελληνικό μπάσκετ. Το περιστατικό που μεταφέρει έχει ως εξής: «Ο Άγις με ρώτησε αν θα πήγαινα κι εγώ μαζί με την εθνική για να καλύψω το τουρνουά. Εννοείται πως ήθελα να πάω, οπότε ο Άγις με λέει 'άσε τη βίζα πάνω μου, θα σ' τη βγάλω εγώ'. Ήσυχος εγώ ότι ο Άγις ελέγχει το θέμα, πήγα στο ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει η Εθνική ώστε να φύγω μαζί τους πολύ νωρίς το επόμενο πρωί. Μόλις μπαίνουμε στο πούλμαν για το αεροδρόμιο, ο Άγις με βλέπει και αλλάζει χρώμα. 'Αμάν' λέει 'ξέχασα να σε βγάλω βίζα. Πω πω, τι έπαθα'. Τον λέω 'Άγη, ασ' το τώρα, ξέχνα το. Θα γυρίσω πίσω'. Αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. 'Αποκλείεται. Θα 'ρθεις μαζί μας'. - 'Πώς ρε Άγη; Χωρίς βίζα; Θα μας βάλουν φυλακή οι Τούρκοι'. Τότε ο Άγις παίρνει το έγγραφο με την ομαδική βίζα, την κοιτάζει και με λέει 'εσύ από σήμερα λέγεσαι "Σωτήρης Σακελλαρίου". Ο Σακελλαρίου ήταν διεθνής παίκτης, γκαρντ του Ηρακλή, ο οποίος όμως δεν ταξίδευε, γιατί ήταν τραυματίας. Υπήρχε όμως βίζα στο όνομά του. 'Οι Τούρκοι είναι μπουνταλάδες, χαμπάρι δεν θα πάρουνε' με λέει ο Άγις. Τον κοίταξα περίεργα, εκείνος όμως ήταν σίγουρος. 'Έχε μου εμπιστοσύνη' είπε δυο-τρεις φορές κι εγώ το δέχτηκα. Αλλά μέσα στο αεροπλάνο ήμουν λες και είχα χίλιους τόνους πάνω στην καρδιά μου. Μετά από λίγο φτάνουμε στην Κωνσταντινούπολη και από τον έλεγχο διαβατηρίων αρχίζουν και περνάνε οι παίκτες ένας-ένας. Ο Άγις κι εγώ μένουμε τελευταίοι. Θυμάμαι τον Μάνθο Κατσούλη και τους Θεσσαλονικείς που ήξεραν την ιστορία, καθόντουσαν στην άλλη πλευρά, αφού είχαν περάσει, μας κοίταζαν και γελούσαν, περιμένοντας να δουν αν θα πιάσει το κόλπο. 'Ωχ', λέω, 'θα τους δει 'κανας Τούρκος και θα μας υποψιαστεί'. Κρύος ιδρώτας. Τέλος πάντων, περάσαμε. Ο Άγις είχε δίκιο, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Πήγαμε στο ξενοδοχείο Μαρμαρά και εγώ επί 20 μέρες δεν υπήρχα. Είχα μεταμορφωθεί σε Σωτήρη Σακελλαρίου. Κι όταν χρειαζόταν να φωνάξουν πχ από τα μεγάφωνα -τότε δεν είχαμε κινητά- επειδή με ζητούσαν από την εφημερίδα, 'Σακελλαρίου' έλεγαν. Παντού ήμουν ο Σακελλαρίου. Η αγωνία μου για όσες ημέρες μείναμε στην Τουρκία δεν περιγράφεται -ο Άγις όμως ήταν αμέριμνος, δεν έτρεχε τίποτα για εκείνον. Τελικά, όταν σηκώθηκε το αεροπλάνο για την επιστροφή, λες και ήμουν φυλακισμένος και απελευθερώθηκα. Τέτοια ανακούφιση. Αλλά, φυσικά, δεν το ξέχασα ποτέ. Και νομίζω ότι αυτό το περιστατικό δείχνει πολύ καλά ποιος ήταν ο Άγις Κυνηγόπουλος και ποια ήταν η νοοτροπία του. Δεν κώλωνε πουθενά, πίστευε ότι πάντα θα έβρισκε τρόπο να τα καταφέρει. Απίστευτος».


Ο Άγις και ο Πάρις Καλημερίδης στις κερκίδες του Παλέ ντε Σπορ

Ο λόγος τώρα στον Βασίλη Σκουντή. Όπως έγραψε ο ίδιος σε άρθρο του επ' αφορμή της είδησης ότι ο Άγις έφυγε από τη ζωή, «τον Άγη Κυνηγόπουλο τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν ήταν πρόεδρος της ΕΚΑΣΘ, την οποία ο ίδιος ίδρυσε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Ήταν επίσης αντιπρόεδρος της ΕΟΚ, στην οποία προήδρευε ο Ζαχαρίας Αλεξάνδρου. Πιτσιρικάς τότε, στα 18 μου, τον συνάντησα για πρώτη φορά σε μια συνεδρίαση του ΔΣ και έναν χρόνο αργότερα με... υιοθέτησε -ή, μάλλον, με υιοθέτησε για λογαριασμό άλλου: Με έκανε γιο του Υπουργού Εξωτερικών! Το εννοώ αυτό, διότι τον Μάιο του 1982 ταξίδεψα ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Έθνος" με την Εθνική ομάδα στην Κωνσταντινούπολη, όπου διεξαγόταν η Βαλκανιάδα. Αλλά δεν είχα πού να μείνω, διότι το ξενοδοχείο Macka ήταν γεμάτο. Ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα μέσα στην απελπισία που φυσιολογικά κυριεύει ένα παιδί 19 ετών σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές αποστολές του και μάλιστα στην αχανή Κωνσταντινούπολη... Με είδε, λοιπόν, να ξεροσταλιάζω έξω από το ξενοδοχείο ο Άγις που ήταν αρχηγός της αποστολής, με πήρε α λα μπρατσέτα και πήγαμε στη ρεσεψιόν... 'Γεια σας' είπε. 'Ο νεαρός εδώ είναι δημοσιογράφος και πρέπει να μείνει μαζί μας. Ξέρετε, εκτός από δημοσιογράφος είναι και γιος του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας. Ο πατέρας του θα στενοχωρηθεί πολύ εάν δεν λυθεί αυτό το πρόβλημα!' Υπουργός Εξωτερικών σε εκείνη την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος. Πάλι καλά που ο δαιμόνιος και πανούργος Άγις δεν είπε στον ρεσεψιονίστ ότι, εάν δεν μου έβρισκε δωμάτιο, θα έκανε διάβημα στον πρόεδρο της χώρας του, τον Κενάν Εβρέν!»

Φίλος των σταρ
Ο Άγις μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη την εποχή του μεσοπολέμου, φίλος με άλλους Θεσσαλονικιούς που έμελλαν να γίνουν διάσημοι, όπως ο Κώστας Βουτσάς και η Μαρινέλλα. Με τον Βουτσά υπήρξαν συμμαθητές στο 10ο Γυμνάσιο και παρέμειναν στενοί φίλοι σε όλη τους τη ζωή. Ο Άγις αγαπούσε το θέατρο και τον κινηματογράφο και μικρός θαύμαζε τον Βασίλη Λογοθετίδη. «Ευτυχώς που δεν έγινε ηθοποιός ο Άγις γιατί θα μας έτρωγε το ψωμί», έλεγε ο Βουτσάς. Όποτε ο Βουτσάς επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη με το θίασο του, δεν ξεκολλούσε ο ένας από τον άλλο. Οι βόλτες τους στη Τσιμισκή θα μείνουν αξέχαστες, καθώς στη κυριολεξία σταματούσε η κίνηση στο δρόμο- όλοι ήθελαν να τους σφίξουν το χέρι, ο Βουτσάς, ο μεγάλος πρωταγωνιστής, και ο Άγις, το δικό τους παιδί, ο φίλος.



Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη


Με τη Ρένα Βλαχοπούλου και το σύζυγό της


Σε βράβευση με τον Κώστα Βουτσά, παιδιόθεν φίλο του


Με τη Μαρινέλλα


Με τον Χάρρυ Κλυνν


Με τον Λάκη Λαζόπουλο


Όταν ο Άγις πήρε το μικρόφωνο ακόμη και από το Γιάννη Πάριο


Η Άννα Βίσση αφιερώνει τραγούδι της στον Άγη


Με την Ελληνίδα τοπ-μόντελ της δεκαετίας του '90, Μαρίνα Τσιντικίδου. Πρωτοπόρος στις δημόσιες σχέσεις αλλά και προσωπικός φίλος σχεδόν με ολόκληρο το εγχώριο «star system», ο Άγις Κυνηγόπουλος ήταν πάντα σημείο αναφοράς των διασήμων στη Θεσσαλονίκη. Το άλμπουμ των φωτογραφιών του είναι κυριολεκτικά απέραντο

Μέσα στις δεκαετίες, στις παρέες του Άγι θα βρεθούν οι πάντες: Ο Χάρρυ Κλυνν, ο καλός του φίλος Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Άλκης Στέας, η Βούλα Ζουμπουλάκη, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Νίκος Ρίζος, ο Αλέκος Τζανετάκος, η Μάρω Κοντού, η Μαρινέλλα, η Ζωή Λάσκαρη με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Γιώργος Κωνσταντίνου αλλά και δεκάδες άλλοι καλλιτέχνες, αθλητές και πολιτικοί. Πόλος έλξης και για αμέτρητους πολιτικούς για πάνω από 70 χρόνια, ο Άγις δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του για τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά και τον συμπατριώτη του Ευάγγελο Βενιζέλο.







Το παιδί από το ορφανοτροφείο
Οι περιπέτειες, τα ανέκδοτα, οι μικρές και μεγάλες ιστορίες γύρω από τη ζωή και τη δημόσια παρουσία του Άγη Κυνηγόπουλου είναι αμέτρητα. Θα μπορούσαν να γεμίσουν βιβλία ολόκληρα -και πάλι, όμως, θα έμενε αναπάντητο το θεμελιώδες ερώτημα γύρω από το κίνητρό του: Γιατί ήταν τόσο επίμονα πολυπράγμων, γιατί δεν σταματούσε ποτέ να εμπλέκεται σε συλλογικές δράσεις, γιατί επέμενε να αναλαμβάνει προσωπικά πρωτοβουλίες -αρκεί να ήξερε πως θα μπορούσε να προσφέρει, να κάνει λίγο καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων, είτε στο στενό είτε στον ευρύτερο κοινωνικό κύκλο του;



Ένα από τα κλειδιά της ερμηνείας για το ποιος ήταν πραγματικά ο Άγις Κυνηγόπουλος ίσως βρίσκεται στα παιδικά του χρόνια. Η οικογένειά του ήταν πάμπτωχη. Ο ίδιος αναγκάστηκε να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο. Δεν μορφώθηκε ποτέ όσο και όπως θα ήθελε. Από πολύ νωρίς στη ζωή του βγήκε στη βιοπάλη, ξεκινώντας από τα πιο χαμηλά σκαλοπάτια της ταξικής αλυσίδας. Εργάστηκε σαν λούστρος, σαν παιδί για θελήματα σε ανθοπωλείο, στο Δήμο Θεσσαλονίκης ως συντηρητής. Αλλά μέσα του υπήρχε το ορφανοτροφείο -και μια παράξενη επιθυμία, μια υπόσχεση, καλύτερα, να επιστρέψει σε αυτό κάποτε. Όχι όμως ως τρόφιμος.

Για να πάρει μια ιδέα κάποιος για το τι ήταν αυτό το ορφανοτροφείο που φιλοξένησε τον Άγη Κυνηγόπουλο ως παιδί, πρώτης τάξεως μέσον είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Λεωφορείο» (εκδ. Πατάκη), του σπουδαίου Θεσσαλονικέα λογοτέχνη, Γιώργου Σκαμπαρδώνη: «Από το 'Παπάφειο Ορφανοτροφείο' έχω παιδικές μνήμες διότι μας πήγαιναν εκεί οι δασκάλες μας απ' το δημοτικό σχολείο 'Η Αθηνά', για να κάνουμε γυμναστικές επιδείξεις. Το πιο συγκινητικό για μας τα προνομιούχα παιδιά τότε, που είχαμε τους γονείς μας, ήταν το ότι μας ξεναγούσαν στα ενδότερα του 'Παπαφείου', όπου τα ορφανά μάθαιναν, από πολύ μικρά, διάφορες τέχνες επιβίωσης, όπως μαραγκοί, ηλεκτρολόγοι και άλλα επαγγέλματα, ζούσαν ομαδικά κι είχαν στο πρόσωπο εκείνη τη σκληρή τρυφερότητα που εκπέμπουν οι φαντάροι. Και -το ένιωθα- ήταν τελικά πολύ πιο φυσιολογικά παιδιά από μας, λιγότερο εγωιστικά και απαιτητικά, πιο συγκροτημένα, αυτόνομα και με μια αίσθηση πραγματικότητας. Άσε εκείνη την περίφημη μπάντα του 'Παπαφείου', που ανέκαθεν μου φέρνει έναν κόμπο στο λαιμό: τα παιδιά ντυμένα με τις ραφ στολές και τα κίτρινα σειρήτια τους, κρατώντας χρυσίζοντα αστραφτερά όργανα μεγαλύτερα απ' το μπόι τους, να παρελαύνουν παίζοντας άψογα μουσικές. Περήφανα, με αυτοπεποίθηση, εκπέμποντας ταυτόχρονα εκείνο το μακρινό παράπονο της ορφάνιας, αλλά και της δύναμης που δίνει η σκληρή, πλην υγιής, επιβίωση, αν σκεφτείς, απ' την άλλη, σε τι βαθμό είναι ασθενής και στρεβλή η ελληνική οικογένεια».

Στο «Παπάφειο», λοιπόν, ο Άγις επέστρεψε -αλλά υπό εντελώς διαφορετική ιδιότητα. Έγινε Πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων του Παπαφείου Ορφανοτροφείου «Ο Μελιτεύς» και μετέπειτα Επίτιμος Πρόεδρος του ιστορικού Ορφανοτροφείου. Έτσι ο Άγις έκλεισε, γενναιόδωρα και χωρίς το παραμικρό σύμπλεγμα, ένα χρέος και έναν πολύ μεγάλο κύκλο που τον οδήγησε πολύ μακριά από τις τεράστιες δυσκολίες των παιδικών του χρόνων, αλλά πάλι πίσω στην αφετηρία της ζωής του.

Ποιος ήταν ο Άγις Κυνηγόπουλος; Κάποτε, ένας φίλος του, οδηγώντας σε ένα προάστιο της Θεσσαλονίκης με τον Άγη δίπλα του, θέλησε να κόψει δρόμο μέσα από μια άγνωστη σε εκείνον περιοχή. Και, όπως ήταν φυσικό, έχασε τον προσανατολισμό του στα στενά δρομάκια ενός μικρού οικισμού. Σταμάτησε σε κάποιο σημείο, προσπαθώντας να καταλάβει προς τα πού θα έπρεπε να κινηθεί ώστε να φτάσει στο κέντρο της πόλης, ενώ επιπλέον υπήρχε πίεση χρόνου, καθώς ο βιαστικός Άγις είχε κάποιο σοβαρό ραντεβού. Το σημείο όπου σταμάτησε ο οδηγός ήταν απόμερο, κοντά σε μια χωματερή. Ο Άγις εκνευρισμένος με την καθυστέρηση, ο ήλιος άρχισε να δύει… Ξαφνικά όμως, σχεδόν από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας διαβάτης. Ο οδηγός, ανακουφισμένος, μέσα στο σούρουπο, τού έκανε νόημα με το χέρι έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και όταν ο άνθρωπος πλησίασε του ζήτησε οδηγίες για να ξαναβρεί το δρόμο. Ο άγνωστος όμως έσκυψε και κοίταξε τον συνεπιβάτη. «Συγνώμη, εσύ δεν είσαι ο Άγις ο Κυνηγόπουλος;» ρώτησε. Και, ναι, αυτός ήταν ο Άγις ο Κυνηγόπουλος.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr